ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ                                                      Τα σχέδια έχουν αναρτηθεί

Αφηγηματική Θεραπεία                                

«Ποια είναι η ιστορία σου; Είναι όλα στην αφήγηση. Οι ιστορίες είναι πυξίδες και αρχιτεκτονική. πλοηγούμαστε με αυτές, χτίζουμε τα καταφύγια  και τις φυλακές μας με αυτές, και το να μείνεις χωρίς ιστορία σημαίνει να χαθείς στην απεραντοσύνη ενός κόσμου που απλώνεται προς όλες τις κατευθύνσεις όπως η αρκτική τούνδρα ή  ο θαλάσσιος πάγος… Λέμε στον εαυτό μας ιστορίες που μας σώζουν και ιστορίες που είναι η κινούμενη άμμος στην οποία χτυπιόμαστε και το πηγάδι στο οποίο πνιγόμαστε… Δεν είναι λίγες οι ιστορίες που είναι βυθιζόμενα πλοία, και πολλοί από εμάς πνιγόμαστε με αυτά (τα πλοία) ακόμα κι όταν οι σωσίβιες λέμβοι επιπλέουν γύρω μας… Νομίζουμε ότι λέμε ιστορίες, αλλά οι ιστορίες συχνά μας λένε, μας λένε να αγαπάμε ή να μισούμε, να βλέπουμε ή να είμαστε τυφλοί. Συχνά, πολύ συχνά, οι ιστορίες μας παρασύρουν, μας καβαλούν, μας μαστιγώνουν προς τα μπρος, μας λένε τι να κάνουμε και το κάνουμε χωρίς αμφισβήτηση. Το καθήκον του να μάθεις να είσαι ελεύθερη / ος απαιτεί να μάθεις να τις ακούς, να τις αμφισβητείς, να σταματάς και να ακούς τη σιωπή, να τις ονομάζεις και μετά να γίνεις η αφηγήτρια / ο αφηγητής».  Rebecca Solnit.

«Στα στρώματα και τα υποστρώματα του παρελθόντος, βρίσκονται όχι μόνο οι προσωπικές στιγμές, αλλά και οι κρυμμένες αλήθειες. Το να αντιμετωπίσεις το παρελθόν απαιτεί τόλμη. Είναι μια συνομιλία με τον εαυτό σου, με το περιβάλλον και τις σχέσεις που έχουν σχηματιστεί γύρω σου. Η διαρκής αυτή συνομιλία αποκαλύπτει όχι μόνο τη διαδρομή σου, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζεις και αναπλάθεις τον κόσμο γύρω σου. Η συνεχής ανακάλυψη και αναστύλωση του παρελθόντος βαθαίνει τον διάλογο με τον κόσμο και με τον εαυτό».  Αλέξης Σταμάτης

Όπως ανέφερα στην προηγούμενη ανάρτηση το σημερινό κείμενο αφορά την Αφηγηματική Θεραπεία σε σχέση με δύο βιβλία, ένα του Michael White και ένα του David Denborough. Ο White ήταν ο συνιδρυτής της αφηγηματικής θεραπείας και του κέντρου Dulwich. Μαζί με τον David Epston ανέπτυξαν την αφηγηματική θεραπεία, μια μη παθολογική, ενδυναμωτική και συνεργατική προσέγγιση στη συμβουλευτική και την κοινοτική εργασία, η οποία αναγνωρίζει ότι οι άνθρωποι δεν έχουν μόνο προβλήματα, αλλά έχουν επίσης δεξιότητες και εξειδίκευση που μπορούν να υποστηρίξουν την αλλαγή στη ζωή τους . Επικεντρώνει τους ανθρώπους ως ειδικούς στη ζωή τους και τους διαχωρίζει  από τα προβλήματα τους,  υποθέτοντας ότι οι άνθρωποι έχουν δεξιότητες, ικανότητες, πεποιθήσεις, αξίες, δεσμεύσεις / υποχρεώσεις και ικανότητες που μπορούν να τους βοηθήσουν να μειώσουν την επίδραση των προβλημάτων στη ζωή τους. Στο σημερινό άρθρο θα βασιστώ στο Narrative Therapy Classics, μια συλλογή εργασιών και συνεντεύξεων που μας βοηθούν να εξοικειωθούμε με το έργο του Michael White, την πολιτική ανάλυση του, τις διάφορες αρχές της αφηγηματικής θεραπείας, δείγματα συνεδριών με πελάτες του, καθώς και με μια πληθώρα ερωτήσεων που κάποιος  θα μπορούσε να  χρησιμοποιήσει κατά τη διάρκεια των συζητήσεων αποδόμησης προκειμένου  να διευκολύνει τη διαδικασία αλλαγής και την διαδικασία του εκ νέου γραψίματος της ιστορίας και της ζωής ενός ατόμου.

Έχω συμπεριλάβει επίσης τρία σχέδια της πιο πρόσφατης σειράς με ζωγραφική-και κολάζ.

Εκτός από τα θέματα που θα θίξω σήμερα, το βιβλίο περιέχει ένα κεφάλαιο που αφορά στην απώλεια  και το πένθος, στο οποίο αναλύεται πως η ενσωμάτωση της χαμένης σχέσης μπορεί να συμβάλλει στην διαχείριση του πένθους. Στο βιβλίο περιλαμβάνεται και μια συζήτηση για τα παιδιά, το τραύμα και την ανάγκη ανάπτυξης μιας δευτερεύουσας αφήγησης, όπου η ανάπτυξη της δευτερεύουσας ιστορίας παρέχει μια εναλλακτική περιοχή ταυτότητας για τα παιδιά (και τους ενήλικες), όπου μπορούν να σταθούν καθώς αρχίζουν να δίνουν φωνή στις τραυματικές εμπειρίες τους.  Συμπεριλαμβάνεται ένα κεφάλαιο σχετικά με τη σημασία της προώθησης της συνεργασίας μεταξύ γονέων και παιδιών, καθώς και μεταξύ των υπηρεσιών παιδικής προστασίας και  οικογενειών. Υπάρχει επίσης ένα πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο για τις αφηγηματικές πρακτικές που διευκολύνουν το ξεπακετάρισμα των συμπερασμάτων σχετικά με την ταυτότητα. Τέλος, υπάρχει μια συνέντευξη όπου ο White συζητά την ηθική, την προσωπική ευθύνη και την πνευματικότητα της επιφάνειας. Κάνει αναφορές στη φεμινιστική ηθική, στη λογοδοσία από τα κάτω προς τα πάνω, και στους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να τιμήσουμε τα «μυστήρια της καθημερινής ύπαρξης».

Καθώς το βιβλίο είναι πλούσιο σε υλικό, αναπόφευκτα θα αναφερθώ σε μερικά θέματα και βασικές αρχές στο σημερινό άρθρο. Περιλαμβάνονται επίσης πολλές ιστορίες που μας βοηθούν να κατανοήσουμε αρχές και πρακτικές. Ο White γράφει ότι οι ιστορίες [στο βιβλίο] για τη θεραπεία απεικονίζουν μια σειρά από παρεμβάσεις και πρακτικές, οι οποίες πιστεύει ότι σχετίζονται με αυτό που θα μπορούσε να αναφερθεί ως μία αποδομητική μέθοδος. Προτείνει ότι «σύμφωνα με τον μάλλον χαλαρό ορισμό του» η αποδόμηση έχει να κάνει με διαδικασίες που «ανατρέπουν δεδομένες πραγματικότητες και πρακτικές.  τις λεγόμενες «αλήθειες» που είναι αποκομένες  από τις συνθήκες και το πλαίσιο παραγωγής τους,  εκείνους τους ασώματους τρόπους ομιλίας που κρύβουν τις προκαταλήψεις,  και εκείνες τις οικείες πρακτικές εαυτού και σχέσης που υποτάσσουν τις ζωές των ανθρώπων. Πολλές από τις μεθόδους αποδόμησης μέσω της αντικειμενοποίησης τους καθιστούν παράξενες  τις οικείες και καθημερινές δεδομένες πραγματικότητες και πρακτικές».

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Επίσης προτείνεται ότι οι ζωές μας διαμορφώνονται και από το νόημα που αποδίδουμε στην εμπειρία μας, από την θέση μας στις κοινωνικές δομές και από τις γλωσσικές και πολιτισμικές πρακτικές, σχετικά με τον εαυτό και τις σχέσεις, στις οποίες υπόκεινται (στρατολογούνται) οι ζωές μας. Ο White εξηγεί ότι αυτή η προοπτική διαφωνεί με την κυρίαρχη στρουκτουραλιστική προοπτική που υποστηρίζει ότι η συμπεριφορά αντανακλά τη δομή του νου και τη λειτουργιστική προοπτική που υποδηλώνει ότι η συμπεριφορά εξυπηρετεί ένα σκοπό.

Είναι μέσα από τις αφηγήσεις/ιστορίες που έχουμε για τις δικές μας ζωές και τις ζωές των άλλων που μπορούμε να κατανοήσουμε την εμπειρία μας. Ο White ισχυρίζεται ότι αυτές οι ιστορίες καθορίζουν τόσο το νόημα που δίνουν οι άνθρωποι στην εμπειρία τους όσο και ποιες πτυχές της εμπειρίας επιλέγουν [οι άνθρωποι[ να εκφράσουν. Και στον βαθμό που οι ενέργειές μας προδιαγράφονται από τη νοηματοδότηση, αυτές οι ιστορίες καθορίζουν επίσης τις πραγματικές επιπτώσεις όσον αφορά τη διαμόρφωση της ζωής των ανθρώπων. Αυτή η αφηγηματική μεταφορά προτείνει ότι «τα άτομα ζουν τη ζωή τους σύμφωνα με ιστορίες – ότι αυτές οι ιστορίες διαμορφώνουν τη ζωή και ότι έχουν πραγματικές, όχι φανταστικές, επιδράσεις – και ότι αυτές οι ιστορίες παρέχουν τη δομή της ζωής».

Εξηγεί ότι μέσω της αντικειμενοποίησης του οικείου μας κόσμου, μπορούμε να αποκτήσουμε μεγαλύτερη επίγνωση του βαθμού στον οποίο ορισμένοι «τρόποι ζωής και σκέψης» διαμορφώνουν την ύπαρξή μας, και μπορεί τότε να είμαστε σε θέση να επιλέξουμε να ζήσουμε με άλλους «τρόπους ζωής και σκέψης.” Ο White εξετάζει επίσης την αποδόμηση πρακτικών του εαυτού και τρόπων σχέσεων  που είναι κυρίως πολιτισμικές. την αποδόμηση της αυτό-αφήγησης και των κυρίαρχων πολιτισμικών γνώσεων  στα πλαίσια εντός των οποίων  ζουν οι άνθρωποι. και την αποδόμηση των σύγχρονων πρακτικών εξουσίας και λόγου.

Για την αποδόμηση των αφηγήσεων και των ιστοριών βάση των οποίων ζουν οι άνθρωποι,  ο ίδιος και ο Epston έχουν προτείνει την αντικειμενοποίηση των προβλημάτων για τα οποία οι άνθρωποι αναζητούν βοήθεια. Αυτή η αντικειμενοποίηση εμπλέκει τα άτομα σε συνομιλίες εξωτερίκευσης σε σχέση με αυτό που βρίσκουν προβληματικό, αντί σε συνομιλίες εσωτερίκευσης. Η εξωτερίκευση είναι η διαδικασία διαχωρισμού του ατόμου από το πρόβλημα του, επιτρέποντάς στο άτομο να πάρει κάποια απόσταση από το πρόβλημά και να δει πώς αυτό μπορεί να είναι εμπόδιο, αλλά και να βοηθά ή να προστατεύει. Αυτές οι συνομιλίες εξωτερίκευσης  βοηθούν τα άτομα να ξετυλίξουν, με την πάροδο του χρόνου, τη σύσταση του εαυτού τους και των σχέσεών τους και ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να αναγνωρίσουν τις ιδιωτικές ιστορίες και τις πολιτισμικές γνώσεις βάση των οποίων ζουν, που καθοδηγούν τη ζωή τους και τους ορίζουν την ταυτότητα.

Οι συνομιλίες εξωτερίκευσης ξεκινούν με την ενθάρρυνση των ατόμων να παρέχουν μια περιγραφή των επιπτώσεων του προβλήματος στη συναισθηματική τους κατάσταση, στις σχέσεις τους με την οικογένεια και συνομήλικους, στον κοινωνικό και εργασιακό τομέα και στη ζωή γενικά, «με ιδιαίτερη έμφαση στο πώς έχει επηρεάσει την «άποψή τους» σχετικά με «τον εαυτό τους και τις σχέσεις τους». Στη συνέχεια, οι άνθρωποι καλούνται να χαρτογραφήσουν την επιρροή που έχουν αυτές οι απόψεις στη ζωή και τις αλληλεπιδράσεις τους με τους άλλους. Αυτό συχνά ακολουθείται από κάποια διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι έχουν καταλήξει να υιοθετήσουν αυτές τις απόψεις. Ο White γράφει και δείχνει σε βινιέτες ότι καθώς τα άτομα εμπλέκονται σε αυτές τις συνομιλίες εξωτερίκευσης, βιώνουν έναν διαχωρισμό από αυτές τις ιστορίες και στο κενό που δημιουργεί αυτός ο διαχωρισμός, είναι ελεύθεροι να εξερευνήσουν εναλλακτικές και προτιμώμενες γνώσεις για το ποιοι θα μπορούσαν να είναι και πως θα μπορούσαν να ζήσουν.

Γράφει ότι: «Καθώς τα άτομα διαχωρίζονται από τις κυρίαρχες ή «ολοκληρωτικές» ιστορίες που είναι συστατικές της ζωής τους, καθίσταται πιο δυνατό για αυτά να προσανατολιστούν σε πτυχές της εμπειρίας τους που έρχονται σε αντίθεση με αυτές τις γνώσεις. Τέτοιες αντιφάσεις είναι πάντα παρούσες, και, επίσης, είναι πολλές και ποικίλες……»  Για να διευκολυνθεί αυτή η διαδικασία που ο White ονόμασε «επανασυγγραφή», ο θεραπευτής μπορεί να κάνει μια ποικιλία ερωτήσεων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που θα μπορούσαν να αναφέρονται ως α) ερωτήσεις του τοπίου της δράσης, που ενθαρρύνουν τα άτομα να τοποθετούν τα αποτελέσματα από αλληλουχίες γεγονότων που εκτυλίσσονται στο χρόνο σύμφωνα με συγκεκριμένες πλοκές, και β) ερωτήσεις του τοπίου της συνείδησης, που ενθαρρύνουν τα άτομα να αναλογιστούν και να προσδιορίσουν το νόημα αυτών των εξελίξεων που συμβαίνουν στο τοπίο της δράσης.

Ο / Η  θεραπευτής /τρια ή σύμβουλος μπορεί επίσης να ενθαρρύνει τη συμμετοχή άλλων ανθρώπων, όπως μέλη της κοινότητας και μέλη της οικογένειας, που έχουν συμμετάσχει ιστορικά στη διαπραγμάτευση και τη διανομή της κυρίαρχης ιστορίας της ζωής του ατόμου, στη δημιουργία ή την ανάσταση εναλλακτικών και προτιμώμενων ιστοριών και τοπίων δράσης.

Αυτή η διαδικασία απαιτεί κάποια κατανόηση των διαφόρων μορφών και εργαλείων εξουσίας. Στην ανάλυσή του ο White αναφέρεται στον Michel Foucault, καθώς και σε άλλους. Γράφει ότι ένα μεγάλο μέρος του έργου του Foucault είναι αφιερωμένο στην ανάλυση των «πρακτικών της εξουσίας» μέσω των οποίων συγκροτείται το σύγχρονο «υποκείμενο» (Foucault, 1978, 1979). Επίσης σημειώνει ότι ο Foucault ιχνηλάτησε την ιστορία της «τέχνης της κυβέρνησης των ατόμων» από τον δέκατο έβδομο αιώνα, και κατέγραψε λεπτομερώς πολλές από τις πρακτικές του εαυτού και τις πρακτικές σχέσης που οι άνθρωποι παρακινούνται να υιοθετήσουν στη ζωή τους. Αυτές οι πρακτικές βάση των οποίων τα άτομα διαμορφώνουν τη ζωή τους, σύμφωνα με τις κυρίαρχες προδιαγραφές ύπαρξης, μπορούν να θεωρηθούν τεχνικές κοινωνικού ελέγχου. Αυτή η μορφή εξουσίας διαποτίζει και διαμορφώνει τις ζωές των ανθρώπων ως τα βαθύτερα επίπεδα, «συμπεριλαμβανομένων των χειρονομιών, των επιθυμιών, των σωμάτων, των συνηθειών τους, κλπ. – και παρομοίασε αυτές τις πρακτικές με μια μορφή  «ντρεσαρίματος  / αυστηρής εκπαίδευσης» (Foucault, 1979).

Ο White αναφέρεται στη σημασία της κατανόησης των λειτουργιών της εξουσίας σε μικροεπίπεδο και στην περιφέρεια της κοινωνίας [π.χ. σε σχολεία, κλινικές, φυλακές, οικογένειες, κλπ.]. Αναφέρεται στον Φουκώ, ο οποίος υποστήριξε ότι σε αυτά τα τοπικά πλαίσια οι πρακτικές της εξουσίας τελειοποιούνται, κι επίσης, η λειτουργία της εξουσίας είναι πιο εμφανής. Εξαιτίας αυτού η εξουσία μπορεί να έχει τις παγκόσμιες επιπτώσεις της. Ο Φουκώ πίστευε ότι αυτό το σύγχρονο σύστημα εξουσίας ήταν αποκεντρωμένο και «υιοθετημένο», παρά συγκεντρωτικό και ασκούμενο από την κορυφή προς τα κάτω. Επομένως, οι προσπάθειες αλλαγής των σχέσεων εξουσίας σε μια κοινωνία πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτές τις πρακτικές εξουσίας σε τοπικό επίπεδο, «στο επίπεδο των καθημερινών, θεωρούμενων ως δεδομένων, κοινωνικών πρακτικών».

Οι μηχανισμοί και οι δομές αυτού του συστήματος εξουσίας στρατολογούν / πείθουν τα άτομα να συνεργαστούν στην υποταγή της ζωής τους και την αντικειμενοποίηση των σωμάτων τους. Γίνονται «πρόθυμοι» συμμετέχοντες στην πειθαρχία ή την αστυνόμευση της ζωής τους. Αυτή η συνεργασία συχνά δεν είναι συνειδητό φαινόμενο, αφού η λειτουργία αυτής της εξουσίας είναι συγκαλυμμένη ή μασκαρεμένη επειδή λειτουργεί σε σχέση με ορισμένες νόρμες που τους αποδίδεται μια υπόσταση «αλήθειας». Ο White γράφει ότι αυτή η εξουσία ασκείται σε σχέση με ορισμένες γνώσεις που κατασκευάζουν συγκεκριμένες αλήθειες, «και έχει σχεδιαστεί για να επιφέρει συγκεκριμένα και «σωστά» αποτελέσματα, όπως μια ζωή που θεωρείται «εκπληρωμένη», «απελευθερωμένη», «λογική», « διαφοροποιημένη», «ατομική»…….., και ούτω καθεξής. Οι περιγραφές αυτών των «επιθυμητών» τρόπων  ύπαρξης είναι στην πραγματικότητα ψευδαισθήσεις». Επισημαίνει ότι αυτή η ανάλυση της εξουσίας υποδηλώνει ότι πολλές από τις πτυχές των ατομικών μας τρόπων συμπεριφοράς που υποτίθεται ότι είναι έκφραση της ελεύθερης βούλησης ή θεωρούνται παραβατικές, δεν είναι αυτό που μπορεί να φαίνονται αρχικά, κι για αυτό το λόγο πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται να κατανοήσουν αυτές τις ιδέες.

Στη θεραπεία, η αντικειμενοποίηση αυτών των οικείων και θεωρούμενων ως δεδομένων πρακτικών εξουσίας συμβάλλει σημαντικά στην αποδόμηση τους. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, αυτό επιτυγχάνεται με την εμπλοκή ατόμων σε συζητήσεις εξωτερίκευσης σχετικά με αυτές τις πρακτικές, γεγονός που επιτρέπει την αποκάλυψη των πρακτικών εξουσίας και την αντιμετώπιση της επιρροής τους στη ζωή και τις σχέσεις μας. Ο White γράφει ότι σε αυτές τις συνομιλίες δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στο τι έχουν υπαγορεύσει αυτές οι πρακτικές στους ανθρώπους σχετικά με τη κλοπή της σχέσης τους με τον εαυτό τους και τους άλλους. Μέσω αυτών των  συνομιλιών εξωτερίκευσης τα άτομα μπορούν, μεταξύ άλλων, να αναγνωρίσουν τον βαθμό στον οποίο έχουν  στρατολογηθεί στην αστυνόμευση της δικής τους ζωής, καθώς και τη φύση της συμμετοχής τους στην αστυνόμευση της ζωής των άλλων. Προσθέτει ότι καθώς έχει δουλέψει με ανθρώπους στην αποδόμηση συγκεκριμένων τρόπων ζωής και σκέψης, εξετάζοντας μαζί τους τις επιπτώσεις της κατάστασης της ζωής τους σε εκείνα τα πεδία εξουσίας που λαμβάνουν τη μορφή κοινωνικών δομών, αυτοί είναι σε θέση να αμφισβητήσουν τις επιπτώσεις, καθώς και εκείνες τις δομές που θεωρούνται άνισες.

Αυτά που έχω συζητήσει και αναφέρει μέχρι τώρα μπορούν να γίνουν κατανοητά πιο εύκολα μέσω της συνοπτικής παρουσίασης ορισμένων  ιστοριών του βιβλίου. Ο White παρέχει τις ιστορίες της Amy και του Robert για να διευκρινίσει τις διαδικασίες αποδόμησης των πρακτικών του εαυτού και της αυτό-αφήγησης, των σχέσεων που είναι πολιτισμικά κυρίαρχες, των κυρίαρχων πολιτισμικών γνώσεων βάση των οποίων ζουν οι άνθρωποι,  καθώς  και των σύγχρονων πρακτικών εξουσίας.

Η Έιμι, για παράδειγμα, είχε ενστερνιστεί ορισμένες «τεχνολογίες του εαυτού» / “technologies of the self ” ως μια μορφή αυτοελέγχου και ως κάτι απαραίτητο για τη μεταμόρφωση της ζωής της σε «ένα αποδεκτό σχήμα –  που θεωρούσε ως εκπλήρωση». Είχε ερμηνεύσει τις δραστηριότητές υποταγής της ζωής της ως απελευθερωτικές δραστηριότητες. Ο White γράφει ότι όταν με την Έιμι έκαναν μια συνομιλία εξωτερίκευσης σχετικά με τη νευρική ανορεξία μέσω της διερεύνησης των πραγματικών επιπτώσεών της ανορεξίας στη ζωή της, άρχισε να διακρίνει  «τις διάφορες πρακτικές ελέγχου του εαυτού /  self-government – των πειθαρχιών του σώματος – και τις προδιαγραφές για τον εαυτό που ήταν ενσωματωμένες στη νευρική ανορεξία. Η ανορεξία δεν ήταν πλέον  ο σωτήρας της. Το τέχνασμα και οι πρακτικές εξουσίας είχαν αποκαλυφθεί. Αντί να συνεχίζει να ασπάζεται αυτές τις πρακτικές εαυτού, η Έιμι βίωσε  αποξένωση σε σχέση με αυτές. Η νευρική ανορεξία δεν ήταν πλέον σημαντική για την ταυτότητά της».

Ως αποτέλεσμα, μπόρεσε να εξερευνήσει εναλλακτικές και προτιμώμενες πρακτικές εαυτού και σχέσης. Στη συνέχεια ενθαρρύνθηκε να εντοπίσει άτομα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα κατάλληλο κοινό αυτής της διαφορετικής εκδοχής του ποια θα μπορούσε να είναι, άτομα που θα ήταν πρόθυμα να συμμετάσχουν στην αναγνώριση και στην πιστοποίηση αυτής της νέας έκδοσης ταυτότητας. Σε αυτό το σημείο, πρέπει να αναφέρω ότι ο White αναφέρει επίσης τις πιθανότητες  να υπάρξει απώθηση  και αντίδραση από το περιβάλλον κάποιου όταν αποφασίσει να υπάρξει διαφορετικά. Λόγου χάρη, σε ένα άλλο παράδειγμα γράφει: «Έσπευσα να μοιραστώ την πρόβλεψή μου ότι ήταν απίθανο οι προσπάθειες της Ελισάβετ να «ανακτήσει τη ζωή της» να χαιρετίζονταν στην αρχή με μεγάλο ενθουσιασμό από τα παιδιά της».

Ο Ρόμπερτ, από την άλλη, είχε ξεκινήσει θεραπεία για την κακοποιητική συμπεριφορά του προς την οικογένειά του. Η μη αμφισβήτηση  και εξέταση των γνώσεων, πρακτικών  ή «τεχνολογιών εξουσίας»,  δομών και συνθηκών που παρείχαν το πλαίσιο για την κακοποιητική συμπεριφορά του ήταν όλα μέρος ενός αυτονόητου τρόπου ζωής και σκέψης που αυτός είχε θεωρήσει ότι αντανακλούσε τη φυσική τάξη πραγμάτων. Παρατηρούμε στη βινιέτα πώς μέσω των συνομιλιών εξωτερίκευσης σχετικά με αυτές τις γνώσεις, πρακτικές, δομές και συνθήκες, και μέσω της χαρτογράφησης των πραγματικών επιπτώσεων στη ζωή του και στις ζωές της οικογένειάς του, βίωσε έναν διαχωρισμό από αυτόν τον τρόπο ζωής και σκέψης.  Ο White γράφει: «…αυτός [ο τρόπος σκέψης και πράξης] δεν σήμαινε για αυτόν πλέον τη «φύση» των τρόπων των ανδρών με τις γυναίκες και τα παιδιά».  Με την πάροδο του χρόνου, ο Ρόμπερτ αντάλλαξε μια ζωή παραμέλησης και στρατηγικής με μια ζωή που ο ίδιος, αλλά και οι άλλοι, θεωρούσαν ότι περιείχε φροντίδα και ήταν ανοιχτή και άμεση.

Εν συντομία, ο White γράφει ότι κατά την πρώιμη επαφή τους, η συζήτηση επικεντρώθηκε στην ευθύνη του Robert για τη διάπραξη της κακοποίησης, στον εντοπισμό των πραγματικών βραχυπρόθεσμων και πιθανών μακροπρόθεσμων τραυματικών επιπτώσεων στη ζωή της οικογένειάς του και στον προσδιορισμό του τι θα μπορούσε να κάνει προκειμένου να αναλάβει την ευθύνη επιδιόρθωσης ότι μπορούσε να διορθωθεί. Μετά από αυτό το στάδιο, ρώτησε τον Ρόμπερτ αν ήταν πρόθυμος να εξετάσουν τις πιθανές συνθήκες και τον χαρακτήρα της κακοποιητικής συμπεριφοράς των ανδρών.  Επικεντρώθηκαν σε ερωτήματα όπως λόγου χάρη:

Εάν ένας άντρας επιθυμούσε να κυριαρχήσει ή να κάνει κάποιον δέσμιo του, ιδιαίτερα μια γυναίκα ή ένα παιδί, τι είδους συμπεριφορές θα ήταν απαραίτητες προκειμένου να το δικαιολογήσει αυτό, και τι είδους στρατηγικές και τεχνικές εξουσίας θα το έκαναν εφικτό;

Κατά τη διάρκεια αυτής της συζήτησης, διατυπώθηκαν συγκεκριμένες γνώσεις σχετικά με τον τρόπο ύπαρξης των ανδρών που υποτάσσουν τους άλλους, εντοπίστηκαν τεχνικές και στρατηγικές στις οποίες μπορούν να βασιστούν οι άνδρες για να θεσπίσουν αυτήν την υποταγή, κι επίσης, συζητήθηκαν διάφορες κοινωνικές δομές και συνθήκες που υποστηρίζουν την κακοποιητική συμπεριφορά.  Μετά ζητήθηκε από τον Robert να εξετάσει ποια από τα παραπάνω αφορούσαν τη δική του ζωή. Στη συνέχεια συζήτησαν τις ιστορικές διαδικασίες μέσω των οποίων [ο Robert] είχε στρατολογηθεί σε ένα πλαίσιο ζωής που είχε ορισθεί από αυτές τις νοοτροπίες, τεχνικές και δομές. και τέλος κλήθηκε να πάρει θέση σχετικά με αυτές [τις νοοτροπίες, στρατηγικές και δομές].

Ο White γράφει: «Καθώς προχωρούσε η εργασία μας, ο εντοπισμός αυτών των μοναδικών αποτελεσμάτων παρείχε ένα σημείο εισόδου για μια «αρχαιολογία / εκσκαφή» εναλλακτικών και προτιμώμενων γνώσεων σχετικά με τους τρόπους ύπαρξης των ανδρών, γνώσεις που ο Robert άρχισε να υιοθετεί στη ζωή του…. Θυμήθηκε ένα θείο που δεν έμοιαζε με τους υπόλοιπους άντρες της οικογένειάς του. Αυτός ήταν ένας άνθρωπος που σίγουρα ήταν συμπονετικός και μη κακοποιητικός».

Θα ολοκληρώσω αυτό το κομμάτι κάνοντας αναφορά στο πώς οι θεραπευτικές πρακτικές που περιγράφονται παραπάνω, και τις οποίες ο White αναφέρει ως «αποδομητικές» βοηθούν στο χτίσιμο μιας αίσθησης αυτενέργειας. Αυτή η αίσθηση αυτενέργειας, γράφει, προέρχεται από την εμπειρία της εγκατάλειψης της θέσης «επιβάτη» στη ζωή και από την αίσθηση ότι μπορεί κανείς να διαδραματίσει ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση της δικής του ζωής. Απορρέει από το να μπορεί κάποιος να επηρεάσει τις εξελίξεις στη ζωή του σύμφωνα με τους σκοπούς του. Αυτή η αίσθηση της προσωπικής αυτενέργειας εδραιώνεται μέσω της ανάπτυξης κάποιας επίγνωσης του βαθμού στον οποίο ορισμένοι τρόποι ζωής και σκέψης διαμορφώνουν την ύπαρξή μας, κι επίσης, μέσω της εμπειρίας κάποιας δυνατότητας επιλογής των τρόπων ζωής και σκέψης στα πλαίσια των οποίων θα μπορούσαμε να ζήσουμε. Εξηγεί ότι οι πρακτικές τις οποίες αναφέρει ως αποδομητικές «βοηθούν τα άτομα να διαχωρίσουν τον εαυτό τους από εκείνους τους τρόπους ζωής και σκέψης που κρίνουν ότι εξαθλιώνουν τη δική τους ζωή και τη ζωή των άλλων. Και προκαλούν στους θεραπευτές, και στα άτομα που αναζητούν θεραπεία, μια περιέργεια σχετικά με αυτές τις εναλλακτικές εκδοχές για το ποιοι θα μπορούσαν να είναι. Δεν είναι απλώς οποιαδήποτε περιέργεια. Είναι μια περιέργεια για το πώς τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά, μια περιέργεια για αυτό που υπάρχει έξω από τις αθροιστικές ιστορίες που έχουν οι άνθρωποι για τη ζωή τους και έξω από τις κυρίαρχες πρακτικές του εαυτού και της σχέσης».

Τέλος, θα ήθελα να αναφέρω ότι μάλλον θα επιστρέψω στο βιβλίο σε επόμενη ανάρτηση γιατί υπάρχουν μερικά ακόμη θέματα που νομίζω ότι έχουν αξία και ενδιαφέρον.

Comments are closed.