Τόποι
Λέξεις και εικόνες
«Γιατί ο χρόνος είναι η μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ δύο τόπων». Τένεσι Ουίλιαμς
«….. η πεζογραφία εκτελεί έναν εξαιρετικό χορό μεταξύ συλλογικής και οικείας, «μεγάλης» ιστορίας και ιδιωτικής εμπειρίας». Από Tα Xρόνια της Annie Ernaux
Σε αυτήν την ανάρτηση έχω συμπεριλάβει τέσσερα νέα σχέδια τόπων. Μέρος αυτού του τρέχοντος καλλιτεχνικού project περιλαμβάνει και ανάγνωση κειμένων – ποιήματα, ιστορίες, άρθρα – πράγματα που σχετίζονται με τα σχέδια με προφανείς ή λιγότερο ορατούς τρόπους. Μεταξύ λέξεων και εικόνων μπορεί να υπάρχει σχέση ή αλληλεπίδραση, παρόλο που μπορεί να φαίνονται ασύνδετες, παράλληλες δραστηριότητες. Επίσης, μερικές φορές το ένα πράγμα οδηγεί στο άλλο και καταλήγω να βρίσκω κάτι ενδιαφέρον και απροσδόκητο, ένα κείμενο, μια αφήγηση ή μια πληροφορία. Σήμερα θα αναφερθώ σε μερικά μικρά βιβλία / κείμενα. Είναι γραμμένα από γυναίκες, και συμπεριλαμβάνουν θέματα απώλειας, απώλειας γονιών. Το ΄Ανθρωπος στη θάλασσα και Τι όμορφη που είναι η ζωή είναι γραμμένα από τις Ελληνίδες συγγραφείς Έρση Σωτηροπούλου και Μαρία Λαϊνά, αντίστοιχα, και το La Place / Ο Τόπος και το A Woman’s Story / Η ιστορία μιας γυναίκας είναι βιβλία της Γαλλίδας συγγραφέα, Annie Ernau, η οποία έλαβε το Νόμελ λογοτεχνίας το 2022. Ανακάλυψα το έργο της Ernaux τυχαία σε ένα τοπικό βιβλιοπωλείο. Ο Τόπος τράβηξε την προσοχή μου λόγω του τίτλου του. Αυτό οδήγησε στην ανάγνωση κι άλλων βιβλίων της, και της ομιλίας της κατά την απονομή του βραβείου με τον τίτλο Θα γράψω για να πάρω εκδίκηση για τους ανθρώπους μου (το λαό μου*).
Η ομιλία της I Will Write To Avenge My People (Θα γράψω για να πάρω εκδίκηση για τους ανθρώπους μου) ξεκινά με την Ernaux να περιγράφει πώς προσπαθώντας να βρει την πρόταση που θα τις έδινε την ελευθερία και την αυτοπεποίθηση να μιλήσει εκείνο το βράδυ, εμφανίστηκε μια φράση που είχε γράψει στο ημερολόγιό της όταν ήταν νέα: «Στη στιγμή εμφανίζεται. Με όλη της τη διαύγεια και τη βία. Λιθόγλυφη. Αδιάψευστη. Γράφτηκε στο ημερολόγιό μου πριν από εξήντα χρόνια. ‘Θα γράψω για να πάρω εκδίκηση για τους δικούς μου ανθρώπους’…» Ήταν είκοσι δύο ετών, σπούδαζε λογοτεχνία, κυρίως με τα παιδιά της τοπικής αστικής τάξης, πιστεύοντας περήφανα και αφελώς «ότι αν έγραφε βιβλία, αν γινόταν συγγραφέας, ως η τελευταία σε μια σειρά ακτημόνων εργατών, εργατών εργοστασίων και καταστηματαρχών, ανθρώπων που περιφρονούνται για τους τρόπους τους, την προφορά τους, την έλλειψη μόρφωσης, θα αρκούσαν για να επανορθώσουν την κοινωνική αδικία που συνδέεται με την κοινωνική τάξη στην οποία γεννιέται κανείς. Ότι μια ατομική νίκη θα μπορούσε να σβήσει αιώνες κυριαρχίας και φτώχειας, μια ψευδαίσθηση που το σχολείο είχε ήδη καλλιεργήσει μέσα μου λόγω της ακαδημαϊκής μου επιτυχίας».
Η Ernaux μας λέει ότι αρχικά η λογοτεχνία ήταν ένα είδος ηπείρου που ασυνείδητα είχε αντιπαραθέσει στο κοινωνικό της περιβάλλον. Πίστευε ότι με τη γραφή της θα μπορούσε να μεταμορφώσει την πραγματικότητα, αλλά το να είναι παντρεμένη με δύο παιδιά, να εργάζεται ως καθηγήτρια και να έχει την πλήρη ευθύνη των οικιακών υποθέσεων, την απομάκρυναν όλο και περισσότερο από τη συγγραφή και την υπόσχεσή της να πάρει εκδίκηση για τους δικούς της ανθρώπους. Ο θάνατος του πατέρα της, η διδασκαλία σπουδαστών από εργατικά στρώματα και τα κινήματα διαμαρτυρίας του 1968 ήταν οι παράγοντες, μας λέει, που την έφεραν πίσω: «μέσα από παράδρομους που ήταν απρόβλεπτοι και κοντά στον κόσμο της καταγωγής μου, στους «ανθρώπους» μου, και έδωσε στην επιθυμία μου να γράψω μια ποιότητα μυστικής και απόλυτης επείγουσας ανάγκης».
Κατάλαβε ότι έπρεπε να εμβαθύνει σε καταπιεσμένες αναμνήσεις και να φέρει στο φως το πώς ζούσαν οι άνθρωποι από τον δικό της κόσμο, προσθέτοντας ότι όσοι «ως μετανάστες δεν μιλούν πλέον τη γλώσσα των γονιών τους και όσοι, ως αποστάτες της τάξης τους, δεν έχουν πια την ίδια γλώσσα, σκέφτονται και εκφράζονται με άλλες λέξεις, αντιμετωπίζουν επιπλέον εμπόδια». Συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να σταματήσει να «γράφει καλά και όμορφες προτάσεις» και «να ξεριζώσει, να δείξει και να κατανοήσει το ρήγμα που τη διέτρεχε».
Η Ernaux μας λέει ότι το πρώτο της βιβλίο το 1974 χαρτογράφησε την κοινωνική και φεμινιστική σφαίρα στην οποία θα τοποθετούσε τη γραφή της. Μέσω του στοχασμού της πάνω στη ζωή αναπόφευκτα θα στοχαζόταν και τη γραφή και πώς η γραφή ενισχύει ή διαταράσσει τις αποδεκτές, εσωτερικευμένες αναπαραστάσεις των πραγμάτων και των όντων. Με το τέταρτο βιβλίο της υιοθέτησε ένα ουδέτερο, αντικειμενικό, «επίπεδο» είδος γραφής, όπου η βία δεν επιδεικνυόταν πλέον, γινόταν ορατή από τα ίδια τα γεγονότα και όχι από τη γραφή.
Προς το τέλος της ομιλίας, η Ernaux γράφει: «Φέρνοντας στο φως το κοινωνικό ανείπωτο, εκείνων των εσωτερικευμένων σχέσεων εξουσίας που συνδέονται με την τάξη ή/και τη φυλή, και επίσης το φύλο, που αισθάνονται μόνο οι άνθρωποι που βιώνουν άμεσα τον αντίκτυπό τους, αναδύεται η δυνατότητα ατομικής αλλά και συλλογικής χειραφέτησης. Το να αποκρυπτογραφείς τον πραγματικό κόσμο απογυμνώνοντάς τον από τα οράματα και τις αξίες που εμπεριέχει η γλώσσα, όλη η γλώσσα, σημαίνει την ανατροπή της καθιερωμένης τάξης της, την διατάραξη των ιεραρχιών της».
La Place and A Woman’s Story / Ο Τόπος και Η ιστορία μιας γυναίκας
Στα βιβλία της, Ο Τόπος και Η ιστορία μιας γυναίκας, που γράφτηκαν μετά τον θάνατο του πατέρα και της μητέρας της, η Ernaux χρονογραφεί μια γενιά και τη διαδικασία της δικής της απομάκρυνσης από την τάξη και το περιβάλλον της, μέσω της εκπαίδευσής της και στη συνέχεια μέσω της μετακόμισής της στον μικροαστικό λογοτεχνικό κόσμο, που το ένιωθε ως ένα είδος προδοσίας. Εξετάζει αυτό το «σπάσιμο», και επίσης, εξετάζει τα διλήμματα της γραφής όταν πρόκειται για πραγματικές, βιωμένες ζωές και τι σημαίνει να περικλείεις μια ζωή μέσα στις σελίδες ενός βιβλίου.
Ο Τόπος
«Δεν ανήκε πουθενά, δεν συμμετείχε πουθενά, πλήρωνε απλώς την ετήσια συνδρομή του στον εμπορικό σύλλογο. Στον επικήδειο, ο εφημέριος μίλησε για «μια έντιμη, εργατική ζωή», «για έναν άνθρωπο που δεν έβλαψε ποτέ κανέναν».
«Όταν διαβάζω Προυστ ή Μοριάκ, δεν μπορώ να πιστέψω ότι γράφουν για την εποχή όπου ο πατέρας μου ήταν παιδί. Στην περίπτωσή του, ήταν μάλλον Μεσαίωνας».
«΄Εμμονη ιδέα: ‘Τι θα λένε οι άλλοι για μας’ (οι γείτονες, οι πελάτες οι πάντες)».
Η ιστορία μιας γυναίκας
Η Ernaux ισχυρίζεται ότι αυτό το βιβλίο δεν είναι βιογραφία ή μυθιστόρημα, «ίσως μια διασταύρωση λογοτεχνίας, κοινωνιολογίας και ιστορίας». Προσθέτει ότι όταν σκέφτεται πτυχές της προσωπικότητας της μητέρας της, προσπαθεί να τις συσχετίσει με την ιστορία και το ιστορικό και κοινωνικό υπόβαθρο γιατί η ιστορία και το κοινωνικό υπόβαθρο περιέχουν και, σε μεγάλο βαθμό, διαμορφώνουν τη ζωή ενός ανθρώπου. Καθώς η συγγραφέας μιλά για τη μητέρα της και τον ιστό των ανθρώπων με τους οποίους ήταν συνδεδεμένη, παρακολουθούμε και τα «μεγάλα» ιστορικά γεγονότα και τις κοινωνικές νόρμες και συνθήκες, καθώς και τις ευκαιρίες που δεν ήταν διαθέσιμες στη μητέρα της και στους ανθρώπους του κοινωνικού της περιβάλλοντος:
«Είναι ένα δύσκολο εγχείρημα. Για μένα η μητέρα μου δεν έχει ιστορικό. Ήταν πάντα εκεί. Όταν μιλάω για αυτήν, η πρώτη μου παρόρμηση είναι να την «παγώσω» σε μια σειρά από εικόνες άσχετες με τον χρόνο…….. Αυτό φέρνει πίσω μόνο τη γυναίκα της φαντασίας μου, αυτή που εμφανίστηκε πρόσφατα στα όνειρά μου….. Θα ήθελα επίσης να συλλάβω την πραγματική γυναίκα, αυτή που υπήρχε ανεξάρτητα από εμένα, γεννημένη στα περίχωρα μιας μικρής πόλης της Νορμανδίας, και που πέθανε στη γηριατρική πτέρυγα ενός νοσοκομείου στα προάστια του Παρισιού».
«Θα μπορούσε να γίνει δασκάλα, αλλά οι γονείς της δεν την άφηναν να φύγει από το χωριό. Ο χωρισμός με την οικογένεια θεωρούνταν πάντα ως σημάδι κακοτυχίας. (Στα Νορμανδικά Γαλλικά, η λέξη «φιλοδοξία» αναφέρεται στο τραύμα του χωρισμού· ένας σκύλος, για παράδειγμα, μπορεί να πεθάνει από φιλοδοξία. Το σχολείο ήταν απλώς μια φάση που περνούσε κανείς πριν κερδίσει τα προς το ζην. Θα μπορούσε κανείς να λείψει από το σχολείο. δεν ήταν δα και το τέλος του κόσμου. Αλλά όχι από την Λειτουργία».
«Υπήρχαν τα μαύρα χρόνια της οικονομικής κρίσης, οι απεργίες, ο Léon Blum («ο πρώτος άνθρωπος στο πλευρό των εργατών»), οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και τα πάρτι στο καφέ αργά το βράδυ. Υπήρχαν οι επισκέψεις από τους συγγενείς της…».
«Το κατάστημα βρισκόταν στην Κοιλάδα, όπου οι μύλοι βαμβακιού του δέκατου ένατου αιώνα κυβερνούσαν τις ζωές των ανθρώπων από τη βρεφική ηλικία μέχρι το θάνατο».
«Κατά την Κατοχή, η ζωή στην Κοιλάδα επικεντρωνόταν στο μαγαζί τους και στην ελπίδα απόκτησης φρέσκων προμηθειών. Προσπαθούσε να ταΐσει τους πάντες, ειδικά τις πολύτεκνες οικογένειες, γιατί η φυσική της υπερηφάνεια την ενθάρρυνε να είναι ευγενική και να βοηθάει τους άλλους…».
«Το 1945, έφυγαν από την Κοιλάδα, όπου το ομιχλώδες κλίμα με έκανε να βήχω και εμπόδιζε την ανάπτυξή μου, και επέστρεψαν στο Yvetot. Η ζωή στη μεταπολεμική περίοδο ήταν πιο δύσκολη από ότι στη διάρκεια του πολέμου. Τα τρόφιμα εξακολουθούσαν να δίνονται με δελτίο και εκείνοι που είχαν «πλουτίσει στη μαύρη αγορά» εμφανίζονταν σιγά-σιγά».
Το πιο συγκινητικό μέρος του βιβλίου αφορά τα τελευταία χρόνια της ζωής της μητέρας της όταν ήταν άρρωστη. Οι σύντομες προτάσεις της Ernaux μεταδίδουν τόσα πολλά:
«Κι εδώ σταματά η ιστορία της γιατί δεν υπήρχε πλέον θέση για εκείνη στην κοινωνία».
«Οι περισσότεροι από τους ασθενείς εκεί είναι γυναίκες».
«Ο τελευταίος δεσμός μεταξύ εμένα και του κόσμου από τον οποίο προέρχομαι έχει κοπεί».
«Πιστεύω ότι γράφω για τη μητέρα μου γιατί είναι η σειρά μου να τη φέρω στον κόσμο».
΄Ανθρωπος στη θάλασσα της Έρση Σωτηροπούλου
Εδώ στην Ελλάδα πεθαίνει η μητέρα της και στην Αρκτική λειώνουν οι πάγοι.
«Μόνο εγώ κι εσύ ακούμε τώρα. Δεν υπάρχει κανείς άλλος. / ένα τρίξιμο αοράτων κρυστάλλων / από ανθύλλια παγετού που ξεκολλάνε. / Με κομμένη την ανάσα ακούμε / Το τρίξιμο να γίνεται βόμβος / Βρυχηθμός αεροπλάνου που πλησιάζει / Όχι από τον αέρα. / Αυτός ο ορυκτός βόμβος καθώς / ένα κομμάτι αποσπάται από τη μητέρα».
Τι όμορφη που είναι η ζωή της Μαρίας Λαινά
«Η γραπτή τέχνη κυρίως, αυτή που γράφεται και μετά την ξανακοιτάς, κι αυτό είναι μαρτύριο γιατί εν τω μεταξύ έχει αλλάξει, κι εσύ έχεις αλλάξει……,».