Η θεραπευτική και μεταμορφωτική δυνατότητα της τέχνης
Τόνια Αλεξανδρή – Ιανουάριος, 2014
Επούλωση τραυμάτων μέσω της καλλιτεχνικής δημιουργίας
Μέσω της δημιουργίας τέχνης δημιουργείται μια γέφυρα μεταξύ των επιζώντων και του ίδιου του τραύματος, και στη συνέχεια, μέσω της έκθεσης των προϊόντων τέχνης δημιουργείται μια γέφυρα μεταξύ των επιζώντων και των άλλων
Η τέχνη ήταν πάντα πολύ σημαντική για μένα είτε αφορούσε την δημιουργία της ή την αλληλεπίδραση μου με την τέχνη των άλλων. Όταν ήμουν παιδί η ζωγραφική μου παρείχε μια παράλληλη ασφαλή πραγματικότητα μέσα στους μη ασφαλείς τοίχους των παιδικών μου χρόνων, και οι καλλιτεχνικές δραστηριότητες τόσο στο σπίτι όσο και στο σχολείο μου πρόσφεραν πολλή χαρά και υπερηφάνεια σαν παιδί αλλά και παρηγοριά. Αναπόφευκτα λοιπόν, το ταξίδι μου προς την επούλωση και τη διαχείριση του τραύματος κατά την ενήλικη ζωή, με τις πολλές αντιξοότητες και δυσκολίες, έχει διευκολυνθεί σε μεγάλο βαθμό από τη δημιουργία τέχνης και είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ‘ανάκτηση’ της τραυματισμένης δημιουργικότητάς μου. Επίσης, η καλλιτεχνική διαδικασία και το καλλιτεχνικό προϊόν προσφέρουν ένα ασφαλές πλαίσιο για την επεξεργασία συναισθημάτων και γεγονότων και τη δημιουργία νέου νοήματος των τραυματικών εμπειριών (new meaning making of traumatic experiences). Ταυτόχρονα η τέχνη αποτελεί ένα λιγότερο απειλητικό μέσο για να εκφράσει κανείς συναισθήματα και εμπειρίες που είναι πολύ οδυνηρές για να ειπωθούν με λέξεις. Η τέχνη παρέχει επίσης την δυνατότητα ενσωμάτωσης τραυματικών γεγονότων (integration) και δημιουργίας χρονικών και τοπικών συσχετίσεων μεταξύ εμπειριών και συμβάντων και επιπλέον μας βοηθά να κατανοήσουμε πώς τα γεγονότα του παρελθόντος έχουν επηρεάσει μετέπειτα εμπειρίες, επιλογές και αποφάσεις μας. Επιπλέον εκτός από τη δυνατότητα που προσφέρει η τέχνη όσον αφορά στην αντιμετώπιση και διαχείριση δύσκολων συναισθημάτων, όπως είναι ο θυμός, η οργή, ο φόβος και η δυσαρέσκεια, η καλλιτεχνική δημιουργία μπορεί να αυξήσει την αυτοεκτίμηση μας και να μας βοηθήσει να ‘επαναδιεκδικήσουμε’ την ιδιαιτερότητα μας που είναι πολύ σημαντικό για τους επιζώντες, οι οποίοι έχοντας μεγαλώσει με κακοποιητικούς γονείς (caretakers) συχνά έχουν υπομείνει τις απαράδεκτες παρορμήσεις, συναισθήματα και συμπεριφορές τους. Η Sanford (2006) γράφει ότι ‘είναι δύσκολο για τους επιζώντες να νιώθουν άνετα και ασφαλείς μέσα στην αίσθηση της εγγενούς αξίας τους και υποφέρουν από χαμηλή αυτοεκτίμηση, η οποία αρχίζει από την οικογένεια προέλευσης και είναι το αποτέλεσμα της ‘προβαλλόμενης ανεπάρκειας’ (projected deficiency) επειδή οι κακοποιητικοί γονείς εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την ψυχολογική άμυνα της προβολής‘. Η Hagood (2000) υποστηρίζει ότι ‘η συμμετοχή των επιζώντων στη διαδικασία της τέχνης από μόνη της και μόνο τείνει να βελτιώνει την αυτοεκτίμηση’. Οι Anderson και Brooke επίσης υποστηρίζουν ότι η καλλιτεχνική δημιουργία και έκφραση μπορούν να αυξήσουν την αυτό-εκτίμηση (1995; 1997, cited in Hennig).
Περαιτέρω, η δημιουργία τέχνης μπορεί να είναι πολύ θεραπευτική και απελευθερωτική. Ανθρωπιστικές προσεγγίσεις (humanistic approaches) θεραπείας μέσω της τέχνης, υποστηρίζουν ότι ‘η διαδικασία της δημιουργίας τέχνης μας δίνει την ευκαιρία για αυτοπραγμάτωση και έχει μια μεταμορφωτική ποιότητα’ (Malchiodi, 2007). Η Alice Miller (1923-2010) γνωστή ψυχολόγος, ερευνήτρια και αγωνίστρια κατά της κακοποίησης των παιδιών, καθώς και συγγραφέας 13 βιβλίων (13 books), που έχουν μεταφραστεί σε τριάντα γλώσσες, μας λέει στην εισαγωγή του βιβλίου της Εικόνες μιας Παιδικής Ηλικίας (μια συλλογή από υδατογραφίες) ότι ‘πέντε χρόνια αφού είχα αρχίσει να ζωγραφίζω αυθόρμητα, άρχισα να γράφω βιβλία. Αυτό δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν χωρίς την εσωτερική απελευθέρωση που μου έδωσε η ζωγραφική. Όση περισσότερη ελευθερία αποκτούσα παίζοντας με τα χρώματα, τόσο περισσότερο αμφισβητούσα ότι είχα μάθει πριν από είκοσι χρόνια’ http://www.alice-miller.com/gallery/ . Ένα εντυπωσιακό παράδειγμα της δυνατότητας της τέχνης να αποκαταστήσει και επουλώσει είναι η αλλαγή που έφερε η καλλιτεχνική διαδικασία στη ζωή του Jimmy Boyle, πρώην μέλος συμμορίας και κατάδικος στην Σκωτία, ο οποίος ανακάλυψε τυχαία τον πηλό και το ταλέντο του και σήμερα είναι ένας εξαιρετικά επιτυχημένος γλύπτης (Brown, 2002). Η Joyce Laing (art therapist) που έγινε γνωστή για την δουλειά της στην Ειδική Μονάδα του Barlinnie (Barlinnie Special Unit), μια προοδευτική φυλακή, η οποία είχε οργανωθεί σε θεραπευτική κοινωνική βάση, εργάστηκε με τον Jimmy Boyle στη φυλακή, βοηθώντας τον να μεταμορφωθεί σε έναν ταλαντούχο γλύπτη (Wood, 2011). Ενώ ο Boyle βρισκόταν στην Ειδική Μονάδα του δόθηκε η ευκαιρία να εκθέσει τα έργα του και να αποκτήσει πτυχίο από το OU (Ανοιχτό Πανεπιστήμιο).
Εκτός από την προσωπική μου εμπειρία, είχα την ευκαιρία να εκτιμήσω τη θεραπευτική και την ενδυναμωτική δυνατότητα που έχει η δημιουργία τέχνης σε άλλους. Για παράδειγμα, ενώ εργαζόμουν με κάποιο άτομο με σοβαρή αναπηρία και τραυματικές εμπειρίες διαπίστωσα πώς η τέχνη σταδιακά διεύρυνε την εμπειρία της ζωής της και αύξησε την αυτοπεποίθηση και την ικανότητα αποστασιοποίησης και επεξεργασίας της εμπειρίας της. Η καλλιτεχνική διαδικασία αποτέλεσε ένα μέσο για να μπορέσει να μιλήσει για την κατάσταση της και τα συναισθήματα που δεν μπορούσε να εκφράσει με λόγια και επίσης της πρόσφερε την εμπειρία της ‘κανονικότητας’. Η καλλιτεχνική δημιουργία είχε επίσης σαν αποτέλεσμα την μείωση της πλήξης της, τη βελτίωση της διάθεσής της και την αύξηση της επιδεξιότητας του χεριού της. Όταν ζωγράφιζε ή έφτιαχνε κολάζ ήταν σαν να ‘ξεπερνούσε’ τους σοβαρούς σωματικούς περιορισμούς και τις ειδικές ανάγκες της. Στη συνέχεια η επεξεργασία και η συζήτηση επαναλαμβανόμενων θεμάτων και μοτίβων έφερε βαθύτερη γνώση και κατανόηση καθώς και περισσότερη αποδοχή. Οι λιγότερο αυθόρμητες δραστηριότητες (more directive activities), οι οποίες θα μπορούσαν να θεωρηθούν και συν-δημιουργίες, με την έννοια ότι την βοηθούσα να εκφράσει αυτό που είχε ανάγκη να πει, διευκόλυναν περεταίρω την επικοινωνία και επεξεργασία του υλικού ((Η Edith Kramer, http://edithkramer.com/, πίστευε ότι ο θεραπευτής πρέπει να βοηθά τον πελάτη κατά τη διάρκεια της καλλιτεχνικής δημιουργίας και ότι το καλλιτεχνικό προϊόν είναι το ίδιο σημαντικό με την διαδικασία και αναφερόταν σε αυτήν την παρέμβαση-βοήθεια του θεραπευτή ως το ‘τρίτο χέρι’ του καλλιτέχνη). Μερικές δραστηριότητες που περιελάμβαναν περισσότερες οδηγίες (directive activities) και πρακτική βοήθεια ήταν και η δημιουργία σχεδίων εμπνευσμένων από παιδικές ιστορίες και βιβλία, στις οποίες ιστορίες ενίοτε έδινε διαφορετικό πιο ευτυχισμένο τέλος, και η οποία δραστηριότητα μας βοήθησε να αγγίξουμε δύσκολα συναισθήματα και ανησυχίες και επέτρεψε τη συζήτηση θεμάτων όπως είναι η αγάπη, η ελπίδα, η αδικία, η σκληρότητα, κλπ. Η διαδικασία εύρεσης τίτλων για τις εικόνες της και μετά το δέσιμο αυτών σε μικρά βιβλία την διευκόλυνε να δείξει την δουλειά της σε άλλους. Μέσω αυτής της διαδικασίας η ίδια πήρε τεράστια ικανοποίηση και ενισχύθηκε η αυτοεκτίμηση της. Επιπλέον, αυτό πυροδότησε συζητήσεις σχετικά με την ανάγκη της να συνδέεται και να επικοινωνεί με τους άλλους. Η Laing γράφει ότι ‘η τέχνη αποτελεί ένα μέσο που μπορεί να προσφέρει τη δυνατότητα επικοινωνίας με τους άλλους, αλλά και αντιμετώπισης του εαυτού μας’ (1974, cited in Dalley, 19984). Οι Laub και Podell υποστηρίζουν ότι το τραύμα καταστρέφει την εσωτερική αίσθηση του ‘άλλου’, η οποία είναι μια εσωτερική αίσθηση σύνδεσης με τους άλλους και η δημιουργική και καλλιτεχνική έκφραση μπορεί να αποκαταστήσει αυτή την αίσθηση της σύνδεσης’ (1995, cited in Hennig).
Τέλος, η Lane ισχυρίζεται ότι η δημιουργική διαδικασία προκαλεί την απελευθέρωση ενδορφινών και άλλων νευροδιαβιβαστών, απο συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου, που επηρεάζουν τα κύτταρα του εγκεφάλου και τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος, ανακουφίζοντας από τον πόνο και ενεργοποιώντας το ανοσοποιητικό σύστημα ώστε να λειτουργεί πιο αποτελεσματικά. Αυτό συμβαίνει επειδή ‘οι ενδορφίνες είναι σαν οπιούχα, που δημιουργούν μια εμπειρία αποτόνωσης (expansion), ενότητας και χαλάρωσης …. σε συνδυασμό με αυτές τις φυσιολογικές αλλαγές, η τέχνη μπορεί να αλλάξει τη στάση των ανθρώπων, τις συναισθηματικές καταστάσεις τους και την αντίληψη του πόνου’ (Lane, 2005, cited in Phelps, 2012).
Δημιουργώντας μια γλώσσα: σύμβολα, θέματα, μοτίβα και μεταφορές
Όπως ήδη έχει συζητηθεί και αλλού σε αυτή την ιστοσελίδα, ένα χαρακτηριστικό και μια συνέπεια του τραύματος είναι η απώλεια του λόγου που συνοδεύει οδυνηρές τραυματικές εμπειρίες και το κλείσιμο (shutdown) των περιοχών του εγκεφάλου, οι οποίες σχετίζονται με το λόγο και τη γλώσσα και μας επιτρέπουν να δημιουργούμε κάποια τάξη στην πραγματικότητα μας και να τοποθετούμε τα γεγονότα στο σωστό χωρικό και χρονικό πλαίσιο. Επίσης, η γλώσσα δεν είναι πάντοτε επαρκής όταν επεξεργαζόμαστε πολύ οδυνηρές ή πρώιμες εμπειρίες οπότε οι εικόνες μπορούν να γίνουν μια μορφή μη-λεκτικής επικοινωνίας και επιπλέον η τέχνη μπορεί να συμπληρώσει την λεκτική επεξεργασία και μπορεί να επιτρέψει την κατανόηση εμπειριών χωρίς λέξεις (Malchiodi, 2007). Η ζωγράφος Georgia O’Keeffe είχε πει ότι μπορούσε να πει πράγματα με χρώματα και σχήματα που δεν μπορούσε να εκφράσει με κανέναν άλλο τρόπο. Επιπλέον, η τέχνη είναι πολυεπίπεδη και πυκνή σε σύγκριση με τον προφορικό λόγο και έκφραση και οι ζωγραφιές και τα σχέδια μπορούν να είναι ακριβείς αναπαραστάσεις και περιγραφές γεγονότων, δύσκολων συναισθημάτων και σωματικών αισθήσεων, αλλά επίσης να αντανακλούν και το νέο νόημα που δίνουμε στις τραυματικές εμπειρίες μας (new meaning making of our experiences). Η τέχνη μας παρέχει επίσης ένα αίσθημα ελέγχου που μας επιτρέπει να αποστασιοποιούμαστε από την τραυματική ανάμνηση ή τα δύσκολα συναισθήματα. Εφόσον οι τραυματικές αναμνήσεις δεν αποθηκεύονται στην δηλωτική, αλλά σε μια μη-δηλωτική, αισθητηριακή μνήμη, η οποία δεν είναι το ίδιο με την συνειδητή, αφηγηματική μνήμη και η οποία συχνά εκφράζεται με μετά-τραυματική συμπτωματολογία, ‘όπως για παράδειγμα είναι οι εφιάλτες, οι αναδρομές στο παρελθόν (flashbacks), οι αντανακλαστικές αντιδράσεις στο τραύμα και τα συμπτώματα διάσχισης (Rothschild, 2000), ‘η καλλιτεχνική έκφραση προσφέρει κάποια απόσταση και έλεγχο, και ως εκτούτου, προσφέρει στους πελάτες’ ένα αίσθημα συγκράτησης (sense of containment) (Johnson, 1987; Lev-Weisel, 1998, cited in Hennig). Για παράδειγμα, κάποια στιγμή άρχισα να χρησιμοποιώ στα πιο πρόσφατα έργα μου εικόνες από προηγούμενα σχέδια, κατανοώντας σταδιακά ότι αυτό διευκόλυνε μεν την έκφραση επαναλαμβανόμενων θεμάτων και μοτίβων, αλλά διαπίστωσα κυρίως ότι η χρήση αυτών των εικόνων – συμβόλων μου έδινε τη δυνατότητα αποστασιοποίησης, διαχείρισης και έλεγχου του δύσκολου υλικού διότι ‘η δημιουργία συμβόλων δίνει σχήμα σε ωμά συναισθήματα και μας παρέχει αυτό που η Judith Glass αποκαλεί ‘αισθητική απόσταση’, την οποία ορίζει ως ‘το σημείο που η/ο πελάτισσα/ ης μπορεί να έχει πρόσβαση στα συναισθήματα της (του) και ταυτόχρονα να διατηρεί μια στάση παρατηρητή’ (cited in Carey, 2006)..Οπότε το καλλιτεχνικό προϊόν μπορεί να γίνει ένα ασφαλές δοχείο που μπορεί να (συγ)κρατήσει το συναίσθημα ή τη ανάμνηση, δίνοντάς μας τη δυνατότητα να επιστρέψουμε αργότερα για περαιτέρω διερεύνηση και δημιουργία μιας πιο συνεκτικής αφήγησης. Η Malchiodi (2007) επίσης υποστηρίζει ότι η καλλιτεχνική αυτό-έκφραση μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως ‘ένα δοχείο φύλαξης συναισθημάτων και αντιλήψεων που μπορούν να εξελιχθούν σε βαθύτερη κατανόηση του εαυτού ή μπορεί να μεταμορφωθούν, με αποτέλεσμα την συναισθηματική αποκατάσταση, την επίλυση συγκρούσεων, και μια αίσθηση ευεξίας’. Μέσω λοιπόν της καλλιτεχνικής δημιουργίας αποκτούμε ένα αίσθημα ελέγχου, που μας επιτρέπει να αποστασιοποιηθούμε από την τραυματική ανάμνηση και τα δύσκολα συναισθήματα και αυτό διευκολύνει την αντικειμενοποίηση συναισθημάτων και αισθήσεων. Η Langer υποστηρίζει ότι ‘η κύρια λειτουργία της τέχνης είναι η αντικειμενοποίηση των συναισθημάτων έτσι ώστε να μπορέσουμε να τα μελετήσουμε και να τα κατανοήσουμε’ (1957, cited in Brooke, 2000).
Οπότε όπως αναφέρθηκε παραπάνω το καλλιτεχνικό έργο μπορεί να γίνει ένα δοχείο φύλαξης υλικού, στο οποίο ‘μπορεί να επιστρέψει κάποιος αργότερα και να το χρησιμοποιήσει ως πηγή για να μεταμορφώσει την εμπειρία σε αφήγηση με λέξεις και να δημιουργήσει μεταφορές’.(Brooke, 2007), οι οποίες διαδραματίζουν ένα σημαντικό ρόλο στη θεραπεία και στην επούλωση. Συχνά οι επιζώντες μπορεί, για παράδειγμα, να περιγράψουν την ντροπή και τη μοναξιά που ένιωσαν ως παιδιά σαν μια ‘βαριά πέτρα στην καρδιά τους’, ή οι ασθενείς μπορεί να χρησιμοποιούν μεταφορές για να περιγράψουν τον φυσικό τους πόνο. Οπότε οι μεταφορές διευκολύνουν την εξωτερίκευση της εμπειρίας αρχικά και την επεξεργασία δύσκολου υλικού και συναισθημάτων, αλλά επίσης συχνά απεικονίζουν συγκεκριμένα γεγονότα και αναμνήσεις, αφού ‘οι μεταφορές δεν είναι μόνο αφαιρέσεις, αλλά μπορεί να είναι αρκετά συγκεκριμένες’ (Cox και Theilgaard, 1988, cited in Malchiodi , 2007). Επίσης κατά τη δημιουργία εικαστικής τέχνης μπορεί κανείς να δημιουργήσει εικαστικές (οπτικές) μεταφορές. Αναπόφευκτα λοιπόν πολλές εικόνες στα σχέδια μου αποτελούν μεταφορές, Έχω ζωγραφίσει πρόσωπα με ραμμένα ή σφραγισμένα χείλη προκειμένου να απεικονίσω τη σιωπή και κυρίως τον φόβο να σπάσω τη σιωπή. Εικόνες από διάφορες μορφές ενθυλάκωσης, όπως δοχεία, βάζα, μπαλόνια ή γυάλες με ψάρια, επίσης φαίνονται να εμφανίζονται συχνά στην έργα μου. Μέσω της καλλιτεχνικής διαδικασίας, της αναπαραγωγής και της εκ νέου επεξεργασίας αυτών των εικόνων, μπόρεσα σταδιακά να διαλύσω το φόβο που ήταν στενά συνδεδεμένος με αυτές τις εικόνες και να επιτρέψω την βαθύτερη επεξεργασία πληροφοριών και εμπειριών να λάβει χώρα. Ήταν σαν να είχα σπάσει ‘δομές ενθυλάκωσης’ και μπορούσα επιτέλους να αναπνεύσω ελεύθερα – ωσάν μέσα από τη βαθύτερη κατανόηση και την επεξεργασία να μπορούσα να γκρεμίσω τείχη και να εισπνεύσω αρκετό οξυγόνο.
Υπάρχουν πολλές προσεγγίσεις όσον αφορά στη θεραπευτική χρήση των αλληγοριών και μεταφορών και έχουν διεξαχθεί αρκετές μελέτες για να διερευνηθεί το ενδεχόμενο χρησιμοποίησης τους στην διαδικασία της καλλιτεχνικής δημιουργίας και του ρόλου τους στη θεραπεία και στην επούλωση. Για παράδειγμα, μια ποιοτική μελέτη (qualitative collective case study), όπου χρησιμοποιήθηκαν ως εργαλεία, ερωτηματολόγια, καλλιτεχνικές ασκήσεις και ανοιχτές συνεντεύξεις απόκρισης και αξιολόγησης (open-ended responsive and validation interviews), διεξήχθη από την Rachel Braun προκειμένου να διερευνήσει πώς η χρήση της μεταφοράς στην καλλιτεχνική δημιουργία μπορεί να βοηθήσει τα άτομα με χρόνιο πόνο να εκφράσουν την εμπειρία της αποδοχής και της αλλαγής. Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης δείχνουν ότι η χρήση μεταφορών στην καλλιτεχνική δημιουργία μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν χρόνιο πόνο να εκφράσουν τις έννοιες της αποδοχής και της αλλαγής. Επιπλέον η έρευνα έδειξε ότι χρήση μεταφορών παρείχε στους συμμετέχοντες περαιτέρω ασφαλή απόσταση για να αντιμετωπίσουν μια δύσκολη κατάσταση, επέτρεψε την μεταφορική αντικειμενοποίηση της κατάστασης, επιτρέποντας στη συνέχεια εκτίμηση και αξιολόγηση, σαφήνεια και συνετή λήψη αποφάσεων. Παρείχε επίσης τρόπους στους ασθενείς να επεξεργαστούν και να αντιληφθούν την επίδραση των εμπειριών του παρελθόντος στο παρόν και στο μέλλον (Braun, 2009). Τέλος, υποστηρίζεται ότι ‘η μεγαλύτερη αξία της μεταφοράς έγκειται στη θεραπεία τραύματος. Σε τέτοιες περιπτώσεις η άμεση επεξεργασία του προβλήματος μπορεί να είναι πολύ αγχωτική ή πολύπλοκη. Οι μεταφορές λοιπόν συχνά απενεργοποιούν τις άμυνες χωρίς ταυτόχρονα να αυξάνουν το άγχος, επιτρέποντας στους ασθενείς την ‘από-εστίαση’ από το ίδιο το πρόβλημα και την εστίαση στην περιοχή της μεταφοράς’ ( Van der Hart, Witztum & Friedman, 1988).
Περαιτέρω, μέσω της τέχνη, μπορούμε να ανακαλύψουμε σύμβολα και άλλες μορφές έκφρασης που απεικονίζουν τον εσωτερικό μας κόσμο. Η τέχνη επιτρέπει στα συναισθήματα, στις σκέψεις, στις αναμνήσεις και στις αντιλήψεις ενός ατόμου να γίνουν ορατές και απτές και αυτή η προβολή του εσωτερικού κόσμου του ατόμου μας επιτρέπει να αντιληφθούμε σύμβολα και μοτίβα από επαναλαμβανόμενα θέματα. Τυχόν αλλαγές στα σύμβολα, στα μοτίβα και στα θέματα μπορεί να αντικατοπτρίζουν τις αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στην εσωτερική ζωή και τοπίο μας αλλά και τη βαθύτερη γνώση και αυτογνωσία που αποκτά κανείς κατά την επεξεργασία παρελθοντικών εμπειριών, αλλά και γεγονότων, προβλημάτων ή θετικών αλλαγών που λαμβάνουν χώρα στο παρόν. Όπως έχω ήδη αναφέρει τα σχέδια μου μπορούν να θεωρηθούν ως μέρος ενός συνεχιζόμενου εικαστικού ημερολογίου, που εν μέρει αλλάζει και εξελίσσεται με την πάροδο του χρόνου αντικατοπτρίζοντας τις αλλαγές συνθηκών ζωής, τις σκληρές μάχες, αλλά και την αύξηση της σαφήνειας και της ικανότητας να κάνω συσχετίσεις μέσα στο χρόνο καθώς κινούμαι μέσα στη ζωή μου και καθώς η εμπειρία του παρελθόντος αλληλεπιδρά με το παρόν και το ‘εδώ και τώρα’ της ίδιας της καλλιτεχνικής διαδικασίας. Σε αυτό το μακρύ λοιπόν ‘εικαστικό ημερολόγιο’ έχω συχνά ζωγραφίσει ένα παιδί απομονωμένο, με το κεφάλι του σκυμμένο ή με ελλείποντα άκρα και τεράστια μάτια στραμμένα προς τα μέσα σε κάποια δική του σκοτεινή πραγματικότητα, σε μια προσπάθεια να συλλάβω τα συναισθήματα του πόνου και της απόλυτης αδυναμίας της παιδικής ηλικίας, Έχω, επίσης, ζωγραφίσει τεράστια μάτια που κοιτάζουν επίμονα και τρομαγμένα προς τα έξω ή πρόσωπα χωρίς στόμα, απεικονίζοντας το φόβο, τη μυστικότητα, τη σιωπή και την αδυναμία να μιλήσω. Ζώα, πουλιά, έντομα και λουλούδια είναι επίσης επαναλαμβανόμενα θέματα / μοτίβα, τα οποία συχνά απεικονίζουν φυσικές αισθήσεις και συναισθήματα Επίσης, σε παλιότερα σχέδια εμφανίζονται δέντρα και οι καρδιές είναι ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο σε πολλά από τα σχέδια μου. Διαπιστώσεις ερευνών και παρατηρήσεις της τέχνης των επιζώντων αποκαλύπτουν παρόμοια επαναλαμβανόμενα θέματα και εικόνες. Οι άνθρωποι γενικά χρησιμοποιούν τις γραμμές, τα σχήματα και διαφορετικά χρώματα για να εκφράσουν και να απεικονίσουν τα συναισθήματά τους και κάποια από αυτά έχουν συσχετιστεί με την τέχνη που δημιουργούν οι επιζώντες σεξουαλικής κακοποίησης, όπως τρίγωνα και καρδιές, για παράδειγμα, (Sidun and Rosenthal, 1987; Cohen and Phelps, 1985; Spring, 1993, cited in Brooke, 1997). Έχει επίσης παρατηρηθεί ότι τόσο οι ενήλικες επιζώντες όσο και τα παιδιά ζωγραφίζουν νεκρά δέντρα χωρίς φύλλα, κορμούς δέντρων χωρισμένους από την κορυφή ή γερμένα δέντρα (Brooke, 1997). Σύμφωνα με την Malchiodi κορίτσια που έχουν κακοποιηθεί σεξουαλικά χρησιμοποιούν εικόνες με καρδιές στα έργα τους και η Jones παρατήρησε ότι οι επιζώντες ζωγραφίζουν μέσα σε πλαίσια (1990; 1989, cited in Brookes, 1997). Οι Kaufman και Whol, αναφέρουν ότι οι εικόνες με καρδιές αντανακλούν συναισθήματα έκθεσης και τρωτότητας (1992, cited in Brookes, 1997). Μια μελέτη που διεξήχθη από την Rachel Lev – Wiesel ανέλυσε κοινά χαρακτηριστικά γυναικών και ανδρών επιζώντων σεξουαλικής κακοποίησης και διαπίστωσε, για παράδειγμα, ότι ζωγράφιζαν εικόνες του εαυτού τους με σκιασμένα, κοίλα ή ελλείποντα μάτια και τα άκρα συχνά παραλείπονταν, ήταν κομμένα ή αποκομμένα και ανεξάρτητα από το σώμα. Ακόμη έχει παρατηρηθεί ότι στα έργα των ενήλικων επιζώντων αιμομιξίας σφήνες και μάτια εμφανίζονταν επανειλημμένα στα σχέδια τους (Spring, 1985, cited in Hagood, 2000).
Επιπλέον, ενώ δούλευε με σεξουαλικά κακοποιημένες και χημικά-εξαρτημένες γυναίκες, η Spring διαπίστωσε ότι ζωγράφιζαν πρόσωπα χωρίς κορμό, μπουκάλια νερό και λουλούδια. Επίσης, παρατήρησε ότι όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο του μετά-τραυματικού στρες τόσο ψηλότερη είναι η συχνότητα των ματιών και σφηνών (1985, cited in Brooke, 1997). Η Hagood (2000) παρατήρησε την ρεαλιστική ή αφηρημένη απεικόνιση φαλλών τόσο στην τέχνη των ενηλίκων όσο και των παιδιών επιζώντων. Εργασία που επικεντρώνεται στην έρευνα και στην αξιολόγηση (assessment) βρήκε επίσης συγκεκριμένα είδη περιεχόμενων ζωγραφικής που επανεμφανίζονται στην τέχνη των επιζώντων παιδικού τραύματος. Στην πραγματικότητα, η παράλειψη μερών του σώματος στο έργο των επιζώντων σεξουαλικής κακοποίησης υποστηρίζεται ευρέως (Kelley, 1984; Sidun & Rosenthal, 1987; Malchiodi, 1990; Burgess & Hartman, 1993, etc, cited in Brooke, 1997). Άτομα που έχουν κακοποιηθεί σεξουαλικά μπορεί να μην παρουσιάζουν το κάτω μέρος του σώματος (Sadowski & Loesch, 1993 , cited in Brooke, 1997) και η έλλειψη στόματος μπορεί να σχετίζεται με τη μυστικότητα που περιβάλλει την κακοποίηση, που παρατηρήθηκε στην τέχνη των παιδιών και των εφήβων (Briggs & Lehmann, 1985; Sidun & Rosenthal, 1987, cited in Brooke, 1997). Η φιγούρα του κοριτσιού σε ένα από τα έργα της επιζώντα ζωγράφου Jane Orleman με τον τίτλο Συμπτώματα Παιδικής Κακοποίησης, έχει σφραγισμένα χείλη και μια κυκλική σκοτεινή περιοχή στην κοιλιά, της λείπει το ένα χέρι και επίσης δίπλα στο αριστερό πόδι είναι σημειωμένο Απώλεια Κινητικότητας. Από την άλλη πλευρά τα κυκλικά στόματα μπορεί να σχετίζονται με τη σιωπηλή κραυγή (Spring, 1993, cited in Brooke, 1997). Εκτός, από φιγούρες χωρίς χέρια και την παράλειψη μερών του σώματος, η Chase διαπίστωσε ότι τα παιδιά θύματα σεξουαλικής κακοποίησης ζωγράφιζαν μακριούς λαιμούς, παρέλειπαν τα ρούχα και υπήρχαν φαλλικού τύπου αντικείμενα στις εικόνες τους (1987, cited in Brookes, 1997). Η Chase διαπίστωσε επίσης ότι οι επιζώντες ζωγράφιζαν ενθυλακωμένες φιγούρες (1987, cited in Brooke, 1997). Σε μια μελέτη που διεξήχθη από την Kelley μισά από τα παιδιά επιζώντες ζωγράφισαν πολύ μικρές αυτοπροσωπογραφίες, ενδεχομένως, αποκαλύπτοντας χαμηλή αυτοεκτίμηση; 30 % παρέλειψαν τα χέρια, το οποίο μπορεί να δηλώνει ανικανότητα προστασίας και 20 % ζωγράφισαν φιγούρες με αμφίβολη ταυτότητα φύλου (1984, cited in Brooke, 1997).
Τέλος, όσον αφορά στους επιζώντες βασανισμού ή / και κακοποίησης μέσα σε τελετουργικά πλαίσια (torture and ritual abuse survivors) οι καλλιτεχνικές τους δημιουργίες μπορεί συχνά να είναι άμεση αναπαράσταση της αφόρητης πραγματικότητας και των εμπειριών που έχουν επιβιώσει ή η καταγραφή και η οπτική παρουσίαση των φυσικών μηχανισμών αντιμετώπισης εξαιρετικά οδυνηρών γεγονότων, όπως είναι ο η διάσχιση. Για παράδειγμα, η Lynn μια επιζώσα βασανισμού γράφει ότι τα έργα της ‘περιγράφουν οπτικά τη διαδικασία της διάσχισης (dissociation), η οποία είναι το αποτέλεσμα μιας προσαρμοστικής, δημιουργικής αντίδρασης σε φρικτές εμπειρίες. Δεν είναι μια ασθένεια. Είναι μια κατάσταση που δεν θα πρέπει να φέρει καμία ντροπή ή στίγμα’ http://lynnsart.net και http://ritualabuse.us/smart-conference/conf06/did-system-function-in-survivors. H Becky Frye (1991) υποστηρίζει ότι αυτός ο λειτουργικός και δημιουργικός μηχανισμός άμυνας (διάσχιση) δημιουργεί στον ενήλικα επιζώντα τουλάχιστον τόσα προβλήματα όσα τον είχε βοηθήσει να αποφύγει στο παρελθόν και ότι η καλλιτεχνική δημιουργία μπορεί να αποτελέσει έναν ασφαλή τρόπο για να αυξήσουν την διορατικότητα τους, να αντιμετωπίσουν το άγχος εποικοδομητικά και να δημιουργήσουν μια θετική ταυτότητα, καθώς και να ‘μιλήσουν’ για τις αναμνήσεις τους οι επιζώντες.
O εσωτερικός κόσμος και ο κόσμος έξω
‘Η δύναμη της εικόνας να αποκαλύπτει αναμνήσεις και ασυνείδητο υλικό θα είναι πάντοτε σεβαστή’ (Hagood, 2000)
Όπως έχει ήδη αναφερθεί μέσω της τέχνης μπορούμε να αποκτήσουμε πρόσβαση σε τραυματικές μνήμες και θαμμένο υλικό με ένα λιγότερο απειλητικό τρόπο, να συνδέσουμε την ασυνείδητη και τη συνειδητή μας εμπειρία και να ανακαλύψουμε τη σχέση ανάμεσα σε εμπειρίες. Η καλλιτεχνική διαδικασία και δημιουργία αποδεικνύονται πολύ αποτελεσματικά εργαλεία ανάσυρσης αισθήσεων, συναισθημάτων, αναμνήσεων και γενικά βαθιά θαμμένων στοιχείων. Διευκολύνουν την πρόσβαση στο ασυνείδητο μέρος του νου και φέρνουν καταπιεσμένα τραυματικά γεγονότα και μνήμες στην επιφάνεια με την άρση του τοίχους της άρνησης, του φόβου και της αυτο-λογοκρισίας. Μέσω της τέχνης μπορούμε να αποκτήσουμε επαφή με εκείνα τα μέρη του εαυτού μας που κρατούν τις τραυματικές αναμνήσεις και είναι σαν να επιτρέπεται σε οδυνηρές εμπειρίες, εσωτερικές συγκρούσεις και συναισθήματα, που κολυμπούν σε σκοτεινά νερά, μέσω της καλλιτεχνικής δημιουργίας, να επιπλεύσουν στην επιφάνεια. Η Hagood (2000) επίσης αναφέρει ότι ‘η καλλιτεχνική διαδικασία βοηθάει να έρθουν στην επιφάνεια θαμμένες αναμνήσεις’ και η Rubin σημειώνει ότι ο Φρόιντ αναγνώρισε ότι ‘οι πιο σημαντικές αποκαλύψεις των ανθρώπων ήταν οι περιγραφές οπτικών εικόνων’(1987, cited in Gil, 2006). Επιπλέον, η καλλιτεχνική έκφραση μας βοηθά στην κατανόηση του εσωτερικού κόσμου μας και ακόμη προσφέρει τη δυνατότητα για τη δοκιμή λύσεων και μεταμορφώσεων, που μπορεί να οδηγήσουν στη λύση, στην αλλαγή και στην αποκατάσταση. Μάλιστα, η εικαστική θεραπεύτρια, Edith Kramer http://edithkramer.com/ υποστηρίζει ότι ‘η τέχνη φέρνει το ασυνείδητο υλικό κοντά στην επιφάνεια’ και ‘παρέχει μια περιοχή συμβολικής εμπειρίας όπου οι αλλαγές μπορούν να δοκιμαστούν’ (Ulman et al., 1977, cited in Gil, 2006). Ακόμη η τέχνη, όπως ήδη αναφέρθηκε, δημιουργεί μια γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα στη συνειδητή με την ασυνείδητη εμπειρία μας, κάτι που μπορεί να αυξήσει την διορατικότητα μας επειδή επιτρέπει τη συνειδητή επίγνωση γεγονότων και αναμνήσεων που προηγουμένως βρίσκονταν στο ασυνείδητο ή σε κάποιο άλλο επίπεδο επίγνωσης. Ο Martin Fischer, ο οποίος συνέβαλε σημαντικά στην ίδρυση του Canadian Art Therapy Association, υποστήριξε ότι ‘πρέπει να ακούμε το συνειδητό μυαλό μας και επίσης πρέπει να ακούμε το ασυνείδητο μυαλό μας. Και μόνο όταν έχουμε συνδυάσει τα δύο, ταυτόχρονα, μπορεί να λάβει χώρα η πραγματική μάθηση και ανάπτυξη’.
Συγκεκριμένα ‘η αυθόρμητη καλλιτεχνική δημιουργία παρέχει πρόσβαση στο ασυνείδητο με ένα τρόπο παρόμοιο με εκείνο της ελεύθερης σύνδεσης (free-association)’ (Malchiodi, 2007). Η Naumberg ισχυρίζεται ότι οι σκέψεις και τα συναισθήματα καταγράφονται αυθόρμητα στο έργο τέχνης όπως ανασύρονται στην επιφάνεια από το ασυνείδητο, χωρίς λογοκρισία, επεξεργασία ή επικρίσεις (2001, cited in Smith, 2005). Πολλές από τις σελίδες του δικού μου ‘εικαστικού ημερολογίου’ έχουν δημιουργηθεί αυθόρμητα, πράγμα που σημαίνει ότι η δημιουργία της εικόνας είναι χωρίς καθοδήγηση και κατευθύνσεις από τους άλλους (non-directive). Αυτή είναι μια παρόμοια διαδικασία με την ελεύθερη γραφή, μία μορφή ελεύθερης, μη-λογοκριμένης γραφής. Όμως πολλά από τα σχέδια μου περιλαμβάνουν και ‘στιγμιότυπα’ από το παρόν, επειδή οι τρέχουσες καθημερινές εμπειρίες και ανησυχίες έχουν αναπόφευκτα εισέλθει στη δουλειά μου. Η Betensky περιγράφει την εικαστική θεραπεία (art therapy), ως μια ‘χέρι- μάτι- σκέψη– συναίσθημα’ ενέργεια, και ως ενοποίηση του εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου μέσω του μυαλού και του σώματος (1973, cited in Smith, 2005). Η Elinor Ulman ισχυρίζεται ότι ‘η τέχνη είναι το σημείο συνάντησης του εσωτερικού κόσμου με τον εξωτερικό κόσμο’(cited in Malchiodi, 2007). Η δημιουργία τέχνης λοιπόν μας δίνει τη δυνατότητα να μάθουμε περισσότερα για τον εαυτό μας και τον κόσμο, και, επιπλέον, να ενσωματώσουμε (integrate) αυτή τη γνώση. Η Ulman γράφει ‘στην ολοκληρωμένη δημιουργική διαδικασία, η εσωτερική και η εξωτερική πραγματικότητα ‘συντήκονται’ σε μια νέα ταυτότητα’ (cited in Brookes, 2000).
Συναισθήματα και τέχνη
Είναι γνωστό ότι ακόμα και όταν οι επιζώντες θυμούνται / θυμηθούν το τραύμα, συχνά έχουν δυσκολία αναγνώρισης, καθορισμού και έκφρασης των συναισθημάτων που συνδέονται με αυτό, επειδή οι αντιδράσεις και οι άμυνες αποφυγής και το (συναισθηματικό) μούδιασμα είναι εγγενώς υφασμένα με τα ψυχολογικά τραύματα. Επιπλέον, σε πολλές οικογένειες και κυρίως στις δυσλειτουργικές οικογένειες η έκφραση συναισθημάτων και οποιαδήποτε συζήτηση για την κακοποίηση αποφεύγονται και δεν ενθαρρύνονται. Ωστόσο, προκειμένου να επουλωθεί το τραύμα είναι ανάγκη να υπάρξει επεξεργασία σε γνωστικό, σωματικό, καθώς και σε συναισθηματικό επίπεδο, που σημαίνει ότι, σε κάποιο βαθμό, οι επιζώντες πρέπει να βιώσουν τα συναισθήματα που δεν ήταν σε θέση να βιώσουν κατά τη διάρκεια των τραυματικών γεγονότων και αυτό προκαλεί φόβο διότι σαν είδος τείνουμε να αποφεύγουμε τον πόνο και το χάσιμο του έλεγχου. Όμως με την μη αναγνώριση και με την αποφυγή της επεξεργασίας δύσκολων συναισθημάτων, παραμένουμε μουδιασμένοι και μισό ζωντανοί. Χρειάζεται λοιπόν να ανεχτεί κανείς τη διάρκεια και την ένταση των συναισθημάτων του και να κάνει υπομονή – να σφίξει τα δόντια του και να επιτρέψει στον εαυτό του να αισθανθεί τα δύσκολα συναισθήματα και όταν μπορέσει κανείς να αντιμετωπίσει τα συναισθήματα του αλλά και το φόβο του για αυτά, δεν θα χρειάζεται πια να στρέφει την οργή του στους γύρω του ή να γίνεται αυτοκαταστροφικός στρέφοντας το θυμό του προς τον εαυτό του. Τα συναισθήματα θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως ενέργεια σε κίνηση, η οποία χρειάζεται πάντα κάποιο είδος εξόδου γιατί διαφορετικά αν τα καταπιέσουμε ή αν αποσυνδεθούμε (dissociate) από αυτά, αυτά θα εκδηλωθούν με σωματικά συμπτώματα ή θα εμφανιστούν στις πράξεις και τις συμπεριφορές μας. Το να είναι κανείς σε θέση να αισθάνεται είναι ζωτικής σημασίας διότι ‘αν δεν αισθανόμαστε μουδιάζουμε ή γινόμαστε ανάλγητοι, και ένα ζωτικό μέρος μας πεθαίνει’ (Thornton, cited in Bass and Thornton, 1991).
Ωστόσο, από τη στιγμή που θα έρθουμε σε επαφή με τα καταπιεσμένα ή αποσυνδεδεμένα ανεπιθύμητα, δύσκολα συναισθήματα μας, όπως είναι ο θυμός, η οργή και ο φόβος, πρέπει να βρούμε υγιείς και δημιουργικούς τρόπους να τα διαχειριστούμε. Η γραφή και η τέχνη μπορούν να γίνουν εργαλεία συγκράτησης (containment), απελευθέρωσης (release) ή μεταμόρφωσης και εξάχνωσης (sublimation) δύσκολων συναισθημάτων. Υποστηρίζεται ευρέως ότι η καλλιτεχνική δημιουργία βοηθά την συναισθηματική απελευθέρωση και μπορεί να διευκολύνει την αποβολή των πολύ έντονων και δύσκολων συναισθημάτων, που αναφέρεται ως κάθαρση, η οποία επιτρέπει στη συνέχεια στη διαδικασία της επούλωσης να αρχίσει. Η διαδικασία της δημιουργίας τέχνης μπορεί να μας βοηθήσει στην υπέρβαση του τραύματος μέσω της απελευθέρωσης ισχυρών συναισθημάτων και μέσω της δυνατότητας να κατανοήσουμε εκ νέου την τραυματική εμπειρία μας (making new meaning of our traumatic experience). Η Becky Frye (1991) γράφει ότι οι επιζώντες απελευθερώνοντας καταπιεσμένα συναισθήματα μέσω της φαντασίας μπορούν να αλλάξουν τον τρόπο που βλέπουν το παρελθόν. Η θεραπεία μέσω της τέχνης και η καλλιτεχνική έκφραση μπορούν να συμπληρώσουν άλλες θεραπευτικές μεθόδους ή μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως μια αρχική προσέγγιση προσδιορισμού και έκφρασης αφόρητων εμπειριών. Η θεραπεία μέσω της τέχνης έχει χρησιμοποιηθεί επιτυχώς για τη θεραπεία του PTSD επειδή οι αισθητηριακές ιδιότητες της τέχνης μας παρέχουν ένα μέσο για να έρθουμε σε επαφή με τα συναισθήματά μας πιο εύκολα από ό, τι χρησιμοποιώντας μόνο το λόγο και επιτρέπει στους επιζώντες τραυμάτων να εκφράσουν τον εσωτερικό πόνο τους, μη λεκτικά και λιγότερο άμεσα (Malchiodi, 2007). Ο Johnson προτείνει ότι η έκφραση της τέχνης μπορεί να βοηθήσει τους επιζώντες που πάσχουν από αλεξιθυμία (alexithymia), η οποία είναι μια κατάσταση που σχετίζεται με τραύμα και η οποία περιλαμβάνει ανικανότητα να εκφράσουμε τα συναισθήματά μας με λόγια, να εξερευνήσουν τα συναισθήματα και τις αναμνήσεις τους (1987, cited in Hennig, 2012).
Παιδιά και τέχνη
Η τέχνη έχει επίσης αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμη και αποτελεσματική όσον αφορά σε συγκεκριμένους πληθυσμούς ή ομάδες, όπως είναι τα τραυματισμένα παιδιά, τα οποία συχνά δεν μπορούν να διηγηθούν το τραύμα τους με λόγια και δεν έχουν το κατάλληλο λεξιλόγιο για να εκφράσουν τα συναισθήματα και τις εμπειρίες τους. Συγκεκριμένα υπάρχει αρκετό συγγραφικό έργο που αφορά στην θεραπεία μέσω τέχνης για παιδιά, και που σύμφωνα με τον Roger Arguile αντανακλά εκείνες τις πλευρές τις θεραπείας που γεννήθηκαν μέσα από το κίνημα ‘Παιδική Τέχνη’ στο τέλος του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα. Ο Arguile επισημαίνει ότι ‘σαν αποτέλεσμα αυτού του κινήματος οι ζωγραφιές των παιδιών άρχισαν να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη και να θεωρούνται απαραίτητες στην ανάπτυξη τους και οι ψυχοθεραπευτές που δούλευαν με παιδιά συνήθιζαν να έχουν εύκαιρα υλικά ζωγραφικής και παιχνίδια, πιστεύοντας ότι η καλλιτεχνική διαδικασία προσφέρει στα απιδιά μια μη-λεκτική, συμβολική γλώσσα, μέσω της οποίας να μπορούν να διηγηθούν την ιστορία τους’ (Pickford, 1967; Lowenfield, 1974; Winnicott, 1971; Και πολλοί άλλοι, cited in Waller and Gilroy, 1992). Ο Edwards υποστηρίζει ότι η ζωγραφική υπάρχει σαν μια παράλληλη (γλώσσα) με την λεκτική γλώσσα και είναι η απλούστερη όλων των μη-λεκτικών γλωσσών. Περαιτέρω, δεν έχει τους περιορισμούς της γλωσσικής ανάπτυξης, προκειμένου να μεταδώσει συναισθήματα και σκέψεις (Edwards, 1986, cited in Brooke, 2000). Επιπλέον τα παιδιά και οι έφηβοι μπορεί συχνά να είναι επιφυλακτικοί στο να εκφράσουν και να συζητήσουν δύσκολα συναισθήματα, και ως εκ τούτου, η έμμεση συμβολική διάσταση της τέχνης και της εικαστικής θεραπείας, μπορεί να είναι πιο κατάλληλη και αποτελεσματική, όσον αφορά στα παιδιά, από ό, τι η θεραπεία που περιλαμβάνει μόνο συζήτηση,. Επίσης, η τέχνη και το παιχνίδι είναι ‘οικείες, φιλικές ως προς το χρήστη, ευχάριστες δραστηριότητες και τα παιδιά μπορούν να συμμετάσχουν εύκολα με αυτές τις τεχνικές’ (Gil, 2006). Η Strauss (1999) γράφει ότι ‘τα μικρότερα παιδιά αποστασιοποιούνται από τα αρνητικά συναισθήματα και τα μεγαλύτερα παιδιά έχουν την τάση να προβάλλουν τα αρνητικά συναισθήματα στους άλλους, ενώ αρνούνται τα δικά τους’ και ότι ‘είναι σχετικά σπάνιο για ένα παιδί στην προ-εφηβεία να είναι πρόθυμο να συμμετάσχει σε μια συζήτηση αρνητικών συναισθημάτων’. Η Mallay ισχυρίζεται ότι όταν τα παιδιά δεν έχουν τα μέσα για να επεξεργαστούν το τραύμα, καταγράφουν και αποθηκεύουν ψυχολογικά τις τραυματικές αναμνήσεις στον εγκέφαλο, το οποίο οδηγεί σε άγχος, φόβο και σε άλλα συμπτώματα που σχετίζονται με το τραύμα. Ωστόσο, η τέχνη μπορεί να μας παράσχει ένα μέσο για να δουλέψουμε με τα παιδιά και να τα βοηθήσουμε να επεξεργαστούν τραυματικά γεγονότα μέσα από δημιουργικές δραστηριότητες (Mallay, 2002, cited in Chilcote, 2007). Η καλλιτεχνική δημιουργία λοιπόν μπορεί να αυξήσει την ικανότητά των παιδιών να αντιμετωπίσουν δύσκολα συναισθήματα και να μιλήσουν για τραυματικές εμπειρίες ή δύσκολες καταστάσεις. Η Volgi-Phelps χρησιμοποίησε εικαστική θεραπεία με παιδιά και διαπίστωσε ότι ‘μέσα από την τέχνη, το παιδί μαθαίνει να διαχειρίζεται συναισθήματα, αναπτύσσει την έννοια του εαυτού, και μαθαίνει κοινωνικά αποδεκτούς τρόπους έκφρασης συναισθημάτων (1985, cited in Brooke, 1997). Η Malchiodi υποστηρίζει ότι η χρήση της ζωγραφικής επιτρέπει σε τραυματισμένα παιδιά να εκφράσουν τα συναισθήματα και τις εμπειρίες τους με λόγια πιο αποτελεσματικά από ό, τι χρησιμοποιώντας μόνο λόγια (2001, cited in Chilcote, 2007) και η Coulson και οι συνεργάτες της επίσης υποστηρίζουν ότι η ζωγραφική ‘βοηθά τα παιδιά, δίνοντας φωνή στις τραυματικές εμπειρίες τους’ (1994, cited in Brooke, 1997).
Μια εικαστική θεραπευτική παρέμβαση, τεσσάρων εβδομάδων, υλοποιήθηκε σε ένα τοπικό σχολείο για 113 παιδιά ηλικίας 5 έως 13 στη Σρι Λάνκα από την Rebecca Chilcote, μετά από το τσουνάμι στη Σρι Λάνκα, προκειμένου να βοηθήσει τα παιδιά να επεξεργαστούν την εμπειρία και την απώλεια τους, επειδή τα παιδιά που επιβιώνουν φυσικές καταστροφές ‘μπορεί να εμφανίσουν προβλήματα, όπως, προσκόλληση, άγχος αποχωρισμού, επιθετικότητα, προβλήματα συμπεριφοράς, μειωμένη συγκέντρωση και σωματικά συμπτώματα’ (Roje, 1995, cited in Chilcote, 2007). Η εικαστική θεραπεία αποδείχθηκε αποτελεσματική, ψυχολογικά ευεργετική και πολιτισμικά κατάλληλη παρέμβαση για τα παιδιά που είχαν πληγεί από το τσουνάμι στη Σρι Λάνκα. ‘Μέσω απλών καλλιτεχνικών ασκήσεων τα παιδιά μοιράστηκαν το τραύμα και τον πόνο που δεν είχαν μπορέσει να εκφράσουν με λόγια και μπόρεσαν να ανακτήσουν τον συναισθηματικό έλεγχο’ (Chilcote, 2007). Επιπλέον, η Chilcote (2007) υποστηρίζει ότι το ομαδικό πλαίσιο επέτρεψε στα παιδιά να γίνουν μάρτυρες της συλλογικής θλίψης, επιτρέποντας έτσι στα παιδιά να δώσουν φωνή στο τραύμα τους μαζί με άλλα παιδιά επιζώντες. Μια πιλοτική μελέτη που διεξήχθηκε στη Νέα Υόρκη από τη Francie Lyshak και τους συναδέλφους της (2007) προκειμένου να ερευνήσει την αποτελεσματικότητα της θεραπείας μέσω της τέχνης με έμφαση και προσανατολισμό το τραύμα (TF-ART), όσον αφορά στη μείωση χρόνιων μετά-τραυματικών συμπτωμάτων στα παιδιά, διαπίστωσε ότι ενώ και οι δύο ομάδες (των συμμετεχόντων παιδιών) βελτιώθηκαν, οι έφηβοι που έλαβαν (TF-ART) θεραπεία βίωσαν μεγαλύτερη μείωση των μετά-τραυματικών συμπτωμάτων (PTSD symptom reduction). Μια άλλη πιλοτική μελέτη όπου χρησιμοποιήθηκε εικαστική θεραπεία (art therapy) σε συνδυασμό με παιγνιοθεραπεία (play therapy) για πάνω από 5 μήνες σε μια ομάδα κοριτσιών που είχαν βιώσει σεξουαλική κακοποίηση, έδειξε ότι τα παιδιά ανέφεραν λιγότερες διαταραχές ύπνου, επιδείκνυαν πιο καλή συμπεριφορά και είχαν λεκτική αυτοπεποίθηση και μεγαλύτερη δυνατότητα οριοθέτησης (were verbally assertive) (Corder et al., 1990, cited in Brooke, 1997).