ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Η μετάφραση έχει ολοκληρωθεί (3/2/2023)
Η σημασία του πλαισίου / των συνθηκών, η τοποθέτηση της γνώσης σε πλαίσια χρονικά και τοπικά και η ευρύτερη εικόνα
«Θεωρήθηκε σχεδόν εκτός του ενδεδειγμένου ενδιαφέροντος ενός αναλυτή να δίνει συστηματική προσοχή στις πραγματικές εμπειρίες ενός ατόμου». John Bowlby
«Μέχρι να είστε διατεθειμένοι να μπερδευτείτε / να νιώσετε σύγχυση για αυτό που ήδη γνωρίζετε, αυτό που γνωρίζετε δεν θα γίνει ποτέ μεγαλύτερο, καλύτερο ή πιο χρήσιμο». Milton Erickson
«Σύμφωνα με τον Φουκώ: Η εξέταση ως διόρθωση, ταυτόχρονα τελετουργική και «επιστημονική», των ατομικών διαφορών, ως καθήλωση κάθε ατόμου στη δική του ιδιαιτερότητα… δείχνει ξεκάθαρα την εμφάνιση μιας νέας μορφής εξουσίας στην οποία κάθε άτομο λαμβάνει ως κατάστασή / ως θέση του τη δική του ατομικότητα, και στην οποία μένει συνδεδεμένος από τη θέση του σε σχέση με τα χαρακτηριστικά, τις μετρήσεις, τα κενά, τα «σημάδια» που τον χαρακτηρίζουν και τον κάνουν μια «υπόθεση». Από το The Myth of Empowerment της Dana Becker
Οι αναρτήσεις μου συχνά αντικατοπτρίζουν αυτά με τα οποία έχω ασχοληθεί πρόσφατα. Τις τελευταίες εβδομάδες κατάφερα να ζωγραφίσω λίγο και να σχεδιάσω και ολοκλήρωσα επίσης το βιβλίο της Dana Becker, στο οποίο έκανα αναφορά στην προηγούμενη ανάρτηση. Έτσι, στο σημερινό κείμενο σκέφτηκα να συμπεριλάβω μερικά νέα σχέδια και να συνεχίσω το νήμα από την προηγούμενη ανάρτηση σε σχέση με τη σημασία της τοποθέτησης της δικής μας εμπειρίας αλλά και της εμπειρίας των άλλων σε τοπικά και χρονικά πλαίσια. Νομίζω ότι η ανάλυση της Becker είναι χρήσιμη και μας βοηθά να διακρίνουμε τις κοινωνικές δυναμικές και τον δημόσιο / κοινωνικό λόγο και τους σκοπούς που μπορεί να εξυπηρετούν. Δεν είναι ένα μεγάλο βιβλίο, αλλά είναι γεμάτο πληροφορίες και νομίζω ότι σε κάποιο βαθμό συμβάλλει στο να γίνει ορατή μια ευρύτερη εικόνα και να διευκρινιστεί ο σκοπός που εξυπηρετούν διάφορα είδη κοινωνικού λόγου. Ως αποτέλεσμα, θα παρουσιάσω εν συντομία μόνο μερικά από τα πολλά σημαντικά θέματα που συζητούνται στο βιβλίο, ως τροφή για σκέψη για όποιον ενδιαφέρεται.
Εν τω μεταξύ, θα ήθελα να μοιραστώ έναν σύνδεσμο: https://www.rickhanson.net/meditation-talk-privilege-what-we-dont-take-into-account-and-should/ με την ομιλία του Rick Hanson στις 19 Ιανουαρίου που νομίζω ότι σχετίζεται με τα σημερινά θέματα.
Το κεντρικό θέμα της ομιλίας του είναι τα προνόμια, που αυτός ορίζει ως «ότι δεν είναι αναγκασμένος να λαμβάνει κανείς υπόψη». Τα προνόμια, λέει, είναι το αποτέλεσμα τριών πηγών status, θέσης και πόρων: α) τύχη (π.χ. αν έχεις γεννηθεί σε ευνοούμενη ή μειονεκτική κοινωνική κατάσταση, η κληρονομιά γονιδίων, γεγονότα θετικά ή αρνητικά και ευκαιρίες στη ζωή, π.χ. μπορεί να πέσει πάνω σου αυτοκίνητο σε πράσινο φανάρι ή να συναντήσεις κάποιον που θα σου ανοίξει μια πόρτα, η οποία μπορεί να κλείσει με δύναμη για κάποιον άλλο, κ.λπ.), β) ενάρετη προσπάθεια (π.χ. εργασία, προσπάθεια για μάθηση, ανάληψη ευθύνης, επιμονή, κ.λπ.), και γ) κοινωνικοοικονομικές δομές που ωφελούν κάποιους ενώ ταυτόχρονα στερούν / αποκλείουν άλλους. Σχολιάζει ότι η συνεχής συγκέντρωση προνομίων σε βάθος χρόνου για ορισμένους μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες για κάποιους άλλους, κι επίσης, ότι το κοινωνικό πεδίο κλίνει προς όφελος ορισμένων ενώ θέτει άλλους σε μειονεκτική θέση. Δίνει αρκετά παραδείγματα. Για παράδειγμα, αναφέρεται στις διαφορετικές αποκρίσεις που συναντούν συχνά οι άνθρωποι σε ιατρικά περιβάλλοντα. Μερικοί μπορεί να τυγχάνουν ασέβειας, να πατρονάρονται, να μην λαμβάνονται υπόψη οι ανησυχίες τους ή να μην λαμβάνουν την προσοχή και βοήθεια που δικαιούνται. Υπάρχει επίσης και το γεγονός ότι η ανισότητα παίζει τεράστιο ρόλο στην δυνατότητα και στα μέσα που γενικότερα έχουν οι άνθρωποι σε σχέση με τη φροντίδα της υγείας τους. Παρέχει επίσης παραδείγματα του θεμελιώδους σφάλματος στην απόδοση αιτιών / fundamental attribution error. Περισσότερα για αυτήν την προκατάληψη στην ανάρτησή: The Broken Ladder (6-3-2021)
Θέτει επίσης τα ακόλουθα ερωτήματα για προβληματισμό:
Ποια είναι τα συστήματα που δημιουργούν προνόμια για μερικούς και μειονεκτήματα για άλλους που πρέπει να λάβουν υπόψη τους οι άνθρωποι;
Τι χρειάζεται να λαμβάνουμε εμείς υπόψη που οι άλλοι δεν χρειάζεται να λαμβάνουν υπόψη και τι πρέπει να λάβουν αυτοί υπόψη που δεν είμαστε αναγκασμένοι να υπολογίζουμε ή να ανησυχούμε εμείς;
Καθώς αυτές τις εβδομάδες άκουγα ιστορίες και ηχογραφήσεις από προσωπικότητες με επιρροή στην ψυχολογία, έγινε εμφανές πώς οι ιστορίες και ο κοινωνικός λόγος, τα ερευνητικά ευρήματα, οι θεωρίες, οι ισχυρισμοί και οι ιδέες συχνά και σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον αντικατόπτριζαν συγκεκριμένα πλαίσια κι εποχές. Ορισμένοι ισχυρισμοί μπορεί να είναι καθολικοί και διαχρονικοί, όμως άλλα επιχειρήματα και αφηγήσεις μπορεί να χρειάζεται να επικαιροποιηθούν, να αναθεωρηθούν, να αναπτυχθούν περαιτέρω ή να επανεκτιμηθούν κριτικά. Για παράδειγμα, έριξα μια ματιά σε μια εργασία, ένα γενεόγραμμα και μια συνοδευτική αφήγηση που είχα κάνει το 2011 ως μέρος ενός προγράμματος Οικογενειακής Θεραπείας και συνειδητοποίησα ότι θα ήταν αρκετά διαφορετικές οι εργασίες αν τις έκανα τώρα, έντεκα συν χρόνια αργότερα. Στις εργασίες είχα λάβει υπόψη το πλαίσιο και τυχόν περιορισμούς και μάλλον ήταν καλογραμμένες διότι είχα πάρει Άριστα, αλλά από το 2011, απέκτησα κάποιες νέες γνώσεις και τρόπους κατανόησης, παρακολούθησα ένα επιπλέον σύντομο γενεαλογικό πρόγραμμα, επισκέφθηκα ληξιαρχεία, συγκέντρωσα περισσότερες εμπειρίες θετικές και αρνητικές, έκανα διαλογισμό, διέβρωσα κάποιο παλιό προγραμματισμό, διένυσα τον χρόνο, και γενικά, περισσότερες πληροφορίες έφθασαν σε μένα.
Υπό αυτή την έννοια, όχι όλες, αλλά κάποιες πτυχές των αφηγήσεων και του γραπτού έργου μας πρέπει να προσδιορίζονται χρονικά και να αναθεωρούνται όταν αυτό απαιτείται. Αυτές οι συγκεκριμένες εργασίες βασίστηκαν βασικά στη θεωρία του Murray Bowen [ψυχίατρος και πρωτοπόρος ερευνητής της Θεωρίας Οικογενειακών Συστημάτων /1913-1990], του οποίου την συστημική προσέγγιση και ιδέες θεωρούσα κι εξακολουθώ να θεωρώ πολύτιμες. Ωστόσο, για να επανέλθουμε στη σημασία της τοποθέτησης της ανθρώπινης εμπειρίας σε χρονικά και γεωγραφικά πλαίσια, συμπεριλαμβανομένων των θεωριών, η θεωρία των οικογενειακών συστημάτων, για παράδειγμα, έχει επικριθεί για την υπόθεση της καθολικότητας και για τη μη λήψη υπόψη κοινωνικό-οικονομικών συνθηκών και πολιτισμικών διαφορών. Επίσης, οι αναπτυξιακές θεωρίες παρόλη τη σημαντική συνεισφορά τους έχουν επίσης λάβει κριτικές σε ορισμένα σημεία. Η Becker γράφει: «η κριτική που έχουν ασκήσει δικαιολογημένα η Jean Baker Miller, η Carol Gilligan και άλλοι σε θεωρίες όπως αυτές του Erik Erikson που για παράδειγμα δεν τονίζουν τη φροντίδα και την αλληλεξάρτηση ως στόχους για την ανθρώπινη ανάπτυξη σε όλη τη διάρκεια της ζωής…» Οι θεωρίες είναι χρήσιμες και μπορούν να έχουν διαχρονική αξία, αλλά όπως έγραψε κι ο Βρετανός ψυχολόγος, παιδοψυχίατρος και ψυχαναλυτής, John Bowlby (1907-1990), αξιοσημείωτος για το ενδιαφέρον του για την ανάπτυξη του παιδιού και για το πρωτοποριακό του έργο στη θεωρία της προσκόλλησης / δεσμού: «Όλη η γνώση είναι υποθετική και … η επιστήμη προοδεύει μέσω νέων θεωριών που έρχονται να αντικαταστήσουν τις παλαιότερες όταν γίνεται σαφές ότι μια νέα θεωρία είναι σε θέση να κατανοήσει έναν μεγαλύτερο κύκλο φαινομένων από αυτόν που κατανοεί κι εξηγεί η παλαιότερη και είναι σε θέση να προβλέψει νέα φαινόμενα με μεγαλύτερη ακρίβεια».
Στη σημερινή ανάρτηση μπορώ μόνο επιλεκτικά να αναφερθώ σε ορισμένα από τα σημεία που θίγει η Becker γιατί όπως ανέφερα παραπάνω το βιβλίο είναι γεμάτο με έννοιες, ιστορικά γεγονότα, αναφορές και επιχειρήματα. Το κεντρικό νήμα του βιβλίου, όπως υποδηλώνει κι ο τίτλος, είναι η ενδυνάμωση των γυναικών ή όχι. Η Becker γράφει ότι αυτό που υπόσχεται η ενδυνάμωση στις γυναίκες είναι ο έλεγχος της ζωής τους. Ωστόσο, εξηγεί, όταν εφαρμόζεται στις γυναίκες, συνήθως δεν υποδηλώνει τίποτα περισσότερο από αυτογνωσία ή αυτό-βελτίωση. Υποστηρίζει ότι εξουσία δεν είναι η αύξηση της αυτοεκτίμησης, των δεξιοτήτων σχέσεων ή μιας βελτιωμένης ικανότητας αντιμετώπισης ή προσαρμογής σε οικογενειακές, πολιτισμικές και κοινωνικές προσδοκίες, αν και αυτοί μπορεί να είναι μερικοί από τους στόχους της θεραπευτικής κουλτούρας. Υποστηρίζει περαιτέρω ότι η προσωπική αλλαγή στην υπηρεσία της επίτευξης προσωπικών στόχων δεν μπορεί να εφοδιάσει τις γυναίκες, είτε συλλογικά είτε ατομικά, με δύναμη / εξουσία. Επικρίνει επίσης τις ευρέως διαδεδομένες πεποιθήσεις που αναγάγουν τις δυνατότητες των γυναικών ως πρωταρχικά σχεσιακές και τις ανάγκες τους ως πρωτίστως προσωπικές.
Ισχυρίζεται ότι η θεραπευτική κουλτούρα θα μπορούσε να βοηθήσει στη δημιουργία μιας διαφορετικής επίγνωσης του εαυτού μας και του κόσμου, μια συνειδητοποίηση που θα μπορούσε να προωθήσει την κοινωνική αλλαγή. Ωστόσο, γράφει: «παρόλο που η θεραπευτική κουλτούρα δημιουργεί τα υποκείμενά της, δεν δημιουργεί γενικά υποκείμενα που κατευθύνονται προς την αλλαγή του status quo». Στην πραγματικότητα, λέει ότι αυτό που προσφέρει η θεραπευτική κουλτούρα στις γυναίκες, είναι απλώς ένας τύπος αντισταθμιστικής δύναμης που υποστηρίζει και αναπαράγει τις υπάρχουσές κοινωνικές δυναμικές εξουσίας και τις ρυθμίσεις των φύλων, παρακάμπτοντας την ανάγκη για κοινωνική δράση για να αλλάξουν τα πράγματα, καθώς οι γυναίκες συνεχίζουν να εκτελούν την «συναισθηματική εργασία» της κοινωνίας. Η Becker γράφει ότι η Ιστορία μας λέει ότι η εσωτερικότητα των γυναικών και η διεκδίκησή τους για ηθική και συναισθηματική επιρροή, δηλαδή ο «οικιακός ατομικισμός» τους, υποστηρίχθηκαν πάντα από τους άνδρες, επειδή δίνοντας προτεραιότητα στον εσωτερικό της κόσμο είναι λιγότερο πιθανό να προκαλέσει προβλήματα έξω από αυτόν (στον κοινωνικό χώρο). Περιγράφει πώς από τον δέκατο ένατο αιώνα, ατομικιστικές ψυχολογικές και ιατρικές ιδέες / κοινωνικός λόγος ήταν τα οχήματα μέσω των οποίων έχουν οριστεί οι γυναίκες, και που έχουν κρύψει την ανάγκη για δομικές αλλαγές — κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές — στις έμφυλες ρυθμίσεις που υπαγόρευσαν τους ρόλους των γυναικών, και έχουν, σε πολλές περιπτώσεις, περιορίσει τους αγώνες των γυναικών σε καθαρά προσωπικά προβλήματα.
Προσθέτει ότι είναι σημαντικό να κατανοήσουμε την ιστορία και την κληρονομιά του παρελθόντος, επειδή αυτή η κληρονομιά είναι που διαμορφώνει τόσο τη δική μας όσο και των θεραπευτών την κατανόηση του «εαυτού» και των εννοιών του. Είναι απαραίτητο να εξεταστούν οι ιδέες για την προσωπικότητα – τον εαυτό – που υιοθετεί η κουλτούρα και τις μορφές ατομικισμού πάνω στις οποίες θεμελιώνονται οι ιδέες για τον εαυτό. Αυτό, εξηγεί, είναι σημαντικό επειδή κατανοώντας «το όραμα του εαυτού που υποστηρίζεται από μια συγκεκριμένη κουλτούρα ανοίγει την πόρτα, όπως ίσως καμία άλλη γνώση, σε αυτό το σύστημα νοημάτων, επειδή «καθώς αλλάζουν οι πολιτισμοί, αλλάζουν και τα μοντέλα τύπων της προσωπικότητας που είναι οι φορείς τους». Αναφέρει τον Nikolas Rose, ο οποίος υποστηρίζει ότι «ο εαυτός….. [προκύπτει από] τις κοινωνικές προσδοκίες που τίθενται για αυτόν, τα κοινωνικά καθήκοντα που του αναλογούν, τους κανόνες σύμφωνα με τους οποίους κρίνεται, τις απολαύσεις και τους πόνους που τον δελεάζουν και τον εξαναγκάζουν, μορφές αυτό-επιθεώρησης που έχουν ενσταλάξει σε αυτόν, η γλώσσα / οι λέξεις σύμφωνα με τις οποίες γίνεται λόγος για αυτόν και μαθαίνει να εξηγεί τον εαυτό του στη σκέψη και στον προφορικό λόγο.
Η Becker μας υπενθυμίζει πώς τόσο οι γυναίκες όσο και οι άνδρες κατασκευάζουν συγκεκριμένες αναπαραστάσεις του εαυτού τους από τον διαθέσιμο δημόσιο λόγο (the discourses) και διαμορφώνονται από το χρόνο, τον τόπο και το φύλο. Το φύλο λέει ότι είναι ένας τρόπος δόμησης της ανθρώπινης εμπειρίας κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά, πνευματικά και ψυχολογικά και η συνείδηση των γυναικών, όπως και των ανδρών, προκύπτει σε μεγάλο βαθμό από την ιστορική τους εμπειρία, τους ρόλους που τους έχει αναθέσει η κοινωνία, τις σχέσεις τους με τους άνδρες και με κυρίαρχους κοινωνικό-πολιτισμικούς λόγους με τους οποίους έχουν κληθεί να ταυτιστούν.
Συζητά επίσης πώς υπάρχουν άφθονα ιστορικά στοιχεία που μας δείχνουν ότι η πάλη με τα προβλήματα του εαυτού είναι μια αρκετά σύγχρονη ενασχόληση και ότι η ανάδυση της συνείδησης του εαυτού έχει πολύ να κάνει με αυτό που έκανε τον κόσμο σύγχρονο και ότι πριν από αιώνες δεν γινόταν καμία διάκριση μεταξύ ενός εσωτερικού και ενός εξωτερικού εαυτού, ούτε ο εαυτός θεωρείτο, όπως τώρα, ως κάτι αφηρημένο και επίσης κρυφό. Ο εαυτός του ατόμου θεωρείτο ως το άθροισμα των συμπεριφορών και των δημόσιων δεσμεύσεών του, όχι, όπως σήμερα, η αιτία αυτών των ίδιων φαινομένων και χωριστά από αυτά. Γράφει ότι ο εαυτός δεν θεωρείται ως ουσιαστικό σε όλους τους πολιτισμούς και το γεγονός ότι ο πολιτισμός μας άρχισε να το κάνει αυτό αντιπροσωπεύει μια ιστορική αλλαγή στην κατανόηση του εαυτού, η οποία ξεκίνησε τον 16ο και 17ο αιώνα, ιδιαίτερα με τον Ντεκάρτ, ο οποίος πίστευε ότι το άτομο είχε μια μοναδική, προστατευμένη είσοδο στον εσωτερικό του κόσμο. και ότι παρ’ όλη την αντίσταση στις ιδέες του Ντεκάρτ, η προοπτική του συνέχισε να επικρατεί στη σύγχρονη εποχή. Ένα σημαντικό ερώτημα που πρέπει λοιπόν να τεθεί είναι…. για ποιον σκοπό η διάκριση μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού έχουν διαποτίσει την κουλτούρα;
Ένα άλλο νήμα συζήτησης στο βιβλίο είναι ο σύγχρονος ατομικισμός, ο οποίος η Becker δηλώνει έχει καταλήξει να σημαίνει πολλά πράγματα. Διευκρινίζει επίσης ότι η κριτική της στάση σε σχέση με τον ατομικισμό σε αυτό το βιβλίο δεν υποδηλώνει σε καμία περίπτωση ούτε ότι οι επιπτώσεις του ατομικισμού είναι εντελώς δυσμενείς ούτε ότι ο ατομικισμός είναι μονολιθικός. Γράφει: «η δύναμή του έγκειται ακριβώς στην ασάφεια και την πλαστικότητά του», με τους τρόπους με τους οποίους οι έννοιές του μπορούν να τεθούν σε εντελώς διαφορετικές, ακόμη και αντιφατικές χρήσεις…. Ο ατομικισμός και ο κολεκτιβισμός / συλλογικότητα, που συχνά υποτίθεται ότι έρχονται σε απόλυτη αντίθεση μεταξύ τους, έχουν στην πραγματικότητα μια διαλεκτική σχέση… … οι άνθρωποι στην καθημερινή ζωή θα συνεχίσουν, να προσπαθούν … να συμβιβάζουν αυτά τα δύο και ατελώς να συμφιλιώνουν τις χρήσιμες αξίες που είναι εγγενείς και στους δύο». Μιλάει επίσης για τον ωφελιμιστικό ατομικισμό, όπως ενσωματώνεται στη θεσμοθέτηση μιας ανταγωνιστικής, καπιταλιστικής οικονομίας και πώς αυτό αντανακλάται στη θεραπευτική κουλτούρα, και τον εκφραστικό ατομικισμό, ο οποίος δίνει έμφαση στα συναισθήματα και την αυτό-έκφραση, υποστηρίζει την αυτονομία και ορίζει την επιτυχία ως τον θρίαμβο της ατομικής αυτό-έκφρασης έναντι της κοινωνικής καταστολής, και αναπαρίσταται σε έννοιες ψυχοθεραπείας όπως η αυτό-εκπλήρωση, η αυτοπραγμάτωση και άλλες, στην παράδοση των Έμερσον, Θορώ και Γουίτμαν (Emerson, Thoreau, and Whitman).
Γράφει ότι ο ατομικισμός σφυρηλατήθηκε ως απάντηση στην κυριαρχία της μοναρχίας και σε ένα καταπιεστικό ταξικό σύστημα, αλλά φαίνεται ότι υπάρχουν ανησυχίες ότι αν αφεθεί ανεξέλεγκτος, θα μπορούσε να προκύψει μια κατάσταση με υπερβολική έμφαση στην εκπλήρωση μέσω της υποχώρησης σε έναν ιδιωτικό κόσμο, εκτός της κοινωνίας, όπου οι άνθρωποι θα φαντάζονται ότι η μοίρα τους είναι απόλυτα στα χέρια τους και οι ζωτικές σχέσεις μεταξύ της δημόσιας και της ιδιωτικής ζωής θα υπονομεύονται. Η Becker γράφει: «…η ιδιωτική ζωή των Αμερικανών παρέχει ελάχιστη προετοιμασία για συμμετοχή σε μια δημόσια, πολιτική ζωή που είναι απαραίτητη για την υποστήριξη της δημοκρατίας». Σε σχέση με τις γυναίκες, αυτό που έχουν να φοβηθούν από τον ατομικισμό είναι η υπερβολική εστίαση στο προσωπικό σε βάρος του πολιτικού, η αναζήτηση των πηγών των προβλημάτων τους στην ψυχή που συσκοτίζει την άποψή τους για τις κοινωνικές δυνάμεις που συχνά ορίζουν τα προβλήματα και τις λύσεις τους. Έτσι η εξουσία δεν χρειάζεται να ασκείται από έξω γιατί ασκείται ήδη από το άτομο πάνω στον εαυτό της (ή στον εαυτό του), Στα μέρη του βιβλίου που είναι αφιερωμένα στην «αυτοεκτίμηση» γράφει ότι η αυτοεκτίμηση είναι μόνο μία από μια σειρά τεχνολογιών του εαυτού…. μια «κατάσταση (αυτό) εκτίμησης» δεν επιτυγχάνεται με δημόσιες πράξεις και δημόσιες συζητήσεις πλέον. Η βάση της είναι ένας εσωτερικός διάλογος «μεταξύ εαυτού και εαυτού». Από αυτή την οπτική, η Becker ανησυχεί ότι η ελευθερία θα συνεπάγεται μόνο μια «αργή, επίπονη και λεπτομερή εργασία πάνω στις δικές μας υποκειμενικές και προσωπικές πραγματικότητες, καθοδηγούμενη από εξειδικευμένη γνώση της ψυχής».
Ένα άλλο νήμα στο βιβλίο είναι ο «δημόσιος λόγος / συζήτηση για το άγχος», προτείνει ότι ο δημόσιος λόγος του άγχους (κυρίως των γυναικών) προσπαθεί να αντιμετωπίσει τα πράγματα εντοπίζοντας τα προβλήματα σε ένα ιατρικό και ψυχολογικό πλαίσιο και όχι στον κοινωνικοπολιτικό τομέα. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι «η επαγγελματοποίηση κοινωνικών προβλημάτων, όπως π.χ. η φτώχεια, κατέστησε πιο εύκολη την απομόνωση και τον έλεγχο τους, θέτοντας όλους τους τομείς της ζωής υπό την εξουσία του επαγγελματία, βοηθώντας στη διατήρηση του κοινωνικού status quo. Η κουλτούρα του επαγγελματισμού ενίσχυσε επίσης τον ατομικισμό με την εξάλειψη των κοινωνικών αιτιών από τα κοινωνικά προβλήματα προς το συμφέρον της επιστήμης. Έτσι ώστε το κοινωνικό σύστημα δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνο για τις αντιξοότητες της ζωής, ούτε θα μπορούσε να κατηγορηθεί για τα «νεύρα» των ανθρώπων.
Ανιχνεύει την εξέλιξη αυτού του τρόπου σκέψης σε κινήματα και ιδέες του παρελθόντος. Για παράδειγμα, το Mind Cure βοηθούσε τους ανθρώπους να πιστέψουν ότι ο κόσμος έξω από τον εαυτό τους δεν ευθύνεται για τις δυστυχίες τους, αλλά μόνο ο τρόπος με τον οποίον έβλεπαν αυτόν τον κόσμο είχε σημασία – τα προβλήματά τους ήταν στο μυαλό τους. Η Becker γράφει: «σήμερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό που είχε σημασία ήταν πώς «εσωτερίκευαν» τις αντιλήψεις για τον κόσμο». Παρέχει παραδείγματα όπως οι Ανώνυμοι Αλκοολικοί, ορισμένα κινήματα «ανθρώπινης δυνατότητας» και New Age φιλοσοφίες, που όπως μας εξηγεί είναι τα όχι και τόσο μακρινά ξαδέρφια της Νέας Σκέψης. της δημοφιλούς φιλοσοφίας που τόνιζε την ικανότητα του ατόμου να ελέγχει πλήρως τη μοίρα του, που υιοθετείται σε ορισμένες τηλεοπτικές εκπομπές σήμερα και της ρητορική της συνεξάρτησης. Αυτή η [φιλοσοφία] σε μεγάλο βαθμό αποφεύγει εντελώς τις αρετές της αλληλεξάρτησης – της συλλογικότητας / κοινότητας, συνεργασίας, συμπόνιας για τους άλλους….. Γράφει και για το κίνημα της ψυχικής υγιεινής (mental hygiene movement) στις δεκαετίες του 1920 και του 1930 που υποστήριζε μεν την άποψη ότι η προσωπικότητα διαμορφώνεται και από το περιβάλλον, αλλά το «περιβάλλον» οριζόταν μόνο ως το σπίτι, με ιδιαίτερη έμφαση στο συναισθηματικό κλίμα της ανατροφής των παιδιών.
Η Becker επικρίνει επίσης την ιδέα των άπειρων δυνατοτήτων και των απεριόριστων ευκαιριών που τουλάχιστον ένα μέρος της βιομηχανίας της αυτοβοήθειας και της θεραπείας υπόσχονται. Γράφει: «… ο Αμερικανικός έρωτας με τις άπειρες ευκαιρίες καλύπτει «μια εξίσου χαρούμενη αποδοχή του κανονιστικού κοινωνικού ελέγχου…. Γιατί οι άπειρες δυνατότητες / ευκαιρίες και η ικανοποίηση μπορεί να είναι ορκισμένοι εχθροί. Η καθαρή δυνατότητα και η απελπισία που απορρέει από αυτή την ιδέα συνδυάζονται για να δημιουργήσουν την ιδανική μηχανή αέναης κίνησης του όψιμου καπιταλισμού, με την αυτοπραγμάτωση να τροφοδοτεί το τρένο κίνησης …… [Γιατί επιτέλους] αν δεν γίνετε όλα όσα θέλετε, φταίει μόνο η δική σας νωθρότητα….».
Θέματα όπως το φεμινιστικό κίνημα με τις αντιφάσεις και τις διαφορές του, το PTSD / Η Μετά-τραυματική Διαταραχή και οι γυναίκες, η φροντίδα και η φροντίδα στο πλαίσιο μιας ατομικιστικής κουλτούρας, οι λόγοι που η πρακτική της ψυχοθεραπείας έχει θηλυκοποιηθεί, καθώς οι γυναίκες έγιναν οι κύριοι επαγγελματίες προμηθευτές ψυχοθεραπείας, η «ψυχολογοποίηση και η ιατρικοποίηση» καθημερινών εμπειριών και δυσκολιών, η «αυτοεκτίμηση» και η έννοια του «φυσιολογικού» και πώς η «ιεραρχική επιτήρηση και η αποδοχή της επίκρισης» / “hierarchical surveillance and normalizing judgment” έγιναν μέσο άσκησης ελέγχου και εξουσίας, και πολλά άλλα, συζητούνται στο βιβλίο. Ωστόσο, αυτή η ανάρτηση είναι ήδη αρκετά μεγάλη, οπότε θα τελειώσω εδώ, και ίσως επιστρέψω σε ένα συγκεκριμένο θέμα σε κάποιο μελλοντικό κείμενο.