Τροφή / φαγητό Η μετάφραση έχει ολοκληρωθεί
«Οι αφηγήσεις μας σχετικά με την τροφή / το φαγητό δίνουν πρόσβαση σε πολλά συστατικά που μπορούν να συμβάλουν στην ταυτότητά μας, τις κοινότητες στις οποίες ανήκουμε, την κουλτούρα και τις δυναμικές της οικογένειας, την συνταύτιση, την αντίδραση, τις επιλογές, τις αξίες, τις φιλοδοξίες,…. και την διαγενεακή μας κληρονομιά». Linda Cundy
«Όπως ο όψιμος καπιταλισμός και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ξαναγράφουν τους όρους επικοινωνίας / συναναστροφής και το τι σημαίνει να σε βλέπουν και να σε ακούν, έτσι και το σώμα γίνεται ένα πεδίο μάχης». (της Susie Orbach στην εφημερίαδα The Guardian)
Τηγανόψωμο: Μια Οικογενειακή Ιστορία των Ιθαγενών της Αμερικής από τον Kevin Noble Maillard & την Juana Martinez-Neal
Ακούστε αυτήν την παιδική ιστορία στο: https://www.youtube.com/watch?v=MibEeGiFThM
Το φαγητό όπως και το οξυγόνο μας παρέχουν τα βασικά συστατικά που μας κρατάνε ζωντανούς. Το φαγητό σχετίζεται επίσης με τις περισσότερες σχέσεις μας: μεταξύ νεογέννητων και μητέρων, γονέων και παιδιών, ζευγαριών, οικογενειών και κάθε άλλο πλαίσιο, όπου μοιραζόμαστε φαγητό με άλλους. Το φαγητό και οι συνήθειες γύρω από αυτό χρησιμεύουν ως κανάλι εκδήλωσης στοργής, και το μοίρασμα του φαγητού σηματοδοτεί μια γέφυρα σύνδεσης και αποδοχής. Για τα μικρά παιδιά, η ώρα του φαγητού μπορεί να προσφέρει μια ευκαιρία για ανάπτυξη κοινωνικής αλληλεπίδρασης και εκμάθησης της γλώσσας, καθώς και προφορικών κινητικών δεξιοτήτων, όταν εισάγομαι μια ποικιλία γεύσεων και υφών. Από την άλλη μεριά, η ώρα των γευμάτων μπορούν να γίνουν πλαίσια καταπίεσης και ελέγχου, και η τροφή ή η έλλειψη τροφής μπορούν να γίνουν εργαλείο καταπίεσης και ελέγχου τόσο στο κοινωνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Είτε έτσι είτε αλλιώς, η εξάρτησή μας από το φαγητό είναι αναπόφευκτη και καθολική. Σε αυτήν την ανάρτηση αποφάσισα να θίξω ελαφρά έναν μεγάλο αριθμό θεμάτων που σχετίζονται με την τροφή, όπως: πρώιμη προσκόλληση και τάισμα, δυσμενείς εμπειρίες στην παιδική ηλικία και διατροφικές διαταραχές, ειδικά κατά την εφηβεία, φαγητό, γεύματα και δυναμική σχέσεων, το φαγητό ως έκφραση της ταυτότητας, των αξιών και του τρόπου ζωής, η Kitchen Therapy και ο τρόπος με τον οποίο η μαγειρική είχε μια βαθιά εξελικτική επίδραση στο ανθρώπινο είδος, πώς η παρασκευή φαγητού στο σπίτι, η συγκέντρωση γύρω από τα γεύματα, το ανήκειν και η ταυτότητα διαπραγματεύονται από τους μετανάστες. η σχέση μας με την παραγωγή και καλλιέργεια τροφών και τον πλανήτη μας, η κοινωνική καταπίεση και η τροφή, και πως ιστορικά πλαίσια πείνας και λιμών δεν έχουν επιπτώσεις μόνο σε αυτούς που βιώνουν την πείνα, αλλά οι επιβλαβείς επιπτώσεις μεταδίδονται οριζόντια και κάθετα και μπορούν να επηρεάσουν όλες τις πτυχές της ζωής, συμπεριλαμβανομένων της βιολογίας και της λειτουργίας των μελλοντικών γενεών, όπως έδειξε, για παράδειγμα, έρευνα σχετική με τον μεγάλο λιμό στην Ιρλανδία (1845-1852).
Το τάισμα του μωρού όχι μόνο το κρατά κυριολεκτικά ζωντανό, αλλά όταν η προσκόλληση είναι αρκετά ασφαλής, παρέχει τις πρώτες εμπειρίες ευχαρίστησης, οικειότητας και ασφάλειας. Αυτή η πρώτη εμπειρία η σχετική με τη θρέψη, την τροφή και τo τάισμα μπορεί συχνά, στον έναν ή τον άλλο βαθμό, να γίνει ο τόπος ασυνείδητων αναπαραστάσεων, συναισθημάτων και αισθήσεων. Όλοι μας μαθαίνουμε την ασφάλεια, την άνεση, την ικανοποίηση ή / και το άγχος, την εχθρότητα ή την απόρριψη σε αυτή την πρώιμη εμπειρία αλληλεξάρτησης. Στο βιβλίο της, Trauma and the Body / Το Τραύμα και το Σώμα, η Pat Ogden γράφει «Η σωματική εμπειρία των ήπιων, συντονισμένων περιποιήσεων του φροντιστή στα σήματα του βρέφους που σχετίζονται με την αίσθηση, την αφή, την κίνηση και τη φυσιολογική διέγερση, καθώς και με τις ευαισθησίες του σχετικά με τα αισθητηριακά ερεθίσματα και άλλες φυσικές ανάγκες (π.χ. το φαγητό, η ζεστασιά, τα υγρά) καθιερώνουν την αρχική αίσθηση του εαυτού του βρέφους και την αίσθηση του σώματός του (Gergely & Watson, 1996, 1999). Η πρώιμη σχέση με το φαγητό και το τάισμα μας παρέχει ένα πλαίσιο για την ανάπτυξη ή μη ασφαλούς προσκόλλησης. Μπορεί επίσης να επηρεάσει τις μετέπειτα εμπειρίες μας με τις τροφές, το φαγητό και το σώμα μας. Αυτές οι πρώιμες εμπειρίες με το φαγητό μπορεί να συσχετιστούν με επαφή, οικειότητα, την αίσθηση ότι κανείς είναι ορατός και πολύτιμος, ευχαρίστηση και ικανοποίηση ή σύγκρουση, απόρριψη, στέρηση, έλεγχο ή και τα δύο. Το πώς φροντίζουμε ή παραμελούμε και στερούμαι τον εαυτό μας αργότερα στη ζωή, πώς συμπεριφερόμαστε στους άλλους στις ώρες των γευμάτων ή πόσο δοτικοί και γενναιόδωροι είμαστε, τουλάχιστον εν μέρει, μπορεί να αποδοθεί στις πρώιμες εμπειρίες μας. Συχνά αναπαράγουμε ασυνείδητα ή επαναλαμβάνουμε στάσεις και συμπεριφορές που βιώσαμε νωρίς.
Οι ώρες του φαγητού και των γευμάτων είναι πολύ σημαντικές στην οικογενειακή ζωή και εκτός από τη φυσική θρέψη που παρέχουν, μεταφέρουν επίσης θετικά και επιβλαβή μηνύματα και τρόπους επικοινωνίας. Στο βιβλίο, The Mindful Home, ο Dr Craig Hassed ισχυρίζεται ότι οι μελέτες υποδεικνύουν ότι, από την άποψη της ευημερίας των παιδιών και των εφήβων, η πιο σημαντική ώρα της ημέρας είναι η ώρα του βραδινού γεύματος. Η εμπειρία μας από το φαγητό και τη συγκέντρωση γύρω από ένα τραπέζι μπορεί να βασίζεται στην αγάπη, τη φροντίδα, την επαφή, τη γενναιοδωρία, την ευγνωμοσύνη, το μοίρασμα γνώσης, τη γιορτή και τη συνεύρεση, αλλά επίσης, σε ρητή ή σιωπηρή εχθρότητα, σύγκρουση, έλεγχο, τιμωρία και χειραγώγηση. Γύρω από το τραπέζι, ειδικά, όταν είμαστε νέοι, απορροφούμε μηνύματα, ακόμα κι αν δεν διατυπώνονται λεκτικά. Η μη λεκτική επικοινωνία είναι η μεταφορά πληροφοριών μέσω της γλώσσας του σώματός, των εκφράσεων του προσώπου και των χειρονομιών, της φιλικής οπτικής επαφής ή της έλλειψης αυτής ή του τόνου της φωνής μας. Οι ώρες γευμάτων μπορεί να αντικατοπτρίζουν τη δυναμική της οικογένειας, τα μοτίβα προσκόλλησης και την κατανομή ρόλων. Ανάμεσα στους φίλους και σε άλλα κοινωνικά περιβάλλοντα κατανάλωσης φαγητού μπορούμε επίσης να παρατηρήσουμε διάφορες δυναμικές και ιεραρχίες ή κοινωνικές πρακτικές και έθιμα. Στη σχέση ενός ζευγαριού, η τροφή και η σίτιση μπορούν να ρίξουν φως στο πώς διαπραγματεύονται ή όχι οι ατομικές προτιμήσεις, η ισότητα, η οικειότητα και άλλες δυναμικές. Για τα άτομα που έχουν πολλά ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά, η τροφή θα χρησιμοποιηθεί για την διοχέτευση κακοποίησης και την άσκηση ελέγχου, καταπονώντας τους ανθρώπους, συναισθηματικά και σωματικά, με την πάροδο του χρόνου. Το να κάνει κάποιος κάποιον να πεινάει, να ελέγχει πόσο τρώει, να επιδεικνύει επιθετικότητα στις ώρες του φαγητού και των γευμάτων ή να προβάλλει τα ασυνείδητά δικά του προβλήματα μπορεί να του δίνει μια ψευδή αίσθηση ενδυνάμωσης, αλλά είναι επιζήμιο για εκείνους που εισπράττουν τις αρνητικές συμπεριφορές.
Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε πώς οι τραυματικές παιδικές εμπειρίες μπλέκονται με το φαγητό ή πώς το φαγητό χρησιμοποιείται ως μηχανισμός αντιμετώπισης και ως άμυνα ενάντια σε οδυνηρά συναισθήματα ή την ίδια τη ζωή. Στο βιβλίο της, Daring Greatly, η Brené Brown γράφει: «Όταν είμαστε ανήσυχοι, αποκομμένοι, ευάλωτοι, μόνοι και αβοήθητοι, το ποτό και το φαγητό και η δουλειά και οι ατελείωτες ώρες στο διαδίκτυο μοιάζουν με παρηγοριά, αλλά στην πραγματικότητα ρίχνουν μόνο τις μακριές σκιές τους πάνω στη ζωή μας». Η γνωστή Μελέτη των Δυσμενών Εμπειριών της Παιδικής Ηλικίας (ACE study) στην οποία συμμετείχαν 17.337 ενήλικες, οι οποίοι παρακολουθήθηκαν για δύο δεκαετίες, αποκάλυψε πώς οι πρώιμες τραυματικές εμπειρίες συχνά οδηγούν σε κινδύνους για την υγεία των ενηλίκων, αυτο-άνοσες ασθένειες και εθισμούς, συμπεριλαμβανομένων των διατροφικών διαταραχών και της παχυσαρκίας. Θα ήθελα να προσθέσω ότι σε αυτήν την ανάρτηση επικεντρώνομαι κυρίως στις ψυχοκοινωνικές πτυχές των εμπειριών μας σχετικά με το φαγητό και προβλήματα σχετικά με το βάρος, και υπάρχουν πολλοί άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν σε προβλήματα υγείας σχετικά με θέματα βάρους. Μια ποικιλία παθήσεων και ζητημάτων υγείας, παρενέργειες από φαρμακευτικές αγωγές, και ούτω καθεξής, μπορούν επίσης να παίξουν ρόλο.
Επίσης, ο εθισμός στο φαγητό και η υπερκατανάλωση τροφής δεν είναι αποτέλεσμα μόνο ψυχολογικών παραγόντων. Ο Δρ Craig Hassed ισχυρίζεται ότι τα τελευταία χρόνια τρία πράγματα έχουν συμβεί σε σχέση με τα τρόφιμα στις ανεπτυγμένες χώρες: «Το φαγητό έχει γίνει άμεσα διαθέσιμο. η ενέργεια που απαιτείται για τη λήψη τροφής έχει μειωθεί σημαντικά. και τα τρόφιμα έχουν γίνει πολύ πιο επεξεργασμένα, έτσι ώστε μεγάλο μέρος της διατροφικής τους αξίας να χάνεται και να προστίθενται κενές θερμίδες. Το πρόβλημα με αυτή τη διάταξη είναι ότι προκαλεί υπερβολική διέγερση του κέντρου ευχαρίστησης του εγκεφάλου με τέτοιο τρόπο που αισθανόμαστε αναγκασμένοι να συνεχίσουμε να αναζητάμε μια τόσο εύκολα διαθέσιμη απόλαυση…. πέρα από αυτό που είναι υγιές ή λογικό. Αυτό οδηγεί στον εθισμό. Ένα άλλο ζήτημα είναι ότι όταν αισθανόμαστε λυπημένοι ή αγχωμένοι παίρνουμε βραχυπρόθεσμη ανακούφιση διεγείροντας το κέντρο ευχαρίστησης του εγκεφάλου. Έτσι, μπορεί να τρώμε για να νιώσουμε άνετα, για παρηγοριά ή ευχαρίστηση, αλλά συχνά δεν τρώμε από ανάγκη ή για την υγεία μας. Ωστόσο, ενώ το φαγητό διεγείρει το κέντρο ευχαρίστησης του εγκεφάλου, το περίεργο παράδοξο είναι ότι η κακή ποιότητα διατροφής αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για κακή ψυχική υγεία. Η υγιεινή διατροφή είναι θεραπευτική για την ψυχική υγεία, επειδή ο εγκέφαλος χρειάζεται τα σωστά θρεπτικά συστατικά για να λειτουργήσει καλά και να παράγει όλους τους νευροδιαβιβαστές και τις ορμόνες που πρέπει να παράγει για να μας κρατήσει ευτυχισμένους».
Οι έφηβοι φαίνεται να είναι η ομάδα που κινδυνεύει περισσότερο να αναπτύξει διατροφικές διαταραχές λόγω κοινωνικών, βιολογικών και ψυχολογικών παραγόντων. Η θεωρία της προσκόλλησης παρέχει μια βάση για την κατανόηση του ρόλου που μπορούν να παίξουν οι εμπειρίες της πρώιμης παιδικής ηλικίας και οι δυναμικές της οικογένειας. Η Linda Cundy γράφει: «Μια από τις πρώτες ευκαιρίες για έκφραση βούλησης παρέχεται στα γεύματα του μικρού παιδιού». Η αίσθηση του εαυτού μας σφυρηλατείται στις πρώιμες σχέσεις και εμπειρίες προσκόλλησης. Η προσκόλληση που είναι αρκετά ανεπαρκής μπορεί να κάνει τα παιδιά να αγωνίζονται για ασφάλεια και ταυτότητα και μια διατροφική διαταραχή μπορεί να είναι ένας μηχανισμός αντιμετώπισης της απουσίας ή του υπερβολικά αρνητικού αυτοπροσδιορισμού. Στην εργασία τους, Διατροφικές διαταραχές στην εφηβεία: θέματα προσκόλλησης από μια αναπτυξιακή προοπτική, οι Manuela Gander, Kathrin Sevecke και Anna Buchheim γράφουν ότι η προσκόλληση έχει σημαντική επίδραση στον τρόπο με τον οποίο οι νέοι μπορούν να αντιμετωπίσουν τις δύσκολες μεταμορφώσεις κατά την εφηβεία, επειδή οι ασφαλείς σχέσεις προσκόλλησης παρέχουν συναισθηματική υποστήριξη , άνεση και διαθεσιμότητα σε στρεσογόνες καταστάσεις και στιγμές σημαντικής αλλαγής. Στα ασφαλώς προσκολλημένα βρέφη, τα γεγονότα προσκόλλησης τα οδηγούν να αναμένουν τη διαθεσιμότητα, την κατανόηση και την ανταπόκριση των φροντιστών τους. Ως αποτέλεσμα, θα βιώσουν τον εαυτό τους ως ικανό και πολύτιμο, αλλά όταν οι φροντιστές ανταποκρίνονται με απορριπτικό τρόπο ή με ασυνέπεια, τα παιδιά τείνουν να θεωρούν τον εαυτό τους ως ανίκανο και μη αγαπητό. Γράφουν ότι «Σύμφωνα με τη θεωρία της προσκόλλησης, μια ασφαλής ποιότητα σχέσης προσκόλλησης είναι ζωτικής σημασίας για την επίλυση αναπτυξιακών καθηκόντων στην εφηβεία, όπως η προσαρμογή στις σωματικές αλλαγές, η δημιουργία της δικής τους ταυτότητας ή ο καθορισμός στόχων για το μέλλον και επομένως αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό προστατευτικό απέναντι στους ψυχολογικούς κινδύνους».
Σε σχέση με την ανορεξία, τη βουλιμία και άλλα διατροφικά θέματα, γράφουν ότι το συνολικό μοτίβο των αποτελεσμάτων από δείγματα εφήβων υποδηλώνει ότι οι περισσότεροι από τους εφήβους με διατροφικές διαταραχές έχουν ανασφαλή προσκόλληση. Τα αποτελέσματα σχετικά με τη σχέση μεταξύ των διαγνωστικών υποομάδων και των δύο διαφορετικών ανασφαλών στυλ προσκόλλησης δεν είναι συνεπής. Ορισμένοι συγγραφείς βρήκαν υψηλότερο ποσοστό του αποφευκτικού στυλ και άλλοι βρήκαν τα πιο ανήσυχα και αγχώδη άτομα μεταξύ των εφήβων με διατροφικές διαταραχές. Υπάρχουν φυσικά κι άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν εκτός από την πρώιμη ανατροφή μας, όπως τα συλλογικά ιστορικά τραύματα που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά, η κουλτούρα, τα κοινωνικά ιδανικά και οι τάσεις των μέσων ενημέρωσης που επηρεάζουν τη σχέση μας με το φαγητό και το σώμα μας, είτε θετικά είτε αρνητικά.
Το φαγητό και η διατροφή είναι μια καθολική εμπειρία και είναι έκφραση ταυτότητας, αξιών και τρόπου ζωής. Κατά κάποιο τρόπο, η σχέση μας με το φαγητό, οι επιλογές τροφίμων και η σχέση με την καλλιέργεια, την προετοιμασία και την κατανάλωση τροφίμων γίνονται μέρος της ταυτότητάς μας. Η ψυχοθεραπεύτρια Linda Cundy ισχυρίζεται ότι μπορούμε να καταλάβουμε πολλά για τους ανθρώπους μαθαίνοντας πώς τρώνε, αλλά αυτή η περιοχή συνήθως δεν λαμβάνεται υπόψη εκτός εάν κάποιος παρουσιάζει μια σοβαρή διατροφική διαταραχή ή προβλήματα βάρους. Διερευνώντας την ευρύτερη εικόνα του φαγητού και της διατροφής, καθώς και το σχεσιακό περιβάλλον στη ζωή ενός ατόμου βλέπουμε πέρα από τα συμπτώματα. Η σχέση των ανθρώπων με το φαγητό μέσα στις σχέσεις τους μπορεί να προσφέρει μια εικόνα για τη δυναμική των σχέσεων και τη δική τους αφήγηση για τον εαυτό τους και τη ζωή τους. Επίσης, οι παιδικές μας αναμνήσεις από πιάτα και συνταγές, και συγκεκριμένα τρόφιμα που σχετίζονται με την εθνική μας ομάδα ή την τοπική κουζίνα, οι πολιτιστικές και κοινωνικοπολιτικές αξίες γύρω από την παραγωγή τροφίμων, η προσωπική μας συμμετοχή ή η συμμετοχή της οικογένειάς μας στην παραγωγή ή την προετοιμασία των τροφίμων, όλα γίνονται μέρος της ταυτότητάς μας και της προσωπικής αφήγηση μας. Στο βιβλίο, Attachment, Relationships and Foods: From Cradle to Kitchen, η Linda Cundy γράφει: «Οι θετικές αναμνήσεις του φαγητού μπορούν να γίνουν αναμνήσεις πολύτιμες και θρεπτικές: μια ασφαλής βάση για την αίσθηση της ταυτότητάς μας».
Καθώς διάβαζα υλικό για αυτήν την ανάρτηση, συνάντησα το Kitchen Therapy / Θεραπεία στην Κουζίνα, το οποίο ορίζεται από τη Charlotte Hastings ως μια δημιουργική προσέγγιση για την εξερεύνηση των σχέσεων με το φαγητό και τους ανθρώπους, η κουζίνα παρέχει ένα σκηνικό για την επίλυση εσωτερικών και διαπροσωπικών συγκρούσεων. Γράφει: «είναι ένας τρόπος χρήσης της τροφής, του μαγειρέματος και του φαγητού για να εξερευνήσετε τους εσωτερικούς κόσμους των πελατών, να υποστηρίξετε την ψυχική υγεία και να βελτιώσετε τις σχέσεις τους – ενώ φτιάχνετε εξαιρετικό φαγητό για το τραπέζι». Προσθέτει ότι αυτό προέκυψε από την εκπαίδευσή της ως ψυχοδυναμική θεραπευτική σύμβουλος, ενώ παράλληλα δίδασκε οικιακή μαγειρική σε ενήλικες, όπου έγινε προφανής η δυνατότητα θεραπευτικής ομιλίας και μαγειρικής. Παρατήρησε ότι το πώς μαγειρεύουμε, δίνουμε και μοιραζόμαστε φαγητό ή όχι αντανακλά και τον τρόπο που ζούμε. Το φαγητό μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μεταφορά, και να μας επιτρέψει την εξερεύνηση των ιστοριών μας γύρω από την τροφή, το φαγητό και το τάισμα ή μπορεί να εξερευνηθεί ένα συγκεκριμένο πιάτο ή μπορεί να υπάρξει ένας συνδυασμός διδασκαλίας και μάθησης σχετικά με τον εαυτό και την ταυτότητα μας, το φαγητό και την μαγειρική.
Σε σχέση με το μαγείρεμα και την ευρύτερη διαδικασία προετοιμασίας των γευμάτων, ο ανθρωπολόγος, πρωτευολόγος και καθηγητής στο Χάρβαρντ, ο Richard W. Wrangham (PhD), πιστεύει ότι η μεταμορφωτική στιγμή που οδήγησε στο γένος Homo, μια από τις μεγάλες μεταβάσεις στην ιστορία της ζωής, προήλθε από τον έλεγχο της φωτιάς και την εμφάνιση μαγειρεμένων γευμάτων. Η θεωρία του προτείνει ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος έγινε σημαντικά μεγαλύτερος από αυτό του πρόγονου μας μέσω της διαδικασίας μαγειρέματος με φωτιά. Πιστεύει ότι το μαγείρεμα είχε μια βαθιά εξελικτική επίδραση επειδή επέτρεψε στους ανθρώπινους προγόνους μας την ικανότητα να επεξεργάζονται τα τρόφιμα πιο αποτελεσματικά, κάτι που με τη σειρά του οδήγησε σε αφιέρωση λιγότερου χρόνο για την αναζήτηση τροφής, το μάσημα και την επεξεργασία των τροφίμων. Αυτή η επιπλέον ενέργεια διευκόλυνε την επιβίωση και την αναπαραγωγή. Εν τω μεταξύ, τα σώματα αυτών των πρώιμων προγόνων ανταποκρίθηκαν με βιολογική προσαρμογή στο μαγειρεμένο φαγητό, που διαμορφώθηκε από τη φυσική επιλογή για να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τη νέα δίαιτα. Η κατανάλωση μαγειρεμένων φαγητών και κρέατος διευκόλυνε τα έντερά μας να απορροφούν θερμίδες. Το μαγειρεμένο κρέας αύξησε επίσης την ενέργεια που διαφορετικά θα είχε χρησιμοποιηθεί για το μάσημα ωμών τροφών κατά τη διάρκεια της ημέρας και επέτρεψε ένα μικρότερο και πιο αποτελεσματικό πεπτικό σύστημα. Ως αποτέλεσμα, ξοδεύτηκε λιγότερη ενέργεια για την πέψη των τροφίμων και αντ’ αυτού η ενέργεια διοχετεύτηκε στην επέκταση του ανθρώπινου εγκεφάλου.
Επίσης, αυτό που μαγειρεύουμε είναι μια έκφραση του ποιοι είμαστε και από πού προερχόμαστε, και συχνά διάφορα παραδοσιακά πιάτα ή συνήθειες γύρω από το φαγητό διατηρούνται έξω από τα αρχικά πολιτιστικά και γεωγραφικά τους όρια. Έτσι, η οικογενειακή επαφή, οι πολιτιστικοί και γεωγραφικοί προγονικοί δεσμοί διατηρούνται μέσω ορισμένων τροφών και γευμάτων. Μια μελέτη που διεξήχθη από τους Hsien-Ming Lin, Ching Lin Panngand Da-Chi Liao στο Βέλγιο ρίχνει φως στον τρόπο με τον οποίο η παρασκευή εθνικού φαγητού, η συγκέντρωση γύρω από τα γεύματα, το ανήκειν και η ταυτότητα αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης για τους μετανάστες. Από την δική μου εμπειρία μεγαλώνοντας σε ένα νοικοκυριό μεταναστών έχω δει την ενδιαφέρουσα δυναμική μεταξύ της τροφής, της ταυτότητας και του ανήκειν, και πώς το φαγητό μπορεί να διευκολύνει τη δημιουργία γεφυρών με το παρελθόν, την πατρίδα και τη χώρα υποδοχής. Για τη μητέρα μου το μαγείρεμα παραδοσιακών γευμάτων δημιούργησε μια αίσθηση συνέχειας και σύνδεσης με τις ρίζες της. Ενσωμάτωσε συνταγές και τρόπους μαγειρέματος της νέας χώρας στο ελληνικό της ρεπερτόριο, και μοιράστηκε ελληνικά πιάτα με ανθρώπους από τη χώρα υποδοχής. Επίσης έχω μνήμες από το τότε μοναδικό ελληνικό ντελικατέσεν της ευρύτερης περιοχής και κάποια άλλα λιγοστά καταστήματα που εισήγαγαν ελληνικά προϊόντα από γλυκά μέχρι βιβλία και δίσκους που ήταν ελάχιστα διαθέσιμα στην αγορά. Στη μελέτη αναφέρεται στο πως οι συμμετέχοντες όταν δεν μπορούσαν να προμηθευτούν εθνικά προϊόντα στην τοπική αγορά της χώρας υποδοχής επέλεγαν ακόμη και να τα καλλιεργούν.
Η συγκεκριμένη μελέτη περιελάμβανε μετανάστριες στο Βέλγιο από την Ταϊβάν και εξετάζει τις καθημερινές διατροφικές πρακτικές και τις εμπειρίες τους από την παρασκευή εθνικών φαγητών στην χώρα υποδοχής, την υποκειμενική νοηματοδότηση τους σχετικά με τα φαγητά από την χώρα τους, ειδικά στο νέο μεταναστευτικό πλαίσιο, και τις κοινωνικές και συναισθηματικές λειτουργίες της τροφής. Πολλές μελέτες έχουν διερευνήσει το ρόλο που παίζουν τα εθνικά τρόφιμα / φαγητά στο ταξίδι της προσαρμογής των μεταναστών. Για παράδειγμα, οι γεύσεις των εθνικών φαγητών μπορούν να απελευθερώσουν και να μειώσουν τα συναισθήματα της νοσταλγίας. Από την άποψη αυτή, σε αυτό το άρθρο, υποστηρίζεται ότι «οι μετανάστες αναφέρονται στα τρόφιμα που προέρχονται από την πατρίδα τους ως «φαγητά άνεσης / παρηγοριάς» στην ξένη ζωή τους, καθώς αυτά τα τρόφιμα έχουν θετική ψυχολογική επίδραση και βελτιώνουν περαιτέρω την ευημερία των ανθρώπων».
Όσον αφορά τη δυναμική των σχέσεων, προτείνεται ότι οι καθημερινές διατροφικές ρυθμίσεις και η διαπραγμάτευση διαφορετικών γεύσεων στις διαπολιτισμικές συζυγικές σχέσεις θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως η αντανάκλαση της θέσης της μετανάστριας και της ιεραρχίας της εξουσίας μέσα στην οικογένεια. Επιπλέον, σημειώνεται ότι η θέση της οικογένειας και της εξουσίας των μεταναστριών γυναικών θα μπορούσε να δειχθεί μέσω των συνεπειών που προκύπτουν από το εάν τα μέλη της οικογένειάς τους δέχονται τα φαγητά που μαγειρεύουν οι μετανάστριες ή όχι. Στη μελέτη, ορισμένες συμμετέχουσες μίλησαν για το πώς διαπραγματεύτηκαν την εθνική τους κουζίνα με τη βελγική κουζίνα στο πλαίσιο της οικογένειας ή του ζευγαριού. Επίσης, οι ερευνητές αυτής της μελέτης αναφέρονται σε έρευνα που διαπίστωσε ότι η κατανάλωση των εθνικών τους φαγητών μπορεί να μειώσει επιτυχώς την αίσθηση απώλειας και ξεριζωμού των μεταναστών και να ενισχύσει περαιτέρω την αίσθηση ότι ανήκουν στην κοινωνία υποδοχής, κι επίσης ότι η κατανάλωση εθνικών τροφίμων είναι μια κρίσιμη στρατηγική που υιοθετούν οι μετανάστες για να συνδέσουν την προηγούμενη ζωή τους με την τωρινή. Οι ερευνητές διαπίστωσαν περαιτέρω ότι πολλοί μετανάστες θεωρούν ότι το να μοιράζονται εθνικά φαγητά από τη χώρα τους με φίλους ή γείτονες στην κοινωνία υποδοχής είναι μια χρήσιμη στρατηγική για την επέκταση των κοινωνικών τους δικτύων και την καλλιέργεια διαπροσωπικών σχέσεων στη μεταναστευτική ζωή τους. Έτσι, τα εθνικά τρόφιμα / φαγητά γίνονται εργαλεία που χρησιμοποιούνται από τους μετανάστες για να καλλιεργήσουν και να διαχειριστούν φιλίες και κοινωνικά δίκτυα στην κοινωνία υποδοχής και να χτίσουν τη νέα τους τοπική ταυτότητα και την αίσθηση ότι ανήκουν στην χώρα υποδοχής.
Σε αυτή την ερευνητική εργασία προτείνεται επίσης ότι από την άποψη της Θεωρίας της Κοινωνικής Ταυτότητας, τα εθνικά φαγητά είναι πόροι και αναφορές ζωτικής σημασίας που χρησιμοποιούνται από τους ανθρώπους για τη χάραξη των ορίων μεταξύ «εμείς» και οι «άλλοι», καθώς διαφορετικές εθνοτικές ομάδες έχουν τις δικές τους ιδιαίτερες κουλτούρες μαγειρικής και συνήθειες κατανάλωσης φαγητού. Από αυτή την άποψη, για μερικούς ανθρώπους, η κατανάλωση εθνικών φαγητών μπορεί να γίνει η στρατηγική για την απόδοση της εθνικής τους ταυτότητας ή της κοινωνικής τους ομάδας. Οι συγγραφείς της έρευνας γράφουν: «Οι άνθρωποι μπορεί να αποδίδουν την αίσθηση ότι ανήκουν σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή χώρο, ή ακόμη και να κατασκευάζουν την ταυτότητα τόπου, χρησιμοποιώντας συγκεκριμένα τρόφιμα ως συνδέσμους ή αναφορές ». Επιπρόσθετα, έχει διαπιστωθεί ότι όταν οι μετανάστες αντιμετωπίζουν διακρίσεις στην κοινωνία υποδοχής λόγω του μεταναστευτικού ή εθνοτικού τους υπόβαθρου, μπορεί να επιλέξουν τη στρατηγική της «υποβάθμισης» για να μειώσουν τη σημασία των εθνικών τους χαρακτηριστικών, επιμένοντας να μιλούν την τοπική γλώσσα της κοινωνίας που τους φιλοξενεί μπροστά σε άλλους και όχι τη μητρική τους γλώσσα ή μειώνοντας την προθυμία τους να καταναλώνουν εθνικά τρόφιμα. Αυτό σημαίνει ότι οι συναφείς παράγοντες όπως οι συνθήκες διαβίωσης και το επίπεδο ανοχής των κατοίκων της περιοχής σχετικά με τις πολιτισμικές/εθνικές διαφορές και τις ομάδες μεταναστών επηρεάζουν τη στάση των μεταναστών απέναντι στους δικούς τους πολιτισμούς, την εθνική τους καταγωγή και τις συνήθειες κατανάλωσης τροφίμων.
Ένα άλλο θέμα που σχετίζεται με το φαγητό είναι πώς η έλλειψή του συνδέεται με την καταπίεση. Η πείνα στις διάφορες μορφές της μπορεί να είναι ένα μέσο για τον έλεγχο και την αποδυνάμωση μαζών ανθρώπων μέσω της έλλειψης που συχνά δεν επιτρέπει την επιβίωση. Η επισιτιστική καταπίεση μπορεί να είναι συστημική. Η πείνα είναι μια δυνητικά θανατηφόρα μορφή καταπίεσης και προκαλεί πολλά δεινά. Όπως όλοι γνωρίζουμε σε ολόκληρο τον κόσμο, μια μορφή καταπίεσης είναι ο υποσιτισμός, ο οποίος είναι ευρέως διαδεδομένος, ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες χώρες. Ο υποσιτισμός, αν και δεν είναι τόσο εμφανής όσο η πείνα και ο λιμός που συμβαίνουν γύρω από ένα γεγονός και συχνά μπορούν να εξαφανίσουν ολόκληρες οικογένειες, είναι ευρέως διαδεδομένος και μπορεί να μεταδοθεί από γενιά σε γενιά. Η κοινωνική καταπίεση, η οποία μεταξύ άλλων μπορεί να περιλαμβάνει ρατσισμό, οικονομική καταπίεση, δίωξη λόγω πεποιθήσεών, καθορίζει σε μεγάλο βαθμό ποιος θα υποφέρει από πείνα και ποιος όχι. Η κοινωνική καταπίεση και η ανισότητα επηρεάζουν το πού πηγαίνετε σχολείο, τι κάνετε στον ελεύθερο χρόνο σας, τι δουλειά έχετε ή όχι, ποιες ή πόσες πληροφορίες είναι διαθέσιμες σε εσάς, πού ζείτε και τι φαγητό μπορείτε να αγοράσετε (ενώ συγκέντρωνα πληροφορίες για αυτήν την ανάρτηση διάβασα ότι μια πτυχή της υψηλής επισιτιστικής ανασφάλειας μεταξύ των Ιθαγενών Αμερικανών σε εδάφη των φυλών τους προέρχεται από την έλλειψη πρόσβασης σε παντοπωλεία πλήρους εξυπηρέτησης. Για παράδειγμα, ο καταυλισμός της φυλής Navajo, εκτείνεται σε 17 εκατομμύρια στρέμματα και το συνολικό ποσό των παντοπωλείων είναι περίπου 13, που πρακτικά σημαίνει ότι ένας κάτοικος θα πρέπει να οδηγήσει περίπου 3 ώρες μονή διαδρομή για ένα ταξίδι στο παντοπωλείο),
Στο βιβλίο που αναφέρθηκε παραπάνω, η Linda Cundy δίνει ένα παράδειγμα για το πόσο καταπιεστική και επιζήμια μπορεί να είναι η πείνα για τους ανθρώπους για τις επόμενες γενιές, και συγκεκριμένα, πώς οι επιγενετικές αλλαγές λόγω της πείνας μπορεί να έχουν επηρεάσει την ψυχική υγεία των μεταγενέστερων γενεών στην Ιρλανδία και να έχουν αλλάξει την βασική βιολογική σύνθεση μαζί με όλες τις άλλες πτυχές της ζωής. Η Cundy αναφέρεται στην υψηλή στατιστικά μετρημένη συχνότητα ψυχικής δυσφορίας και πιο σοβαρών ψυχικών διαταραχών μεταξύ των Ιρλανδών και ισχυρίζεται ότι έχει ανιχνευτεί πίσω μέχρι τον μεγάλο λιμό (1845-1852). Γράφει: «οι συνέπειες της τεράστιας ανεπίλυτης θλίψης, μαζί με την οργή εναντίον εκείνων που επέτρεψαν να συμβεί μια τέτοια καταστροφή, θα μπορούσαν αναπόφευκτα να επηρεάσουν τη ποιότητα παροχής γονεικής φροντίδας ενός ατόμου: τραύμα που μεταδόθηκε στην επόμενη γενιά μέσω αποδιοργανωμένης προσκόλλησης μεταξύ ενός γονέα που επέζησε του λιμού κι ενός παιδί» Η ακραία φτώχεια δεν επηρεάζει μόνο τη βιολογία και την ανάπτυξη, αλλά μπορεί επίσης να επηρεάσει τη σχέση με το φαγητό αργότερα, ακόμη και όταν οι συνθήκες έχουν αλλάξει για ένα άτομο ή μια ομάδα.
Σίγουρα υπάρχουν κι άλλοι τρόποι για να εξερευνήσει κανείς το φαγητό σε σχέση με πολλά άλλα θέματα όπως η καλλιέργεια τροφής και η κοινότητα και πώς αλλάζει η ταυτότητα των ανθρώπων όταν καλλιεργούν τροφές και πώς η σωματική εργασία και η επαφή με τη φύση μπορεί να έχει αντίκτυπο στο σώμα, τον ψυχικό κόσμο και την αίσθηση ταυτότητας των ανθρώπων. Ένας άλλος τομέας ανησυχίας και εξερεύνησης είναι η δυσλειτουργική σχέση μας με τον πλανήτη μας, η οποία αντανακλά ευρύτερες δυσλειτουργικές πεποιθήσεις και συστήματα που σχετίζονται με τις καταναλωτικές μας τάσεις, τη βιομηχανική γεωργία και την κακοποίηση των ζώων. Ωστόσο, νομίζω ότι αυτό είναι ένα καλό σημείο για να ολοκληρώσω τη σημερινή ανάρτηση.
Εν τω μεταξύ, θα μοιραστώ ένα σύντομο απόσπασμα από ένα άρθρο της Susie Orbach, Βρετανίδας ψυχοθεραπεύτριας, ψυχαναλύτριας, συγγραφέα και κοινωνικού κριτικού, στην εφημερίδα Guardian:
«Η κατανόηση των σωμάτων που κατοικούμε ως βιολογικών οργανισμών με όρια δεν είναι πλέον αρκετή. Καθώς ο όψιμος καπιταλισμός και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ξαναγράφουν τους όρους της συναναστροφής και το τι σημαίνει να είσαι ορατός και να ακούγεσαι, έτσι και το σώμα γίνεται πεδίο μάχης. Τεντώνεται και πιέζεται σε νέες μορφές υπηρεσίας, προβολής και ταυτότητας καθώς, την ίδια στιγμή, οδηγούμαστε σε μια άυλη ύπαρξη, όπου σχεδόν όλα όσα καταλαβαίνουμε σχετικά με το τι σημαίνει να ζεις – να τρως, να αναπνέεις, να κινείσαι να νιώθεις, να έχεις σχέση με τους άλλους – θα συμβαίνουν. στο βασίλειο της σκέψης, όχι στο φυσικό, εγκόσμιο σώμα……
Για να αντιμετωπιστούν αυτά τα διλήμματα, η αποκατάσταση του σώματος ως ένα αξιόπιστο μέρος για να ζήσουμε, απαιτεί μια αμφισβήτηση των σημερινών πεποιθήσεων και προσδοκιών. Οι συνθήκες της ύστερου μοντερνισμού δεν είναι αναπόφευκτες. Τα ίδια τα εργαλεία που γέννησαν τη στενότερη αισθητική θα μπορούσαν να αναδιαταχθούν για να συμπεριλάβουν τη μεγάλη ποικιλία των σωμάτων που έχουν στην πραγματικότητα οι άνθρωποι: ποικιλομορφία όχι συμμόρφωση. Με την πεποίθησή μας ότι το σώμα είναι σχεδόν απεριόριστα τροποποιήσιμο, έχουμε γίνει λεία βιομηχανιών και πρακτικών που συχνά αυξάνουν το αίσθημα ανασφάλειας μας. Δεν είμαστε δημιουργικοί με τα σώματά μας και δεν διασκεδάζουμε μαζί τους. Μάλλον προσπαθούμε να δημιουργήσουμε σώματα που μας κάνουν να νιώθουμε καλύτερα με τον εαυτό μας……
Χρειαζόμαστε σώματα αρκετά σταθερά για να μας επιτρέψουν στιγμές ευδαιμονίας και περιπέτειας όταν, στην ασφάλεια της γνώσης ότι υπάρχουν, μπορούμε στη συνέχεια να φύγουμε από αυτά…»