Μέρος  δεύτερο                                                                                              Edited and updated

Εμμηνόπαυση: επιστήμη και φεμινισμός κι ένα ποίημα

Α. Είναι Πάσχα εδώ στην Ελλάδα, οπότε στη σημερινή ανάρτηση θα δημοσιεύσω ένα ποιήμα ενός σημαντικού Έλληνα ποιητή. Ο μονόλογος της Παναγίας εκφράζει την αγάπη και τον πόνο που βιώνουν οι μητέρες όταν τα παιδιά τους υποφέρουν λόγω της “ανυποταξίας που βασίζεται σε αρχές” / “principled insubordination”, για να χρησιμοποιήσω έναν όρο από το βιβλίο του Todd Kashdan (για το οποίο μπορεί να γράψω στην επόμενη ανάρτηση) κι επειδή τολμούν να πουν την αλήθεια.

Οι πόνοι της Παναγιάς του Κώστα Βάρναλη (1884-1974)

Το ποίημα ανήκει στο πρώτο μέρος της ποιητικής σύνθεσης του Κώστα Βάρναλη,  Σκλάβοι Πολιορκημένοι, η οποία εκδόθηκε το 1927. O ποιητής, χρησιμοποιεί τη μορφή της Παναγιάς, για να εκφράσει τον ανθρώπινο πόνο της μάνας και την αδικία αυτού του κόσμου. Στο μονόλογο της Παναγιάς υπάρχουν ταυτόχρονα στίχοι που εκφράζουν τα τρυφερά συναισθήματα της μάνας και άλλοι που εκφράζουν πικρές διαπιστώσεις για τον άδικο κόσμο μας. Ο ριζοσπαστικός ποιητής Κώστας Βάρναλης επιλέγει την Παναγία ως διαχρονικό σύμβολο της μητρικής αγάπης, αλλά και του πόνου που βιώνει μια μητέρα όταν βλέπει το παιδί της να θυσιάζει την ασφάλεια του, ακόμη και τη ζωή για το καλό των άλλων. Η Παναγία εκφράζει όλη της την τρυφερότητα απέναντι στο αγέννητο ακόμη παιδί της και τις προθέσεις της να κάνει ότι μπορεί για να το προστατεύσει από το δεινά του κόσμου. Τα μηνύματα ανθρωπισμού που θα φέρει το παιδί της στον κόσμο, θα σταθούν ο λόγος για τον οποίο οι ισχυροί θα θελήσουν να τον σκοτώσουν, προκειμένου να θέσουν τέρμα στην προσπάθεια αφύπνισης των φτωχών και ανίσχυρων.

Το ποίημα έγινε τραγούδι το 1980. Μια πιο σύγχρονη απόδοση από την Μαρία Παπαγεωργίου στο: https://www.youtube.com/watch?v=ZzMqGzUhqaQ

Απόσπασμα…..

Που να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;

Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποιαν κορφή ερημική;

Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις.

Ξέρω, πως θα ‘χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκιά;,

που μες στα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.

Συ θα ‘χεις μάτια γαλανά, θα ‘χεις κορμάκι τρυφερό,

θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,

από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.

Δεν είσαι συ για μαχητές, δεν είσαι συ για το σταυρό.

Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης.

Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,

να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό,

να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι

κι ύστερ’ απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι θα κοιτώ

που θα πηγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι…

Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,

κι η Αλήθεια σού χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μην τα πεις.

Θεριά οι άνθρωποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.

Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.

Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν…………

B. Επίσης, στη σημερινή ανάρτηση θα αναφερθώ ξανά στο βιβλίο της Dr Jen Gunter: The Menopause Manifesto / Το Μανιφέστο της Εμμηνόπαυσης. Ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου φυσικά περιέχει πληροφορίες σχετικά με την υγεία και πώς να αποκτήσουμε μεγαλύτερη επίγνωση και γνώση, προκειμένου να διαχειριστούμε αυτήν την περίοδο της ζωής, αλλά και το πώς να ασχοληθούμε με την πρόληψη ασθενειών γενικότερα.  Δεν θα επικεντρωθώ στις ιατρικές πληροφορίες και τις διάφορες επιλογές που έχουν οι γυναίκες. Πρέπει κανείς να διαβάσει το βιβλίο για αυτό και στη συνέχεια να εξερευνήσει περαιτέρω  τα θέματα ενδιαφέροντος. Σε αυτήν την ανάρτηση θα εστιάσω σε κάποια σημεία από ορισμένα από τα κεφάλαια στα οποία δεν αναφέρθηκα στην προηγούμενη ανάρτηση.  Συνολικά, η Gunter τοποθετεί την εμπειρία των γυναικών σε συστημικές δομές και πλαίσια και ζητά μια πιο ολιστική και με σεβασμό προσέγγιση απέναντι στις γυναίκες στον τομέα της ιατρικής. Αναλύει πολλούς συγκλίνοντες παράγοντες που μπορούν να προκαλέσουν ή / και να αυξήσουν τον κίνδυνο προβλημάτων υγείας και πώς ορισμένοι από αυτούς τους παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν το φάσμα των επιλογών που έχουν οι γυναίκες. Επομένως, είναι πάντα σημαντικό να βλέπουμε τα ευρύτερα πλαίσια στα οποία προσπαθούμε να πλοηγηθούμε στη ζωή μας. Όπως είπε ο Rick Hanson στην ομιλία της περασμένης εβδομάδας (https://www.rickhanson.net/meditationtalkwhattodowhenyougettriggered/): «Είναι πραγματικά χρήσιμο να συνδέουμε το προσωπικό με το πολιτικό… πολλοί από τους παράγοντες που μας έχουν τραυματίσει ή μας στρεσάρουν στη ζωή μας και πολλοί από τους παράγοντες που κάνουν τη ζωή μας πιο δύσκολη… Πολλές, πολλές, πολλές από τις πηγές που μας κάνουν  να νιώθουμε άσχημα μέσα στα σπίτια μας πηγάζουν πραγματικά από την άλλη πλευρά της πόρτας μας. Είναι εκεί έξω στην κοινωνία,  στην ιστορία μας, την οικονομία, τον πολιτισμό μας… Ζούμε σε μια κοινωνία επιτάχυνσης που είναι επεμβατική…»

Η Gunter παρέχει πολλά παραδείγματα σε όλο το βιβλίο προκειμένου να υποστηρίξει τις θέσεις της. Για παράδειγμα, ισχυρίζεται ότι τα ποσοστά υστερεκτομής είναι υψηλότερα στις Ηνωμένες Πολιτείες σε σύγκριση με άλλες βιομηχανικές χώρες. Συγκεκριμένα, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, το 54 τοις εκατό των προεμμηνοπαυσιακών Αμερικανών γυναικών που έκαναν υστερεκτομή για μη καρκινικούς λόγους υπέστησαν και την αφαίρεση των ωοθηκών τους έναντι 30 τοις εκατό των Αυστραλών και 12 τοις εκατό των Γερμανών γυναικών.  Γράφει: «Αυτό είναι φρικτό κι απαράδεκτο. Οι γυναίκες στην Αυστραλία και τη Γερμανία έχουν μεγαλύτερο προσδόκιμο όριο ζωής από τις Αμερικανίδες, επομένως το να διατηρούν τις ωοθήκες τους δεν τις εμποδίζει. Στην πραγματικότητα, είναι σχεδόν βέβαιο ότι βοηθά. Το ακόμη χειρότερο είναι ότι στην Αμερική τα ποσοστά εμμηνοπαυσιακής χειρουργικής είναι υψηλότερα για τις Αφροαμερικανίδες…».  Εξηγεί ότι ενώ εν μέρει αυτές οι διαδικασίες οδηγούνται από κάποιους γυναικολόγους που συνιστούν χειρουργική επέμβαση έναντι ιατρικών θεραπειών κι ακόμη και ρατσισμού, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι οι Αμερικανίδες πρέπει να πληρώσουν πολύ περισσότερο για την ιατρική τους περίθαλψη σε σύγκριση με τις Βρετανίδες και Ευρωπαίες ομολόγους τους με τις οποίες συγκρίνονται συχνά σε μελέτες σχετικά με το ποσοστό υστερεκτομής….. Στο Ηνωμένο Βασίλειο κάθε θεραπεία που αναφέρεται σε αυτό το κεφάλαιο δεν έχει καμία επιβάρυνση για την τσέπη των γυναικών και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες υπάρχει καθολική υγειονομική περίθαλψη που καλύπτει μερικά ή όλα αυτά τα έξοδα».

Όσον αφορά τη σωματική δύναμη και τη φυσική κατάσταση των γυναικών, η Gunter μας προσκαλεί να σκεφτούμε την υπόθεση της γιαγιάς( the grandmother hypothesis).

The grandmother hypothesis / Η υπόθεση της γιαγιάς:

Με λίγα λόγια, στο βιβλίο της, The Social Instinct, η Nichola Raihani συζητά την εμμηνόπαυση από μια εξελικτική προοπτική για να απαντήσει σε ερωτήσεις όπως: Γιατί οι γυναίκες βιώνουν αυτή την απότομη, μη γραμμική μείωση της γονιμότητάς τους στα τέλη της δεκαετίας των τριάντα; Και γιατί τότε επιβιώνουμε / απομένουμε  ως αποστειρωμένα αγγεία, όταν φαίνεται ότι έχουμε γίνει αναπαραγωγικά αδιέξοδα; Γυρίζοντας πίσω στο χρόνο και μέσα από αυτό το πρίσμα, η Raihani ισχυρίζεται ότι συνειδητοποιούμε ότι η εμμηνόπαυση είναι το αποτέλεσμα μιας απαραίτητης εξελικτικής διαδικασίας. Αναφέρεται σε δεδομένα που δείχνουν ότι όταν μια γιαγιά αναπαρήγαγε μαζί με τη νύφη της, όλα τα παιδιά υπέφεραν και το κόστος ήταν βαρύ επειδή τα παιδιά είχαν λιγότερες από τις μισές πιθανότητες να επιβιώσουν μέχρι την ηλικία των δεκαπέντε, όταν υπήρχε ανταγωνισμός μεταξύ των θηλυκών αναπαραγωγής στις ομάδες της ευρύτερης οικογένειας. Γράφει ότι τα δεδομένα δείχνουν ότι η συν-αναπαραγωγή ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστη. Κι αυτό που ήταν πιο συνηθισμένο ήταν μια περίπτωση που μοιάζει με αλτρουισμό: τα μεγαλύτερης ηλικίας θηλυκά παραχωρούν (το δικαίωμα αυτό) στα νεότερα σε αυτές τις αναπαραγωγικές μάχες. Ρωτάει: Αλλά πώς θα μπορούσαν να ωφεληθούν οι γιαγιάδες με το να περιορίσουν την αναπαραγωγή τους και να επιτρέψουν στα νεότερα θηλυκά να αναπαραχθούν ανεμπόδιστα;  Γράφει: «Αυτός ο γρίφος μπορεί να λυθεί εξετάζοντας τους τρόπους με τους οποίους τα νεότερα και τα μεγαλύτερα θηλυκά συνδέονται μεταξύ τους με τους απογόνους τους. Η πεθερά έχει γενετικό ενδιαφέρον για κάθε παιδί που παράγει η γυναίκα του γιου της….. Τα οφέλη που προσφέρουν οι γιαγιάδες είναι καλά τεκμηριωμένα και μπορούν να παρέχουν την επιλεκτική ώθηση που απαιτείται για να ευνοηθεί η αυξημένη διάρκεια ζωής μετά την αναπαραγωγή. Από τις στάχτες μιας εξελικτικής σύγκρουσης ανυψώνονται οι γιαγιάδες. Όταν το μόνο που έχουμε είναι τα αρχεία γεννήσεων, θανάτων και γάμων, είναι πολύ δύσκολο να συμπεράνουμε πώς ακριβώς οι γιαγιάδες βοήθησαν τα εγγόνια τους να επιβιώσουν. Είναι πιθανό ότι αυτές οι αρχαίες γιαγιάδες λειτουργούσαν ως αποθήκες γνώσης, μεταδίδοντας ζωτικής σημασίας πληροφορίες για τα πάντα, από τον θηλασμό μέχρι την αντιμετώπιση των ασθενειών των βρεφών… Έχει επίσης αποδειχθεί ότι η αυξημένη απόσταση μεταξύ των μητέρων και των θυγατέρων τους αντιστοιχούσε με μειωμένη επιβίωση των απογόνων της κόρης. ”

Φαίνεται λοιπόν ότι η διαδικασία της γήρανσης – δεν είναι απλώς ένα βιολογικό αναπόφευκτο, αλλά κάτι που μπορεί να βρίσκεται υπό τον έλεγχο της φυσικής επιλογής. Η Gunter γράφει ότι ιστορικά, οι γιαγιάδες ήταν χρήσιμες επειδή ήταν σωματικά δραστήριες συγκεντρώνοντας φαγητό και βοηθούσαν στη φροντίδα των εγγονιών. Αναφέρεται σε μια μελέτη μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών της φυλής Hadza, η οποία αποκάλυψε ότι περνούσαν σχεδόν 37 ώρες την εβδομάδα αναζητώντας τροφή (μέτρια άσκηση σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας), επομένως η σωματική δραστηριότητα όχι μόνο επέτρεπε στις γιαγιάδες να συνεισφέρουν, αλλά και τις βοηθούσε να παραμείνουν υγιείς ώστε να συνεχίσουν να συνεισφέρουν». Η Gunter μας προσκαλεί να αναλογιστούμε τις εικόνες των γυναικών που παρουσιάζει συχνά η σύγχρονη κοινωνία καθώς μεγαλώνουμε. «Εύθραυστη, ευαίσθητη, στέκεται στο περιθώριο και ζητωκραυγάζει, και παρόλα αυτά η ανθρωπότητα εξαρτάται από σωματικά δυνατές γιαγιάδες».

Σε σχέση με τις αλλαγές που συμβαίνουν συχνά που έχουν σχέση με την δύναμη, το μέγεθος και το σχήμα, η Gunter γράφει ότι μία από τις φυσικές αλλαγές της γήρανσης είναι η απώλεια μυϊκής μάζας, η οποία στην πραγματικότητα ξεκινά στα τριάντα μας με κάποια ατομική παραλλαγή και αυτή η προοδευτική απώλεια μυϊκής μάζας σχετίζεται με την επιβράδυνση του μεταβολισμού με την ηλικία ή την αντίσταση στην ινσουλίνη, η οποία αναγκάζει το σώμα να παράγει περισσότερη ινσουλίνη για να την αντισταθμίσει, με αυξημένη πείνα και πιθανή αύξηση βάρους, που αθροιστικά μπορεί να οδηγήσει σε κίνδυνο για διαβήτη τύπου 2 στις γυναίκες. Άλλες σχετικές ανησυχίες είναι οι περιορισμοί στην κίνηση. Η διάγνωση είναι σαρκοπενία και οι γυναίκες την αναπτύσσουν νωρίτερα από τους άνδρες και συχνά υποφέρουν περισσότερο επειδή οι γυναίκες αρχίζουν γενικά με λιγότερη μυϊκή μάζα, έχουν επιταχυνόμενη απώλεια μυών κατά τη μετάβαση στην εμμηνόπαυση και επίσης ζουν περισσότερο από τους άνδρες. Προτείνεται ότι ο καλύτερος τρόπος για να επιβραδυνθεί η μείωση της μυϊκής μάζας, ακόμη και να αντιστραφεί μέρος της απώλειας, είναι μέσω της σωματικής δραστηριότητας. Μέσα από τη δική της ιστορία, η Gunter μιλάει για το πώς πολλές γυναίκες είχαν φρικτές εμπειρίες σχετικά με την άσκηση ως παιδιά στο σχολείο, που συχνά μπορεί να έχει μακροπρόθεσμα αποτελέσματα σε σχέση με το πώς βλέπουν την άσκηση, αλλά η άσκηση καθώς μεγαλώνει κάποιος γίνεται ακόμη πιο σημαντική.

Το όγδοο κεφάλαιο ξεκινά με τη φράση: «Μία γυναίκα πεθαίνει κάθε πέντε λεπτά από καρδιαγγειακή νόσο (CVD). Η Gunter γράφει: «Είναι πολύ σημαντικό οι γυναίκες και οι πάροχοι τους να επεκτείνουν την αντίληψή τους για την εμμηνόπαυση πέρα ​​από τα συμπτώματα που τραβούν τη μεγαλύτερη προσοχή στα μέσα ενημέρωσης και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπως εξάψεις, αλλαγές διάθεσης, ,…», ισχυρίζεται ότι υπάρχουν τραγικές διαφορές μεταξύ της διαχείρισης της καρδιαγγειακής νόσου στις γυναίκες έναντι των ανδρών και ότι το 42 τοις εκατό των γυναικών πεθαίνουν μέσα σε ένα χρόνο μετά από καρδιακή προσβολή έναντι του 24 τοις εκατό των ανδρών. Επίσης, οι γυναίκες κάτω των 55 ετών που παθαίνουν έμφραγμα ενώ βρίσκονται στο νοσοκομείο έχουν δύο έως τρεις φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να πεθάνουν σε σύγκριση με τους άνδρες της ίδιας ηλικίας. Προσθέτει ότι αν και μέρος αυτής της διαφοράς μπορεί να οφείλεται στη βιολογία των καρδιακών παθήσεων στις γυναίκες, συχνά είναι θάνατος από μισογυνισμό, είτε επειδή οι μελέτες έχουν αποκλείσει γυναίκες, οπότε όταν οι γυναίκες λαμβάνουν αυτό που αναφέρεται ως η «καλύτερη θεραπεία» αυτό που πραγματικά λαμβάνουν είναι την καλύτερη θεραπεία για τους άνδρες ή λόγω της λανθασμένης πεποίθησης ότι οι γυναίκες — ειδικά οι νεαρές γυναίκες — δεν αναπτύσσουν καρδιαγγειακή νόσο. Άλλοι λόγοι είναι το γεγονός ότι οι γυναίκες λαμβάνουν λιγότερες συμβουλές σχετικά με τις καρδιακές παθήσεις ή το γεγονός ότι είναι λιγότερο πιθανό να συνταγογραφηθούν φάρμακα στις γυναίκες για τη μείωση της χοληστερόλης που μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο καρδιακής προσβολής και εγκεφαλικού. Προσθέτει ότι για τις μαύρες γυναίκες οι πιθανότητες να λάβουν φάρμακα είναι πολύ λιγότερες. Σημειώνει ότι οι γυναίκες συχνά αντιμετωπίζουν τα συμπτώματά τους ως άγχος ή εξάψεις, καθώς υπάρχει σημαντική ομοιότητα μεταξύ των συμπτωμάτων άγχους, εξάψεων και καρδιακής προσβολής και χρειάζεται ένας αφοσιωμένος επαγγελματίας υγείας για να βεβαιωθεί ότι λαμβάνονται υπόψη και τα τρία. Κι όχι μόνο τα δύο που δεν είναι μοιραία. Μιλάει για συστημικό gaslighting όταν πρόκειται για την υγεία των γυναικών.

Στο κεφάλαιο για τα αγγειοκινητικά συμπτώματα και τις παραλλαγές που βρίσκονται σε διαφορετικούς πολιτισμούς  η Gunter γράφει ότι είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη ο τρόπος με τον οποίο οι πολιτισμικοί παράγοντες μπορεί να επηρεάσουν αυτό που κάποιες γυναίκες είναι πρόθυμες να αναφέρουν ή και το πως αισθάνονται, και να διακρίνουμε εάν οι γυναίκες σε ορισμένους πολιτισμούς ή χώρες έχουν πραγματικά λιγότερα αγγειοκινητικά συμπτώματα, ή έχουν μεν τα συμπτώματα αλλά δεν ενοχλούνται από αυτά, ή έχουν εξάψεις και νυχτερινές εφιδρώσεις και υπάρχουν πολιτισμικά εμπόδια στην αναφορά αυτών των εμπειριών ακόμη και σε μια ιατρική μελέτη. Συμπεραίνει ότι χωρίς αντικειμενική παρακολούθηση των συμπτωμάτων, μελέτες που αναφέρουν διαφορετικά ποσοστά εξάψεων ανά πολιτισμό ή εθνικότητα μπορεί να οδηγήσουν σε υποαναφορά για ορισμένες ομάδες. Μας εφιστά την προσοχή επίσης στο ότι τα τυπικά συμπτώματα που σχετίζονται με την εμμηνόπαυση μπορεί να οφείλονται σε άλλες αιτίες. Για παράδειγμα, οι γυναίκες μπορούν να έχουν δύο ιατρικά συμβάντα που έχουν συγκλίνει ταυτόχρονα, και επομένως, μια βαθύτερη εξερεύνηση και γνώση επιτρέπει στις γυναίκες να κάνουν ενημερωμένες επιλογές. Επίσης συζητά την  ομαλοποίηση των «τυπικών» συμπτωμάτων. Ένα παράδειγμα που χρησιμοποιεί είναι θέματα υγείας της ουροδόχου κύστης. Ισχυρίζεται ότι, παρόλο που είναι τυπικό για τις γυναίκες να εμφανίζουν παθήσεις της ουροδόχου κύστης τόσο με την εμμηνόπαυση όσο και με την ηλικία, δεν είναι φυσιολογικό, κι ότι υπάρχει ένας ωκεανός διαφοράς μεταξύ αυτών των δύο λέξεων. Γράφει: «Τυπικό σημαίνει ότι δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι συμβαίνει μια ιατρική κατάσταση, αλλά δεν σημαίνει ότι η κατάσταση είναι ασφαλής ή μη προβληματική ή πρέπει να γίνει ανεκτή. Αντίθετα, το φυσιολογικό ακούγεται σαν να είναι κάτι που πρέπει να είναι ανεκτό».

Η Gunter συζητά επίσης την ανάγκη ευαισθητοποίησης σχετικά με τη σημασία της οστεοπόρωσης και τις καταστροφικές επιπτώσεις της σε πολλές γυναίκες, τη διαδικασία προσυμπτωματικού ελέγχου και την πρόληψη των καταγμάτων. Παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις επιλογές προσυμπτωματικού ελέγχου, τα πράγματα που πρέπει να κάνουμε και τις επιλογές φαρμάκων, καθώς κι αναφορές σε μελέτες και κινδύνους. Γράφει: «Αισθάνομαι σαν να υπάρχει μια πολιτισμική αποδοχή της οστεοπόρωσης, η οποία είναι τραγική και με γεμίζει οργή. Ίσως η κοινωνία απλώς περιμένει από τις γυναίκες να γίνουν αδύναμες, οπότε γιατί να ανησυχεί κανείς για κάτι που είναι «φυσιολογικό»; Ίσως οι ανάγκες των γυναικών καθώς μεγαλώνουν να είναι άσχετες….. Υπάρχει επίσης μια εσφαλμένη πεποίθηση μεταξύ ορισμένων ότι η πρόληψη είναι αναποτελεσματική ή ότι τα φάρμακα για τη θεραπεία της οστεοπόρωσης είναι πολύ επικίνδυνα. …… Και τέλος, ποιος θέλει να μιλήσει για μια ασθένεια που συνδέουμε με γριές και μικρές ηλικιωμένες κυρίες; Ακόμα κι αν οι γυναίκες έχουν ανησυχίες ή έχουν επίγνωση των κινδύνων τους, μπορεί να μην αισθάνονται ότι έχει δημιουργηθεί χώρος για συζήτηση. Όποιος κι αν είναι ο λόγος, οι γυναίκες είναι αυτές που υποφέρουν».

Τέλος, σε όλο το βιβλίο η Gunter επιχειρεί να καταρρίψει μύθους γύρω από σχετικά ζητήματα και θεραπείες κι επισημαίνει ότι συχνά υπάρχουν ισχυρισμοί για ορισμένα προϊόντα χωρίς ουσιαστικά ερευνητικά δεδομένα που να υποστηρίζουν αυτούς τους ισχυρισμούς. Αυτά ήταν ενδιαφέροντα κομμάτια, καθώς υπάρχουν πολλές αντικρουόμενες πληροφορίες. Ένα παράδειγμα είναι ο ισχυρισμός ότι διάφορες τροφές ή δίαιτες μπορούν να παρέχουν διορθώσεις ορμονών, θεραπείες κι επαναφορά σε γυναίκες στην εμμηνόπαυση. Η Gunter πιστεύει ότι η τροφή δεν αλλάζει τα επίπεδα των ορμονών με τον τρόπο του «τρώμε αυτή την τροφή – αλλάζουμε αυτή την ορμόνη», γιατί αν τα φυτά περιείχαν ορμόνες που θα μπορούσαν να αφομοιωθούν και να χρησιμοποιηθούν από τον άνθρωπο, τότε θα το ξέραμε ήδη γιατί αυτές οι τροφές δεν θα βελτίωναν τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης, θα προκαλούσαν επίσης πρόωρη εφηβεία, ακανόνιστους εμμηνορροϊκούς κύκλους, στειρότητα, ανάπτυξη στήθους στους άνδρες και οι χορτοφάγοι και οι vegan θα αντιμετώπιζαν περισσότερα από αυτά τα ζητήματα υγείας. Γράφει: «Αλλά αυτό δεν ισχύει. Οι άνθρωποι δεν λαμβάνουν ορμόνες από τα φυτά και δεν είμαστε σε θέση να μετατρέψουμε τις φυτικές ενώσεις σε ορμόνες. Παράγουμε όλα μας τα οιστρογόνα, την τεστοστερόνη και την προγεστερόνη από τη χοληστερόλη. Αυτή είναι μια πολύπλοκη διαδικασία πολλαπλών σταδίων…»

Συνολικά, σε αυτό το βιβλίο η Gunter μας δίνει πολλές ιατρικές πληροφορίες, πλεονεκτήματα, μειονεκτήματα και παράγοντες κινδύνου φαρμάκων και ιατρικών παρεμβάσεων, αλλά κυρίως εγείρει πολλά ερωτήματα για να μας κάνει να σκεφτούμε περίπλοκα ζητήματα που θα συμβάλουν σε πιο ενημερωμένες και συνειδητές επιλογές. Προς το τέλος του βιβλίου γράφει ότι ελπίζει ότι το βιβλίο θα βοηθήσει τους ανθρώπους να δουν την ευρύτερη εικόνα της εμμηνόπαυσης, προκειμένου να επαναπροσδιορίσουν την εμπειρία και να εξετάσουν τρόπους βελτιστοποίησης της υγείας κατά τη διάρκεια της εμμηνόπαυσης. Αυτό λέει ότι μπορεί να συμβεί μόνο με ακριβείς πληροφορίες και χωρίς την προκατάληψη της πατριαρχίας. Τέλος, αφιερώνει ένα κεφάλαιο στον δικό της Αναπαραγωγικό Απολογισμό. Θα τελειώσω με ένα σύντομο απόσπασμα από αυτό το κεφάλαιο: «Η πηγή της οργής μου ήταν αυτός ο αναπαραγωγικός απολογισμός. Η συνειδητοποίηση ότι η εμμηνόπαυση ήταν απλώς ένας ακόμη τρόπος που το βάρος της διαιώνισης του είδους βαραίνει άνισα τις γυναίκες κι ένας ακόμη τρόπος με τον οποίο η βιολογία μας οπλίζεται εναντίον μας. Είναι το απόλυτο gaslighting γιατί είναι αυτή η βιολογία – από την εφηβεία μέχρι τον τάφο – που κυριολεκτικά γέννησε την ανθρωπότητα όπως την ξέρουμε».

Μέρος πρώτο

Εμμηνόπαυση:επιστήμη και φεμινισμός

«Η ιστορία που θέλω να θυμάστε έχει να κάνει με την αξία, την βούληση, τη φωνή και τη γνώση για να διατηρείτε τον εαυτό σας όσο πιο υγιή, ενώ ταυτόχρονα απαιτείτε μια ίση θέση στο τραπέζι. Αυτό είναι το μανιφέστο μου». Jen Gunter  / ΜΑΙΕΥΤΗΡΑΣ – ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΟΣ

«Δεν θα έπρεπε να απαιτείται μια πράξη φεμινισμού για να ξέρεις πώς λειτουργεί το σώμα σου, αλλά αυτό απαιτείται. Και φαίνεται ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη πράξη φεμινισμού από το να μιλάς για ένα σώμα στην εμμηνόπαυση σε μια πατριαρχική κοινωνία». Jen Gunter

Η μετάφραση έχει ολοκληρωθεί

Η σημερινή ανάρτηση βασίζεται στο βιβλίο της μαιευτήρα-γυναικολόγου Jen Gunter: The Menopause Manifesto  / Το Μανιφέστο της Εμμηνόπαυσης  (Ο τίτλος της Ελληνικής έκδοσης είναι Η Βίβλος της Εμμηνόπαυσης). Είναι ένα θέμα που εδώ κι αρκετό καιρό σκεφτόμουν να γράψω κάτι, αλλά το ανέβαλλα. Στην πραγματικότητα, η σημερινή ανάρτηση θα αφορούσε τα ψυχομετρικά εργαλεία, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά τους. Ωστόσο, η αγορά του βιβλίου της Gunter έφερε αυτό το θέμα στο προσκήνιο. Το βιβλίο της είναι ενημερωμένο από την επιστήμη και τον φεμινισμό, επειδή, όπως σημειώνει, ο φεμινισμός μπορεί να βοηθήσει τις γυναίκες να δουν τις προκαταλήψεις στην κοινωνία και πώς αυτές οι προκαταλήψεις μπορεί να έχουν επηρεάσει τις δικές τους πεποιθήσεις, κάτι που μπορεί να τους επιτρέψει να επαναπροσδιορίσουν την εμμηνόπαυση όχι ως ένα τελικό γεγονός, αλλά ως μια άλλη φάση της ζωής.  Πολλά από αυτά που συζητιούνται στο βιβλίο μου είναι οικεία, κι επίσης πιστεύω ότι είναι καιρός να αποστιγματίσουμε όλα τα φυσικά αναπτυξιακά στάδια της ζωής. Η εμμηνόπαυση δεν είναι ασθένεια, ούτε θα πρέπει να είναι θανατική ποινή.  Σε τελική ανάλυση, αντιμετωπίζουμε την εμμηνόπαυση και την διαδικασία της γήρανσης μόνο αν είμαστε τυχεροί ώστε να βρισκόμαστε σε αυτόν τον πλανήτη. Έχει μειονεκτήματα όπως πολλές άλλες βιολογικές εμπειρίες, αλλά είναι μια ακόμη εξελικτική προσαρμογή και μέρος του κύκλου της ζωής. Η Gunter γράφει: «Η εμμηνόπαυση δεν είναι ασθένεια. Είναι μια εξελικτική προσαρμογή που αποτελεί μέρος της επιβίωσης του είδους, όπως η έμμηνος ρύση ή η ικανότητα να καταστέλλεται το ανοσοποιητικό σύστημα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ώστε το σώμα να μην επιτίθεται στο έμβρυο. Όπως κι άλλα βιολογικά φαινόμενα, η εμμηνόπαυση συνδέεται με μειονεκτήματα – σε αυτή την περίπτωση, τα ενοχλητικά συμπτώματά για ορισμένες γυναίκες κι ο αυξημένος κίνδυνος αρκετών ιατρικών καταστάσεων. Αλλά η εμμηνόπαυση συμβαίνει επίσης ενώ μια γυναίκα μεγαλώνει, επομένως είναι εξίσου σημαντικό να μην θεωρούμε ότι κάθε σύμπτωμα σχετίζεται με τις ορμόνες. Είναι ζωτικής σημασίας οι γυναίκες να γνωρίζουν για την εμμηνόπαυση, αλλά κι ότι σχετίζεται με την εμμηνόπαυση, ώστε να μπορούν να κατανοήσουν τι συμβαίνει στο σώμα τους, να δουν τα πράγματα από κάποια οπτική γωνία, και να απαιτήσουν φροντίδα όταν αυτή ενδείκνυται».

Η απουσία της εμμηνόπαυσης από τον δημόσιο λόγο αφήνει τις γυναίκες ανενημέρωτες με σοβαρές συνέπειες για την υγεία και την ευημερία τους, ενισχύει την άγνοια κι επιτρέπει σε ξεπερασμένες πεποιθήσεις από την αρχαιότητα να συνεχίζουν να επηρεάζουν τον τρόπο σκέψης και την άποψή μας για την υγεία, τους ρόλους και την αξία των γυναικών. Πιστεύω ότι η γνώση μπορεί να είναι ενδυναμωτική κι ότι ως συλλογικότητα έχουμε συσσωρεύσει πολλές γνώσεις σε τόσους πολλούς τομείς κι έχουμε ανακαλύψει τόσα καταπληκτικά πράγματα που είναι δίκαιο για το ευρύτερο κοινό να ενημερώνεται και να εκπαιδεύεται, ειδικά όταν πρόκειται για τα ζητήματα της ευεξίας μας και της λειτουργίας του ανθρώπινου σώματος. Η Gunter σχολιάζει: «Η απουσία της εμμηνόπαυσης από τον δημόσιο λόγο αφήνει τις γυναίκες ανενημέρωτες, κάτι που μπορεί να τις αποδυναμώνει, να τις τρομάζει και να δυσκολεύει την δυνατότητα τους να υποστηρίζουν τον εαυτό τους. Κατά συνέπεια, πολλές (γυναίκες) υποφέρουν από συμπτώματα ή δεν λαμβάνουν σημαντικούς ελέγχους υγείας ή θεραπείες επειδή έχουν απορριφθεί με κοινοτοπίες όπως «Αυτό είναι απλώς μέρος του να είσαι γυναίκα» ή «Δεν είναι δα και τόσο κακό». Αλλά τα ζητήματα τα σχετικά με την εμμηνόπαυση ξεπερνούν ακόμη και αυτά τα κενά γνώσης και ιατρικής παραμέλησης…».

Υπάρχει ένα κεφάλαιο με τον τίτλο The Knowledge Gap  / Το Κενό Γνώσης, στο οποίο η Gunter ισχυρίζεται ότι παρά την καθολική φύση της εμμηνόπαυσης, οι περισσότερες γυναίκες δεν είναι καλά ενημερωμένες για τα συμπτώματα, τις σωματικές αλλαγές, τις ιατρικές ανησυχίες ή τις θεραπευτικές επιλογές τους κι ότι αυτό το πληροφοριακό κενό έχει δημιουργηθεί από έναν τοξικό συνδυασμό ιατρικών παρόχων που δεν είναι σε θέση να καλύψουν τις εκπαιδευτικές ανάγκες των ασθενών τους και ιατρικό μισογυνισμό, εννοώντας τη μακρόχρονη ιστορία της ιατρικής να παραμελεί τις γυναίκες.  Η Gunter συμπεραίνει ότι υπάρχει ένα επιπλέον θέμα λαθεμένης πληροφόρησης, ακόμη και παραπληροφόρησης, καθώς η σιωπή για την εμμηνόπαυση και τα κενά στη γνώση τα εκμεταλλεύονται διάφορες βιομηχανίες.  Η σιωπή και το ταμπού γύρω από την εμμηνόπαυση θα μπορούσαν να θεωρηθούν γελοία αν δεν δημιουργούσαν αρνητικές συνέπειες για τόσες πολλές γυναίκες σε όλο τον πλανήτη. Η σιωπή διατηρεί επίσης τις προκαταλήψεις και την ανισότητα μεταξύ των φύλων κι εμποδίζει τις γυναίκες να λάβουν την ιατρική φροντίδα ή την υποστήριξη που χρειάζονται.  Η Gunter γράφει: «Η κουλτούρα της σιωπής για την εμμηνόπαυση στην πατριαρχική μας κοινωνία είναι κάτι που πρέπει να δούμε…. Προφανώς δεν υπάρχει τίποτα χαμηλότερης αξίας από το σώμα μιας ηλικιωμένης γυναίκας και πολλοί στην κοινωνία μας αντιμετωπίζουν την εμμηνόπαυση όχι ως μια φάση της ζωής, αλλά ως φάση θανάτου. Κάτι σαν προ-θάνατος. Τα λίγα που λέγονται για την εμμηνόπαυση συχνά προβάλλονται μέσα από το πρίσμα της ωοθηκικής ανεπάρκειας – (υποστηρίζεται) ο ισχυρισμός ότι η εμμηνόπαυση είναι μια ασθένεια που υπάρχει επειδή οι γυναίκες και οι ωοθήκες τους είναι αδύναμες».

Η Gunter σημειώνει ότι η εμμηνόπαυση είναι η αντιστροφή της εφηβείας, μια μετάβαση από τη μια βιολογική φάση της λειτουργίας των ωοθηκών στην άλλη. Ισχυρίζεται ότι παρόλο που κάπως καταφέρνουμε να συζητήσουμε την εφηβεία χωρίς να την χαρακτηρίσουμε ως ασθένεια και να θεωρήσουμε την παιδική ηλικία ως το χρυσό πρότυπο για την υγεία, δεν το κάνουμε αυτό όταν πρόκειται για την εμμηνόπαυση. Προσθέτει ότι «Αν και η εμμηνόπαυση είναι μια καθολική εμπειρία για κάθε γυναίκα με ωοθήκες, που ζει αρκετά, σε αντίθεση με την εφηβεία, η εμμηνόπαυση καλύπτεται από μυστικότητα. Δεν υπάρχει πρόγραμμα σπουδών για την εμμηνόπαυση στα σχολεία και οι πάροχοι υγείας σπάνια το συζητούν εκ των προτέρων». Η εμμηνόπαυση δεν συμβαίνει στο κενό. Αυτός είναι ο τίτλος και το θέμα ενός κεφαλαίου του βιβλίου. Στην πραγματικότητα, όπως ανέφερα σε πολλές προηγούμενες αναρτήσεις, τίποτα δεν συμβαίνει στο κενό. Η βιωμένη μας εμπειρία είναι τοποθετημένη σε κοινωνικό-πολιτικά πλαίσια και είναι το αποτέλεσμα πολλών αλληλοτεμνόμενων αιτιών. Αρχικά, η Gunter εξηγεί ότι μια από τις πολυπλοκότητες της εμμηνόπαυσης είναι ότι συμβαίνει καθώς μεγαλώνουμε, κι επομένως, η διαφοροποίηση των ζητημάτων που σχετίζονται με ορμονικές αλλαγές από τα ζητήματα που σχετίζονται με την ηλικία μπορεί να είναι δύσκολη. Για παράδειγμα, επιλέγει το θέμα των διαταραχών του ύπνου κατά την εμμηνόπαυση για να δείξει πώς η διάκριση των βασικών αιτιών μπορεί να γίνει ένας ιατρικός  Γόρδιος δεσμός. Προτείνει ότι ο/η ιατρός και η ασθενής θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι έχουν λάβει υπόψη όλους τους παράγοντες που συμβάλλουν στο πρόβλημα και τους τρόπους που μπορεί να αλληλοσχετίζονται οι διάφοροι παράγοντες πριν να υποθέσουν ότι ένα σύμπτωμα που αναπτύσσεται κατά τη μετάβαση στην εμμηνόπαυση ή κατά τη διάρκεια της περιόδου μετά την εμμηνόπαυση είναι ζήτημα που σχετίζεται πραγματικά με τις ορμονικές αλλαγές.

Στη συνέχεια, υπάρχουν άλλα επίπεδα πολυπλοκότητας. Καθώς μεγαλώνουμε η υγεία μας κι ο τρόπος με τον οποίο γερνάμε δεν σχετίζεται μόνο με τις αλλαγές στις ωοθήκες μας, αλλά με οτιδήποτε στο μακρο-περιβάλλον μας, όπως είναι η διατροφή μας, τα επίπεδα άσκησης, το άγχος, οι προσωπικές σχέσεις, το αν έχουμε κάνει παιδιά κι αν έχουμε θηλάσει, κ.λπ. Επιπλέον, πρέπει να λάβουμε υπόψη διάφορους καθοριστικούς κοινωνικούς παράγοντες της υγείας, όπως οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες στις οποίες οι άνθρωποι γεννιούνται, μεγαλώνουν, ζουν κι εργάζονται, οι οποίοι επηρεάζουν την υγεία και την ποιότητα ζωής. Η Gunter θεωρεί αυτούς τους παράγοντες ως το μικρο-περιβάλλον. Γράφει: «Παράγουν άδικες κι ταυτόχρονα αποτρέψιμες διαφορές στην κατάσταση της υγείας μέσω πολλών μηχανισμών, όπως είναι η έλλειψη πρόσβασης σε επαρκή ιατρική περίθαλψη κι εκπαίδευση, μη ασφαλείς συνθήκες εργασίας, συνωστισμένες συνθήκες διαβίωσης, ρατσισμό και κακή διατροφή. Ο τρόπος με τον οποίο αυτοί οι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες επηρεάζουν την υγεία είναι πολύπλοκος, επειδή συχνά συνδέονται μεταξύ τους και μπορεί να είναι επιβαρυντικοί. Οι κοινωνικοί καθοριστικοί παράγοντες της υγείας συνδέονται με την ηλικία της εμμηνόπαυσης καθώς και με πολλά από τα συμπτώματα και τις καταστάσεις υγείας που σχετίζονται με την εμμηνόπαυση».

Τέλος, ένας άλλος πολύ σημαντικός κοινωνικός καθοριστικός παράγοντας της υγείας είναι η έκθεση σε αντιξοότητες κατά την διάρκεια της παιδικής ηλικίας, γνωστές ως ACEs  / Adverse Childhood Experiences  / Δυσμενείς Εμπειρίες της Παιδικής Ηλικίας (Δείτε περισσότερα για τα ACEs / ΔΠΕ στη δημοσίευση 15/08/2019).  Η Gunter γράφει: «Υπάρχει ένας αυξανόμενος όγκος βιβλιογραφίας που δείχνει ότι οι δυσμενείς εμπειρίες της παιδικής ηλικίας οδηγούν σε πολλά αρνητικά αποτελέσματα για την υγεία προκαλώντας μια απορυθμισμένη απόκριση στρες που επηρεάζει τον αναπτυσσόμενο εγκέφαλο καθώς και το ενδοκρινικό και ανοσοποιητικό σύστημα.*** Αυτό είναι γνωστό ως η τοξική απόκριση στο στρες και μπορεί να έχει βαθιά αρνητικές επιπλοκές.  Η έκθεση ενός ατόμου  σε τέσσερις ή περισσότερες δυσμενείς εμπειρίες στην παιδική ηλικία αυξάνει τον κίνδυνο πολλών παθήσεων που συνδέονται με την εμμηνόπαυση, όπως είναι η καρδιακή προσβολή, το εγκεφαλικό, οι διαταραχές ύπνου, η  νόσος Αλτσχάιμερ, ο διαβήτης, η κατάθλιψη και ο καρκίνος του μαστού. Το τραύμα κυριολεκτικά επανασυνδέει τον εγκέφαλο και το σώμα».

***Στο podcast Being Well αυτής της εβδομάδας (https://www.rickhanson.net/being-well-podcast-understanding-and-managing-stress)  οι Rick και Forrest Hanson συζητούν τους διάφορους βιολογικούς μηχανισμούς που εμπλέκονται στο στρες, το πώς το ενδοκρινικό σύστημα και το νευρικό σύστημα ανταποκρίνονται στο στρες, την απόκριση της αμυγδαλής (the amygdala response) και τα προβλήματα που προκαλεί η χρόνια έκθεση σε στρεσογόνους παράγοντες. Μιλούν για τις σωρευτικές επιπτώσεις του χρόνιου στρες και του αλλοστατικού φορτίου  (allostatic load) και γιατί οι ζέβρες και άλλα θηλαστικά στη φύση, για παράδειγμα,  δεν παθαίνουν έλκη….

Το βιβλίο περιέχει επίσης μια σύντομη ιστορία της εμμηνόπαυσης και πώς επινοήθηκε η λέξη εμμηνόπαυση.  Και οι δύο αφηγήσεις μας βοηθούν να κατανοήσουμε την τρέχουσα πραγματικότητα.  Η Gunter υπογραμμίζει το γεγονός ότι η ιατρική,  όπως κι οτιδήποτε άλλο,  αρχικά υπήρχε κυρίως για να ικανοποιήσει τις ανάγκες  (και συνεπώς να εξασφαλίσει την προστασία) της ανδρικής ελίτ που κατά πάσα πιθανότητα δεν ενδιαφερόταν για το γερασμένο γυναικείο σώμα. Η εμμηνόπαυση δεν αποκαλύφθηκε πρόσφατα λόγω της αύξησης της διάρκειας ζωής, όπως κάποιοι θέλουν να πιστεύουν, και τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης έχουν καταγραφεί στη δυτική ιατρική από το 1500.  Η απώλεια της εμμήνου ρύσεως καθώς μια γυναίκα μεγαλώνει και η κατανόηση ότι αυτό σήμαινε το τέλος της γονιμότητας σημειώνεται στα αρχαία κινεζικά και ελληνικά ιατρικά συγγράμματα. Η Gunter γράφει: «Οι χαμένες εμμηνορροϊκές περίοδοι στην αρχαία ελληνική ιατρική – το θεμέλιο που οδήγησε στην αρχαία ρωμαϊκή, περσική, αραβική και στη συνέχεια στη σύγχρονη δυτική ιατρική – θεωρήθηκαν ανησυχητικές καθώς αποτελούσαν ένδειξη πιθανού προβλήματος γονιμότητας καθώς κι επικίνδυνης συσσώρευσης υγρών. Αυτό μας βοηθά να κατανοήσουμε μεγάλο μέρος της αρχαίας ιατρικής εμμονής με την έμμηνο ρύση — πολλές από τις 1.500 φαρμακευτικές συνταγές του Ιπποκράτη, το 80 τοις εκατό από αυτές – σχετίζονται με την έμμηνο ρύση». Η Gunter ισχυρίζεται ότι σύμφωνα με τη σκέψη της εποχής, οι άνδρες ήταν σε ισορροπία με τον κόσμο. Ωστόσο, πίστευαν ότι οι γυναίκες απορροφούσαν περίσσεια υγρά από τη διατροφή τους σαν να ήταν κινούμενες  ελαττωματικές υδραυλικές σωληνώσεις.

Δεν θα αναφερθώ σε όλα τα ιστορικά πρόσωπα που αναφέρονται στο βιβλίο. Ένα άτομο που αναφέρεται είναι ο Δρ Liébault, ο οποίος θεωρούνταν ότι ήταν μπροστά από την εποχή του από πολλές απόψεις,  Η Gunter γράφει: «Ενώ ο Liébault ήταν ξεκάθαρα ένας ιατρικός Αναγεννησιακός άνθρωπος  με τις παρατηρήσεις του για την υγεία των γυναικών,  οι περισσότεροι γιατροί της εποχής ήταν επιβαρυμένοι από την πεποίθησή τους ότι οι γυναίκες ήταν μια κατώτερη εκδοχή των ανδρών, καθώς και από την έλλειψη γνώσης της γυναικείας ανατομίας και της παντελούς έλλειψης κατανόησης της εμμήνου ρύσεως». Με λίγα λόγια, για πολλούς αιώνες το αίμα της εμμήνου ρύσεως θεωρείτο τοξικό, η αιτία μιας τεράστιας σειράς ασθενειών και παρόλο που η δυτική ιατρική γνώριζε τις ιατρικές ανησυχίες κατά την διάρκεια μετάβασης στην εμμηνόπαυση, τα συμπτώματα θεωρούνταν κυρίως ως συνέπεια των κατακρατούμενων τοξινών.  Η Gunter προσθέτει: «Πολλά ιατρικά εγχειρίδια από την εποχή του De Gardanne ήταν σαν τα δικά του — δεν περιείχαν  ιατρική, αλλά έσταζαν από πατριαρχία». Υπήρχαν αξιοσημείωτες εξαιρέσεις όπως ο Άγγλος γιατρός  John Fothergill, ο οποίος αμφισβήτησε αυτές τις έννοιες στην εργασία του On the Management Proper of the Cessation of Menses το 1776.  Για αυτόν η εμμηνόπαυση ήταν μια φυσιολογική εξέλιξη. Ομοίως, σε ένα κείμενο του 1857, ο Δρ Edward Tilt, επίσης δεν θεωρούσε την εμμηνόπαυση ως ασθένεια.

Ο Γάλλος γιατρός Dr. De Gardanne επινόησε τον όρο la ménèspausie από τον συνδυασμό δύο ελληνικών λέξεων, μήνας ή mois στα γαλλικά (month στα αγγλικά) και παύσις ή cessation στα γαλλικά (cessation στα αγγλικά), που δηλώνει ότι προέρχεται από το παύω. που μεταφράζει ως je finis ή je cesse— σταματάω ή παύω στα αγγλικά. Η Gunter ρωτά: Και πώς μπορεί η λέξη εμμηνόπαυση να επηρεάσει τη γνώμη μας για την εμπειρία; Ισχυρίζεται ότι το πρώτο πρόβλημα είναι η λέξη παύση, η οποία στον σημερινό κόσμο είναι αρνητική δεδομένης της γενικής κοινωνικής άποψης ότι οι γυναίκες πρέπει να συγκρατούνται ή ότι πρέπει να μειώνονται καθώς γερνούν. Ένα άλλο ζήτημα είναι ότι το τέλος της εμμήνου ρύσεως είναι ένα σύμπτωμα, όχι η αιτία, και η εστίαση στην τελευταία έμμηνο ρύση αγνοεί το γεγονός ότι πολλές γυναίκες έχουν συμπτώματα και καταστάσεις υγείας που σχετίζονται με την εμμηνόπαυση που ξεκινούν χρόνια πριν από τη λήξη της εμμήνου ρύσεως. Πιστεύει επίσης ότι είναι μισογυνισμός να συνδέουμε μια περιγραφή για το ένα τρίτο ή πιθανώς και το μισό της ζωής μιας γυναίκας με τη λειτουργία της μήτρας και των ωοθηκών της. Δεν ορίζουμε τους άνδρες καθώς γερνούν σύμφωνα με τις σωματικές τους αλλαγές. Ο όρος εμμηνόπαυση εμφανίστηκε πριν η επιστήμη μάθει ότι υπάρχουν ορμόνες.  Η Gunter γράφει: «Ποτέ δεν υπήρχε η πρόθεση να σημάνει μια παύση. Εφευρέθηκε από έναν άνδρα που ένιωθε ότι οι γυναίκες έπρεπε να καλύπτουν τα μπράτσα τους και να μην φορούν ρουζ – του οποίου το βιβλίο δεν συνεισέφερε τίποτα πολύτιμο στο σύνολο της γνώσης εκτός από το ότι άφησε έναν όρο που συνδέει τις γυναίκες για πάντα με την έμμηνο ρύση».

Όσον αφορά τη γλώσσα και τους όρους που χρησιμοποιούνται, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι οι λέξεις επηρεάζουν τις σκέψεις μας. Η Gunter αναφέρει το έργο της Δρ. Lera Boroditsky και την TED ομιλία της How language shapes the way we think / Πως η γλώσσα διαμορφώνει τον τρόπο που σκεφτόμαστε” στη διεύθυνση: https://www.youtube.com/watch?v=RKK7wGAYP6k

Αυτό που δεν ήξερα και που βρήκα ενδιαφέρον είναι ότι σε πολλές κουλτούρες η λέξη εμμηνόπαυση δεν χρησιμοποιείται καθόλου. Για παράδειγμα, στα Ολλανδικά η λέξη είναι overgang, που σημαίνει τη διέλευση ή τον δρόμο από το σημείο «Α στο Β». Στα Φινλανδικά ο όρος είναι vaidhevoudet,  αλλαγή έτους, στα Σουηδικά είναι κλιμακτήριος, αλλαγή ή στάδια ζωής, και στα Ιαπωνικά η λέξη είναι kōnenki, που μεταφράζεται ως αλλαγή ζωής. Η Gunter αναφέρει κάποιες έρευνες που υποδηλώνουν ότι οι γυναίκες που ζουν σε πολιτισμούς που χρησιμοποιούν ορολογία που αναφέρεται σε αλλαγή ζωής αντί για εμμηνόπαυση τείνουν να ενοχλούνται λιγότερο από τα κοινά συμπτώματα της εμμηνόπαυσης. Επίσης, οι λέξεις επηρεάζουν τις αντιλήψεις μας κι η ιατρική ορολογία αλλάζει συνεχώς καθώς συλλέγονται νέες πληροφορίες,  και καθώς σημειώνει η Gunter: «η ιδέα ότι είναι πολύ δύσκολο να αλλάξεις τη λέξη εμμηνόπαυση απλά δεν ισχύει».

Θα γράψω λίγα περισσότερα για αυτό το θέμα σε επόμενη ανάρτηση. Προς το παρόν, θα τελειώσω αυτό το κομμάτι σήμερα με μια φράση από το βιβλίο: «Η ιστορία που θέλω να θυμάστε έχει να κάνει με την αξία, την βούληση, και τη φωνή και τη γνώση για να μπορείτε να διατηρείτε τον εαυτό σας στο καλύτερο δυνατόν επίπεδο υγείας απαιτώντας ίση θέση στο τραπέζι. Αυτό είναι το μανιφέστο μου».

Συνεχίζεται……..

Μέρος δεύτερο

Η μετάφραση ολοκληρώθηκε

«Όσο περισσότερο μπορούμε να αρθρώσουμε τις σχέσεις μεταξύ του προσωπικού πόνου / δυσφορίας και των σχεσιακών, ιστορικών, πολιτιστικών, πολιτικών και κοινωνικοοικονομικών περιβαλλόντων, τόσο περισσότερο διαλύονται οι κλειδαριές αυτού του θαλάμου, οι πόρτες ανοίγουν και μπορούμε όλοι να αρχίσουμε να αναπνέουμε». (Andy Rogers, αναφέρεται στην Anne Kearny)

 «… εάν δεν αναγνωρίζουμε τους κινδύνους των προσπαθειών μας να είμαστε ουδέτεροι, δημιουργούμε την πιθανότητα να γίνουμε φορέας κοινωνικού ελέγχου, ενθαρρύνοντας τους πελάτες όχι μόνο να αποδεχτούν το απαράδεκτο καθώς υπερασπιζόμαστε (άθελα μας ή εσκεμμένα) το αδικαιολόγητο». (Anne Kearny)

Α. Όπως ανέφερα στην προηγούμενη ανάρτηση, η Anne Kearny έχει υποστηρίξει σε όλο το βιβλίο της ότι η συμβουλευτική δεν είναι μια πολιτικά ουδέτερη διαδικασία. Ουσιαστικά αυτό ισχύει για όλα τα επαγγέλματα. Είναι στη φύση όλων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων να έχουν πολιτικές επιπτώσεις και συνέπειες, και κάθε φορά που συμβουλεύουμε, εποπτεύουμε ή προσφέρουμε υπηρεσίες οποιουδήποτε είδους, κάνουμε συνειδητές επιλογές ή επιλογές από προεπιλογή. Γνωρίζουμε το πολιτικό μας πλαίσιο ή αποφεύγουμε την διαδικασία της επίγνωσης. Στα τελευταία κεφάλαια η Kearny συνδέει μερικά από τα θέματα που συζητήθηκαν στο βιβλίο της με την Rogerian συμβουλευτική.

Εν συντομία, ο Carl Rogers ανέπτυξε την προσωποκεντρική θεραπεία στη δεκαετία του ’40, η οποία ήταν στην πρώτη γραμμή του κινήματος της ανθρωπιστικής ψυχολογίας κι έκτοτε έχει επηρεάσει πολλές θεραπευτικές τεχνικές και τον τομέα της ψυχικής υγείας και άλλους κλάδους, από την ιατρική μέχρι την εκπαίδευση, κ.λ.π. .Αυτή η προσέγγιση στη συμβουλευτική απέκλινε από το παλιό μοντέλο όπου ο θεραπευτής ήταν ο ειδικός και κινήθηκε προς μια πιο μη-κατευθυντική κι ενσυναισθητική προσέγγιση που ενδυναμώνει και παρακινεί το άτομο στη θεραπευτική διαδικασία. Ο πρόσωπο-κεντρικός θεραπευτής μαθαίνει να αναγνωρίζει και να εμπιστεύεται το ανθρώπινο δυναμικό, παρέχοντας στους πελάτες ενσυναίσθηση κι έναν άνευ όρων θετικό σεβασμό για τη διευκόλυνση της διαδικασίας της αλλαγής. Ο Carl Rogers πίστευε ότι οι άνθρωποι δεν έχουν εγγενώς ελαττώματα κι ότι όλοι έχουμε την ικανότητα να εκπληρώσουμε τις δυνατότητές μας. Αυτή η προσέγγιση υποστηρίζει ότι κάθε άτομο έχει τη φυσική κλίση, ικανότητα κι επιθυμία για προσωπική ανάπτυξη κι αλλαγή, την οποία ονόμασε τάση πραγματοποίησης / αυτοπραγμάτωση  (actualizing tendency / self-actualization). Σύμφωνα με τον Rogers, «Τα άτομα έχουν μέσα τους τεράστιους πόρους για την κατανόηση του εαυτού τους και για την αλλαγή των αντιλήψεων τους, τις βασικές στάσεις και την αυτο-κατευθυνόμενη συμπεριφορά τους. αυτοί οι πόροι μπορούν να αξιοποιηθούν εάν μπορεί να τους παρασχεθεί ένα οριζόμενο κλίμα από διευκολυντικές  / υποστηρικτικές  ψυχολογικές στάσεις».

Ο Carl Rogers εντόπισε βασικούς παράγοντες που διεγείρουν την ανάπτυξη μέσα σε ένα άτομο και πρότεινε ότι όταν πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις, το άτομο θα κινείται προς μια εποικοδομητική εκπλήρωση των δυνατοτήτων του. Πολύ συνοπτικά, αυτοί οι παράγοντες απαιτούν: μια σχέση σεβασμού μεταξύ θεραπευτή και πελάτη, την επίγνωση ότι συχνά θα υπάρχει ασυμφωνία μεταξύ της εικόνας που έχουν οι πελάτες για τον εαυτό τους και της πραγματικής εμπειρίας τους που θα τους αφήνει ευάλωτους σε φόβους και ανησυχίες / άγχος, την ανάγκη οι θεραπευτές να έχουν ενσυναίσθηση, επίγνωση του εαυτού τους, να είναι αυθεντικοί και συνεπείς, και την ανάγκη για την άνευ όρων θετική ματιά του θεραπευτή (οι θετικές ή αρνητικές εμπειρίες των πελατών θα πρέπει να γίνονται αποδεκτές από τον θεραπευτή χωρίς όρους ή επικρίσεις).

Η Kearny εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη Rogerian θεραπεία όπως: εάν είναι εγγενώς συντηρητική και προδιατεθειμένη να αποδεχτεί το status quo ή αν έχει τη δυνατότητα να είναι ριζοσπαστική για τα πολιτικά συστήματα, εάν αγνοεί τις αδιαμφισβήτητες εξωτερικές επιρροές στη ζωή των ανθρώπων κι εάν θεωρεί ότι τα άτομα υπάρχουν σε ένα κοινωνικό και πολιτικό κενό, και αν ναι, θα μπορούσε αυτό να έχει ως αποτέλεσμα την επίρριψη ευθυνών στο θύμα. Δηλώνει ότι η φεμινιστική κριτική της Rogerian πρόσωπο-κεντρικής θεραπείας, καθώς και η βιβλιογραφία για τη διαπολιτισμική συμβουλευτική εφιστά την προσοχή σε αυτά τα ερωτήματα. Η Kearny πιστεύει ότι παρόλο που αυτοί οι ισχυρισμοί έχουν εγκυρότητα, η Rogerian συμβουλευτική δεν είναι εγγενώς συντηρητική. Ωστόσο, πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις προκειμένου να πραγματοποιηθεί ο δυνητικός ριζοσπαστισμός της προσέγγισης. Η Kearny πιστεύει ότι έχει τη δυνατότητα να μεταμορφώσει τις εξωτερικές κοινωνικοπολιτικές δομές, καθώς και τον καθένα από εμάς ξεχωριστά. Ισχυρίζεται ότι η εστίαση στο άτομο δεν αποκλείει απαραίτητα την επίγνωση των κοινωνικών περιορισμών της ζωής των ανθρώπων. Γράφει: «είναι απολύτως δυνατό να εστιάσουμε στην τάση αυτοπραγμάτωσης του κοινωνικά τοποθετημένου ατόμου» και «υπάρχει μια βαθιά διαφορά μεταξύ των δυνατοτήτων που προσφέρει η Rogerian συμβουλευτική όταν είναι δεσμευμένη από παράγοντες όπως το φύλο, τον πολιτισμό ή την τάξη, κι εκείνων που είναι διαθέσιμες όταν ανακτά τη ριζοσπαστική δυνατότητα που πιστεύω ότι βρίσκεται στο επίκεντρο της προσέγγισης του ίδιου του Rogers». Προσθέτει ότι ο Rogers έβλεπε το άτομο ως ένα κοινωνικοπολιτικό ον που επιδιώκει τόσο την αυτονομία όσο και τη συνδεσιμότητα και που χρειάζεται τόσο την ανεξαρτησία όσο κι ένα υποστηρικτικό εξωτερικό περιβάλλον και που με υποστήριξη μπορεί να αμφισβητήσει τις εξωτερικές καταπιέσεις που το περιορίζουν. Η ίδια αναφέρει μια αναφορά του Irving Yalom (Ίρβινγκ Γιάλομ): «Το κοινό κάθισε αναπαυτικά στις καρέκλες του, περιμένοντας την αναμενόμενη γλυκιά αναδρομή ενός σεβαστού εβδομηντάρη. Αντίθετα, ο Rogers τους ταρακούνησε με μια σειρά από προκλήσεις. Προέτρεψε τους σχολικούς ψυχολόγους να μην αρκούνται απλώς στη θεραπεία μαθητών που έχουν υποστεί βλάβη από ένα απαρχαιωμένο κι άσχετο εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά να αλλάξουν το σύστημα» (1995, αναφέρεται στην Kearny).

Β. Τέλος, προτείνεται ότι η επιλογή των κειμένων και σχολίων που περιλαμβάνονται στο βιβλίο έχει σκοπό να παρουσιάσει ποικίλες προοπτικές σχετικά με τη σημασία της κοινωνικής τάξης στη συμβουλευτική: τη διαθεματικότητα των πολλαπλών ταυτοτήτων μας, τη σχέση μεταξύ συμβούλων και πελατών, την κατανόησή από εμάς των αιτιών της ψυχολογικής δυσφορίας, την κατανόησή των ανισοτήτων όσον αφορά την πρόσβαση στη συμβουλευτική και την πιθανότητα η εμπειρία να είναι χρήσιμη, την αυτογνωσία και την προσωπική μας ανάπτυξη στην διάρκεια της εκπαίδευσης μας και πέραν αυτής, και πολλά άλλα θέματα…. . Στο χώρο αυτού του κομματιού θα αναφερθώ μόνο σε μερικές ιδέες που συζητήθηκαν από ορισμένους μόνο σχολιαστές.

Ένα σημείο που επισημαίνεται σε αυτήν την ενότητα είναι ότι το έργο της Kearny είναι ιστορικά τοποθετημένο (1996) κι εκ τούτου ορισμένα χαρακτηριστικά των ομάδων της εργατικής και της μεσαίας τάξης θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά σήμερα. Η Clare Slaney πιστεύει ότι η θεραπεία είναι εντελώς ενσωματωμένη στην πολιτική και ότι «η κοινωνική τάξη –ένας όλο και πιο διφορούμενος όρος– και η πολιτική ήταν ο ελέφαντες στα δωμάτια της εκπαίδευσης και πρακτικής από την αρχή του επαγγέλματος». Γράφει: «Ενώ η κουλτούρα, η φυλή και η σωματική ικανότητα παραμένουν αμφιλεγόμενες στη συμβουλευτική, τουλάχιστον διερευνούμε αυτά τα ζητήματα, κυρίως επειδή…… μη λευκοί και ανάπηροι συνάδελφοι μας το απαιτούν. …. Το βιβλίο της Kearney ήταν το πρώτο από τα λίγα βιβλία που πραγματεύονται την κοινωνική τάξη και την πολιτική στο πλαίσιο της συμβουλευτικής που γράφτηκε από μια σύμβουλο για τον καθημερινό εργαζόμενο σύμβουλο. …. Προσφέρει δομές γύρω από τις οποίες οι σύμβουλοι / ψυχοθεραπευτές μπορούν να αρχίσουν να σκέφτονται και να θεωρητικολογούν προκειμένου να κατανοήσουν πώς, ως άτομα, ως επαγγελματίες και ως άτομα στο δωμάτιο με άλλα άτομα, θα επηρεαστούμε (επειδή οπωσδήποτε θα επηρεαστούμε) από την κοινωνική τάξη και την πολιτική».

Σε σχέση με τις ταξικές ταυτότητες, η Proctor, η εκδότρια αυτής της έκδοσης, τοποθετείται και γράφει: «Αισθάνθηκα κάποια ανησυχία για τη δική μου ταξική ταυτότητα όταν διάβασα για πρώτη φορά το βιβλίο της Anne και δεν ήμουν σίγουρη πόσο ξεκάθαρα θα μπορούσαμε να χωρέσουμε όλοι στις κατηγορίες της μεσαίας ή της εργατικής τάξης. Οι γονείς μου ήταν και οι δύο δάσκαλοι, έτσι τυπικά μεγάλωσα στη μεσαία τάξη. Ωστόσο, αυτή η κατηγοριοποίηση δεν αντιπροσώπευε την ταξική ιδεολογία που αποτέλεσε το υπόβαθρο των στάσεων και των αξιών που διδάχτηκα, τόσο σιωπηρά όσο και ρητά. Ο πατέρας μου μεγάλωσε σε μια εργατική οικογένεια. Ο πατέρας του έκανε χειρωνακτική εργασία και η μητέρα του πίστευε στην εκπαίδευση ως έναν τρόπο για να βελτιώσει την κατάσταση της οικογένειάς της….. Οι γονείς μου συνέχισαν αυτή την εστίαση στην εκπαίδευση ως προτεραιότητα για τα παιδιά τους, μαζί με τις αξίες της εργατικής τάξης: την οικονομία, την αποταμίευση χρημάτων για τις απόλυτες ανάγκες, υπερηφάνεια για το περιβάλλον τους, εστίαση στην κοινότητα, σεβασμός στην εξουσία και την πρακτικότητα…. Έχω επίσης σκεφτεί πολύ σχετικά με τον αντίκτυπο σε μένα της διδαχής να είμαι ευγνώμων για τα προνόμιά μου και την ευθύνη που έχω να τα αντισταθμίσω «βοηθώντας τους λιγότερο τυχερούς». Έχω από καιρό αμφισβητήσει το πατρονάρισμα που υπονοείται σε αυτές τις αρχές, αλλά μόλις πρόσφατα συνειδητοποίησα πώς αυτό με οδήγησε στο να υποτιμώ τις εμπειρίες που με επηρέασαν συναισθηματικά και να αισθάνομαι ότι οι άλλοι έχουν πάντα χειρότερα πράγματα να αντιμετωπίσουν. Υποψιάζομαι ότι αυτό έχει οδηγήσει σε κάποιο επίπεδο συναισθηματικής αποσύνδεσης, λόγω της δικής μου ταξικής ενοχής, η οποία τελικά δεν είναι χρήσιμη τόσο για εμένα όσο και για οποιονδήποτε προσπαθώ να έχω οποιαδήποτε σχέση βοήθειας…»

Γίνεται επίσης αναφορά στις πιθανές συνέπειες της γέννησης σε οικογένεια ανώτερης τάξης. Η κατανόηση της ταξικής θέσης είναι απαραίτητη όταν εργάζονται οι σύμβουλοι με επιζώντες τραυμάτων σε οικοτροφεία, για παράδειγμα. Στο βιβλίο γίνεται αναφορά στους Duffell (2000, 2016) και Duffell & Basset (2014), οι οποίοι έχουν ερευνήσει και γράψει για τον συναισθηματικό αντίκτυπο μιας τέτοιας προνομιακής ανατροφής, και ιδιαίτερα τη συσχέτιση του ταξικού προνομίου με το τραύμα εγκατάλειψης και την επακόλουθη συναισθηματική διάσπαση. Επίσης, οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν εντός των ορίων που καθορίζονται από την ταξική ανατροφή τους και όσοι είναι σε θέση να αλλάξουν τάξη μπορεί να αισθάνονται εκτός τόπου ή να δυσκολεύονται με ζητήματα πίστης και αφοσίωσης.

Τέλος, ο Andy Rogers κριτικάρει την αποσύνδεση της εμπειρίας των ανθρώπων από ευρύτερα κοινωνικά πλαίσια. Γράφει ότι παρόλο που οι περισσότερες θεραπείες εντοπίζουν τα άτομα μέσα σε σχεσιακά συστήματα και κοινωνικά πλαίσια, συχνά ο ορίζοντας της θεραπευτικής ματιάς περιορίζεται σε αυτό που ο David Smail (2005) ανέφερε ως «εγγύς» επιρροές – κυρίως την οικογένεια – μειώνοντας τη σημασία των πιο απομακρυσμένων επιρροών (και αιτιών) πολλών δεινών που θα μπορούσαν ν’ αποφευχθούν όσον αφορά τις οικονομικές, πολιτιστικές και πολιτικές συνθήκες της ζωής. Ο Α. Rogers  καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «Με πολλούς τρόπους, λοιπόν, η ψυχολογική δυσφορία αποσυμπιέζεται από το κενό της ντροπής και της σιωπής που έχει τοποθετηθεί εδώ και δεκαετίες, ωστόσο εξακολουθεί να παραμένει παγιδευμένη στον μπαγιάτικο αέρα του περιοριστικού θαλάμου του ιατρικού μοντέλου, που την απομονώνει από τον κόσμο.  Όσο περισσότερο μπορούμε να μιλήσουμε για τις σχέσεις μεταξύ της προσωπικής εμπειρίας  και των σχεσιακών, ιστορικών, πολιτιστικών, πολιτικών και κοινωνικοοικονομικών πλαισίων, τόσο περισσότερο διαλύονται οι κλειδαριές αυτού του θαλάμου, οι πόρτες ανοίγουν και μπορούμε όλοι να αρχίσουμε να αναπνέουμε».