ΕΛΠΙΔΑ                                                            (Η μετάφραση ολοκληρώθηκε)

«Ας χρησιμοποιήσουμε το δώρο της ζωής μας για να κάνουμε αυτόν τον κόσμο καλύτερο. Για χάρη των παιδιών μας και των δικών τους. Για χάρη αυτών που αντιμετωπίζουν φτώχεια. Για χάρη των μοναχικών. Και για χάρη των αδελφών μας στον φυσικό κόσμο —τα ζώα, τα φυτά, τα δέντρα. Σας παρακαλώ,  ανταποκριθείτε στην πρόκληση, εμπνεύστε και βοηθήστε τους γύρω σας, παίξτε τον ρόλο σας. Βρείτε τους λόγους της ελπίδας σας κι αφήστε τους να σας καθοδηγήσουν προς τα μπρος»  Jane Goodall

 «Το μεγαλύτερο δώρο που μπορείς να κάνεις είναι να είσαι απόλυτα παρών,  κι όταν ανησυχείς για το αν είσαι ελπιδοφόρος ή απελπισμένος ή απαισιόδοξος ή αισιόδοξος, ποιος νοιάζεται; Το σημαντικό είναι ότι είσαι εδώ κι ότι βρίσκεις όλο και μεγαλύτερη ικανότητα να αγαπάς αυτόν τον κόσμο γιατί δεν θα θεραπευτεί χωρίς αυτό. [Η αγάπη] είναι αυτό που θα απελευθερώσει τη νοημοσύνη και την εφευρετικότητά μας και την αλληλεγγύη μας για την επούλωση του κόσμου μας». Joanna Macy

«Η απελπισία  / έλλειψη ελπίδας είναι το αντίθετο της δικαιοσύνης…» Dan Siegel

Η σημερινή ανάρτηση αφορά την ΕΛΠΙΔΑ – την ελπίδα ιδωμένη από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Η πρόθεση μου ήταν να μοιραστώ επίσης έναν πίνακα που δουλεύω αυτό το φθινόπωρο, αλλά δεν είναι ακόμη έτοιμος, οπότε αντ’ αυτού μοιράζομαι μερικά ακόμη σκίτσα με μελάνι που έφτιαξα στο μεταξύ. Θα ήθελα επίσης να μοιραστώ τους συνδέσμους του Μέρους 1 και 2 των Wellbeing podcasts με θέμα τις δέκα βασικές ψυχικές δυνάμεις και ψυχολογικές δεξιότητες όπως είναι: η καλοσύνη, η υπομονή,  η περιέργεια κι η αναζήτηση της αλήθειας, η δυνατότητα αυτορρύθμισης, το θάρρος κι η επιμονή , η χαρά, η ικανότητα  αναδόμησης των γνωστικών στρεβλώσεων ή παλιών  εσφαλμένων αντιλήψεων μας, το χιούμορ, η επαφή με το ατίθασο κομμάτι του εαυτού μας [“the wild spirit”] και η εύρεση νοήματος της ζωής μας – που ο Δρ Rick και ο Forrest Hanson πιστεύουν ότι δεν θα μπορούσαν να ζήσουν χωρίς: https://www.youtube.com/ παρακολουθήστε?v=urVXKWhL  και  https://www.youtube.com/watch?v=wS-4g1DkMTg.

Απόσπασμα από τα συγκεκριμένα podcast:

«Και τότε αρχίζεις να συνειδητοποιείς (ότι)  – όλο αυτό είναι μια αποκριάτικη χοροεσπερίδα. Όλοι, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων που σε τρομάζουν ή πιστεύεις ότι πρέπει να τους ευχαριστήσεις ή να κερδίσεις την έγκρισή τους, σηκώνονται από το κρεβάτι τους γυμνοί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, είναι γυμνοί κάτω από όλα αυτά, και φορούν τις στολές τους, βάζουν το μακιγιάζ τους, φορούν τη φανταχτερή τους κόμμωση και τα αξεσουάρ κεφαλής, αρχίζουν να λένε τα λόγια που τους έχουν δοθεί – τι ηλίθιο παιχνίδι…… Μερικές φορές πρέπει να συμπεριφέρεσαι σαν να το παίρνεις στα σοβαρά, αλλά τις περισσότερες φορές, τι ηλίθιο αστείο…… Το εννοώ σαν θεατρικό έργο, και πώς όλοι έχουμε τους ρόλους μας, τα λόγια μας και τα σενάρια μας…… Και μπορείτε να αρχίσετε να το επεκτείνετε στα πολύ σημαντικά συστήματα. Και όταν σκάψτε μέχρι τον πυρήνα τους, συνειδητοποιείτε ότι δεν ξέρουν όλοι πραγματικά τι συμβαίνει, ίσως κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς συμβαίνει».

 

 

 

 

 

 

 

Θα ξεκινήσω με μια προσωπική ιστορία. Πριν από περίπου οκτώ χρόνια συμμετείχα σε ένα πρόγραμμα υποστήριξης ανέργων. Την πρώτη μέρα που έφτασα στο χώρο όπου θα εργαζόμουν τους επόμενους μήνες, το επιτάφιο επίγραμμα του Νίκου Καζαντζάκη ήταν γραμμένο στον λευκό πίνακα με μεγάλα γράμματα και μόνιμο μελάνι. Έγραφε: «Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβάμαι τίποτα. Είμαι ελεύθερος.” Αναπόφευκτα το αντίκριζα κάθε φορά που έπεφτε το βλέμμα μου στον πίνακα. Έτσι κάθε μέρα το αναλογιζόμουν  σαν Ζεν κόαν. Ο Καζαντζάκης πίστευε ότι πρέπει να αποδεχτούμε τους γνωστικούς μας περιορισμούς όσον αφορά την κατανόηση της πραγματικότητας. να συμφιλιωθούμε με τις δυσκολίες μας όσον αφορά το νόημα της ζωής και να απελευθερωθούμε από την ελπίδα. Ωστόσο, η μετάφραση της συγκεκριμένης φράσης «I hope for nothing  / Δεν ελπίζω τίποτα», που είναι η κυριολεκτική μετάφραση έχει αμφισβητηθεί από μερικούς. Κάποιοι πιστεύουν ότι η φράση «Δεν αναμένω τίποτα» ίσως αποτυπώνει το πνεύμα του Καζαντζάκη καλύτερα. Ο Καζαντζάκης επηρεάστηκε από τις ιδέες του Νίτσε και από τις βουδιστικές διδασκαλίες. Επομένως, μπορεί να αναφερόταν στην εγκατάλειψη των προσδοκιών και επιθυμιών για ιδιαίτερα ευνοϊκά αποτελέσματα και του φόβου και της ανησυχίας για το άγνωστο μέλλον. Μάλλον αναφερόταν στην ανάγκη να είμαστε παρόντες και προσγειωμένοι στην πραγματικότητα και να αποδεχόμαστε  αυτό που υπάρχει στο εδώ και τώρα και όχι στην άρνηση της αισιοδοξίας, της δράσης και της πίστης στην δυνατότητα ή στην αλλαγή. Όπως ο Σωκράτης η αισιοδοξία του ίσως να βασιζόταν στην πραγματικότητα, τη λογική, την καλοσύνη, την ομορφιά και την αλήθεια. Αντί να ασχολούμαστε με απατηλά ελπιδοφόρα σενάρια και παθητικούς ευσεβείς πόθους, πίστευε ότι η γυμνή αλήθεια της ανθρώπινης κατάστασης και της κοινωνίας και η πλήρης αποδοχή της πραγματικότητας ήταν μια πιο γενναία στάση. Ο Καζαντζάκης έγραψε: «Η πίστη που στερείται ελπίδας μου φαινόταν όχι η πιο αληθινή, ίσως, αλλά σίγουρα η πιο γενναία. Θεωρούσα τη μεταφυσική ελπίδα δελεαστικό δόλωμα που οι αληθινοί άντρες δεν καταδέχονται να τσιμπήσουν. Ήθελα ότι ήταν πιο δύσκολο, με άλλα λόγια το πιο άξιο για τον άνθρωπο, τον άνθρωπο που δεν γκρινιάζει, δεν παρακαλεί ή δεν ζητιανεύει».  Είναι αλήθεια ότι η ψεύτικη ελπίδα μπορεί να ενισχύσει την απόγνωση και να μας ακινητοποιήσει κι οι συχνές δόσεις ματαιωμένης ελπίδας μπορούν να οδηγήσουν στην αγωνία και την αποδυνάμωση.

Ενώ αποδεχόμαστε τη δύναμη του έργου του Καζαντζάκη, υπάρχουν πολλές άλλες πτυχές της ελπίδας που μπορούμε να εξερευνήσουμε. Έτσι, σε αυτό το δεύτερο μέρος θα εξερευνήσω αυτήν την πτυχή της ελπίδας που φαίνεται έμφυτη και μέρος των μηχανισμών επιβίωσής μας. Φαίνεται ότι η ικανότητά μας να καλλιεργούμε ελπίδα είναι βαθιά συνυφασμένη με την ικανότητά μας να ανακάμπτουμε από τις αντιξοότητες και τις απώλειες, να επουλώνουμε τραύματα, να αντέχουμε το αφόρητο, να αλλάζουμε και ν’ ανακτούμε την ελεύθερη βούληση μας (agency). Η έλλειψη ελπίδας μπορεί να μας οδηγήσει στην εγκατάλειψη των προσπαθειών μας και μπορεί να μειώσει την ικανότητά μας να επιμείνουμε και να συνεχίσουμε όταν τα πράγματα γίνονται δύσκολα. Η έλλειψη ελπίδας μπορεί να υπονομεύσει την ικανότητά μας να διακρίνουμε ευκαιρίες και δυνατότητες, αλλά και τις πιθανότητες επιβίωσης μας. Κι αν σκεφτούμε την απελπισία  / έλλειψη ελπίδας σε επίπεδο κοινοτήτων ή κοινωνιών, βλέπουμε ότι όσο ψηλότερα είναι τα επίπεδα απελπισίας και απάθειας μεταξύ των ανθρώπων τόσο μεγαλύτερη είναι η παρουσία της αδικίας και της καταπίεσης. Ο Dan Siegel λέει ότι «η απελπισία / έλλειψη ελπίδας είναι το αντίθετο της δικαιοσύνης». Δημιουργείται ένα είδος φαύλου κύκλου καθώς η απελπισία οδηγεί σε παθητικότητα και αποδυνάμωση που με τη σειρά τους επιτρέπουν την άνοδο της καταπίεσης και της αδικίας, που με τη σειρά τους ενισχύουν το αίσθημα της απελπισίας. Έτσι, η καλλιέργεια της ελπίδας έχει τη δυνατότητα να διαταράξει μια κατάσταση και μπορεί να μας παρακινήσει να αναλάβουμε δράση. Στο νέο τους βιβλίο, The Book of Hope: A Survival Guide for Trying Times (Το Βιβλίο της Ελπίδας: Ένας Οδηγός Επιβίωσης σε Δύσκολους Καιρούς), η Jane Goodall και ο Doug Abrams γράφουν: «Η ελπίδα συχνά παρεξηγείται. Οι άνθρωποι τείνουν να πιστεύουν ότι πρόκειται απλώς για παθητικό ευσεβή πόθο: Ελπίζω ότι κάτι θα συμβεί, αλλά δεν πρόκειται να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Αυτό είναι πράγματι το αντίθετο της πραγματικής ελπίδας, που απαιτεί δράση και δέσμευση…»

Παρομοίως η Joanna Macy μιλά για Ενεργή Ελπίδα σε σχέση με την περιβαλλοντική και κλιματική κρίση.  Συνοψίζει την έννοια αυτής της ελπίδας στο παρακάτω απόσπασμα:

Η ενεργή ελπίδα δεν είναι ευσεβής πόθος.  / Όταν έχουμε ενεργή ελπίδα δεν περιμένουμε κάποιον σωτήρα. / Η ενεργή ελπίδα επιτρέπει την αφύπνιση μας στην ομορφιά της ζωής για λογαριασμό της οποίας μπορούμε να δράσουμε. / Ανήκουμε σε αυτόν τον κόσμο. / Ο ιστός της ζωής μας καλεί αυτή τη στιγμή. / Έχουμε διανύσει πολύ δρόμο και είμαστε εδώ για να παίξουμε τον ρόλο μας. / Με την ενεργή ελπίδα  συνειδητοποιούμε ότι μας περιμένουν περιπέτειες,  /  ανακάλυψη δυνατοτήτων και σύντροφοι για να ενώσουμε τις δυνάμεις μας. / Η Ενεργή Ελπίδα είναι η ετοιμότητα να ανακαλύψουμε τη δύναμη μας και την δύναμη των άλλων / η ετοιμότητα να ανακαλύψουμε τους λόγους που ελπίζουμε και αφορμές γι’ αγάπη. / Η ετοιμότητα να ανακαλύψουμε το μέγεθος και την δύναμη της καρδιάς μας, / την γρηγοράδα του μυαλού μας, την σταθερότητα του σκοπού μας, / τη δική μας εξουσία, την αγάπη μας για τη ζωή, / τη ζωντάνια της περιέργειάς μας, / το ανυποψίαστο βαθύ πηγάδι της υπομονής και της επιμέλειας μας, / την οξύτητα των αισθήσεών μας και την ικανότητά μας να ηγούμαστε. / Τίποτα από όλα αυτά δεν μπορεί να ανακαλυφθεί σε μια πολυθρόνα ή χωρίς ρίσκο».

Η Jane Goodall κατανοεί την ελπίδα όχι τόσο ως συναίσθημα, αλλά ως στρατηγική επιβίωσης, έναν έμφυτο μηχανισμό επιβίωσης.  Ο Chan Hellman, ο οποίος έχει διεξάγει έρευνα σχετικά με την ελπίδα, επίσης πιστεύει ότι η ελπίδα δεν είναι συναίσθημα, αλλά τρόπος σκέψης και με αυτή την έννοια μπορεί να καλλιεργηθεί και να διδαχθεί ακόμη και σε πολύ μικρά παιδιά. Ο Goodall λέει: «Στην πραγματικότητα, είναι ένα χαρακτηριστικό επιβίωσης…… Είναι ένα χαρακτηριστικό ανθρώπινης επιβίωσης και χωρίς αυτό θα εξαφανιστούμε». Λέει ότι η ελπίδα μας δίνει τη δυνατότητα να συνεχίσουμε παρ’ όλες τις αντιξοότητες, αλλά απαιτεί επίσης δράση μαζί με την επιθυμία μας, όταν αυτό είναι δυνατόν, γιατί υπάρχουν και περιπτώσεις όπου δεν είναι δυνατόν να αναλάβουμε δράση. Δίνει ένα παράδειγμα στο βιβλίο της: «Αν είσαι σ’ ένα κελί σε μια φυλακή όπου σε έχουν ρίξει χωρίς λόγο, δεν μπορείς να αναλάβεις δράση, αλλά μπορείς να ελπίζεις ότι θα βγεις από εκεί.  Επικοινωνώ με μια ομάδα οικολόγων που έχουν δικαστεί και καταδικαστεί σε μεγάλες ποινές επειδή έστησαν κάμερες παγίδες για να καταγράψουν την παρουσία της άγριας ζωής. Ζουν με την ελπίδα ότι θα απελευθερωθούν μέσω των πράξεων των άλλων, αλλά δεν μπορούν στην πραγματικότητα να αναλάβουν δράση οι ίδιοι». Ο Anthony Ray Hinton, ένας άντρας που κατηγορήθηκε άδικα για φόνο και καταδικάστηκε σε τρεις δεκαετίες άδικης φυλάκισης, λέει ότι καλλιέργησε την ελπίδα μέσω του οραματισμού. Η φαντασία του επέτρεπε να ξεφεύγει από το περιβάλλον του και τον βοήθησε να υπομείνει το αφόρητο. Ονόμασε την ελπίδα του δανεική ελπίδα. Σε σχέση με φαινομενικά απελπιστικές καταστάσεις, ο Doug Abrams αναφέρει τα λόγια της επιζήσας ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης, Edith Eger, η οποία λέει ότι «οι άνθρωποι που αναρωτιούνται πώς μπορεί κανείς να έχει ελπίδα σε φαινομενικά απελπιστικές καταστάσεις, όπως ένα στρατόπεδο θανάτου, μπερδεύουν την ελπίδα με τον ιδεαλισμό. Ο ιδεαλισμός περιμένει ότι όλα θα είναι δίκαια ή εύκολα ή καλά……. ο ιδεαλισμός είναι ένας αμυντικός μηχανισμός που μοιάζει με την άρνηση ή την αυταπάτη. Η ελπίδα…… δεν αρνείται το κακό, αλλά είναι μια απάντηση σε αυτό».

Η έρευνα για την ελπίδα διαπίστωσε ότι η ελπίδα είναι πολύ διαφορετική από την επιθυμία ή τη φαντασίωση κι ότι είναι ένας από τους πιο σημαντικούς προγνωστικούς παράγοντες της ικανότητάς μας να ευδοκιμούμε ή να πετύχουμε. Η ελπίδα οδηγεί στη μελλοντική επιτυχία με τρόπο που δεν το κάνει η απλή επιθυμία. Ενώ και οι δύο περιλαμβάνουν σκέψη για το μέλλον με πλούσιες εικόνες, μόνο η ελπίδα πυροδοτεί τη δράση που κατευθύνεται προς τον επιθυμητό στόχο. Στο βιβλίο γίνεται αναφορά σε μία μετά-ανάλυση περισσότερων από εκατό μελετών σχετικές με την ελπίδα όπου έχει διαπιστωθεί ότι η ελπίδα οδηγεί σε 12% αύξηση της ακαδημαϊκής επίδοσης, 14% αύξηση των αποτελεσμάτων στο χώρο εργασίας και 14%  αύξηση της ευτυχίας. Η επιστήμη της ελπίδας έχει εντοπίσει τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για μια πιο μόνιμη αίσθηση ελπίδας. Πρώτα πρέπει να έχουμε ρεαλιστικούς στόχους και ρεαλιστικές προσδιορισμένες στρατηγικές  (pathways or identified strategies) για την επίτευξή τους. Χρειαζόμαστε επίσης πίστη και εμπιστοσύνη στον εαυτό μας και την κοινωνική υποστήριξη που θα μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε τις αντιξοότητες στην πορεία. Ο Doug Abrams πιστεύει ότι «Η ελπίδα είναι ένα κοινωνικό δώρο, που γαλουχείται και συντηρείται από τους γύρω μας. Καθένας από εμάς έχει έναν ιστό ελπίδας που μας υποστηρίζει, μας ενθαρρύνει και μας ανυψώνει σε όλη μας τη ζωή». Τέλος χρειαζόμαστε βούληση (agency). Στα Wellbeing podcasts στα οποία αναφέρθηκα  παραπάνω, η βούληση απαιτεί να έχουμε εσωτερική πηγή ελέγχου και την αίσθηση ότι είμαστε αιτία παρά αποτέλεσμα (an inner locus of control, and also, having the sense of being a cause rather than an effect). Να είμαστε ενεργητικοί παρά παθητικοί, να παίρνουμε πρωτοβουλίες και να κατευθύνουμε τη ζωή μας αντί να μας παρασέρνει το ρεύμα. Επίσης, η ελεύθερη βούληση είναι κεντρικής σημασίας, καθώς χωρίς αυτήν, δεν μπορούμε να κινητοποιήσουμε τις απαραίτητες ψυχικές δυνάμεις για να αντεπεξέλθουμε. Το τραύμα και οι αντιξοότητες μπορούν να μας στερήσουν και τη δύναμη και τη θέληση, επειδή όταν είμαστε σε κατάσταση επιβίωσης (έντονου στρες) επηρεάζει το είδος των στόχων που θέτουμε. Ο Chan Hellman υποστηρίζει ότι όταν είμαστε αγχωμένοι ή φοβισμένοι τείνουμε να έχουμε βραχυπρόθεσμους, αποφευκτικούς στόχους, παρά στόχους που οδηγούν σε επιτεύγματα. Δυσκολευόμαστε επίσης να βρούμε μονοπάτια / στρατηγικές και υποστήριξη για να ξεπεράσουμε φραγμούς κι εμπόδια. Το τραύμα και οι αντιξοότητες στη ζωή εξαντλούν κυριολεκτικά την ελεύθερη βούληση μας. Ο Hellman ισχυρίζεται ότι η απώλεια της ελπίδας είναι μια διαδικασία, που περιλαμβάνει θυμό, απόγνωση και τελικά απάθεια. Στερούμαστε ελπίδας μόνο όταν βιώνουμε απάθεια, γιατί ακόμη και κατά τη διάρκεια της απόγνωσης εξακολουθούμε να έχουμε πνευματική δύναμη και βούληση, αλλά οι δρόμοι είναι κλειστοί. Επίσης, συχνά η ελπίδα και η απελπισία είναι ενεργές στη διαδικασία αλλαγής και λειτουργούν σε διαλεκτική σχέση.

Επιπλέον, η ελπίδα ποικίλλει κατά τη διάρκεια της ζωής μας, και όπως αναφέρθηκε παραπάνω, μπορεί να καλλιεργηθεί ανεξάρτητα από το αν είμαστε πιο αισιόδοξοι ή πιο απαισιόδοξοι από την ιδιοσυγκρασία μας. Η Jane Goodall λέει: «Από όλα όσα έχω διαβάσει, υπάρχουν ενδείξεις ότι μια αισιόδοξη προσωπικότητα μπορεί να είναι εν μέρει αποτέλεσμα γενετικής κληρονομικότητας, αλλά αυτό μπορεί σίγουρα να παραγκωνιστεί από περιβαλλοντικούς παράγοντες – ακριβώς όπως όσοι γεννιούνται χωρίς γενετική τάση προς την αισιοδοξία μπορούν να αναπτύξουν μια πιο αισιόδοξη και αυτοδύναμη προοπτική. Σίγουρα υποδεικνύει τη σημασία του περιβάλλοντος και της πρώιμης εκπαίδευσης ενός παιδιού. Ένα υποστηρικτικό οικογενειακό υπόβαθρο μπορεί να έχει σημαντική επίδραση — Ξέρω ότι ήμουν πραγματικά τυχερή με το δικό μου, ειδικά με τη μητέρα μου».

Στο βιβλίο, η Jane Goodall κι ο Abram Douglas συζητούν επίσης την ικανότητά μας για το καλό και το κακό, με άλλα λόγια, τις εγγενείς ικανότητές μας να επιδεικνύουμε καλοσύνη και σκληρότητα, γενναιοδωρία και εγωισμό, τρυφερότητα και επιθετικότητα, που έπρεπε να αναπτύξουμε για να επιβιώσουμε. Σε διαφορετικά περιβάλλοντα και υπό διαφορετικές συνθήκες. Ότι καλλιεργούμε και ενθαρρύνουμε κερδίζει. Η Jane Goodall λέει ότι ως άνθρωποι έχουμε την ικανότητα και για τα δύο και ότι «Οι άνθρωποι είναι απίστευτα προσαρμοστικοί και θα κάνουν ότι απαιτείται για να επιβιώσουν στο περιβάλλον τους. Το περιβάλλον που θα δημιουργήσουμε θα καθορίσει τι θα επικρατήσει. Με άλλα λόγια, αυτό που καλλιεργούμε και ενθαρρύνουμε κερδίζει…. Εάν ζούμε σε μια κοινωνία με λογικό βιοτικό επίπεδο και κάποιο βαθμό κοινωνικής δικαιοσύνης, οι γενναιόδωρες και ειρηνικές πτυχές της φύσης μας είναι πιθανό να επικρατήσουν. ενώ σε μια κοινωνία φυλετικών διακρίσεων και οικονομικής αδικίας, η βία θα ευδοκιμήσει….. Κατά τη διάρκεια των δύο εκατομμυρίων ετών που ήμασταν άνθρωποι, νομίζω ότι γινόμαστε ολοένα και πιο συμπονετικοί και ικανοί να φροντίζουμε τους άλλους. Και παρόλο που υπάρχει πολλή σκληρότητα και αδικία παντού, υπάρχει γενική συμφωνία ότι αυτές οι συμπεριφορές είναι λανθασμένες. Και περισσότεροι άνθρωποι καταλαβαίνουν τι συμβαίνει χάρη στα μέσα ενημέρωσης. Και τελικά, πιστεύω ειλικρινά ότι ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό ανθρώπων είναι βασικά αξιοπρεπείς και καλοί».

Ένα άλλο σημαντικό ερώτημα που διερευνάται στο βιβλίο  είναι πώς θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε την εκπληκτική ανθρώπινη διάνοιά μας με σύνεση σε αυτό το σημείο της ιστορίας;

Η απάντηση της Goodall είναι: «Πρέπει να ενωθούμε και να λύσουμε αυτές τις υπαρξιακές απειλές για τη ζωή στη Γη. Και για να το κάνουμε αυτό, πρέπει να αντιμετωπίσουμε τέσσερις μεγάλες προκλήσεις….. Πρώτον, πρέπει να ανακουφίσουμε τη φτώχεια. Εάν ζει κανείς σε ακρωτηριαστική φτώχεια, θα κόψει και το τελευταίο δέντρο για να καλλιεργήσει τροφή. Ή θα ψαρέψει το τελευταίο ψάρι επειδή θέλει απεγνωσμένα να ταΐσει την οικογένειά του. Σε μια αστική περιοχή θα αγοράσει το φθηνότερο φαγητό — δεν έχει την πολυτέλεια να επιλέξει ένα προϊόν που παράγεται πιο ηθικά…. Δεύτερον, πρέπει να περιορίσουμε τον μη βιώσιμο τρόπο ζωής των πολύ εύπορων. Ας το παραδεχτούμε, τόσοι πολλοί άνθρωποι έχουν πολύ περισσότερα πράγματα από όσα χρειάζονται ή πραγματικά θέλουν…. Τρίτον, πρέπει να εξαλείψουμε τη διαφθορά, γιατί χωρίς χρηστή διακυβέρνηση και έντιμη ηγεσία, δεν μπορούμε να συνεργαστούμε για να λύσουμε τις τεράστιες κοινωνικές και περιβαλλοντικές μας προκλήσεις….. Και τέλος, πρέπει να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα που προκαλούνται από τους αυξανόμενους πληθυσμούς των ανθρώπων και των ζώων τους. Είμαστε πάνω από επτά δισεκατομμύρια σήμερα, και ήδη, σε πολλά μέρη, έχουμε εξαντλήσει τους πεπερασμένους φυσικούς πόρους της φύσης πιο γρήγορα από ότι η φύση μπορεί να τους αναπληρώσει. Και μέχρι το 2050 προφανώς θα πλησιάζουμε τα δέκα δισεκατομμύρια. Αν συνεχίσουμε ως συνήθως, αυτό σημαίνει το τέλος της ζωής στη Γη όπως την ξέρουμε… ας χρησιμοποιήσουμε την ανθρώπινη διάνοιά μας — μαζί με την καλή κοινή λογική — για να τα λύσουμε. Και, όπως είπα νωρίτερα, αρχίζουμε να σημειώνουμε πρόοδο. Φυσικά, μεγάλο μέρος της επίθεσής μας στη Μητέρα Φύση δεν είναι στην πραγματικότητα λόγω έλλειψη ευφυΐας, αλλά λόγω έλλειψης συμπόνιας για τις μελλοντικές γενιές και την υγεία του πλανήτη: καθαρή εγωιστική απληστία για βραχυπρόθεσμα οφέλη για την αύξηση του πλούτου και της δύναμης κάποιων ατόμων, εταιρειών και κυβερνήσεων. Τα υπόλοιπα οφείλονται σε απερισκεψία, φτώχεια κι έλλειψη εκπαίδευσης. Με άλλα λόγια, φαίνεται να υπάρχει μια αποσύνδεση μεταξύ του έξυπνου εγκεφάλου μας και της συμπονετικής καρδιάς μας. Η αληθινή σοφία απαιτεί να σκεφτόμαστε με το κεφάλι μας και να κατανοούμε με την καρδιά μας».

Θα τελειώσω αυτήν την κάπως  μακροσκελή ανάρτηση με ένα απόσπασμα από ένα ενδιαφέρον βιβλίο με συναρπαστικές πληροφορίες που διαβάζω αυτή τη στιγμή: The Social Instinct /  Το Κοινωνικό Ένστικτο της Nichola Raihani, Βρετανίδας ψυχολόγου και Καθηγήτριας της Εξέλιξης και Συμπεριφοράς στο University College του Λονδίνου. Χρησιμοποιεί την εξελικτική προσέγγιση για να διερευνήσει κοινωνικές συμπεριφορές, όπως η εξέλιξη της συνεργασίας στους ανθρώπους και σε άλλα είδη.

«Δεν μπορεί κανείς παρά να αναρωτηθεί τι επιφυλάσσει το μέλλον για εμάς και τους άλλους κατοίκους αυτού του πλανήτη. πώς μπορεί να μοιάζει η ζωή για τα δικά μας παιδιά και για αυτά που θα ακολουθήσουν. Νομίζω ότι έχουμε δίκιο να ανησυχούμε, να κηρύσσουμε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και να απαιτούμε δράση. Αλλά δεν πρέπει να χάνουμε την ελπίδα μας. Σε αντίθεση με οποιοδήποτε άλλο είδος στη Γη, έχουμε την ικανότητα να βρούμε τον δρόμο μας και να βγούμε από  κοινωνικά διλήμματα. Δεν είμαστε απλώς καταδικασμένοι με τα παιχνίδια που μας δίνει η φύση: μπορούμε να αλλάξουμε τους κανόνες. Υπάρχουν αμέτρητα παραδείγματα της εφευρετικότητας μας σε αυτό το βασίλειο. Είτε αναφερόμαστε σε κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες που αποφασίζουν πώς να μοιραστούν το κρέας, είτε σε παιδιά που αποφασίζουν να μοιραστούν ένα παιχνίδι, είτε σε πολίτες εθνικών κρατών που διαλέγουν ένα σύστημα ψηφοφορίας για την εκλογή πολιτικών εκπροσώπων στην εξουσία, η δημιουργία και η αλλαγή κανόνων είναι το μέσο με το οποίο πετύχαμε την ευθυγράμμιση των συμφερόντων των ατόμων, επιτρέποντάς τους να συνεργάζονται για την παραγωγή μεγαλύτερων δημόσιων αγαθών. Για να έχουμε ελπίδα αντιμετώπισης των παγκόσμιων προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε αυτές τις ικανότητες για να δημιουργήσουμε αποτελεσματικούς θεσμούς – κανόνες, συμφωνίες και κίνητρα – που ευνοούν τη συνεργασία και τη μακροπρόθεσμη άποψη έναντι του ατομικού συμφέροντος και της βραχυπρόθεσμης προσέγγισης. Μπορούμε να προβλέψουμε καλύτερες λύσεις, μπορούμε να οραματιστούμε φωτεινότερους κόσμους και μπορούμε να σχεδιάσουμε τους κανόνες των κοινωνιών μας έτσι ώστε οι άνθρωποι να έχουν κίνητρα για συνεργασία. Ο παγκόσμιος ανθρώπινος πληθυσμός σήμερα ανέρχεται σε σχεδόν 8 δισεκατομμύρια άτομα, ένα εξαιρετικό επίτευγμα για ένα είδος που δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας «αναγνωρισμένος απόγονος ενός πιθήκου».  Για αυτό, μπορούμε να ευχαριστήσουμε το κοινωνικό μας ένστικτο – την προσπάθεια μας να βοηθούμε τη στενή οικογένεια, τους φίλους μας κι αγαπημένα πρόσωπα. Η συνεργασία είναι αναμφίβολα το βασικό συστατικό της επιτυχίας μας. Αλλά η τεράστια παρουσία κι επίδρασή μας στον πλανήτη απαιτεί τώρα να υπερβούμε το ένστικτο και να συνεργαστούμε με διαφορετικούς, λιγότερο φυσικούς τρόπους. Είναι εύκολο –τις περισσότερες φορές– να συνεργαστούμε με τους συγγενείς μας ή μέσα σε καθιερωμένες σχέσεις, αλλά είναι πολύ πιο δύσκολο να εμπιστευτούμε άτομα που δεν γνωρίζουμε – και μπορεί να μην συναντήσουμε ποτέ. Δυστυχώς, η λύση των παγκόσμιων προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε τώρα απαιτεί να κάνουμε ακριβώς αυτό. Έχουμε αναμφίβολα την ικανότητα, την τεχνολογία και την τεχνογνωσία να ανταποκριθούμε σε αυτές τις προκλήσεις. Όμως, οι ιστορίες κοινωνικής κατάρρευσης στην ιστορία μας προειδοποιούν κατά του εφησυχασμού: η αποτυχία είναι μια ρεαλιστική προοπτική. Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι δεν υπάρχει κάποιο θεϊκό σχέδιο για το είδος μας και κανένα προκαθορισμένο αποτέλεσμα. Έχουμε ακόμα μια ευκαιρία να το κάνουμε σωστά, αλλά δεν θα έχουμε άλλη ευκαιρία. Υπάρχει μια σχεδόν παραμυθένια ιδιότητα στον ρόλο της συνεργασίας στην ανθρώπινη ιστορία. Αν χρησιμοποιηθεί καλά θα αποδώσει πλούτη, αλλά σε λάθος χέρια ή με λάθος τρόπους, θα φέρει την καταστροφή. Η συνεργασία μας οδήγησε ως εδώ στο ταξίδι μας, αλλά αν δεν βρούμε τρόπους να γίνουμε καλύτεροι σε αυτήν – για να την κλιμακώσουμε στο επίπεδο των παγκόσμιων προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε – κινδυνεύουμε να γίνουμε θύματα της επιτυχίας μας. Το αν αυτό το παραμύθι θα έχει αίσιο τέλος εξαρτάται από εμάς».

Περισσότερα για την ελπίδα και την Jane Goodall στην ανάρτηση της 25ης Οκτωβρίου

ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΦΑΓΗΤΟΫ  FOOD NARRATIVES

«Εάν το φαγητό αντιμετωπίζεται ως κωδικός, τα μηνύματα που κωδικοποιεί είναι ενσωματωμένα  στο μοτίβο των κοινωνικών σχέσεων που εκφράζονται τόσο εντός όσο και εκτός μιας κοινότητας. Το αποκωδικοποιημένο μήνυμα αφορά την ιεραρχία, την ένταξη και τον αποκλεισμό, τα όρια και τις συναλλαγές πέρα από τις οριοθετήσεις»                 Mary Douglas

«Αφού πρέπει να τρώμε για να ζήσουμε, ας μάθουμε να το κάνουμε έξυπνα και με χάρη και ας προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τη σχέση του φαγητού με τις άλλες πείνες του κόσμου» M. F. K. Fisher

«Όταν ξυπνάς το πρωί, Pooh», είπε τελικά ο Γουρουνάκι, «ποιο είναι το πρώτο πράγμα που λες στον εαυτό σου;» / «Τι υπάρχει για πρωινό;» είπε ο Pooh.  / «Εσύ τι λες, Γουρουνάκι;» / «Λέω, αναρωτιέμαι τι συναρπαστικό θα συμβεί σήμερα;» είπε το Γουρουνάκι. / Ο  Pooh έγνεψε σκεφτικός και είπε «Είναι το ίδιο πράγμα».   A. A. Milne

«Ένας σοφός αρκούδος κρατά πάντα ένα σάντουιτς μαρμελάδας στο καπέλο του σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης» Michael Bond

(Η μετάφραση έχει ολοκληρωθεί)

Όλοι έχουμε μια δική μας ιστορία φαγητού. Προκύπτει μέσω των εμπειριών μας διαχρονικά με το φαγητό και την αίσθηση του εαυτού και της ταυτότητάς μας. Η στοιχειώδης φύση της τροφής και η σχέση της με το σώμα, την υγεία και την αίσθηση του ανήκειν  δημιουργούν μια βαθιά σχέση μεταξύ διατροφής,  φαγητού και ταυτότητας που συχνά είναι μπλεγμένη με κανόνες κι έλεγχο, φόβο, ντροπή, ενοχή και τραύμα. Η προσωπική μας αφήγηση του φαγητού χτίζεται με τις παιδικές αναμνήσεις γευμάτων και φαγητών καθώς κι από τα μηνύματα και τα μηνύματα και τις αφηγήσεις που διαποτίζουν το περιβάλλον και τον πολιτισμό μας. Αν εξετάσουμε τις αφηγήσεις μας σχετικά με την τροφή και το φαγητό, μπορεί να συνειδητοποιήσουμε ότι είναι περίπλοκες και πολυεπίπεδες. Πιθανόν να δούμε ότι η δημιουργία και η συντήρηση αυτών των ιστοριών βρίσκεται στο σημείο όπου διασταυρώνονται (ή στο σημείο συνάντησης) οι πεποιθήσεις μας, τα συναισθήματα, οι αισθήσεις, η προσωπικότητα,  οι μνήμες της παιδικής ηλικίας, η οικογένεια, η εθνική ταυτότητα, η θρησκεία, η υγεία, η οικονομία, και ούτω καθεξής. Επομένως, για να ρίξουμε φως ή να αλλάξουμε την προσωπική μας αφήγηση πιθανότατα να χρειαστεί να εξερευνήσουμε ορισμένες από αυτές τις περιοχές.

Μια αφήγηση σχετικά με το φαγητό μπορεί να περιλαμβάνει ή να επικεντρώνεται σε ερωτήσεις όπως:

Ποια είναι η δική σας αφήγηση φαγητού; / Τι ρόλο παίζει το φαγητό στις οικογενειακές και φιλικές συγκεντρώσεις σας; Ποια είναι η σχέση σας με το φαγητό και με την προετοιμασία του; / Ποια είναι η δυναμική γύρω από το τραπέζι; / Πόσο επηρεάζουν η κουλτούρα σας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης γενικότερα αυτό που τρώτε; / Υπάρχουν συνταγές που είναι ιδιαίτερα σημαντικές για εσάς και γιατί; / Πώς επηρεάζει το φαγητό άλλες πτυχές της ζωής σας; / Ποιες είναι μερικές από τις πρώτες και μεταγενέστερες σημαντικές αναμνήσεις που αφορούν φαγητό και γεύματα; / Υπάρχουν τραυματικά περιστατικά που σχετίζονται με το φαγητό; Χρησιμοποιείτε τακτικά το φαγητό ως μηχανισμό αντιμετώπισης στρες ή στενοχώριας;

Η προσωπική μας αφήγηση είναι ενσωματωμένη στον ευρύτερο κοινωνικό λόγο και στις αφηγήσεις που σχετίζονται με το φαγητό. Αυτή τη στιγμή, λόγου χάρη, υπάρχει μια αφήγηση για το σύστημα τροφίμων του κόσμου και ποικίλλει ανάλογα με την πηγή ή το πλαίσιο από το οποίο προέρχεται. Γίνεται πολύς λόγος γύρω από το θέμα της βιωσιμότητας των σημερινών συστημάτων τροφίμων. Αφορά την αναμενόμενη αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού στο εγγύς μέλλον, η οποία θα δημιουργήσει σημαντικές απαιτήσεις στην προσφορά τροφίμων του πλανήτη. Αναπόφευκτα, από τη στιγμή που θα συνειδητοποιήσουμε αυτό το παγκόσμιο ζήτημα, θα ενταχθεί στη προσωπική μας αφήγηση είτε ρητά είτε σιωπηρά, ανάλογα με τις περιστάσεις μας, την ευαισθησία μας σε παγκόσμια ζητήματα κι άλλους παράγοντες.

Οι διατροφικές πρακτικές και αφηγήσεις συνδέουν επίσης τους ανθρώπους ψυχολογικά, κοινωνικά, συναισθηματικά, ιστορικά. Οι ιστορίες οικογενειακών φαγητών και γευμάτων που επαναλαμβάνονται με την πάροδο του χρόνου γίνονται μακροχρόνιες αφηγήσεις και πολλές συλλογικές αφηγήσεις σχετικά με το φαγητό που επαναλαμβάνονται γίνονται πολιτιστικοί μύθοι. Και τα δύο είδη ιστοριών χρειάζεται να επανεξετάζονται γιατί δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τρέχουσες αλήθειες ή και ιστορικές πραγματικότητες. Επίσης, όταν έχουμε περισσότερη επίγνωση κι ενσυνειδητότητα γύρω από το φαγητό, μπορεί να ανακαλύψουμε ότι κουβαλάμε παράλληλα και μια σιωπηρή αφήγηση φαγητού κι επίσης, μπορεί να αποδίδουμε νόημα σε συγκεκριμένα φαγητά και πρακτικές  γύρω από το φαγητό που μπορεί να μην γνωρίζαμε προηγουμένως. Είναι επίσης ενδιαφέρον να εξερευνήσουμε τις διαφορετικές αφηγήσεις φαγητού με άτομα που βρίσκονται στις στενές μας σχέσεις ή με τα άτομα με τα οποία τρώμε συχνά. Για παράδειγμα, ο σύζυγός μου και εγώ έχουμε διαφορετική σχέση με το φαγητό και οι αφηγήσεις μας γύρω από αυτό κατά καιρούς διέφεραν σημαντικά, κι αυτό έχει γίνει πιο σαφές καθώς έχω υιοθετήσει μια πιο στοχαστική και διαλογιστική προσέγγιση της ζωής. Επειδή οι τροφές κι οι διαδικασίες γύρω από το φαγητό είναι ένα σημαντικό μέρος της καθημερινότητάς μας, όχι μόνο για την επιβίωσή μας, αλλά κι επειδή παίζουν σπουδαίο κοινωνικό ρόλο,  σχετίζονται με τη συμμετοχή σε ομάδες και μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως δείκτες ταυτότητας, έχουν χρησιμοποιηθεί ευρέως σε βάθος χρόνου  ως σήματα και κοινωνικοί κώδικες  (Food has widely been used as signs and social codes…)

Στην πραγματικότητα, μπορεί να μην υπάρχει τομέας της ανθρώπινης ζωή μας που να μην επηρεάζεται από το φαγητό. Ο Roland Barthes ισχυρίζεται ότι μέσω του φαγητού καταλαβαίνουμε τη σχέση μας με τον πολιτισμό κι ότι το φαγητό καθορίζει την πολιτιστική μας ταυτότητα, επιτρέπει τη συμμετοχή σε μια (περιφερειακή ή εθνική) συλλογικότητα, χρωματίζει την έμφυλη συμπεριφορά και πολλά άλλα. Οι ιστορίες που συνδέουμε με το φαγητό και τον τρόπο που γευματίζουμε μετατρέπονται μέσω της συμπεριφοράς και του λόγου σε πολιτιστικούς μύθους. Αυτές οι αφηγήσεις λειτουργούν επίσης ως ρητορική δύναμη που χρησιμοποιείται για να πείσει ή να επηρεάσει τους άλλους, κάτι που συχνά συμβαίνει κάτω από τη συνειδητή μας επίγνωση. Επειδή οι αφηγήσεις σχετικά με την τροφή και το φαγητό είναι συνυφασμένες  με τις καθημερινές μας πρακτικές, μπορούν εύκολα να γίνουν μηχανισμοί που επηρεάζουν κι ελέγχουν τις συμπεριφορές και τις επιλογές μας. Η ρητορική χειραγώγηση των σχετικών αφηγήσεων λαμβάνει χώρα σε πολλά πλαίσια και μπορεί να χρησιμεύσει ως μηχανισμός επηρεασμού της συμπεριφοράς,  των καταναλωτικών τάσεων και των πολιτικών επιλογών των ανθρώπων.

Σ’ ένα δοκίμιο που διάβαζα σχετικά με το φαγητό και τις σχετικές αφηγήσεις στον δημόσιο χώρο, η συγγραφέας προτείνει μερικές βασικές ερωτήσεις που μπορούμε να κάνουμε για να διακρίνουμε μηνύματα που μεταδίδονται μέσω αυτών των αφηγήσεων:

Ποια είναι τα μηνύματα; / Ποιος τα στέλνει; / Ποιος είναι ο αποδέκτης αυτών των αφηγήσεων; / Ποια μπορεί να είναι η αδιευκρίνιστη ατζέντα;

Μερικές ακόμη ερωτήσεις που θα μπορούσαμε να κάνουμε είναι:

Ποια είναι τα σιωπηρά μηνύματα; / Ποιες είναι οι συνέπειες αυτών των μηνυμάτων σε συγκεκριμένα πεδία της ζωής μας; / Πώς μπορούν αυτά τα μηνύματα να επηρεάσουν τις συμπεριφορές μας;

Εάν προσεγγίσουμε την όλη διαδικασία του φαγητού με ενσυνειδητότητα κι αρχίσουμε να αναγνωρίζουμε τις δικές μας προσωπικές αφηγήσεις, αλλά και τις ιστορίες που κυκλοφορούν στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, τότε ως άτομα μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε περισσότερο το άρρητο υλικό μας για να θεραπεύσουμε ή να αλλάξουμε αυτό που δεν μας εξυπηρετεί στο παρόν, αλλά κι ως καταναλωτές και πολίτες ν’ αποκτήσουμε περισσότερη επίγνωση της πολιτικής των αφηγήσεων σχετικά με το φαγητό. Είναι λογικό ότι εφόσον το φαγητό καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ύπαρξής μας, θα ήταν χρήσιμο να το αντιμετωπίζουμε με περισσότερη κριτική σκέψη.  Εξάλλου, το φαγητό αντανακλά ατομικές και πολιτιστικές αξίες και οι σχετικές αφηγήσεις μπορούν να ασκήσουν μεγάλη επιρροή. Επομένως, το να μην έχουμε επίγνωση αυτής της πραγματικότητας  μας κάνει ευάλωτους στη χειραγώγηση. Στο δημόσιο τομέα, οι αφηγήσεις γύρω από το φαγητό και τη διατροφή μπορεί να λειτουργήσουν ιδεολογικά για να διατηρήσουν κοινωνικές δομές και πολιτισμικά συστήματα. Σε μια διατριβή που διάβαζα πρόσφατα, υποστηρίζεται ότι οι αφηγήσεις αυτές αποτελούν μέρος των πολιτιστικών μέσων που εκπαιδεύουν τους πολίτες, καλλιεργούν την αίσθηση του ανήκειν κι ενισχύουν την έννοια του πολίτη και της εθνικής ταυτότητας. Για παράδειγμα, όταν ομάδες ανθρώπων κάνουν παρόμοιες συσχετίσεις για τα ίδια φαγητά, τότε αποκτούν μια κοινή αφήγηση. Όταν όμως αυτό επιτυγχάνεται χωρίς τη συνειδητή συμμετοχή των ίδιων των πολιτών, που πρακτικά σημαίνει ότι οι καταναλωτές δεν έχουν επίγνωση αυτής της διαδικασίας πειθούς, τότε είναι ευάλωτοι σε χειραγώγηση. Κι είμαστε όλοι ευάλωτοι στην κρυφή πειστική δυνατότητα των αφηγήσεων φαγητού, επειδή γενικά το φαγητό συνήθως είναι μια συμμετοχική, ευχάριστη και κυρίως μη στοχαστική πρακτική (non-reflective practice).  Λόγου χάρη, οι αφηγήσεις σχετικά με το φαγητό μπορούν να δημιουργήσουν μιαν αίσθηση κοινότητας μεταξύ των ψηφοφόρων και της περιφερειακής ή εθνικής τους ταυτότητας. Μια συγκεκριμένη κουζίνα ή ορισμένα φαγητά και πιάτα μπορούν να βοηθήσουν τους ανθρώπους να αυτοπροσδιοριστούν,  αλλά αυτός ο αυτοπροσδιορισμός μπορεί επίσης να οδηγήσει στη δημιουργία κλειστών ομάδων και «ξένων».

Όπως συμβαίνει με όλα τα πράγματα, όταν η ενασχόληση με το φαγητό, το μαγείρεμα και την διαδικασία των γευμάτων γίνεται με περισσότερη ενσυνειδητότητα μπορεί να μας αποκαλύψει πολλά σχετικά με το παρελθόν, τις προτιμήσεις μας, τυχόν τραυματικές εμπειρίες, ξεπερασμένες ή ψευδείς πεποιθήσεις,  στρατηγικές αντιμετώπισης του στρες, την υγεία και τις σχέσεις μας, τη δυναμική  γευμάτων, τις διατροφικές ανάγκες του σώματός μας, τυχόν επιρροές και μηνύματα που μπορεί να μην γνωρίζουμε, την ευρύτερη πολιτική του φαγητού και πώς χρησιμοποιούνται οι συγκεκριμένες αφηγήσεις για να μας πείσουν στη δημόσια σφαίρα. Η επιλογή του φαγητού μας [όταν έχουμε επιλογή, γιατί για εκατομμύρια ανθρώπους η εξασφάλιση οποιουδήποτε είδος φαγητού είναι η μόνη προτεραιότητα] και οι τρόποι που τρώμε αποκαλύπτουν πολλά για εμάς όπως τα παιδικά μας χρόνια, την καταγωγή μας, το πολιτισμικό μας υπόβαθρο, την κοινωνική μας θέση και τις αξίες μας. Όταν το φαγητό μοιράζεται με άλλους αποκαλύπτει και ιδιότητες της σχέσης που έχουμε μαζί τους. Ο Edward Espe Brown λέει: «Μετά από πολλά χρόνια, ανακάλυψα ότι, αν μπορούσα να σχετιστώ με το φαγητό με εγκάρδια συμπόνια, τελικά θα μπορούσα να μάθω να συμπεριφέρομαι στους ανθρώπους με αγάπη και σεβασμό και θα μπορούσα να αγγίζω τις πληγές μου με τρυφερότητα». Γενικότερα, το να ζεις με περισσότερη ενσυνειδητότητα ή στοχαστικότητα και να αναζητάς γνώση είναι σημαντικό κι επιτρέπει περισσότερη ελευθερία δράσης και αυτό-καθορισμού. Η πιο προσεκτική ενασχόληση με το φαγητό μπορεί να μας ωθήσει σε πιο υγιεινές επιλογές. Μπορεί επιπλέον να φέρει στο προσκήνιο ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης και μια αυξημένη επίγνωση της ανάγκης ν’ ανακουφιστούν από την πείνα οι άνθρωποι στον πλανήτη μας.

Jane Goodall                                          (Η Ελληνική μετάφραση έχει ολοκληρωθεί)

«Έτσι γίνεται; Κάνουμε ό,τι κάνουν οι φίλοι μας για να είμαστε ένα με την ομάδα, για να γίνουμε αποδεκτοί; Φυσικά υπάρχουν πάντα κάποια πιο αποφασιστικά άτομα που έχουν το θάρρος των πεποιθήσεών τους, που ξεχωρίζουν από τους αποδεκτούς κανόνες συμπεριφοράς της ομάδας. Αλλά είναι πιο πιθανόν οι ακατάλληλες ή ηθικά λανθασμένες συμπεριφορές να αλλάξουν μέσω της επιρροής ξένων, που βλέπουν με διαφορετικά μάτια, από διαφορετικό υπόβαθρο»  Jane Goodall   

«Δεν είναι πραγματική σύνδεση. Το μόνο που είναι – το ονομάζω οικειότητα βασισμένη σε κοινό εχθρό, το μόνο κοινό πράγμα είναι ότι μισούμε τους ίδιους ανθρώπους… » Brene Brown

Η σημερινή ανάρτηση προέκυψε μετά από την παρακολούθηση και το διάβασμα υλικού  σχετικά με και από τη Βρετανίδα πρωτευοντολόγο, ανθρωπολόγο, ηθολόγο, οικολόγο και Αγγελιοφόρο της Ειρήνης του ΟΗΕ, Τζέιν Γκούνταλ. Παράλληλα έφτιαξα μερικά σχέδια με μελάνι χρησιμοποιώντας φωτογραφίες που βρήκα στο διαδίκτυο.

   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Θα αναφερθώ κυρίως στο βιβλίο: Reason for Hope: A Spiritual Journey  / Λόγοι για να Ελπίζουμε:  Ένα Πνευματικό Ταξίδι (1999) που επέλεξα να διαβάσω λόγω της απομνημονευτικής του πτυχής και της παράλληλης εξερεύνησης της ελπίδας, παρόλο που δεν είναι το πιο πρόσφατο βιβλίο της. Το βιβλίο μας ταξιδεύει στις διάφορες φάσεις της προσωπικής και επαγγελματικής της ζωής και μας δίνει μια μικρή ιδέα του πώς έχει συνδυάσει την πνευματικότητα και τις θρησκευτικές της πεποιθήσεις με την επιστήμη. Γνωρίζω ότι η Goodall ήταν 65 ετών όταν έγραψε αυτό το βιβλίο πριν από είκοσι χρόνια και ότι τα περιβαλλοντικά ζητήματα έχουν βαθύνει και αυξηθεί, και η τεχνολογία και η γνώση σχετικά με την εξέλιξη των ειδών και άλλα επιστημονικά θέματα έχουν επεκταθεί πολύ, παρόλα αυτά το βιβλίο είναι αρκετά επίκαιρο αυτή τη στιγμή όπου συμβαίνουν πολλά όσον αφορά το περιβάλλον και την απώλεια οικοτόπων και εξαφάνιση πολλών ειδών. Στο κεφάλαιο του βιβλίου με τον τίτλο Ελπίδα, αφού πρώτα κάνει αναφορά στις περιβαλλοντικές καταστροφές,  διαμάχες και πολεμικές συγκρούσεις εκείνης της εποχής, αναφέρει τους βασικούς λόγους που ελπίζει. Γράφει: «Ωστόσο, παρόλα αυτά, έχω ελπίδα για το μέλλον… Αλλά μόνο εάν γίνουν αλλαγές στον τρόπο που ζούμε — και γίνουν γρήγορα. Δεν έχουμε, νομίζω, πολύ χρόνο. Και αυτές οι αλλαγές πρέπει να γίνουν από εμάς, εσείς και εγώ. Αν συνεχίσουμε να το αφήνουμε σε άλλους, το ναυάγιο είναι αναπόφευκτο. Οι λόγοι που ελπίζω είναι τέσσερις: (1) ο ανθρώπινος εγκέφαλος. (2) η ανθεκτικότητα της φύσης. (3) η ενέργεια και ο ενθουσιασμός που βρίσκεται ή μπορεί να αναζωπυρωθεί στους νέους σε όλο τον κόσμο. και (4) το αδάμαστο ανθρώπινο πνεύμα.

Ξεκινά το βιβλίο της με το να αναρωτιέται αν θα έπρεπε ν’ αρχίσει την ιστορία της από το σημείο που βγήκε από τη μήτρα της μητέρας της και έβγαλε το πρώτο της κλάμα καθώς το οξυγόνο μπήκε στους πνεύμονές της ή ν’ αρχίσει με τους προγόνους της που ήταν υπεύθυνοι για τα γονίδιά της ή ίσως με τα ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα. που διαμόρφωσαν την Ευρώπη τη δεκαετία του 1930 και τον Χίτλερ, τον Τσόρτσιλ και τον Στάλιν ή να πάει πιο πίσω στο πρώτο αληθινά ανθρώπινο πλάσμα ή κι ακόμη πιο πίσω στο πρώτο μικρό θερμόαιμα θηλαστικό ή στην πρώτη κουκκίδα ζωής στον πλανήτη γη, ως αποτέλεσμα κάποιου θεϊκού σκοπού ή κοσμικού ατυχήματος. Κατά τη διάρκεια του πολέμου έζησε στο σπίτι της γιαγιάς της με τη μητέρα, την αδερφή, τη γιαγιά, τις θείες της και ανθρώπους που ο πόλεμος είχε αφήσει άστεγους από το χάος και την καταστροφή στην Ευρώπη. Γράφει ότι «ζητήθηκε από όλα τα νοικοκυριά να βρουν χώρο για τέτοιους άτυχους. Κι έτσι η οικία Birches, εκείνη την εποχή, ήταν ένα δραστήριο μέρος, γεμάτο με ανθρώπους όλων των ειδών». Αυτό με πήγε πίσω σε ιστορίες πολέμου που μου έλεγε όταν ήμουν μικρή η μητέρα μου. Η οικογένειά της ζούσε σε ένα χωριό που χρησίμευε ως παραθαλάσσιο θέρετρο για τους ανθρώπους από την κοντινή πόλη και κατά τη διάρκεια του πολέμου κάποιοι κάτοικοι της πόλης φιλοξενήθηκαν από τους ανθρώπους του χωριού. Ο πόλεμος ήταν αυτό που έκανε την Goodall να συνειδητοποιήσει για πρώτη φορά ότι αν και η ζωή της ήταν γεμάτη αγάπη κι ακόμη υπήρχε βασική ασφάλεια, υπήρχε επίσης κι ένα άλλο είδος κόσμου, «ένας σκληρός και πικρός κόσμος πόνου και θανάτου και ανθρώπινης σκληρότητας». Το Ολοκαύτωμα την αναστάτωσε ακόμη πιο βαθιά και αναπόφευκτα προέκυψαν ερωτήματα. Πώς θα μπορούσαν οι άνθρωποι να συμπεριφέρονται έτσι; Πώς θα μπορούσε κανείς να αντέξει και να επιβιώσει από τέτοια βασανιστήρια;

Αργότερα στο βιβλίο,  όταν κάνει αναφορά στην ανατροφή της, η Goodall γράφει «Μακάρι όλοι να μπορούσαν να είναι  ευλογημένοι με μια τέτοια παιδική ηλικία, μια τέτοια οικογένεια. Πόσο διαφορετικός, πιστεύω, θα ήταν ο κόσμος. Καθώς κοιτάζω πίσω τα εξήντα πέντε χρόνια της ζωής μου μέχρι σήμερα, φαίνεται ότι τα πράγματα βρήκαν τη θέση τους. Είχα μια μητέρα που όχι μόνο ανεχόταν αλλά και ενθάρρυνε το πάθος μου για τη φύση και τα ζώα και που, ακόμα πιο σημαντικό, με έμαθε να πιστεύω στον εαυτό μου». Γράφει ότι της έτυχε μια μητέρα αρκετά σοφή ώστε να καλλιεργήσει και να ενθαρρύνει την αγάπη της για τα ζωντανά πράγματα και το πάθος της για γνώση: «Ονειρευόμουν τη φύση, τα ζώα και τη μαγεία μακρινών άγριων και απομακρυσμένων τόπων. Το σπίτι μας ήταν γεμάτο με ράφια και τα βιβλία ξεχύνονταν στο πάτωμα. Όταν έβρεχε κι έκανε κρύο, κουλουριαζόμουν σε μια καρέκλα δίπλα στη φωτιά και χανόμουν σε άλλους κόσμους». Η αγάπη της για τα πρωτεύοντα θηλαστικά μπορεί επίσης να πυροδοτήθηκε από ένα δώρο από τον πατέρα της όταν ήταν νήπιο. Το Jubilee, ένα λούτρινο παιχνίδι χιμπατζή που είχε κατασκευαστεί για τον εορτασμό της γέννησης του πρώτου χιμπατζή στον ζωολογικό κήπο του Λονδίνου, έγινε το πιο αγαπητό απόκτημά της. Αργότερα ενθυμούμενη το πρώτο της ταξίδι στην Αφρική στα είκοσί της, λέει: «Τώρα το Κάστρο της Κένυας [το πλοίο] με μετέφερε σ έναν νέο κόσμο, όπου τα μαθήματα θα τα διδασκόμουν από την ίδια τη ζωή με όλες τις υπέροχες, μερικές φορές τραγικές, συχνά σκληρές, ανακολουθίες κι εκπλήξεις. Και θα μπορούσα να περάσω σε αυτή τη νέα εποχή χωρίς φόβο, γιατί ήμουν εξοπλισμένη, από την οικογένειά μου και από την εκπαίδευσή μου, με υγιείς ηθικές αξίες κι ένα ανεξάρτητο, ελεύθερο μυαλό».

Το βιβλίο επίσης ανιχνεύει τις πνευματικές και φιλοσοφικές της επιρροές και ερωτήματα γύρω από την θεωρία του αισθησιασμού, της ανθρώπινης  αντοχής και τα βασανιστήρια. Ερωτήσεις όπως: Θα είχα την δύναμη να υπομείνω όσα υπέστησαν ο Ιησούς και οι μάρτυρες; Πώς θα είχα αντέξει τα βασανιστήρια στον πόλεμο; Θα μπορούσα να σιωπήσω για να προστατεύσω αυτούς που αγαπούσα, τους ανθρώπους της ομάδας μου, αν τα καρφιά μου τρυπούσαν τη σάρκα, αν με χτυπούσαν, αν με βασάνιζαν; Η Goodall γράφει: «Δεν πίστευα ότι θα μπορούσα να αντέξω και πέρασα ώρες αγωνιώντας για αυτό. Θα θυσίαζα τη ζωή μου για αυτό που πίστευα; Φυσικά, δεν μπορούσα να είμαι σίγουρη. Για να παραφράσουμε αυτό που είπε κάποτε η Eleanor Roosevelt: οι άνθρωποι είναι σαν τα φακελάκια τσαγιού. ποτέ δεν ξέρεις πόσο δυνατά είναι μέχρι να τα ρίξεις σε βραστό νερό». Αυτό το μέρος του βιβλίου μου θύμισε επίσης τις δικές μου ερωτήσεις σχετικά με σοβαρά ζητήματα ζωής, καθώς μεγάλωνα αμφισβητώντας πολλές ιδέες που κυκλοφορούσαν στο ευρύτερο περιβάλλον μου. Στην εφηβεία είχα αρχίσει επίσης να διαβάζω για την πιο πρόσφατη ιστορία της Ελλάδας, με τις πιο σκοτεινές σελίδες του εμφυλίου, της εξορίας, των διώξεων και των βασανιστηρίων. Κι εγώ αναρωτιόμουν αν είχα μέσα μου τη δύναμη να αντέξω βασανιστήρια για να παραμείνω πιστή σε αυτά που πίστευα και ποια ήταν τα ανθρώπινα όρια και τι προκαλούσαν στους ανθρώπους ο πόλεμος, το τραύμα, η φυλάκιση, η εξορία και άλλες ανθρώπινες σκληρότητες.

Ένα θέμα που ο Goodall αναλύει εκτενέστερα στο βιβλίο σε αρκετά κεφάλαια είναι η επιθετικότητα. Η ανάλυση της βασίζεται κυρίως στην εξελικτική προοπτική. Κατά τα πρώτα δέκα χρόνια της μελέτης της πίστευε ότι οι χιμπατζήδες του Gombe ήταν, ως επί το πλείστον, μάλλον πιο καλοί από τους ανθρώπους. Είχε παρατηρήσει την επιθετικότητα τους μερικές φορές για φαινομενικά ασήμαντους λόγους, αλλά ως επί το πλείστον είχε διαπιστώσει ότι η επιθετικότητα μέσα στην κοινότητα ήταν περισσότερο απειλές και φωνές παρά σκληρές μάχες. Η μελέτη της είχε δείξει ότι κυρίως οι σχέσεις μεταξύ των χιμπατζήδων μιας κοινότητας είναι χαλαρές και φιλικές με συχνές εκφράσεις φροντίδας, βοήθειας, συμπόνιας, αλτρουισμού και σίγουρα μια μορφή αγάπης. Οι χιμπατζήδες είναι επίσης έντονα σωματικοί. Όταν συναντιούνται οι φίλοι μπορεί να αγκαλιαστούν και να φιληθούν. Όταν φοβούνται, απλώνουν το χέρι για να αγγίξουν ο ένας τον άλλον, χαϊδεύουν ο ένας τον άλλον, πιάνονται χέρι-χέρι και ασχολούνται με την κοινωνική περιποίηση (social grooming) και οι δεσμοί μεταξύ των μελών της οικογένειας είναι ισχυροί και ανθεκτικοί, και όχι μόνο μεταξύ των μητέρων και των απογόνων τους, αλλά και μεταξύ των αδελφών. Υιοθετούν επίσης μικρά ορφανά κι αυτή η συμπεριφορά δεν έχει παρατηρηθεί μόνο στα  θηλυκά, αλλά και σε αρσενικά. Μερικές από αυτές τις συγκινητικές ιστορίες των χιμπατζήδων που μελέτησε η Goodall βρίσκονται στο εικονογραφημένο βιβλίο της Με αγάπη (With Love).

Και ξαφνικά διαπίστωσαν ότι οι χιμπατζήδες είχαν μια σκοτεινή πλευρά στη φύση τους και ότι μπορούσαν να γίνουν βάναυσοι. Η Goodall γράφει ότι εκείνη την εποχή μέρος του επιστημονικού κόσμου ήθελε να παραμείνει σε άρνηση σχετικά με το δυσάρεστο γεγονός. Ήταν επίσης η εποχή της συζήτησης σχετικά με τη φύση εναντίον της ανατροφής (nature versus nurture). Υπήρχαν εκείνοι που πίστευαν ακράδαντα ότι η επιθετικότητα ήταν έμφυτη, κωδικοποιημένη στα γονίδιά μας. κι εκείνοι που υποστήριζαν ότι ένα ανθρώπινο βρέφος έρχεται στον κόσμο σαν ένα λευκό φύλλο χαρτιού στο οποίο χαράζονται τα γεγονότα που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της ζωής του και ότι αυτό μόνο καθορίζει την ενήλικη συμπεριφορά του παιδιού. Η Goodall ισχυρίζεται ότι ενώ ο πόλεμος στην τυπική ανθρώπινη μορφή του είναι μια πολιτισμική εξέλιξη, ορισμένες προ-προσαρμογές πρέπει να υπήρχαν στους πρώτους προγόνους  για να επιτρέψουν την εμφάνισή του. Η πιο κρίσιμες από αυτές τις προσαρμογές θα περιελάμβαναν τη συνεργατική ομαδική ζωή, τις κυνηγετικές δεξιότητες, την εδαφικότητα  (επιθετικότητα και κτητικότητα όταν επρόκειτο για την περιοχή τους) και τη χρήση όπλων. Θα έπρεπε επίσης να υπάρχει ένας εγγενής φόβος για τους ξένους που να εκφράζεται με εχθρικές επιθέσεις.

Επίσης, οι χιμπατζήδες, όπως κι οι άνθρωποι, έχουν ισχυρή προδιάθεση για να ενεργούν επιθετικά σε συγκεκριμένα πλαίσια – ζήλιας, ανταγωνισμού για φαγητό ή σεξ ή περιοχή, φόβου, εκδίκησης, κλπ. Η μελέτη τους είχε δείξει ότι οι χιμπατζήδες του Gombe είχαν αυτές τις ιδιότητες κι όχι μόνο υπερασπίζονταν το έδαφός τους, αλλά μερικές φορές το διεύρυναν σε βάρος ενός ασθενέστερου γείτονα. Όσον αφορά τους ανθρώπους, γράφει ότι ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα που έχουν διαπιστωθεί σχετικά με την ανθρώπινη συμπεριφορά, καθώς σχετίζεται με τον πόλεμο και άλλες πράξεις βίας κατά ομοειδών  είναι ότι η πολιτισμική εξέλιξη επιτρέπει την ανάπτυξη  ψευτό-ειδογένεσης ή πολιτισμικής ειδογένεσης.  Η πολιτισμική ειδογένεση σημαίνει απλώς τη μετάδοση ατομικά επίκτητης συμπεριφοράς από τη μια γενιά στην άλλη μέσα σε μια συγκεκριμένη ομάδα. Με τον καιρό αυτό οδηγεί στη συλλογική κουλτούρα (τα ήθη και έθιμα) αυτής της ομάδας. Σημαίνει επίσης ότι τα μέλη μιας ομάδας (the in-group) μπορεί όχι μόνο να βλέπουν τους εαυτούς τους διαφορετικούς από τα μέλη μιας άλλης ομάδας ή όλων αυτών εκτός της ομάδας (the out-group), αλλά και να συμπεριφέρονται με διαφορετικούς τρόπους σε άτομα της ομάδας τους και σε άτομα εκτός αυτής. Όταν αυτό εντείνεται, οδηγεί στην απανθρωποποίηση / dehumanizing αυτών που βρίσκονται εκτός της ομάδας, έτσι ώστε να μπορούν να θεωρούνται σχεδόν ως μέλη ενός διαφορετικού  είδους. Αυτό απελευθερώνει τα μέλη της ομάδας από τις αναστολές και τις κοινωνικές κυρώσεις που λειτουργούν εντός της ομάδας και τους δίνει τη δυνατότητα να συμπεριφερθούν προς «εκείνους τους άλλους» με τρόπους  που δεν θα ήταν ανεκτές εντός της ομάδας. Σκλαβιά και βασανιστήρια στο ένα άκρο της κλίμακας, γελοιοποίηση και εξοστρακισμός στο άλλο. Κάτι παρόμοιο παρατηρήθηκε μεταξύ των χιμπατζήδων. Για παράδειγμα, οι χιμπατζήδες Καχάμα αντιμετωπίστηκαν σαν να ήταν θηράματα, με άλλα λόγια, είχαν «απο-χιμπαντζιοποιηθεί».

Δυστυχώς, η πολιτισμική ειδογένεση έχει πλέον αναπτυχθεί ιδιαίτερα στις ανθρώπινες κοινωνίες σε όλο τον κόσμο. Η τάση μας να σχηματίζουμε επιλεγμένες εσωτερικές ομάδες από τις οποίες αποκλείουμε όσους δεν μοιράζονται το εθνικό μας υπόβαθρο, την κοινωνικοοικονομική μας θέση, τις πολιτικές μας πεποιθήσεις, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, κλπ, είναι ένας από τους κύριους λόγους πολεμικών συγκρούσεων, εξεγέρσεων, συγκρούσεων συμμοριών και άλλων μορφών κοινωνικής  βίας. Η Jane Goodall γράφει ότι «η πολιτισμική ειδογένεση είχε ακρωτηριάσει την ανθρώπινη ηθική και πνευματική ανάπτυξη…. Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ ήταν πολύ ευαίσθητος στους κινδύνους της ομαδοποίησης. Σε όλη του τη ζωή είχε προσπαθήσει να επεκτείνει τον κύκλο της συμπόνιας του για να συμπεριλάβει ανθρώπους όλων των φυλών, θρησκειών και κοινωνικών τάξεων…» Η Goodall επισημαίνει περαιτέρω πώς η πολιτισμική ειδογένεση έχει εμποδίσει την ελευθερία της σκέψης και πώς είναι εμπόδιο στην παγκόσμια ειρήνη. Ισχυρίζεται ότι, αν και δεν είναι κακό να είναι κανείς μέλος μιας ομάδας, επειδή μπορεί να μας δώσει παρηγοριά και να μας προσφέρει έναν στενό κύκλο φίλων, γίνεται επικίνδυνο όμως μόλις «χαράξουμε μια αιχμηρή γραμμή, σκάβοντας το χαντάκι, βάζοντας το ναρκοπέδιο, μεταξύ της δικής μας ομάδας και κάθε άλλης ομάδας που σκέφτεται διαφορετικά».

Από ορισμένες απόψεις, η ανθρώπινη επιθετική συμπεριφορά είναι μοναδική γιατί, παρόλο που φαίνεται ότι οι χιμπατζήδες έχουν κάποια επίγνωση του πόνου που προκαλούν στα θύματά τους, σίγουρα δεν είναι ικανοί για σκληρότητα με την ανθρώπινη έννοια.  Μόνο εμείς οι άνθρωποι προκαλούμε σωματικό και ψυχικό πόνο στα ζωντανά πλάσματα σκόπιμα και ακόμη περισσότερο επειδή ακριβώς γνωρίζουμε τα δεινά που συνεπάγεται. Αλλά, είναι επίσης αλήθεια ότι περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο πλάσμα μπορούμε ή μπορούμε να μάθουμε να ελέγχουμε τα πιο σκοτεινά μας ένστικτα. Ο Goodall γράφει: «Μήπως και η ικανότητα αγάπης και φφροντίδας και αλτρουισμού της ανθρώπινης φύσης δεν αποτελούν εξίσου μέρος της κληρονομικότητας των πρωτευόντων; Τι, αν μη τι άλλο, αναρωτήθηκα, θα μπορούσε η μελέτη μας για τους χιμπατζήδες να μας πει για τις ρίζες της αγάπης… κι ενώ δύσκολα μπορούμε να αρνηθούμε τη βιολογική μας φύση και τα ένστικτα μας, είμαστε επίσης, εδώ και χιλιάδες χρόνια μέρος μιας πολιτισμικής εξέλιξης …. Είναι ανάγκη για πάντα να είμαστε διχασμένοι προς δύο διαφορετικές κατευθύνσεις, σκληροί στη μια περίπτωση, καλοί στην επόμενη; Ή έχουμε την ικανότητα να ελέγχουμε αυτές τις τάσεις, επιλέγοντας την κατεύθυνση που θέλουμε να πάμε;… αν οι χιμπατζήδες μπορούν να ελέγξουν τις επιθετικές τους τάσεις και να διαχέουν μια κατάσταση όταν τα πράγματα ξεφεύγουν, μπορούμε κι εμείς. Κι εδώ, ίσως, να βρίσκεται η ελπίδα για το μέλλον μας: έχουμε πραγματικά την ικανότητα να παρακάμψουμε τη γενετική μας κληρονομιά. …. Ο εγκέφαλός μας είναι αρκετά εξελιγμένος. Το θέμα είναι αν θέλουμε πραγματικά να ελέγξουμε τα ένστικτά μας».

Μπορούμε αν θέλουμε να μάθουμε να υποστηρίζουμε ο ένας τον άλλον και να καλλιεργήσουμε διαφορετικούς τρόπους ύπαρξης, κι όπως έχω αναφέρει και σε προηγούμενες δημοσιεύσεις, η επιστήμη έχει δείξει ότι είμαστε καλωδιωμένοι για να είμαστε καλοί και συμπονετικοί κι αυτές είναι πιο ευεργετικές καταστάσεις ύπαρξης τόσο για τη φυσιολογία όσο και για τη συναισθηματική μας υγεία, αλλά και για τους γύρω μας. Η Goodall πιστεύει ότι οι σπόροι που απαιτούνται για την ανάπτυξη μιας συμπονετικής και ηθικής κοινωνίας βρίσκονται μέσα μας ως ανθρώπινο δυναμικό. Σημειώνει επίσης ότι ως είδος έχουμε προχωρήσει πολύ σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και το γεγονός ότι το είδος μας ανέπτυξε την προφορική γλώσσα μας έδωσε τη δυνατότητα να αναπτύξουμε εξελιγμένους ηθικούς κώδικες συμπεριφοράς. Και αυτό συνέβη σε όλα τα μέρη του κόσμου σε όλους τους πολιτισμούς από όλους τους λαούς. Κάνει αναφορά στον Pierre Lecomte du Noüy, Γάλλο βιοφυσικό και φιλόσοφο, ο οποίος ήδη από το 1937 δήλωνε ότι οι άνθρωποι, έχοντας αργά και ενάντια σε όλες τις πιθανότητες φτάσει και επιβιώσει στον πλανήτη γη, βρίσκονται στη διαδικασία να αποκτήσουν τα ηθικά χαρακτηριστικά που θα μας επέτρεπαν να γίνουμε όλο και λιγότερο επιθετικοί και πολεμικοί και πιο ικανοί να παρέχουμε φροντίδα και συμπόνια. Αυτό, ένιωθε, ήταν το απόλυτο πεπρωμένο μας, ο λόγος ύπαρξης του ανθρώπινου είδους.

Στο βιβλίο υπάρχει επίσης ένα κεφάλαιο για ανήθικους, σύμφωνα με τα σημερινά πρότυπα. επιστημονικούς πειραματισμούς σε ζώα, στο οποίο ο Goodall περιγράφει μερικές πολύ οδυνηρές ιστορίες χιμπατζήδων σε εργαστήρια. Αναφέρεται επίσης στο γεγονός ότι τα άγρια ​​ζώα που κρατούνται σε αιχμαλωσία ή ως κατοικίδια συχνά δεν μπορούν να προσαρμοστούν στους φυσικούς οικοτόπους τους, Αυτό μου θύμισε το μυθιστόρημα, Jennie, του Ντάγκλας Πρέστον (Douglas Preston) για έναν χιμπατζή, το είδος που μοιράζεται το 98+ % του DNA μας,  που διάβασα δεκαετίες πριν. Το μυθιστόρημα βασίζεται σε επιστημονικά ευρήματα και έρευνες της εποχής.  Ένας επιστήμονας συναντά ένα ορφανό νεογέννητο χιμπατζή ενώ είναι σε ένα ερευνητικό ταξίδι στην Αφρική κι αποφασίζει να φέρει το πιθηκάκι πίσω στη Βοστώνη και να το μεγαλώσει μαζί με τα δύο μικρά παιδιά του ως ένα είδος επιστημονικού πειράματος. Η Τζένη μαθαίνει να οδηγεί ένα τρίκυκλο ποδηλατάκι, τσακώνεται για την τηλεόραση με τα αδέρφια της, φοράει ρούχα, γνωρίζει την Αμερικανική Νοηματική Γλώσσα και δείχνει σημάδια θλίψης για το θάνατο της γάτας της, αργότερα συνοδεύει τον έφηβο αδελφό της και μαθαίνει να πίνει μπύρα. Πάνω από όλα, δένεται με την οικογένεια και πιστεύει ότι είναι άνθρωπος.  Όλα λοιπόν πάνε καλά μέχρι που η Τζένη φτάνει στην εφηβεία…. Η αφήγηση της ιστορίας γίνεται από τις διαφορετικές οπτικές γωνίες των πιο κοντινών ανθρώπων της. Το βιβλίο θέτει το ερώτημα: Τι σημαίνει πραγματικά να είσαι άνθρωπος;

Υπάρχει ένα συγκινητικό απόσπασμα στο μυθιστόρημα που περιέχει μέρος της αποχαιρετιστήριας ομιλίας στην ταφή της Jennie η οποία αυτοκτόνησε χτυπώντας το κεφάλι της στα κάγκελα του μικρού της κλουβιού στο καταφύγιο που την είχαν αφήσει αφού πρώτα είχε ζήσει σαν άνθρωπος με την ανθρώπινη οικογένεια της. Ο Σάντυ, ο ανθρώπινος αδερφός της, με τον οποίο η Τζένη είχε δημιουργήσει έναν βαθύ δεσμό, την αποχαιρέτησε με τα παρακάτω λόγια.

“Είναι μεγάλη ειρωνεία. Με όλα αυτά τα πειράματα που έκαναν, σχεδόν κατάφεραν να εξαλείψουν κάθε διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο και το ζώο. Το μόνο που δεν υπολόγισαν ήταν την ικανότητα της Τζένη να συλλάβει την ιδέα του θανάτου…… Την τελετή την ανέλαβα  εγώ. Διάλεξα ένα απόσπασμα από τον «Αποχαιρετισμό στα όπλα», που ήταν ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία όταν ήμουν έφηβος, και το απομνημόνευσα, είναι ένα βιβλίο που διαπραγματεύεται το θάνατο……. Δεν ξετρελαίνομαι πια τόσο πολύ με τον Χέμινγουαιη όπως παλιότερα όμως το απόσπασμα αυτό μου άρεσε πάντα….. Ακούστε τι λέει: «Αν οι άνθρωποι φέρουν τόσο θάρρος στον κόσμο, ώστε ο κόσμος αυτός να πρέπει να τους σκοτώσει για να τους τσακίσει, τότε φυσικά τους σκοτώνει. Ο νόμος τσακίζει τον καθένα από μας, αλλά μερικοί γίνονται πιο δυνατοί τα σημεία που τους τσάκισαν. Εκείνοι όμως που δεν λένε να λυγίσουν, τους σκοτώνει. Σκοτώνει τους πιο καλούς και τους πιο τρυφερούς και τους πιο γενναίους, χωρίς διάκριση». Έτσι ήταν η Τζένη. Καλή, τρυφερή και πάνω από όλα γενναία. Ήθελε να είναι ελεύθερο ανθρώπινο πλάσμα ή τίποτα. Χωρίς συμβιβασμούς…….. Δεν επρόκειτο ποτέ της να δεχτεί να είναι ζώο κλεισμένο σε κλουβί ή ταίρι κάποιου χιμπατζή σ’ ένα νησάκι. Ο θάνατος της είχε ευγένεια και ομορφιά. Και μου έδωσε ένα μάθημα: Δεν θα επιτρέψω στον κόσμο να με τσακίσει. Και όταν φύγω από εδώ θα έχω μάθει να κουβαλάω την ελευθερία μου μέσα στην καρδιά μου…… Αν είσαι πραγματικά ελεύθερος, αληθινά γενναίος, τότε ο κόσμος ούτε να σε σκοτώσει μπορεί, ούτε να σε τσακίσει, ούτε καν να σε αγγίξει….»