Today I drank tea on the patio and I thought of how we internalize the landscape we live in. It inhabits us. The Greek landscape is a lot of blue, blue skies, blue seas, and a lot of sun and light. It stirs my heart and it reminds me of beautiful poetry of the rugged terrain, of the trees and of the sky and the sea

‘You spoke about things they couldn’t see and so they laughed. Yet to row up the dark river against the current, to take the unknown road blindly, stubbornly, and to search for words rooted like the knotted olive tree- let them laugh. And to yearn for the other world to inhabit today’s suffocating loneliness, this ravaged present- let them be’ Giorgos Seferis, Greek poet awarded the Nobel Prize in 1963

ΕΠΙΦΑΝΙΑ  – Γεώργιος Σεφέρης

Τ’ ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού

η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ’ ασφοδίλια

το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας

και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου

χρυσά. τ’ άστρα του Κύκνου κι’ εκείνο τ’ άστρο ό Αλδεβαράν.

Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας

ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής

σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς,

καμιά φωτιά στην κορυφή τους. βραδιάζει.

Κράτησα τη ζωή μου. στ’ αριστερό σου χέρι μια γραμμή

μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν

στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα

να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω

γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή.

Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα

περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της.

Ανεβαίνω τα βουνά. μελανιασμένες λαγκαδιές. o χιονισμένος

κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν

μήτε o καιρός κλειστός σε βουβά ερημοκλήσια μήτε

τα χέρια που απλώνονται για να γυρέψουν, κι’ οι δρόμοι.

Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή

δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ. ψίθυροι

σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη

σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια

σαν την ανάμνηση, της φωνής σου λέγοντας «ευτυχία».

Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών

κάτω απ’ τον πάγο το χαμογέλιο της θάλασσας τα κλειστά πηγάδια

ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες πού μου ξεφεύγουν

εκεί πού τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ό άνθρωπος

πού βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής.

Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό πού σ’ αγγίζει

στάλες βαριές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπο σου

μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή

βρίσκοντας έναν κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτερά του,

δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα.

ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει δεν έχει αλλαγή, όσο γυρεύεις

να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους πού έφυγαν

εκείνους πού χάθηκαν μέσα στον ύπνο τους πελαγίσιους τάφους,

όσο ζητάς τα σώματα πού αγάπησες να σκύψουν

κάτω από τα σκληρά κλωνάρια των πλατάνων εκεί

πού στάθηκε μια αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη

και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε ή καρδιά σου,

Ο δρόμος δεν έχει αλλαγή. κράτησα τη ζωή μου.

Το χιόνι και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων.

Beautiful and Strange Homeland by Odysseas Elytis, Greek poet awarded the Nobel Prize in 1979

I’ve never seen a homeland more beautiful and strange
Than the one that fell to my lot
Throws a line to catch fish, catches birds instead
Sets up a boat on land, a garden in the waters
Weeps, kisses the ground, emigrates
Ends up a pauper, becomes brave
Reaches for a stone, lets it down
Tries to carve it, works miracles
Gets into a boat, reaches the ocean
Looks for revolutions, wants tyrants.

‘To trust in your goodness is your ultimate success’ Danielle LaPorte

«Η εμπιστοσύνη στην καλοσύνη σου είναι η ύστατη επιτυχία σου»

‘Many of us learn to subsist on a criticism diet, in a kind of pain that eats us. We turn the pain we feel against ourselves, using our hurts as evidence that we must be unworthy—not awfully bad, but certainly not wholly good… All oppressive systems feed this lie of unworthiness, of “not goodness”. This is the damning illusion of separation from Source………. So how did I come to my own conclusion of goodness? It doesn’t matter, really. (It’s the work of a lifetime.) What matters is that you lock eyes with your own Soul and believe when it tells you: You’re a good person. Always have been, always will be’  (From http://www.daniellelaporte.com/to-trust-in-your-goodness-is-the-ultimate-success/?)

Metaphor and poetry

The house has served as a metaphor for all sorts of things. It has been used to describe the mind, brain and body, among other things.

(The house image is from a series of conceptual-art sculptures by artist Michael Jantzen)

Objects like bags, suitcases and luggage have also often been used as symbols and containers for many ideas and experiences. A professor I once had described denial as: our packing our bags and permanently checking in a hotel. Luggage also conjures concepts of travel and departure, but also of revealing and understanding, as in unpacking an experience or an idea. In this last poem written by the Greek poet Yiannis Ritsos to his wife, a year before he died, the preparation of suitcases seem to be a metaphor for his last journey.

Το τελευταίο καλοκαίρι  (Γιάννης Ρίτσος  / Καρλόβασι, 1989)

Αποχαιρετιστήρια χρώματα των δειλινών.
Καιρός να ετοιμάσεις / τις τρεις βαλίτσες
— τα βιβλία, τα χαρτιά, τα πουκάμισα —
και μην ξεχάσεις εκείνο το ρόδινο φόρεμα
που τόσο σου πήγαινε
παρ’ ότι το χειμώνα δε θα το φορέσεις.
Εγώ, τις λίγες μέρες που μας μένουν ακόμη,
θα ξανακοιτάξω τούς στίχους που έγραψα Ιούλιο κι Αύγουστο
αν και φοβάμαι πως τίποτα δεν πρόσθεσα,
μάλλον πως έχω αφαιρέσει πολλά,
καθώς ανάμεσα τους διαφαίνεται
η σκοτεινή υποψία πως αυτό το καλοκαίρι
με τα τζιτζίκια του, τα δέντρα του, τη θάλασσά του,
με τα σφυρίγματα των πλοίων του στα ένδοξα λιογέρματα,
με τις βαρκάδες του στο φεγγαρόφωτο
κάτω απ’ τα μπαλκονάκια
και με την υποκριτική ευσπλαχνία του, θα ‘ναι το τελευταίο.

(The photo shows a project of Public Art San Antonio. It is a 16-foot wheel of vintage luggage)