Διαδικασία, προϊόν και δημιουργός, και λίγη ποίηση
«Κοιτάμε τον κόσμο μια φορά, στην παιδική ηλικία. Τα υπόλοιπα είναι μνήμη». Λουίζ Γκλυκ / Louise Glück
«Πρέπει να μάθεις να εμπιστεύεσαι τους ανθρώπους, έλεγε η Rose. Όσο περισσότερο εμπιστεύεσαι, τόσο περισσότερα έχεις την πολυτέλεια να χάσεις». (Από βιβλίο Μarigold and Rose της Louise Glück)
Πορτρέτο της Louise Glück
Ένα παιδί σχεδιάζει το περίγραμμα ενός σώματος.
Ζωγραφίζει ότι μπορεί, αλλά είναι λευκό παντού,
δεν μπορεί να συμπληρώσει αυτό που ξέρει ότι υπάρχει.
Μέσα στη μη υποστηριζόμενη γραμμή, ξέρει // ότι η ζωή λείπει, έχει κόψει
το ένα φόντο από το άλλο. Σαν παιδί, // στρέφεται στη μητέρα του.
Και εσύ ζωγραφίζεις την καρδιά
ενάντια στο κενό που αυτή έχει δημιουργήσει.
Η σημερινή ανάρτηση περιέχει έναν πίνακα που δουλεύω από την αρχή της χρονιάς. Εδώ και αρκετό καιρό, ήθελα να ασχοληθώ με πίνακες που αγαπώ από μερικούς από τους πιο σημαντικούς και γνωστούς Έλληνες καλλιτέχνες, όχι κοιτάζοντας και διαβάζοντας γι’ αυτούς, αλλά μέσα από τη δική μου καλλιτεχνική διαδικασία. Έτσι, τελικά αποφάσισα να ξεκινήσω με δύο πίνακες του Νίκου Λύτρα (1883-1927), που θεωρείται ένας από τους πιο τολμηρούς εκπροσώπους του πρώιμου ελληνικού μοντερνισμού. Είναι γιος ενός άλλου σημαντικού καλλιτέχνη, του Νικηφόρου Λύτρα, ο οποίος του έδωσε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής ως παιδί. Σπούδασε στην Αθήνα και μετά στο Μόναχο. Ζωγράφισε πορτρέτα, εσωτερικές και εξωτερικές σκηνές με ανθρώπους, νεκρές φύσεις και έχει δημιουργήσει και πολλούς όμορφους, ηλιόλουστους πίνακες της Αττικής και των Ελληνικών νησιών. Τη δουλειά αυτών των καλλιτεχνών την γνώρισα κυρίως κατά τη διάρκεια μαθημάτων ιστορίας της τέχνης με τον καθηγητή ιστορίας της τέχνης, κριτικό και συγγραφέα, Μάνο Στεφανίδη, πριν από περίπου είκοσι χρόνια.
Το βιβλίο σχετικά με τον Νίκο Λύτρα στις φωτογραφίες είναι από την επίσκεψή σε μια αναδρομική έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη το 2008. Η Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα, που δυστυχώς έφυγε από τη ζωή το 2022, καθηγήτρια ιστορίας τέχνης, συγγραφέας και διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης για πολλά χρόνια, ισχυρίζεται ότι του Λύτρα «το πινέλο, είναι μοναδικό, προσωπικό και εξαιρετικά μοντέρνο, δεν έχει προηγούμενο στην ελληνική ζωγραφική. Ζωγραφίζει με μια καθαρή και φωτεινή παλέτα, διατηρώντας την ίδια ζωηρότητα στον καμβά με το χρώμα που προέρχεται απευθείας από το σωληνάριο. Χρησιμοποιεί σαρωτικές πινελιές, αφήνοντας λαχταριστά, ανάγλυφα σημάδια στον καμβά. Η πινελιά του είναι γρήγορη, χειρονομιακή και όμως απόλυτα ελεγχόμενη και δομική. Χτίζει τη φόρμα, αιχμαλωτίζοντας τον όγκο χωρίς τη χρήση σκίασης, αλλά με τη χώρο-διαμορφωτική δύναμη των συμπληρωματικών και ζεστών-κρύων χρωμάτων. Με αυτόν τον τρόπο, δημιουργεί έναν πίνακα που μεταφέρει πλήρως την ουσία του μεσογειακού φωτός….. Η ζωγραφική του είναι γεμάτη ένταση, ενέργεια και έμπνευση. Μεταφέρει μια αίσθηση χαράς και όχι αγωνίας, όπως συμβαίνει συνήθως με τους πίνακες των Γερμανών Εξπρεσιονιστών…» [δική μου μετάφραση από Αγγλικά}.
Η πρόθεσή μου δεν ήταν σε καμία περίπτωση να δημιουργήσω ένα αντίγραφο αυτών των δύο σπουδαίων ελαιογραφιών που χρησιμοποίησα ως σημείο αναφοράς: Το διάβασμα (50,5 x 38,5 cm) και Καθάρισμα κυδωνιών (89 x 66 cm) και που δημιουργήθηκαν από τον καλλιτέχνη από το 1923 έως το 1925. Έχω χρησιμοποιήσει καμβάδες διαστάσεων 70 cm x 1m και ακρυλικά χρώματα. Συνήθως ζωγραφίζω από φωτογραφίες, τη φαντασία μου και πραγματικά αντικείμενα, οπότε η «ζωγραφική από ζωγραφική» ήταν πολύ διαφορετική εμπειρία. Η διαδικασία ήταν σαν ένας διάλογος με τον πίνακα, ένας διαλογισμός κατά κάποιο τρόπο. Παρατήρησα τη διαδικασία αφήνοντας την να με απομακρύνει ή να με φέρει πιο κοντά στο περιεχόμενο ή τη μορφή του πίνακα. Μέσω αυτής της παρατήρησης κι αλληλεπίδρασης, μπόρεσα μεν να παρατηρήσω και να εκτιμήσω πολύ περισσότερο το έργο, αλλά η όλη προσπάθεια ήταν επίσης κι ένα παράθυρο στη δική μου εμπειρία και μνήμη που ήταν κι η πρόθεση μου.
Εκτός από τη ζωγραφική, αυτό το διάστημα αξιολογώ και αναλογίζομαι το δεκαετές ταξίδι μου με τις πρακτικές διαλογισμού και ενσυνειδητότητας και τον επόμενο μήνα ελπίζω να γράψω κάτι γι’ αυτό. Διάβασα επίσης ποίηση της Louise Glück, η οποία κέρδισε το βραβείο Νόμπελ ποίησης το 2020. Θα αναφερθώ σε ένα σύντομο βιβλίο της με τίτλο Marigold and Rose, και επίσης, θα μοιραστώ ψήγματα από την ποίησή της.
Το βιβλίο Marigold and Rose [τα ονόματα σημαίνουν κατιφές και τριαντάφυλλο] είναι η πρώτη δημοσιευμένη μυθοπλασία της Louise Glück. Μοιάζει με παιδική ιστορία και είναι γραμμένο από μια πολύ νεαρή οπτική γωνία με μια ενήλικη πολυπλοκότητα, ωσάν η αφηγήτρια να είναι συγχρόνως το μωρό και η μελλοντική ενήλικη. Αφορά τις εσωτερικές ζωές, τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τα γεγονότα του πρώτου χρόνου στη ζωή δίδυμων αδελφών που πέρασαν τις πρώτες μέρες της ζωής τους σε μια θερμοκοιτίδα. Οι αδερφές φιγουράρουν συχνά στην ποίηση της Gluck. Αναφέρεται επίσης στο τραύμα του θανάτου της μεγαλύτερης αδελφής της πριν γεννηθεί. Σε ένα ποίημα της γράφει: Από τις δύο αδερφές // η μια είναι πάντα η παρατηρήτρια, // η μια η χορεύτρια… και νομίζω ότι αυτό το μοτίβο υπάρχει και σε αυτό το κείμενο.
Σε αυτήν την ιστορία, αυτή που παρατηρεί φαίνεται να είναι η Marigold, η οποία, παρόλο που προφανώς δεν μπορεί ακόμη να διαβάσει ή να μιλήσει, ήδη επεξεργάζεται ένα βιβλίο στο μωρουδίστικο μυαλό της. Λαχταρά την ενηλικίωση με το «τεράστιο φορτίο λέξεων». Υπάρχουν πολλές αναφορές στη γοητεία που ασκούν οι λέξεις στη Marigold ακόμη και πριν τις κατακτήσει και η μελλοντική συγγραφική πορεία της μοιάζει αναπόφευκτη. Ένα βιβλίο επωαζόταν στο νου της Marigold, παρόλο που δεν μπορούσε ακόμη να γράψει: «Αλλά το βιβλίο ήταν πολύ αργό γιατί τα δίδυμα δεν έκαναν τίποτα. Ξάπλωναν στις κούνιες τους, πίσω από τα κάγκελα σαν εγκληματίες» και «Τίποτα από αυτά δεν γράφτηκε. Αλλά έπαιρνε μορφή στο κεφάλι της, όλη μέρα καθώς φαινόταν……. Πώς θα μπορούσε να πάρει μορφή χωρίς λόγια; Η Marigold δεν ήξερε. Ίσως ήταν ένα παρακλάδι κάποιας αρχαίας φόρμας, από εκείνη την εποχή χωρίς λέξεις πριν από την ελληνική ή τη σανσκριτική….».
Από την άλλη, η Rose παρατηρεί όλα όσα συμβαίνουν γύρω της και κάνει πιο αισθητή την παρουσία της. Είναι πιο δυνατή και πιο εξωστρεφής, παρόλο που μερικές φορές νιώθει ότι μπορεί να της λείπει το βάθος. Καταλαβαίνει ότι η Marigold είναι πολυμήχανη και αυτή δεν είναι. Αυτή είναι το καλό μωρό, αλλά δεν είναι πολυμήχανη. Η Rose μας λέει επίσης ότι «δίπλα στο όνομα της Marigold υπήρχαν επιλεγμένα πολλά κουτάκια ανάγκης βελτίωσης».
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι μια παρουσίαση εναλλακτικών τρόπων κοριτσίστικης ηλικίας, ή θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει τις διαφορετικές δυνάμεις και κλίσεις ενός εαυτού ή δύο πλευρές του εαυτού ή το πορτρέτο ενός συγγραφέα ή καλλιτέχνη ή τις πιθανές επιλογές που έχουμε στη διάθεσή μας και τους διαφορετικούς δρόμους που μπορεί να ακολουθήσουμε.. Η ιστορία υπαινίσσεται επίσης τη διαδικασία της ψυχολογικής διαφοροποίησης και της σύνδεσης και ενότητας των αδελφών. Είναι μεν σύμμαχοι καθώς παρατηρούν η μια της άλλης, τις ευπάθειες, τα όρια δυνατοτήτων καθώς και τα δυνατά σημεία τους, αλλά έχουν επίσης επίγνωση των διαφορών τους και του ότι είναι ξεχωριστές οντότητες. Μια από τις αδερφές λέει: «Και μετά, επειδή ήταν σαν το όνομά της, σταθερή και αληθινή, ενώθηκε με την αδερφή της, σαν να ήταν μια ενιαία ιστορία της οποίας η μητέρα και ο πατέρας ήταν απλώς μάρτυρες». Και αργότερα έρχεται η συνειδητοποίηση ότι «Αν και τα δίδυμα θεωρούσαν τη Μητέρα και τον Πατέρα ως μια ενιαία μονάδα (καθώς τα δίδυμα ήταν μια ενιαία μονάδα), ήταν σημαντικό να θυμούνται ότι ήταν ξεχωριστοί άνθρωποι με ξεχωριστές ανάγκες και προτιμήσεις, όπως και τα δίδυμα. ”
Η ιστορία περικλείει επίσης στιγμές αναπόφευκτων αλλαγών και απωλειών στον πρώτο χρόνο της ζωής των μωρών. Ο πατέρας κάθε μέρα φεύγει από το σπίτι, και τα μωρά πανηγυρίζουν όταν γυρίζει, η μητέρα σκέφτεται να πάει στη δουλειά, επίκειται μετακόμιση σε μεγαλύτερο σπίτι. και μια γιαγιά πεθαίνει. Τα δύο μωρά μαθαίνουν ότι η ζωή είναι περίπλοκη και απογοητευτική μερικές φορές κι ότι οι ενήλικες παρέχουν αντιφατικές εξηγήσεις.
Το βιβλίο κλείνει με τον εορτασμό των πρώτων γενεθλίων τους: «Η Marigold κοίταξε με θλίψη το πάρτι από το παιδικό καρεκλάκι της. Χάος και ανακρίβεια, σκέφτηκε….. Εν τω μεταξύ, άνθρωποι που δεν ήξεραν τις άγγιζαν και τις αποκαλούσαν αρνάκια και κοτοπουλάκια, αν και ήταν απολύτως προφανές ότι ήταν ανθρώπινα μωρά. Ανθρώπινα μωρά που γερνούσαν, σκέφτηκε η Marigold».
Μια απόπειρα μετάφρασης ποιημάτων της Louise Glück
Parados / Ανάχωμα
Πριν από πολύ καιρό πληγώθηκα.
Έμαθα να υπάρχω, ως αντίδραση,
εκτός επαφής // με τον κόσμο: θα σου πω
αυτό που ήθελα να είμαι – μια συσκευή που άκουγε.
Όχι αδρανής; ακίνητη. // Ένα κομμάτι ξύλο. Μία πέτρα.
Το Άδειο Ποτήρι
Και σκέφτομαι ότι αυτό που είναι κρίσιμο είναι να πιστεύεις
στην προσπάθεια, να πιστεύεις ότι κάποιο καλό θα προκύψει απλά από την προσπάθεια,
ένα καλό εντελώς αμόλυντο από τη διεφθαρμένη αρχική παρόρμηση // να πείσεις ή να αποπλανήσεις
Τι είμαστε χωρίς αυτό;
Στριφογυρίζοντας στο σκοτεινό σύμπαν, // μόνοι, φοβισμένοι, ανίκανοι να επηρεάσουμε τη μοίρα-
Τι έχουμε στ’αλήθεια;
Θλιβερά κόλπα με σκάλες και παπούτσια, // κόλπα με αλάτι, επαναλαμβανόμενες προσπάθειες να χτίσουμε χαρακτήρα υποκινούμενοι από ακάθαρτα κίνητρα. // Τι έχουμε για να κατευνάζουμε τις μεγάλες δυνάμεις;
Και νομίζω ότι τελικά αυτό ήταν το ερώτημα // που κατέστρεψε τον Αγαμέμνονα, εκεί στην παραλία,
τα ελληνικά καράβια σε ετοιμότητα, η θάλασσα // αόρατη πέρα από το γαλήνιο λιμάνι, το μέλλον
θανατηφόρο, ασταθή: ήταν ανόητος, που πίστευε // ότι μπορούσε να ελεγχθεί. Έπρεπε να πει
Δεν έχω τίποτα; Είμαι στο έλεός σου.