Η μετάφραση είναι διαθέσιμη / 1η Μαΐου

«Μερικές φορές η χαρά σας είναι η πηγή του χαμόγελου σας, αλλά μερικές φορές το χαμόγελό σας μπορεί να είναι η πηγή της χαράς σας». THICH NHAT HANH

«Η διαφορά μεταξύ της εμπνευσμένης ιατρικής και της μη εμπνευσμένης ιατρικής είναι η αγάπη». Sarah Ruhl

«Ποτέ δεν κατάλαβα την οργάνωση των παγκόσμιων θρησκειών γύρω από την έννοια της ενοχής αντί γύρω από την έννοια της καλοσύνης». Sarah Ruhl

«Μην είσαι πια πέτρα…  Αυτή κουνήθηκε … Σκέφτηκα: κάποια μέρα θα λιώσω. Κάποια μέρα θα ξυπνήσω». Sarah Ruhl

Η σημερινή ανάρτηση αφορά ένα βιβλίο για το οποίο άκουσα σε ένα podcast με τις Sharon Salzberg και Sarah Ruhl, και περιλαμβάνει επίσης δύο νέα σχέδια.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το βιβλίο που θα παρουσιάσω σήμερα με τίτλο smile: a memoir [χαμόγελο: απομνημονεύματα], είναι της Sarah Ruhl, θεατρικής συγγραφέα και συγγραφέα άλλων πραγμάτων, όπως σημειώνει η ίδια, και είναι αφιερωμένο στους πολλούς γιατρούς και επαγγελματίες υγείας που τη βοήθησαν κατά τη διάρκεια μιας δεκαετίας αναστάτωσης με θέματα υγείας. Γράφει: «Αυτή είναι μια ιστορία για το πώς έμαθα να πορεύομαι όταν το σώμα μου σταμάτησε να υπακούει την καρδιά μου». Αν και το βιβλίο ακολουθεί το νήμα του ταξιδιού της από τον τοκετό στην πάρεση του Bell και, τέλος, στην ανακάλυψη αδιάγνωστων αυτοάνοσων νοσημάτων, αναπόφευκτα συγκεντρώνει πολλαπλά νήματα της ζωής της.

Ξεκινά το τρίτο κεφάλαιο με την πρόταση «Αυτό είναι ένα κεφάλαιο πλήξης και εντροπίας». Γράφει για την περίοδο ανάπαυσης στο κρεβάτι, τα βιβλία που διάβασε, τις σακούλες με βιβλία που της έφεραν οι φίλοι της, συμπεριλαμβανομένων πολλών βιβλίων που περιείχαν νεκρά δίδυμα και νεκρές μητέρες. Τα δίδυμα αντιπροσωπεύουν επίσης τη συμμετρία και την ιδέα του χαμένου εαυτού. Τα πέταξε  κι αναρωτήθηκε για τη λογοτεχνική εμμονή με αυτό το θέμα. Γράφει για τις προσπάθειές της στο πλέξιμο, τα γράμματα που έγραψε στη μικρή της κόρη και στα ακόμη αγέννητα μωρά, το αίσθημα του περιορισμού και της πλήξης και πώς η ιδέα της ανάπαυσης στο κρεβάτι επηρεάστηκε από τη δημοσίευση του Rest and Pain από τον John Hilton το 1863.  Η θεραπεία της ανάπαυσης έγινε πολύ δημοφιλής κατά τη διάρκεια της βικτωριανής εποχής για μυριάδες παθήσεις, αλλά τελικά εγκαταλείφτηκε όταν οι γιατροί συνειδητοποίησαν ότι δεν βοηθούσε τους τραυματισμένους βετεράνους να ανακτήσουν τις δυνάμεις τους, αλλά προκαλούσε σωματικό και ψυχικό όλεθρο.

Στο πέμπτο κεφάλαιο, που αναφέρεται στην επόμενη μέρα μετά τον τοκετό, εισάγει το θέμα της πάρεσης του Bell, μιας παράλυσης του έβδομου κρανιακού νεύρου, που οι Αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν «σπασμό του σκύλου». Η Ruhl γράφει ότι στη σύγχρονη δυτική ιατρική δεν μπορεί να κάνει κανείς πολλά για τη θεραπεία της πάρεσης Bell. Οι γιατροί γενικά δίνουν μερικά στεροειδή και μετά περιμένει κανείς να ξαναγεννηθεί το νεύρο, και σε κάποιο ποσοστό αυτό συμβαίνει. Ωστόσο, υπάρχουν συχνά υποκείμενες αιτίες που αν ληφθούν υπόψη μπορούν να αυξήσουν τις πιθανότητες ανάρρωσης.  Η Ruhl γράφει: «Στο μεταξύ έχω μάθει ότι ένας / μια πολύ επιμελής γιατρός κατά την έναρξη της ασθένειας θα σας συνταγογραφήσει αυτόματα αντιικά φάρμακα  (πολλές περιπτώσεις Bell προκαλούνται από ιό έρπητα), θα σας εξετάσει επίσης για τη νόσο του Lyme (ένα μεγάλο ποσοστό των περιπτώσεων Bell ….. προκαλούνται από τη νόσο Lyme), ή θα σας δώσει αγωγή για τη νόσο Lyme προληπτικά. Αυτός  ο επιμελής γιατρός θα σας δώσει επίσης οδηγίες για φυσικοθεραπεία και θα σας πει να τρώτε πολλά αντιοξειδωτικά. Ο γιατρός μου δεν έκανε τίποτα από αυτά τα πράγματα».

Το βιβλίο μιλά επίσης για τη θρησκευτική πίστη και το πνευματικό ταξίδι της συγγραφέα παράλληλα με τις εμπειρίες της σχετικά με την υγεία. Η Ruhl μεγάλωσε Καθολική και στο βιβλίο αφηγείται τις αμφιβολίες της καθώς βιώνει τους δικούς της αγώνες με την υγεία της και την αβεβαιότητα σχετικά με τα νεογέννητά της, που ξεκινούν τη ζωή τους στη ΜΕΘ. Μας μεταφέρει στην παιδική της ηλικία και στο σημερινό της καταφύγιο σε ορισμένες βουδιστικές διδασκαλίες, καθώς διανύει αυτήν την περίοδο της ζωής της.

Μερικά σύντομα αποσπάσματα που επιτρέπουν μια ματιά στην εμπειρία της και δείχνουν επίσης πώς τα πράγματα που μας συμβαίνουν νωρίς, τα οποία μπορεί να μην εκληφθούν ως εξαιρετικά τραυματικά επηρεάζουν ωστόσο τη ζωή μας:

«Στο γυμνάσιο, η αδελφή Λίντα ήταν άρρωστη και είχαμε έναν αναπληρωτή δάσκαλο για το Κυριακάτικο σχολείο [Κατηχητικό] που ονομαζόταν κ. Ιβάνκοβιτς. Ήταν πολύ ψηλός και έμοιαζε λίγο όπως θα φανταζόμουν τον Ichabod Crane, με λιπαρά μαύρα μαλλιά να πέφτουν στο πρόσωπό του και πολύ χοντρά γυαλιά. Την ημέρα που ανέλαβε το Κατηχητικό αποφάσισε να επικεντρωθεί στα σωματικά βάσανα του Ιησού. Μίλησε εκτενώς και με μεγάλη λεπτομέρεια για το πώς θα είχαν επηρεαστεί οι πνεύμονες όταν ήταν στο σταυρό, πώς τα καρφιά θα είχαν σκίσει τους καρπούς. Με έκανε να φοβάμαι…… …..

Είπα στην αδελφή Λίντα ότι δεν ήμουν έτοιμη για το πρώτο χρίσμα. Περίμενα μια καταιγίδα από κρίσεις από την αδελφή Λίντα, αλλά αυτό που πήρα ήταν έλεος, κατανόηση και ευγνωμοσύνη που είχα πάρει τον όρκο τόσο σοβαρά. Χαμογέλασε απαλά, μου είπε ότι μπορούσα να επιστρέψω στην εκκλησία ανά πάσα στιγμή και με άφησε να πάω σπίτι………  Εκείνη την ημέρα μετά την αποχώρησή μου από το μάθημα, μια μικρή ομάδα καθολικών παιδιών με κύκλωσε στην παιδική χαρά. «Τι, νομίζεις, είσαι καλύτερη από εμάς;» …. «Τι είσαι τώρα, Εβραία;»………

Αλλά εκείνη τη στιγμή στη βεράντα με τα μπισκότα Hanukkah [Εβραϊκά μπισκότα] πιθανότατα να διαμόρφωσαν ολόκληρα κομμάτια της ζωής μου – την αναζήτηση μιας οικουμενικής πίστης, τη δυσπιστία για τους θεσμούς, τη δυσπιστία ορισμένων ειδών κοριτσιών……. Μου πήρε δύο δεκαετίες κι αφού διάβασα τον Thomas Merton για να νιώσω ξανά μια συγγένεια με τον καθολικισμό, μια πίστη που θα μπορούσε να σωθεί από τους βασανιστές της παιδικής ηλικίας, μια πίστη που θα μπορούσε να συνδυαστεί με άλλα συστήματα πεποιθήσεων…….. »

Η Ruhl γράφει για την οικογένεια, την καταγωγή, το «ανήκειν», για τον σύζυγό της, τους γονείς και την αδερφή της και για τον πατέρα της που πέθανε στην δεκαετία των πενήντα του από καρκίνο, χωρίς να έχει λάβει θεραπεία για κοιλιοκάκη. Οι αφηγήσεις της μας δίνουν μια γεύση για το πώς την αγάπησαν και πώς την επηρέασαν. Για παράδειγμα, γράφει: «Ο πατέρας μου συνήθιζε να υπαινίσσεται αυτό που αποκαλούσε το «γρήγορο και φευγαλέο μυαλό» της μητέρας μου. Το μάντρα του πατέρα μου ήταν ότι εμείς τα κορίτσια πρέπει να παντρευτούμε ισότιμους διανοούμενους μας, ένα μάντρα που θα ήθελα να έλεγαν περισσότεροι πατεράδες στις κόρες τους και η μητέρα μου στη σκηνή εκτιμούσε την εξυπνάδα της πάνω από την εικόνα της».

Σε σχέση με τη μητέρα της γράφει κάτι που ακούγεται αληθινό για τις κόρες σε όλο τον κόσμο: «Είναι δύσκολο να ξέρω πού τελειώνει η μητέρα μου και πού ξεκινάω εγώ. Αυτή δεν είναι η ιστορία με τόσες μαμάδες και κόρες; Θυμάμαι όταν ήμουν μικρή μου έμαθε τι ήταν το διάγραμμα Βεν. Ήμασταν σε ένα τρένο, από το Σικάγο στο Τέξας, για να δούμε τα ξαδέρφια μου. Στο βαγόνι της τραπεζαρίας, σε μια χαρτοπετσέτα, η μητέρα μου σχεδίασε προσεκτικά δύο κύκλους, δείχνοντάς μου το επικαλυπτόμενο τμήμα. «Τι κοινό έχουν αυτοί οι δύο κύκλοι; Ορίστε…» είπε δείχνοντας. Με γοήτευσε η λογική αυτού του διαγράμματος. Μητέρες και κόρες: δύο κύκλοι και τα πολύ σημαντικά οριοθετημένα τμήματα όπου είναι ολοκληρωμένα από μόνα τους. Οι κόρες ίσως έχουν την τάση να δείχνουν τις διαφορές, οι μητέρες να δείχνουν τα κοινά σημεία».

Όπως ανέφερα, το κύριο νήμα της ιστορίας, όπως υποδηλώνει ο ίδιος ο τίτλος, είναι η πάρεση Bell και ό,τι συνδέεται με αυτή, που είναι κάθε πτυχή της ζωής της, τα διάφορα υποκείμενα και αδιάγνωστα προβλήματα υγείας και η καθημερινή πραγματικότητα.  Η Ruhl ξεκινά εξηγώντας ότι το χαμόγελο Duchenne θεωρείται το χρυσό πρότυπο για ένα χαμόγελο και υποδηλώνει ένα χαμόγελο που αντηχεί από τα μάτια που τσακίζουν ως απόκριση, ο Duchenne αποκάλεσε τον μυ που δημιουργεί κίνηση στα μάτια κατά τη διάρκεια αυτού του χαμόγελου «μυ της καλοσύνης». Μας λέει για τη μη άνεση της με την φωτογράφηση, ειδικά όταν στράβωσε το χαμόγελό της. Γράφει: «Εν πάση περιπτώσει, η γενική μου ανυπομονησία και η δυσφορία με τη φωτογράφηση πριν από την πάρεση Μπελ μετατράπηκε σε φόβο και απέχθεια». Αναφέρεται στις κοινωνικές προσδοκίες για τις γυναίκες να χαμογελούν δημόσια. Εξερευνά την πάρεση του Bell μέσα από το φακό της ματαιοδοξίας και της ασυμμετρίας και αναρωτιέται τι κάνουμε με τη ζωή, η οποία είναι ασύμμετρη και που τελικά βάζουμε όλους τους ασύμμετρους ανθρώπους με ένα πόδι, τεμπέλικα μάτια και στραβά χαμόγελα….

Αναλογίστηκα πώς θεωρούμε δεδομένες πολλές από τις αυτόματες λειτουργίες μας, όπως το χαμόγελο. Χαμογελώ συχνά και είναι κάτι που δεν το σκέφτομαι συχνά. Έτσι, ήταν ενδιαφέρον να παρακολουθήσω το ξεδίπλωμα της αφήγησης του χαμόγελου. Η συγγραφέας αναρωτιέται περαιτέρω για τη Μόνα Λίζα. Πολλοί άνθρωποι έχουν αναρωτηθεί για το χαμόγελό της. Η Μόνα Λίζα ήταν χαρούμενη ή λυπημένη; Τι αντικατόπτριζε το χαμόγελό της; Η Ruhl λέει ότι οι νευρολόγοι έχουν παρατηρήσει ότι το χαμόγελό της είναι ασύμμετρο, εκφράζει την ευτυχία μόνο στη μία πλευρά και τα μάτια της δεν συμβαδίζουν με το χαμόγελο. Ποια ήταν τελικά; Ήταν αυτοπροσωπογραφία του Λεονάρντο ντα Βίντσι ή η ερωμένη του; Καθώς σχεδίαζα το πορτραίτο του [σχέδια προηγούμενης ανάρτησης] και έψαχνα πορτραίτα του γινόταν εμφανής οι ομοιότητες ανάμεσα στις εικόνες που έχουμε από τον Ντα Βίντσι και τον πίνακα της Μόνα Λίζα. Μήπως η Μόνα Λίζα είχε κάποιο μυστικό; Γράφει επίσης για τον πόνο της που δεν μπορεί να ανταποδώσει το χαμόγελο στα τρία παιδιά της και τις ανησυχίες της σχετικά με την επίδραση του «ακίνητου προσώπου» πάνω τους κατά τη διάρκεια αυτών των διαμορφωτικών ετών. Αναρωτιέται αν τα μωρά μπορούν να διαβάσουν τη ζεστασιά της πρόθεσης από ένα ματαιωμένο χαμόγελο και πώς μπορεί να βιώσει κανείς τη χαρά όταν δεν μπορεί να την εκφράσει σωματικά. Ανησυχεί ότι μπορεί να τα τραυματίσει ή να καταπνίξει την ανάπτυξη της ενσυναίσθησης τους επειδή δεν μπορεί να τα αντικατοπτρίσει επαρκώς.

Η Ruhl εξετάζει το χαμόγελο μέσα από πολλαπλούς φακούς. Οι επιστήμονες, για παράδειγμα, ανακάλυψαν ότι δείχνουμε περισσότερο συναίσθημα στην αριστερή πλευρά, η οποία ελέγχεται από το δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου, το οποίο ρυθμίζει τα συναισθήματα. Αναφέρεται στα ευρήματα νευροεπιστημόνων γύρω από τη νευροπλαστικότητα του εγκεφάλου. Σκέφτεται αν μπορούμε να βιώσουμε τη χαρά όταν δεν μπορούμε να εκφράσουμε τη χαρά στο πρόσωπό μας.  Αναρωτιέται: Το χαμόγελο από μόνο του δημιουργεί την ευτυχία; Ή μήπως η ευτυχία δημιουργεί το χαμόγελο; Γράφει: «Αυτό δεν ήταν μόνο μια νευρολογική ερώτηση και μια βουδιστική ερώτηση, ήταν επίσης μια ερώτηση για τους ηθοποιούς…» Εξηγεί πώς στη δεκαετία του 1970 ο Ken Campbell ανέπτυξε μια προσέγγιση στην υποκριτική χρησιμοποιώντας τις δύο πλευρές των προσώπων χωριστά,  η οποία ονομάζεται εναντιοδρομική προσέγγιση. … Η θεωρία της εναντιοδρομίας υποστηρίζει ότι η αριστερή και η δεξιά πλευρά του προσώπου  αντιπροσωπεύουν διαφορετικές προσωπικότητες……  Η Εναντιοδρομία, σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες, είναι μια μελέτη για το πώς τα αντίθετα γίνονται το ένα το άλλο…… Κάποτε αγόρασα μια ξύλινη μαριονέτα από ένα μαγαζί στο νησί, που είχε μια χαμογελαστή έκφραση από τη μια πλευρά και μια μοχθηρή έκφραση από την άλλη, ένα είδος περσόνας Dr Jekyll και Hyde. Εξηγεί πώς οι ζωγράφοι πορτρέτων δημιουργούν ζωή και ενδιαφέρον για το πρόσωπο μέσα από κάποιο είδος ασυμμετρίας και μέσα από το σκοτάδι και το φως. Αυτό μου θυμίζει τα σκίτσα του Ρέμπραντ που είναι κορνιζαρισμένα στον τοίχο απέναντι μου, σουβενίρ από ένα παλιό ταξίδι στην Ολλανδία με την αδελφή και τον σύζυγο μου. Σε μια μαθήτρια μου άρεσε να ζωγραφίζει πρόσωπα χωρισμένα δραματικά στα δύο, πολύ φωτεινά από τη μια πλευρά και πολύ σκοτεινά από την άλλη.

Γράφει για τους πολλούς επαγγελματίες υγείας από τους οποίους ζήτησε βοήθεια, τους περισσότερο και λιγότερο εμπνευσμένους. Μας λέει για έναν καλό γιατρό, ο οποίος ζήτησε λεπτομέρειες, ανησύχησε για την απώλεια βάρους της χωρίς προφανή λόγο, την εξέτασε για κοιλιοκάκη, η οποία είναι μια αυτοάνοση πάθηση και μπορεί συχνά να μείνει αδιάγνωστη για όλη σου τη ζωή με αρνητικές μακροπρόθεσμες συνέπειες. Γράφει: «Μου κάνει εντύπωση ότι η διαφορά μεταξύ ενός καλού γιατρού και ενός λιγότερο καλού γιατρού είναι ένα μέρος τεχνογνωσίας και τρία μέρη ποιότητας  ακρόασης». Η τελευταία διάγνωση που έλαβε για τη νόσο του Lyme, η οποία μπορεί να είχε πυροδοτήσει την πάρεση του Bell, προήλθε από μια απροσδόκητη πηγή, έναν συνταξιούχο γιατρό, ο οποίος της έδωσε τη διάγνωση αφού διάβασε για την εμπειρία της στο διαδίκτυο.

Τέλος, η Ruhl συλλογίζεται την υπερβολική χρήση της ασθένειας ως μεταφορά επειδή θέλουμε να δώσουμε νόημα στην ασθένειά μας, όπως συχνά θέλουμε να δώσουμε νόημα στον πόνο μας, και λέει ότι αν δίνουμε στην ασθένειά μας πολύ νόημα, γινόμαστε ο παράγοντας εξασθένησης του εαυτού μας. Παραθέτει ένα απόσπασμα της Susan Sontag , η οποία έχει γράψει ότι «Η ασθένεια δεν είναι αλληγορία και… ο πιο αληθινός τρόπος για να αντιμετωπίζεις την ασθένεια—και ο πιο υγιής τρόπος να είσαι άρρωστος—είναι ένας πιο εξαγνισμένος, πιο ανθεκτικός στη μεταφορική σκέψη». Προς το τέλος του βιβλίου η Ruhl αξιολογεί την εμπειρία της και γράφει: «…αυτή η παράλυση κατέληξε να αποκαλύψει μια πιθανώς σωτήρια διάγνωση που επηρέασε ολόκληρη την οικογένειά μου…. Ίσως η πάρεση του Μπελ να ήταν ένα τεράστιο δώρο».

Τελικά, ενώ ασχολείται με τη ζωή, την ανατροφή των παιδιών, τη συγγραφή, την επίσκεψη σε γιατρούς και τη δοκιμή διαφορετικών θεραπευτικών μεθόδων, φαίνεται επίσης ότι αφυπνίζεται περισσότερο σχετικά με τη ζωή και την πραγματικότητά της. Αφού παρακολούθησε Το Χειμωνιάτικο Παραμύθι του Σαίξπηρ έγραψε:

«Αναρωτήθηκα, καθώς παρακολουθούσα το Το Χειμωνιάτικο Παραμύθι: Η Ερμιόνη προορίζεται να είναι μια πραγματική γυναίκα ή απλώς μια μεταφορά για την τέχνη; …. ..Δεν είναι ο σύζυγος που ξυπνά τη γυναίκα, αλλά η φίλη της γυναίκας…… Να μην είσαι πια πέτρα…  Αυτή κουνήθηκε… Σκέφτηκα: κάποια μέρα θα λιώσω. Κάποια μέρα θα ξυπνήσω».

Comments are closed.