Δεν μπορείς να ευχαριστήσεις τους πάντες…….                             Η μετάφραση έχει ολοκληρωθεί   (8/6/’23)               

«Υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ της θετικής σκέψης και του υπαρξιακού θάρρους». Barbara Ehrenreich

«Η άλλη πλευρά της θετικότητας είναι επομένως μια σκληρή επιμονή στην προσωπική ευθύνη. Εάν η επιχείρησή σου αποτύχει ή η δουλειά σου εξαλειφθεί, πρέπει να οφείλεται στο ότι δεν προσπάθησες αρκετά, δεν πίστευες ακράδαντα στο αναπόφευκτο της επιτυχίας σου».  Barbara Ehrenreich

«Η εσωτερικότητα δεν είναι ένα μέρος όπου θέλουμε να χτίσουμε και να περάσουμε τη ζωή μας. Δεν είναι επίσης ο τόπος όπου θα μπορέσουμε να επιτύχουμε κάποια σημαντική κοινωνική αλλαγή. Δεν θέλουμε να μας ελέγχουν αμφίβολες υποσχέσεις αυτό-μεταμόρφωσης ή να ζούμε εμμονικά με τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις προσδοκίες μας για αυτοβελτίωση».  (Terry Eagleton, cited in Edgar Cabanas and Eva Illouz)

«Δεν είμαστε πολύ καλοί στο να κάνουμε συζητήσεις για τις δυσκολίες μας, αυτές είναι πολύ ευάλωτες συζητήσεις, απαιτούν να αφήσουμε αυτή τη μάσκα, να εμφανιστούμε ως αυθεντικά και ολοκληρωμένα άτομα, συμπεριλαμβανομένων των κομματιών μας που δεν μας χαροποιούν και τόσο ή που πιστεύουμε ότι δεν είναι απαραίτητα κατάλληλα για δημόσια κατανάλωση, αλλά κατά ειρωνικό τρόπο, αυτό το είδος ευάλωτης αυτό-έκφρασης είναι συχνά αυτό που βοηθά τους ανθρώπους να αισθάνονται πραγματικά ότι γίνονται αποδεκτοί από τους άλλους.»  Rick and Forrest Hanson

Η σημερινή ανάρτηση είναι ένας συνδυασμός διαφορετικών πραγμάτων και αντικατοπτρίζει αναγνώσματα και κάποιες ενασχολήσεις μου.Υπάρχουν νέες ζωγραφιές με ένα κοινό θεματικό νήμα να τις διατρέχει, μια άσκηση από την ομιλία της περασμένης εβδομάδας [25/05/2023] του Rick Hanson, ένας σύνδεσμος ενός πρόσφατου επεισοδίου από το εβδομαδιαίο podcast του Dr Rick και Forrest Hanson,, και τέλος, μια παρουσίαση του βιβλίου, Manufacturing Happy Citizens: How the Science and Industry of Happiness Control Our Lives των Edgar Cabanas και Eva Illouz. το οποίο έχει μεταφραστεί και στα Ελληνικά.

ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Α. Αρχικά, στο επεισόδιό τους στη διεύθυνση: https://www.youtube.com/watch?v=Zu1y3aHgmTs, ο Δρ Rick Hanson  και ο γιος του Forrest εξερευνούν το λεγόμενο «σύνδρομο του απατεώνων»  /imposter syndrome”,  που περιγράφει την κοινή εμπειρία της αμφιβολίας και του άγχους για τις ικανότητες και την αξία μας, την τελειομανία και τις πολιτισμικές και κοινωνικές  δυνάμεις που ακυρώνουν την αξία των ανθρώπων συστημικά, και που «επηρεάζει δυσανάλογα άτομα με υψηλές επιδόσεις και ιδιαίτερα τις γυναίκες. Συζητούν αυτό που ο Rick Hanson αποκαλεί «κατασκευή συνδρόμων» / “construct or syndrome creep” που είναι βασικά η τάση παθολογίας και ιατρικοποίησης κοινών, φυσιολογικών ανθρώπινων εμπειριών. Το «σύνδρομο του απατεώνα» είναι ένα παράδειγμα. Ο Forrest περιγράφει τα στάδια αυτού του κύκλου από το άγχος για την έναρξη μιας εργασίας μέχρι το στάδιο της ανακούφισης μόλις ολοκληρωθεί η εργασία ή εκπληρωθεί ο στόχος. Σημειώνει ότι είναι κάπως «σαν να λαμβάνει κανείς αναστολή της εκτέλεσης του». Αναφέρονται σε τουλάχιστον έναν λόγο για τον οποίο συμβαίνει αυτό όπως ο παγκόσμιος μηχανισμός των μέσων μαζικής ενημέρωσης που είναι σαν ένα θηρίο αχόρταγο για περιεχόμενο και νέα λαμπερά αντικείμενα.

Διερευνούν γιατί επιτυχημένοι ή ικανοί άνθρωποι μπορεί να το βιώσουν, τρόπους για να απελευθερωθούμε από την αυτό-αμφιβολία και τη σύγκριση, να πιστέψουμε στον εαυτό μας και να έχουμε υγιή αυτοπεποίθηση, καθώς και την σημασία της εύρεσης υποστήριξης από συμμάχους και της αναγνώρισης της πηγής των κινήτρων μας. Ο Rick Hanson λέει: «…. αν η θεμελιώδης ρίζα του κινήτρου μας είναι να ευχαριστούμε τους άλλους, ή να τους εξευμενίζουμε, να τους κατευνάζουμε, να προσπαθούμε να κερδίσουμε τον πόλεμο έγκρισης κάθε μέρα, ω, ω, ω, απλώς αισθάνομαι λυπημένος και που το λέω, η προσωπική μου θλίψη και κυρίως θλίψη για αμέτρητους άλλους ανθρώπους. Και στο τέλος της ημέρας, ποιός είναι ο στίχος του τραγουδιού; «Δεν μπορείς να ευχαριστήσεις τους πάντες, άρα πρέπει να ευχαριστήσεις τον εαυτό σου».

Β. Η άσκηση που ανέφερα παραπάνω, με λίγα λόγια, απαιτεί να φέρουμε στο μυαλό μας τους νεότερους εαυτούς μας, ξεκινώντας από τη γέννηση μας, μετά να μεταβούμε στις ηλικίες των  δέκα, είκοσι, τριάντα, σαράντα, και στην δική μου περίπτωσή, στα πενήντα και τα πρόσφατα εξήντα, προκειμένου να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να δει και να νιώσει πώς ήταν, και στη συνέχεια [στη φαντασία μας] να μπούμε ως ο ενήλικος εαυτός μας για να αγκαλιάσουμε, να καταπραΰνουμε, να αποδεχθούμε, να δείξουμε στοργή και να επαινέσουμε αυτόν τον εαυτό. Η δική μου εμπειρία από την άσκηση – που δεν ήταν ακριβώς νέα για μένα – ήταν συναισθηματικά συγκινητική και πρόσφερε ένα είδος ενοποίησης ή βαθύτερης αφομοίωσης. Ένα είδος περίληψης της ατμόσφαιρας της εποχής, των μεγάλων γεγονότων, των στόχων και των προτεραιοτήτων, των αγώνων και προσπαθειών, των επιτευγμάτων, των προκλήσεων και των απωλειών, των κοινών νημάτων κάθε δεκαετίας ήρθε στο προσκήνιο της επίγνωσής μου μαζί με συναισθήματα. Ήμουν επίσης κάπως έκπληκτη από τον «όγκο ζωής» που έλαβε χώρα. Τέλος, μπορώ να υποθέσω ότι η εξάσκηση μου στον διαλογισμό και την ενσυνειδητότητα, με τις προκλήσεις και τα μετέπειτα οφέλη την τελευταία δεκαετία, διαμόρφωσαν τη φύση ή το αποτέλεσμα της άσκησης. Υπήρχε πιθανώς δυνατότητα περισσότερης παρουσίας και καθαρότητας.

Γ. Το βιβλίο που παρουσιάζω σήμερα, Manufacturing Happy Citizens: How the Science and Industry of Happiness Control Our Lives, σε κάποιο βαθμό σχετίζεται με ένα βιβλίο στο οποίο αναφέρθηκα πριν από λίγο καιρό της Dana Becker. [Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στα ελληνικά: ΕΥΤΥΧΙΟΚΡΑΤΙΑ: ΠΩΣ Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΚΥΒΕΡΝΑ ΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ]. Οι Edgar Cabanas και Eva Illouz γράφουν ότι το βιβλίο στοχεύει να συμβάλει στη συζήτηση για την ευτυχία από μια κριτική κοινωνιολογική οπτική, και ότι ο όρος « happycracy / ευτυχιοκρατία» – ο τίτλος της αρχικής έκδοσης επινοήθηκε για να τονίσει το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του βιβλίου να δείξει τις νέες καταναγκαστικές στρατηγικές, πολιτικές αποφάσεις, στυλ διαχείρισης και καταναλωτικά πρότυπα που, μαζί με μια νέα έννοια του τι σημαίνει η έννοια  του πολίτη, έχουν εμφανιστεί στην εποχή της ευτυχίας. Αξίζει να διαβαστεί γιατί τα επιχειρήματα και τα στοιχεία που παρουσιάζονται φέρνουν στο προσκήνιο τις υποκείμενες πολιτικές και δυναμικές των παγκόσμιων πολιτικών τάσεων και βιομηχανιών ευτυχίας και ευεξίας, που μας βοηθά να γίνουμε πιο συνειδητοποιημένοι  ως καταναλωτές πληροφοριών, βιβλίων, προϊόντων, μαθημάτων και υπηρεσιών και που μπορεί να αυξήσει την αυτενέργεια μας ως πολίτες. Το βιβλίο καταφέρνει να καλύψει πολύ έδαφος, δίνοντάς μας έτσι μια γεύση από μια πολύ μεγαλύτερη εικόνα, που είναι καλό να έχουμε υπόψη μας καθώς αγοράζουμε και συμμετέχουμε σε πράγματα.

Πριν συνεχίσω, θα ήθελα επίσης να διευκρινίσω ότι πιστεύω ότι σε όποιες συνθήκες και ευρύτερα κοινωνικοπολιτικά πλαίσια μπορεί να είμαστε ενσωματωμένοι, αναζητώντας τρόπους: να αυξήσουμε δυνάμεις ή δυνατότητες,  να αναπτύξουμε ψυχολογική ωρίμανση, βοηθώντας τους άλλους και τους εαυτούς μας να είμαστε πιο ειρηνικοί, ικανοποιημένοι και χαρούμενοι είναι άξιοι και καλοί στόχοι. Η αναζήτηση θεραπευτικής υποστήριξης για το τραύμα και τρόπων για να ξεπεραστούν οι αντιξοότητες συμβάλλουν στη δική μας και των άλλων την ευημερία. Είναι επίσης σημαντικό να είμαστε ενήμεροι σχετικά με το τι αποτελεί καλή θεραπεία. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι συχνά «….. οι ψυχολόγοι ήταν απρόθυμοι να παραδεχτούν τη συνενοχή τους με συγκεκριμένες κοινωνικοπολιτικές ρυθμίσεις, γιατί κάτι τέτοιο θα υπονόμευε μια αξιοπιστία που σφυρηλατείται πάνω στην αξιακή ουδετερότητα που θεωρείται ότι διασφαλίζεται μέσω της  επιστημονικής αντικειμενικότητας και της ηθικής αδιαφορίας για το περιεχόμενο ή τη θεματολογία. Κατά συνέπεια, όπως μαρτυρεί η ιστορική καταγραφή, σε μεγάλο βαθμό, οι ψυχολόγοι υπηρέτησαν κυρίως ως «αρχιτέκτονες προσαρμογής» για τη διατήρηση του status quo και όχι ως παράγοντες αλλαγής» (Jeff Sugarman).  Επιπλέον, οι ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις και τα εργαλεία θα πρέπει να είναι ασφαλή και θα πρέπει επίσης να στοχεύουν στην αύξηση των γνώσεών μας για τη μικρο- [και] μακρο-πραγματικότητά μας. Τέλος, η εσωτερικότητα δεν είναι ένα μέρος που θέλουμε να περάσουμε τη ζωή μας γιατί δεν επαρκεί από μόνη της για την επίτευξη κάποιας σημαντικής προσωπικής ή κοινωνικής αλλαγής.

Οι συγγραφείς του βιβλίου δηλώνουν στην αρχή ότι το βιβλίο δεν είναι ενάντια στην ευτυχία, αλλά ενάντια στη μειωτική άποψη που ευαγγελίζεται η επιστήμη της ευτυχίας. Υποστηρίζουν ότι το να βοηθάς τους ανθρώπους να αισθάνονται καλύτερα είναι μια αξιέπαινη πρόθεση. Γράφουν; «Ειλικρινά πιστεύουμε ότι η επιστήμη της ευτυχίας βοηθά ορισμένα άτομα, ότι ορισμένες από τις συμβουλές και τις μεθόδους της κάνουν τους ανθρώπους να αισθάνονται καλύτερα…. [αλλά] στην τρέχουσα μορφή και χρήση της, η ευτυχία είναι ένα ισχυρό εργαλείο που βοηθά οργανισμούς και θεσμούς να δημιουργήσουν περισσότερους υπάκουους εργαζόμενους, στρατιώτες και πολίτες. Η μορφή της υπακοής στην εποχή μας παίρνει τη μορφή εργασίας πάνω στον εαυτό και μεγιστοποίηση του εαυτού. Τον 18ο και 19ο αιώνα η αξίωση για ατομική ευτυχία είχε μια υπερβατική γεύση. Αλλά μέσα από μια ειρωνική παράκαμψη της ιστορίας, η ευτυχία πλέον υφαίνεται ομαλά στο ιστό της σύγχρονης εξουσίας».

Συγκεκριμένα, οι επιφυλάξεις τους βασίζονται σε τέσσερις κριτικούς προβληματισμούς: γνωσιολογικούς, κοινωνιολογικούς, φαινομενολογικούς και ηθικούς.

Πρώτον, ασχολούνται με τη νομιμότητα της επιστήμης της ευτυχίας ως επιστήμης και της έννοιας της ευτυχίας ως επιστημονικής και αντικειμενικής. Δεν πρόκειται για νέα κριτική. Προτείνουν ότι η επιστήμη της ευτυχίας βασίζεται σε πολλές αβάσιμες υποθέσεις, θεωρητικές ασυνέπειες, μεθοδολογικές ελλείψεις, μη αποδεδειγμένα αποτελέσματα και εθνοκεντρικές και υπερβολικές γενικεύσεις.

Το δεύτερο μέλημα είναι κοινωνιολογικό. Εξετάζουν ποιοι κοινωνικοί παράγοντες βρίσκουν χρήσιμη αυτή την έννοια της ευτυχίας, ποια και ποιών τα συμφέροντα και ιδεολογικές παραδοχές εξυπηρετεί, και ποιες είναι οι οικονομικές και πολιτικές συνέπειες της ευρείας κοινωνικής εφαρμογής της. Σημειώνουν ότι η επιστημονική προσέγγιση της ευτυχίας και η βιομηχανία της ευτυχίας που αναδύεται και επεκτείνεται γύρω από αυτήν συμβάλλουν σημαντικά στη νομιμοποίηση της υπόθεσης ότι ο πλούτος και η φτώχεια, η επιτυχία και η αποτυχία, η υγεία και η ασθένεια είναι δική μας ευθύνη, κάτι που νομιμοποιεί την ιδέα ότι δεν υπάρχουν διαρθρωτικά προβλήματα αλλά μόνο ψυχολογικές ελλείψεις. Αναφέρονται στους οικονομολόγους, οι οποίοι, από τη δεκαετία του 1950 και μετά, έπεισαν τον κόσμο ότι η ατομική αναζήτηση της ευτυχίας ήταν το μόνο ρεαλιστικό υποκατάστατο της αναζήτησης του συλλογικού αγαθού. Ωστόσο, η επιδίωξη της ευτυχίας όπως επινοήθηκε από τους επιστήμονες της ευτυχίας αποτελεί την επιτομή του θριάμβου της προσωπικής κοινωνίας (θεραπευτικής, ατομικιστικής, εξατομικευμένης) έναντι της συλλογικής.

Η τρίτη ανησυχία τους, η οποία θα μπορούσε να ονομαστεί φαινομενολογική, σχετίζεται με το γεγονός ότι πολύ συχνά η επιστήμη της ευτυχίας γεννά πολλά ανομολόγητα κι ανεπιθύμητα αποτελέσματα, επειδή η επιστήμη της ευτυχίας χτίζει την πρότασή της για ευημερία και προσωπική ολοκλήρωση στις ίδιες θεραπευτικές αφηγήσεις ανεπάρκειας. – μη αυθεντικότητας και μη αυτοπραγμάτωσης για τις οποίες υπόσχεται λύσεις. Παράγει επίσης μια νέα ποικιλία «αυτών που αναζητούν την ευτυχία» που απασχολούνται συνεχώς με τη διόρθωση των ψυχολογικών τους ελαττωμάτων και την προσωπική τους βελτίωση, γεγονός που καθιστά την ευτυχία τέλειο αγαθό για μια αγορά που ευδοκιμεί στην εξομάλυνση της εμμονής μας με την ψυχική και σωματική υγεία, αλλά μπορεί να στραφεί εναντίον στους ίδιους ανθρώπους  που εναποθέτουν τις ελπίδες τους σε προϊόντα, υπηρεσίες και θεραπείες ευτυχίας.

Στο κεφάλαιο 4 υποστηρίζουν ότι η ευτυχία έχει γίνει μια σειρά από «συναισθήματοπροιόντα» / ‘emodities’ όπως είναι υπηρεσίες και προϊόντα που υπόσχονται συναισθηματική μεταμόρφωση. Γράφουν ότι αυτά τα προϊόντα  ακολουθούν μια κυκλική διαδρομή. Για παράδειγμα, μπορεί να ξεκινούν ως θεωρίες σε πανεπιστημιακά τμήματα, αλλά γρήγορα ακολουθούν διαφορετικές αγορές, όπως εταιρείες, ερευνητικά ταμεία ή καταναλωτικούς τρόπους ζωής. Η συναισθηματική αυτοδιαχείριση, η αυθεντικότητα και η άνθηση δεν είναι μόνο τρόποι να κάνεις τον εαυτό να παράγει συνεχώς τον εαυτό του, αλλά κα τρόποι που διάφοροι θεσμοί κυκλοφορούν «συναισθηματικά εμπορεύματα» στο κοινωνικό σώμα. Ο Cabanas και η Illouz γράφουν: ότι αυτά τα προϊόντα της ευτυχίας μετέτρεψαν την αναζήτηση της ευτυχίας σε τρόπο ζωής, συνήθεια του νου και της ψυχής, και τελικά, σε ένα μοντέλο του εαυτού που μετατρέπει τους πολίτες των νεοφιλελεύθερων κοινωνιών σε ψυχοπολίτες / psytizens.

Τέλος, η τέταρτη ανησυχία είναι ηθική και αφορά τη σχέση μεταξύ ευτυχίας και πόνου. Γράφουν: «Ταυτίζοντας την ευτυχία και τη θετικότητα με την παραγωγικότητα, τη λειτουργικότητα, την καλοσύνη, ακόμη και την κανονικότητα – και τη δυστυχία με το ακριβώς αντίθετο – η επιστήμη της ευτυχίας μας τοποθετεί στο κύριο σταυροδρόμι της επιλογής μεταξύ ταλαιπωρίας/ δυστυχίας και ευημερίας. Αυτό προϋποθέτει ότι κάποιος έχει πάντα μια επιλογή – η θετικότητα και η αρνητικότητα είναι δύο εκ διαμέτρου αντίθετοι πόλοι – καθώς και ότι υπάρχει η δυνατότητα να απαλλάξουμε τη ζωή μας από τα βάσανα μια για πάντα. Σίγουρα, οι τραγωδίες είναι αναπόφευκτες, αλλά η επιστήμη της ευτυχίας επιμένει στην ιδέα του πόνου και της ευτυχίας ως θέμα προσωπικής επιλογής». Για παράδειγμα, στο κεφάλαιο 5 αναλύουν αρχικά το ισχυρό χάσμα που οι επιστήμονες της ευτυχίας θέτουν μεταξύ αυτού που θεωρούν θετικά και αρνητικά συναισθήματα, στα οποία βασίζονται όταν επανεξετάζουν την έννοια του «μέσου ατόμου». Αμφισβητούν αυτόν τον διαχωρισμό τονίζοντας ορισμένες από τις παγίδες του από κοινωνιολογική άποψη. Υποστηρίζουν επίσης ότι ο επιστημονικός λόγος για την ευτυχία καθιερώνεται σταδιακά ως το κριτήριο για τη μέτρηση του τι θεωρείται υγιές, προσαρμοστικό και ακόμη και φυσιολογικό.

Σημειώνουν ότι τα τελευταία χρόνια, κοινωνιολόγοι, φιλόσοφοι, ανθρωπολόγοι, ψυχολόγοι, δημοσιογράφοι και ιστορικοί έχουν δημοσιεύσει πληθώρα έργων που ασχολούνται με την ευτυχία από κριτική σκοπιά. Το δικό τους βιβλίο έχει εμπνευστεί από τα έργα των Barbara Ehrenreich και Barbara Held σχετικά με την τυραννία της θετικής σκέψης, τις αναλύσεις των Sam Binkley και William Davies για τις σχέσεις μεταξύ ευτυχίας και αγοράς, την εξερεύνηση της ευεξίας ως ιδεολογίας των Carl Cederström και André Spicer, και πολλούς άλλους.

Εξετάζουν τις πολλές ουσιαστικές κριτικές που έχουν ασκηθεί εναντίον του κλάδου όπως η κριτική στις θεμελιώδεις υποθέσεις του χώρου, όπως είναι οι εκτός πλαισίου και εθνοκεντρικοί ισχυρισμοί, οι θεωρητικές υπεραπλουστεύσεις και αντιφάσεις, οι μεθοδολογικές ελλείψεις και προβλήματα, οι υπέρ-γενικεύσεις, τα διανοητικά ελλείμματα, η θεραπευτική μη αποτελεσματικότητα,  η ιδεολογική ατζέντα πολλών από αυτούς που χρηματοδοτούν, προωθούν και εφαρμόζουν την ευτυχία σε οργανισμούς, ιδρύματα υγείας, επιχειρήσεις ψυχαγωγίας, δημόσια πολιτική, στρατό και σχολεία.

Ο Cabanas και η Illouz μας υπενθυμίζουν ότι η ευτυχία δεν πρέπει να θεωρείται ως μια αθώα, καλοπροαίρετη αφαίρεση για ευεξία και ικανοποίηση και χωρίς πολιτιστικές, ηθικές και ανθρωπολογικές προκαταλήψεις και υποθέσεις. Θέτουν το ερώτημα: «…..γιατί η ευτυχία και όχι οποιαδήποτε άλλη αξία –π.χ. δικαιοσύνη, σύνεση, αλληλεγγύη ή πίστη– έχει καταλήξει να παίζει τόσο εξέχοντα ρόλο στις προηγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες….» Υποστηρίζουν ότι έχει αποδειχθεί πολύ χρήσιμη ιδέα για την αναζωπύρωση, τη νομιμοποίηση και την εκ νέου θεσμοθέτηση του ατομικισμού με φαινομενικά μη ιδεολογικούς όρους μέσω του ουδέτερου και έγκυρου λόγου της επιστήμης, επειδή ο ουδέτερος λόγος και οι αφηγήσεις που αναφέρονται σε φυσικές ιδιότητες των ανθρώπινων όντων είναι πάντα πιο πειστικοί και εύκολοι να θεσμοθετηθούν.

Παρέχουν αποσπάσματα από τις εργασίες και τα βιβλία του Μάρτιν Σέλιγκμαν [του πατέρα της θετικής ψυχολογίας], καθώς και για τις διασυνδέσεις του με υπερσυντηρητικά ιδρύματα, τα οποία τον στήριξαν με μεγάλα ποσά χρηματοδότησης. Γράφουν ότι μέσω της επιλεκτικής επιλογής από εξελικτικές, ψυχολογικές, νευροεπιστημονικές και φιλοσοφικές αξιώσεις και έννοιες, η ρουμπρίκα της θετικής ψυχολογίας ήταν μάλλον εκλεκτική και κακώς οριοθετημένη. Παρακολουθούν την ιστορία της χρηματοδότησης του κλάδου και πώς ο κλάδος επεκτάθηκε σε πρωτοφανή επίπεδα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, δημιουργώντας ένα ευρύ και παγκόσμιο θεσμικό δίκτυο. Ακόμη και εταιρείες όπως η Coca-Cola επένδυσαν στη θετική ψυχολογία με στόχο να ανακαλύψουν φθηνότερες και πιο αποτελεσματικές μεθόδους για την αύξηση της παραγωγικότητας, τη μείωση του στρες και του άγχους στην εργασία και την προώθηση της συμμετοχής των εργαζομένων στην εταιρική κουλτούρα.

Παρακολουθούν την ιστορία της θετικής ψυχολογίας. Γράφουν ότι καθώς μεγάλωνε, ενίσχυε τις συμμαχίες της με τους επαγγελματίες, μη ακαδημαϊκούς ομολόγους της και τους οικονομολόγους της ευτυχίας. Μετά την παγκόσμια οικονομική κατάρρευση το 2008, όλο και περισσότερες χώρες που λαμβάνουν συμβουλές από ψυχολόγους και οικονομολόγους της ευτυχίας σκέφτηκαν ότι θα μπορούσαν κάλλιστα να χρησιμοποιήσουν δείκτες ευτυχίας για να ελέγξουν εάν, παρά τη συνεχιζόμενη πτώση των αντικειμενικών δεικτών ποιότητας ζωής και ισότητας, οι άνθρωποι εξακολουθούν να  νιώθουν καλά, γιατί υποστήριζαν ότι «Αν οι άνθρωποι ισχυρίζονταν ότι είναι ευτυχισμένοι, τότε δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας – γιατί τελικά, η ευτυχία δεν ήταν ο πραγματικός και απώτερος στόχος της πολιτικής, προτεραιότητα έναντι της δικαιοσύνης ή της ισότητας;» Η ιδέα ήταν να εισαχθεί η έννοια του Ακαθάριστου Προϊόντος Ευτυχίας (GHP) ως δείκτη που υπερέβαινε το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) για τη μέτρηση της πολιτικής αποτελεσματικότητας και της εθνικής προόδου.

Αμφισβητώντας την παραδοσιακή οικονομική προσέγγιση, όπου το κόστος και τα οφέλη μετρούνταν σε χρηματικές μονάδες, προτάθηκε ότι τα οφέλη θα έπρεπε πλέον να μετρώνται σε μονάδες ευτυχίας. Ο Cabanas και η Illouz ισχυρίζονται ότι από τη στιγμή που η ευτυχία μετατράπηκε σε έναν χωρίς αξίες κι αντικειμενικό αριθμό ικανό να διασχίσει τα πολιτισμικά σύνορα και να λειτουργήσει με υπολογισμούς κόστους-οφέλους μαζικής κλίμακας, θεωρήθηκε ως μία από τις κύριες οικονομικές, πολιτικές και ηθικές πυξίδες στις νεοφιλελεύθερες κοινωνίες.  Ωστόσο, γράφουν πολλά μέτρα ευτυχίας «δεν έχουν τη συνέπεια που απαιτείται για να χρησιμοποιηθούν ως βάση για διεθνείς συγκρίσεις».

Έχουν εκφραστεί ανησυχίες για τον υπερβολικό ατομικό προσανατολισμό αυτών των μέτρων, καθώς και για το γεγονός ότι δεν είναι σαφές ότι οι μετρήσεις της ευτυχίας είναι συγκρίσιμες μεταξύ των ατόμων. Για παράδειγμα, πώς μπορούμε να γνωρίζουμε ότι η βαθμολογία Χ κάποιου από τα 10 σε ένα ερωτηματολόγιο ευτυχίας είναι ισοδύναμη με τη βαθμολογία Χ κάποιου άλλου από τα 10 ή εάν η βαθμολογία Χ από κάποιον σε μια χώρα είναι υψηλότερη ή χαμηλότερη από τη βαθμολογία κάποιου άλλου σε άλλα μέρη. Επίσης, οι ποσοτικές αυτό-αξιολογήσεις παραμελούν σημαντικά κοινωνικά ζητήματα στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αξιολογούν τη ζωή τους, συμπεριλαμβανομένων ιδιαίτερων και ειδικών περιστάσεων, και γενικά περιορίζουν το εύρος των απαντήσεων που μπορούν να δώσουν οι άνθρωποι όταν αξιολογούν τη δική τους ευτυχία. Αυτό είναι σημαντικό επειδή οι απαντήσεις σε ερωτηματολόγια κλειστής μορφής (ΝΑΙ ή ΟΧΙ ή απλή βαθμολόγηση) μπορεί να ευνοούν τις προκαταλήψεις των ερευνητών και μπορεί να αγνοούν σημαντικές πληροφορίες για τη λήψη πολιτικών αποφάσεων. Μια άλλη επίπτωση της μέτρησης της ευτυχίας είναι ότι επιτρέπει τη διευθέτηση πολιτικών και οικονομικών ζητημάτων με φαινομενικά μη ιδεολογικό και καθαρά τεχνοκρατικό τρόπο.

Εκτός από τα μεθοδολογικά προβλήματα, το βιβλίο εγείρει ανησυχίες σχετικά με το εάν οι πολιτικές που βασίζονται στην ευτυχία μπορεί συχνά να λειτουργούν ως στρατηγικές παράκαμψης και εκτροπής της προσοχής μας από περίπλοκους κοινωνικοοικονομικούς δείκτες ευημερίας και καλής ζωής, όπως εισόδημα, υλικές ανισότητες, κοινωνικός διαχωρισμός. ανισότητα των φύλων, δημοκρατική υγεία, διαφθορά και διαφάνεια, πραγματικές ευκαιρίες έναντι μη πραγματικών ευκαιριών, κοινωνικές επιδοτήσεις ή ποσοστά ανεργίας. Μπορούν επίσης να διευκολύνουν τη μετατόπιση του βάρους της αβεβαιότητας της αγοράς, της μειωμένης απασχόλησης και του αυξημένου ανταγωνισμού εργασίας στους ίδιους τους εργαζομένους. Μπορεί επίσης να εκφραστεί ανησυχία όταν χώρες που χαρακτηρίζονται από εκτεταμένη φτώχεια, συνεχείς παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, υψηλά ποσοστά υποσιτισμού, βρεφική θνησιμότητα και αυτοκτονίες, έχουν αποφασίσει να υιοθετήσουν μέτρα ευτυχίας για να αξιολογήσουν τον αντίκτυπο των εθνικών τους πολιτικών. Στο βιβλίο παρέχονται ενδιαφέροντα παραδείγματα διαφορετικών χωρών που έχουν προσχωρήσει στην πρωτοβουλία.

Γράφουν για τη «δεύτερη ατομικιστική επανάσταση», μια πολιτισμική διαδικασία εξατομίκευσης και ψυχολογοποίησης που έχει μεταμόρφωσει βαθιά τις πολιτικές και κοινωνικές τάξεις λογοδοσίας στις προηγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες. Αυτή η επανάσταση επέτρεψε να αποδοθούν τα δομικά ελλείμματα, οι αντιφάσεις και τα παράδοξα αυτών των κοινωνιών στα ψυχολογικά χαρακτηριστικά και τις ατομικές ευθύνες. Γράφουν: «Πτυχές όπως η εργασία έγιναν σταδιακά κατανοητές ως θέμα προσωπικών έργων, δημιουργικότητας και επιχειρηματικότητας. Η εκπαίδευση είναι θέμα ατομικών ικανοτήτων και ταλέντων· η υγεία θέμα συνηθειών και τρόπου ζωής¨, η αγάπη θέμα διαπροσωπικής ομοιότητας και συμβατότητας, η ταυτότητα  θέμα επιλογής και προσωπικότητας. Η κοινωνική πρόοδος είναι θέμα ατομικής ανάπτυξης και ευημερίας. και ούτω καθεξής. Η συνέπεια ήταν μια ευρεία κατάρρευση του κοινωνικού προς όφελος του ψυχολογικού, με την Πολιτική να αντικαθίσταται σταδιακά από τη θεραπευτική πολιτική και με τον λόγο της ευτυχίας να αντικαθιστά προοδευτικά τον λόγο του ατομικισμού στον ορισμό του νεοφιλελεύθερου μοντέλου του πολίτη».

Μας προειδοποιούν επίσης για θέματα που σχετίζονται με τη δημοκρατία. Αναφέρονται στον William Davies που έχει προτείνει ότι ένα πρόβλημα με τις τεχνοκρατικές προσεγγίσεις είναι η ίδια η δημοκρατία. ίσως επειδή η εμβέλεια της δημοκρατίας έχει επεκταθεί πέρα από τα διαχειρίσιμα όρια, και έννοιες όπως η ευτυχία, που μπορούν να «ποσοτικοποιηθούν», ικανές να ομογενοποιήσουν κρίσεις και πεποιθήσεις, έχουν γίνει μια χρήσιμη στρατηγική για να προσφέρεις ψίχουλα δημοκρατίας, χωρίς όμως να χρειάζεται να ασχοληθείς με τις πολιτικές προκλήσεις που οι πραγματικές δημοκρατικές αποφάσεις θα απαιτούσαν.

Το βιβλίο διερευνά επίσης άλλα θέματα, όπως η εξόρυξη δεδομένων μαζικής κλίμακας, όχι για το τι μπορεί να μας πει για την ευτυχία, αλλά πώς αυτά τα δεδομένα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να επηρεάσουν τον τρόπο που κατανοούμε την ευτυχία και τη σχέση με τον εαυτό μας και τον κόσμο μέσω αυτής, χωρίς να έχουμε επίγνωση της διαδικασίας. Γράφουν ότι εξετάζοντας τι κάνουμε και τι μας αρέσει, πότε και πόσο συχνά, ιδρύματα και εταιρείες διαθέτουν πληροφορίες για εμάς που τους επιτρέπουν να επηρεάζουν αυτό που καταναλώνουμε: τις ειδήσεις που διαβάζουμε, τις διαφημίσεις που παρακολουθούμε, τη μουσική που ίσως θα θέλαμε να ακούσουμε, τις συμβουλές για την υγεία και τον τρόπο ζωής που πρέπει να δούμε. Μπορούν να επηρεάσουν την κοινωνική συλλογικότητα διαμορφώνοντας αυτό που πρέπει ή δεν πρέπει να εκτιμάται ότι συμβάλλει στην ευτυχία μας και ούτω καθεξής.

Θα τελειώσω αυτό το άρθρο εδώ, παρόλο που το βιβλίο θίγει πολλά ακόμη σημαντικά θέματα που τουλάχιστον αξίζει να αναλογιστούμε.

Comments are closed.