Η μετάφραση είναι διαθέσιμη
Ψέματα Φθινόπωρο 2023
«Το ψέμα είναι ο βασιλικός δρόμος προς το χάος». Sam Harris
«Τα ψέματα είναι το κοινωνικό ισοδύναμο των τοξικών αποβλήτων: Όλοι δυνητικά βλάπτονται από τη διάδοση τους». Sam Harris
«Το ψέμα είναι, σχεδόν εξ ορισμού, άρνηση συνεργασίας με τους άλλους. Συμπυκνώνει την έλλειψη εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας σε μια ενιαία πράξη. Είναι ταυτόχρονα αποτυχία κατανόησης και απροθυμία να γίνει κανείς κατανοητός. Το να λες ψέματα σημαίνει απομάκρυνση από τη σχέση [με τον άλλον / τους άλλους]». Sam Harris
Εδώ και αρκετό καιρό ήθελα να γράψω κάτι για το ψέμα / ψευδολογία και τη σκληρότητα, που συχνά αφενός συνδέονται μεταξύ τους κι αφετέρου σχετίζονται με διαδικασίες τραύματος. Η ανάγνωση του Lying (Λέγοντας Ψέματα) από τον Sam Harris, PhD, μου έδωσε την ευκαιρία να θίξω ένα από αυτά τα θέματα σήμερα. Θα ήθελα να πω ότι υπάρχουν και άλλες οπτικές και προσεγγίσεις για να εξερευνήσει κανείς το θέμα, αλλά κυρίως έχω εστιάσει στα σημεία που αγγίζει το βιβλίο. Ελπίζω ότι η επόμενη ανάρτηση θα αφορά τη σκληρότητα, καθώς αυτή τη στιγμή διαβάζω το On Inhumanity: Dehumanization and How to Resist It / Σχετικά με την Απανθρωπιά: Απανθρωποποίηση και Πώς Να Αντισταθείς του David Livingston Smith.
Στην αρχή του βιβλίου ο Harris γράφει: «Πουθενά οι τραυματισμοί μας δεν φαίνονται πιο αυτό-προκαλούμενοι, ή τα βάσανα που δημιουργούμε πιο δυσανάλογα με τις ανάγκες της στιγμής, παρά στα ψέματα που λέμε σε άλλα ανθρώπινα όντα. Το ψέμα είναι ο βασιλικός δρόμος προς το χάος». Στο βιβλίο δίνει τον ορισμό του ψέματος, διακρίνει τύπους ψεμάτων και συζητά τις συνέπειες. Προκαλεί τους αναγνώστες να επανεξετάσουν τις υποθέσεις τους σχετικά με την αλήθεια και την ειλικρίνεια και το πώς αυτές μπορούν να συμβάλουν σε μια πιο ειλικρινή και ικανοποιητική ζωή, ενώ δημιουργούν λιγότερα βάσανα και χάος για τους άλλους. Υποστηρίζει ότι οι περισσότερες μορφές ιδιωτικής κακίας / μοχθηρίας και δημόσιου κακού πυροδοτούνται, κι επίσης, υποστηρίζονται από ψέματα, και ότι οι περισσότερες πράξεις προδοσίας, διαφθοράς και απάτης, δολοφονίας και γενοκτονίας γίνονται όλες δυνατές από τα ψέματα. Τα ψέματα, γράφει, έχουν παρατείνει ή επισπεύσει πολέμους.
Ο Harris ορίζει το ψέμα ως σκόπιμη παραπλάνηση των άλλων όταν αυτοί περιμένουν ειλικρινή επικοινωνία, να πιστεύει κανείς ένα πράγμα ενώ σκοπεύει να επικοινωνήσει ένα άλλο. Το να λες ψέματα σημαίνει να οδηγείς σκόπιμα τους άλλους να σχηματίσουν πεποιθήσεις και απόψεις που δεν είναι αληθινές, και «όσο πιο σοβαρές είναι οι συνέπειες από αυτές τις πεποιθήσεις — δηλαδή, όσο περισσότερο η ευημερία ενός ατόμου απαιτεί σωστή κατανόηση του κόσμου ή των απόψεων των άλλων ανθρώπων—τόσο πιο σοβαρές οι συνέπειες του ψέματος». Θα μπορούσα να προσθέσω ότι το ξεκάθαρο ψέμα και η χειραγώγηση της πραγματικότητας είναι δύο συστατικά στοιχεία του gaslighting, όπου κάποιος επιχειρεί με ψέματα και άλλα μέσα να διαχειριστεί (micromanage) μια ομάδα ανθρώπων ή ένα άλλο άτομο, και να σπείρει στο νου του την αμφιβολία για τον εαυτό του, τη σύγχυση και τον φόβο.
Στο βιβλίο διερευνώνται οι ηθικές και πρακτικές συνέπειες του να λέμε ψέματα και προτείνονται τρόποι σχετικά με το πώς να πλοηγηθούμε πολλές καταστάσεις όπου μπορεί να μπούμε στον πειρασμό να πούμε λευκά ψέματα για να μην πληγώσουμε τους άλλους ή να γλυτώσουμε τον εαυτό μας από τη δυσφορία. Παρέχει παραδείγματα καταστάσεων όπου οι άνθρωποι μπορεί να αντιμετωπίσουν δύσκολα διλήμματα ή όταν το ψέμα μπορεί να είναι το μικρότερο κακό, και τονίζει τη σημασία της καλλιέργειας της δέσμευσης να είμαστε ειλικρινείς και της ανάπτυξης του θάρρους να μιλάμε με ειλικρίνεια.
Ο Harris κάνει διάκριση μεταξύ αλήθειας και ειλικρίνειας και εξηγεί ότι ένα άτομο μπορεί να είναι ειλικρινής ενώ κάνει λάθος. Ισχυρίζεται ότι το να μιλάς με ειλικρίνεια σημαίνει ότι αντιπροσωπεύεις με ακρίβεια τις πεποιθήσεις σου τη δεδομένη στιγμή. Φυσικά, καταλαβαίνουμε ότι αυτό που λέμε μπορεί να μην είναι αληθινό ή ακριβές για πολλούς λόγους, όπως: η έλλειψη πληροφοριών, η μειωμένη ικανότητα πρόσβασης σε όλη την αλήθεια της εμπειρίας μας και το επίπεδο επίγνωσης μια συγκεκριμένη στιγμή. Οι πεποιθήσεις μας για τον κόσμο δεν είναι πάντα αληθινές ή σωστές και οι πεποιθήσεις ή οι απόψεις μας μπορεί να αλλάξουν καθώς εξελισσόμαστε ή μαθαίνουμε περισσότερα. Στην πραγματικότητα, το να λέμε την αλήθεια μπορεί να μας αποκαλύψει τα σημεία που δεν έχουμε πλήρη επίγνωση ή που χρειάζεται να αναπτυχθούμε ή τα πράγματα που πρέπει να δούμε, επειδή η ειλικρίνεια μπορεί να αναγκάσει οποιαδήποτε δυσλειτουργία στη ζωή κάποιου ή οποιαδήποτε καταχρηστική δυναμική στις σχέσεις μας να έρθει στην επιφάνεια. Μπορεί να διαπιστώσουμε ότι ορισμένες σχέσεις δεν μπορούν να διατηρηθούν με ειλικρίνεια.
Το μέτρο της ειλικρίνειας, ισχυρίζεται ο Harris, είναι η πρόθεση να επικοινωνήσει κανείς με ειλικρίνεια και να δείξει τον βαθμό αβεβαιότητας του. Μπορούμε πάντα να επανεξετάσουμε τα γεγονότα και να αλλάξουμε τις απόψεις μας και θα πρέπει να μπορούμε να συζητάμε ανοιχτά τη σύγχυση, τις αντικρουόμενες ιδέες ή τις αμφιβολίες μας. Ισχυρίζεται ότι «η δέσμευση μας στην αλήθεια εξαγνίζει το λάθος». Επίσης, διευκρινίζει ότι το να κρατάς τη γλώσσα σου ή να κατευθύνεις μια συζήτηση προς θέματα σχετικής ασφάλειας ή να μην αποκαλύπτεις τα πάντα για τον εαυτό σου, δεν σημαίνει ότι λες ψέματα. Η δέσμευση στην ειλικρίνεια δεν απαιτεί απαραίτητα να αποκαλύπτουμε γεγονότα για τον εαυτό μας ή τους άλλους που θα προτιμούσαμε να κρατήσουμε απόρρητα. Διευκρινίζει ότι, σε αυτή την περίπτωση, μια ειλικρινή απάντηση θα μπορούσε κάλλιστα να είναι «προτιμώ να μην πω».
Ο Harris διακρίνει δύο είδη ψεμάτων και εξετάζει δύο κατηγορίες ηθικών παραβάσεων: τα κακά πράγματα που κάνουμε (πράξεις ανάθεσης) και τα καλά πράγματα που παραλείπουμε να κάνουμε (πράξεις παράλειψης). Το ψέμα μπορεί να είναι τόσο τα εσκεμμένα ψέματα που λένε ή διαδίδουν οι άνθρωποι, αλλά και τα πράγματα που δεν λέμε που θα μπορούσαν να προστατεύσουν κάποιον ή να τον βοηθήσουν να βρει λύσεις ή να ενεργήσει για λογαριασμό του ίδιου ή άλλων. Ο Harris εστιάζει περισσότερο στα ψέματα της πρώτης κατηγορίας: «το ψέμα στην πιο ξεκάθαρη εκδοχή του και με τις πιο σοβαρές συνέπειες», αλλά δηλώνει ότι τα περισσότερα από αυτά που λέει ισχύουν και για τα ψέματα παράλειψης και γενικά την εξαπάτηση.
Ένας τύπος ψεμάτων που διερευνάται στο βιβλίο είναι αυτά που αποκαλούμε λευκά ψέματα. Αυτά είναι τα ψέματα που λέμε στους ανθρώπους με σκοπό να τους γλιτώσουμε από ταλαιπωρία ή πόνο, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Αυτά είναι τα ψέματα που λένε οι καλοί άνθρωποι ενώ φαντάζονται ότι είναι καλοί κατά τη διαδικασία, λέει ο Harris, αλλά προσθέτει ότι δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστεύουμε ότι οι κοινωνικές συμβάσεις που τυχαίνει να σταθεροποιούνται σε πρωτεύοντα σαν εμάς σε ηλικία περίπου έντεκα ετών μπορούν να οδηγήσουν σε βέλτιστες ανθρώπινες σχέσεις. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν πολλοί λόγοι να πιστεύουμε ότι το ψέμα είναι ακριβώς το είδος της συμπεριφοράς που πρέπει να ξεπεράσουμε για να χτίσουμε έναν καλύτερο κόσμο.
Ισχυρίζεται ότι όταν λέμε ψέματα [ανεξάρτητα από το αν πιστεύουμε ότι λέμε ψέματα από συμπόνια για τους άλλους] η ειλικρίνεια, η αυθεντικότητα, η ακεραιότητα, η αμοιβαία κατανόηση και άλλες πηγές ηθικού πλούτου καταστρέφονται τη στιγμή που εσκεμμένα παραποιούμε τις πεποιθήσεις μας. Προσθέτει ότι είναι δύσκολο να εντοπίσουμε τη ζημιά που προκαλούμε. Επιπλέον, λέγοντας ψέματα ή μη λέγοντας την αλήθεια, αρνούμαστε στους φίλους μας την πρόσβαση στην πραγματικότητα και η προκύπτουσα άγνοια που βασίζεται σε ψεύδη δεν τους βοηθά να ενεργήσουν με σύνεση ή να λύσουν ένα πρόβλημα και μπορεί να τους βλάψει πραγματικά με τρόπους που ποτέ δεν περιμέναμε. Ισχυρίζεται ότι το να λέμε ψέματα ισοδυναμεί με παραβίαση της ελευθερίας εκείνων που νοιαζόμαστε.
Ένας άλλος τύπος λευκού ψέματος που εξετάζει ο συγγραφέας στο βιβλίο είναι η ψεύτικη ενθάρρυνση, η οποία πιστεύει ότι μπορεί να είναι ένα είδος κλοπής επειδή κλέβει χρόνο, ενέργεια και κίνητρα που ένα άτομο θα μπορούσε να διαθέσει για κάποιον άλλο σκοπό. Ο Harris ισχυρίζεται επίσης ότι η ανέντιμη ανατροφοδότηση / feedback ή ο ανειλικρινής έπαινος είναι σαν να συμπεριφέρεσαι στους άλλους σαν να είναι παιδιά, «ενώ δεν τους βοηθάς να προετοιμαστούν για συναντήσεις με εκείνους που θα τους κρίνουν σαν ενήλικες». Ο Harris πιστεύει ότι, εκτός κι αν κάποιος έχει τάσεις αυτοκτονίας, το να αποφασίζουμε εμείς πόσα θα πρέπει να γνωρίζει για τον εαυτό του, είναι η πεμπτουσία της αλαζονείας. Σε αυτό το σημείο πρέπει να προσθέσω ότι πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί και ενήμεροι για τα βαθύτερα κίνητρα και προθέσεις μας, για να μπορούμε να διακρίνουμε τυχόν φθόνο, προκαταλήψεις ή λανθασμένες αντιλήψεις εκ μέρους μας, επειδή δεν θέλουμε να είμαστε «αυτοί που σβήνουν τα κεριά των άλλων» / “candle blower outers” [Φράση της Brené Brown]. Υπάρχει ήδη μια πανδημία τέτοιων συμπεριφορών, επομένως, θέλουμε να είμαστε προσεκτικοί. Ο Harris διευκρινίζει ότι πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι κρίσεις μας δεν είναι πάντα σωστές και η ειλικρίνεια απαιτεί να κοινοποιούμε οποιαδήποτε αβεβαιότητα μπορεί να νιώθουμε σχετικά με τη συνάφεια των απόψεών μας. Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί ώστε να μην υπονομεύουμε τα όνειρα ή τους κόπους των ανθρώπων και πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη αν κάποιος μπορεί να χειριστεί την αλήθεια και να εξετάσουμε τους καλύτερους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να βοηθήσουμε κάποιον να δει την πραγματικότητα ή να γίνει πιο πρόθυμος να επαναξιολογήσει την εμπειρία του.
Συζητά επίσης την κοινή εμπειρία πολλών ανθρώπων που εξαπατώνται από μέλη της οικογένειας ή / και επαγγελματίες του ιατρικού τομέα σχετικά με ιατρικές διαγνώσεις. Αναφέρεται και στη μητέρα του, η οποία διαγνώστηκε με σκλήρυνση κατά πλάκας όταν ήταν γύρω στα 30. Γράφει: «Αντί να νιώθω ευγνώμων και προστατευμένος, ένιωσα λύπη που δεν είχαμε συγκεντρωθεί ως οικογένεια για να αντιμετωπίσουμε την ασθένειά της και να στηρίξουμε ο ένας τον άλλον…». Σε αυτές τις περιπτώσεις, το να κρύψουμε την αλήθεια ή να λέμε λευκά ψέματα μπορεί να μας στερήσει ευκαιρίες για εμβάθυνση της αγάπης, της συμπόνιας, της συγχώρεσης, της κατανόησης, της ανταλλαγής σοφίας, να πούμε στους ανθρώπους αυτά που πρέπει να πούμε και να κάνουμε επιλογές που διαφορετικά δεν θα κάναμε. Επίσης, κατά κάποιο τρόπο συμπεριφερόμαστε στους ανθρώπους ωσάν να είναι παιδιά. Φυσικά, το πλαίσιο έχει σημασία και υπάρχουν στιγμές που το να λέμε την αλήθεια μπορεί να μην είναι ο καλύτερος τρόπος δράσης, επομένως, ενώ μπορεί να είμαστε αφοσιωμένοι στην ειλικρίνεια, πρέπει επίσης να είμαστε ευαίσθητοι σε κάθε κατάσταση.
Οι συνέπειες του να λέμε ψέματα είναι πολλές. Το ψέμα διαβρώνει την εμπιστοσύνη. Ο Harris γράφει ότι η καχυποψία αυξάνεται συχνά και από τις δύο πλευρές ενός ψέματος και ότι η έρευνα δείχνει ότι «οι ψεύτες εμπιστεύονται αυτούς που εξαπατούν λιγότερο από ότι θα μπορούσαν διαφορετικά – και όσο πιο επιζήμια είναι τα ψέματά τους, τόσο λιγότερο εμπιστεύονται ή ακόμα και συμπαθούν τα θύματά τους. Φαίνεται ότι προστατεύοντας το εγώ τους και ερμηνεύοντας τη δική τους συμπεριφορά ως δικαιολογημένη, οι ψεύτες τείνουν να υποτιμούν τους ανθρώπους στους οποίους λένε ψέματα». Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι οι διαβρώσεις της εμπιστοσύνης είναι ιδιαίτερα ύπουλες γιατί σχεδόν ποτέ δεν διορθώνονται.
Το να λέμε ψέματα συνεχώς απαιτεί επίσης νοητική λογιστική / mental accounting που είναι η διαδικασία παρακολούθησης των ψεμάτων. Για πολλούς ανθρώπους το να λένε ψέματα δημιουργεί κάποιο αίσθημα εσωτερικής σύγκρουσης και δυσφορία, και τα ψέματα συχνά γεννούν άλλα ψέματα και πρέπει να προστατεύονται συνεχώς από συγκρούσεις με την πραγματικότητα. Ο Harris αναφέρει ότι μερικοί άνθρωποι τα καταφέρνουν καλύτερα σε αυτό από άλλους, και οι ψυχοπαθείς μπορούν να αναλάβουν το βάρος αυτής της πνευματικής λογιστικής χωρίς καμία προφανή δυσφορία ή άγχος, αλλά το να λέμε ψέματα αναμφισβήτητα έχει ψυχολογικό κόστος για εμάς τους υπόλοιπους.
Υπάρχει ένα κεφάλαιο στο βιβλίο με τον τίτλο Big Lies / Μεγάλα Ψέματα, στο οποίο διερευνά τα μεγάλα ψέματα που έχουν υπονομεύσει την εμπιστοσύνη μας στις κυβερνήσεις, τις εταιρείες, τους οργανισμούς και δημόσιους θεσμούς και τους ανθρώπους σε θέσεις εξουσίας. Ο Harris γράφει: «Δεδομένου του γεγονότος ότι οι εταιρείες και οι κυβερνήσεις μερικές φορές λένε ψέματα, είτε για να αποφύγουν τη νομική ευθύνη είτε για να αποτρέψουν τον δημόσιο πανικό, έχει γίνει πολύ δύσκολο να διαδοθεί η αλήθεια». Ο συγγραφέας συζητά πώς οι συνειδητές προσπάθειες να ειπωθούν ψέματα, η παραμόρφωση γεγονότων, η παραποίηση δεδομένων και η απόκρυψη δεδομένων από έρευνες έχουν δημιουργήσει δυσπιστία στο κοινό και πώς από τη στιγμή που τα ψέματα έχουν πλέον διαρρεύσει είναι δύσκολο να ξεχαστούν από τον κόσμο. Γράφει: «Τα ψέματα των ισχυρών μας οδηγούν σε δυσπιστία σε κυβερνήσεις και εταιρείες. Τα ψέματα των αδύναμων μάς αναισθητοποιούν απέναντι στα βάσανα των άλλων. Τα ψέματα των θεωρητικών συνωμοσίας εγείρουν αμφιβολίες για την ειλικρίνεια αυτών που βρίσκουν το θάρρος να κάνουν καταγγελίες (whistle-blowers), ακόμη και όταν λένε την αλήθεια. Τα ψέματα είναι το κοινωνικό ισοδύναμο των τοξικών αποβλήτων: Όλοι δυνητικά βλάπτονται από τη διάδοσή τους». Επίσης, όταν άνθρωποι με εξουσία και δύναμη λένε ψέματα, το ψέμα γίνεται αποδεκτό και νομιμοποιούνται το ψέμα και η εξαπάτηση ως κοινωνικές πρακτικές.
Τα ψέματα και η παραπληροφόρηση που προέρχονται από αυτούς που διαθέτουν εξουσία προκαλούν επίσης σύγχυση και φόβο, που οδηγεί τους ανθρώπους σε παθητικότητα και αποδυνάμωση, κι επίσης εμποδίζουν τη λήψη αποφάσεων που θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν καλύτερα τα δικά τους συμφέροντα και την ανθρωπότητα γενικότερα. Το βλέπουμε αυτό με τους πολέμους που διεξάγονται σε όλο τον κόσμο αυτή τη στιγμή, όπου η παραπληροφόρηση και τα ψέματα χρησιμεύουν για να αποσπούν την προσοχή ή να στρέφουν την προσοχή μας στις άμεσες φρικαλεότητες της κάθε μέρας, που είναι σχεδόν πάντα το αποτέλεσμα της κορύφωσης μιας μακράς πορείας από καταπιεστικές και επεμβατικές τακτικές και πολιτικές αδικίας, εξάλειψης ή εξαθλίωσης Ψέματα και μισές αλήθειες για τα ιστορικά γεγονότα και τη σύνθετη αιτιότητα των γεγονότων όχι μόνο μας απομακρύνουν περισσότερο από την αλήθεια, αλλά δεν συμβάλλουν στον τερματισμό της βίας, ούτε προάγουν την ειρήνη, την ανάπτυξη και την ευημερία.
Ως εκ τούτου, ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι όπου κρίνουμε απαραίτητο να πούμε ψέματα, θα πρέπει γενικά να έχουμε καθορίσει ότι το άτομο που θα εξαπατηθεί είναι και επικίνδυνο και απρόσιτο σε οποιαδήποτε προσφυγή στην αλήθεια. Παρέχει παραδείγματα και λέει ότι για τους περισσότερους από εμάς τέτοιες περιστάσεις προκύπτουν πολύ σπάνια στη ζωή, αν όχι ποτέ. Αναφέρεται επίσης στον πόλεμο και την κατασκοπεία, όπου δεν ισχύουν πλέον οι συνήθεις κανόνες συνεργασίας και όπου «οι ανθρώπινες σχέσεις έχουν καταρρεύσει ή δεν δημιουργήθηκαν εξαρχής». Γράφει ότι τη στιγμή που κάποιος αρχίζει να ρίχνει βόμβες ή να καταστρέφει την υποδομή μιας χώρας με επιθέσεις στον κυβερνοχώρο, το ψέμα έχει γίνει απλώς ένα άλλο όπλο στο οπλοστάσιο. Διευκρινίζει ότι αν και η ανάγκη για κρατικά μυστικά είναι προφανής, δεν χρειάζεται οι κυβερνήσεις να λένε ψέματα στο λαό τους. Ούτε χρειάζεται εμείς οι υπόλοιποι να εξετάζουμε εάν κάθε τι που αρθρώνουμε θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια κάθε φορά που μιλάμε.
Επιπρόσθετα, σε σχέση με την κατασκοπεία, ο Harris ισχυρίζεται ότι «Η ηθική του πολέμου και η κατασκοπεία είναι ηθική έκτακτης ανάγκης — και, ως εκ τούτου, είναι αναγκαστικά περιορισμένης έκτασης». Λέει ότι ο ρόλος του κατασκόπου του φαίνεται ως μια σχεδόν ολοκληρωτική θυσία της προσωπικής ηθικής για ένα μεγαλύτερο, πραγματικό ή φανταστικό αγαθό, και αυτό είναι ένα είδος ηθικής αυτοπυρπόλησης. Στη σπάνια περίπτωση που έχω παρακολουθήσει κάποια κατασκοπευτική ταινία, έχω νιώσει ότι για να είναι κανείς κατάσκοπος απαιτείται εκμηδένιση του εαυτού και νέκρωση των συναισθημάτων, κατά κάποιο τρόπο παραίτηση από πολλές πτυχές του τι σημαίνει να είναι κανείς άνθρωπος.
Το βιβλίο περιλαμβάνει μια εξερεύνηση των πλεονεκτημάτων της ειλικρίνειας. Πρώτον, η ανεντιμότητα και το ψέμα δεν είναι πράγματα που θέλουμε να εισπράττουμε από τους άλλους, επομένως είναι δίκαιο να προσπαθούμε, στο μέγιστο των δυνατοτήτων μας, να καλλιεργήσουμε την ειλικρίνεια. Ο Harris λέει ότι αν «εξετάσουμε την ανεντιμότητα από την οπτική γωνία εκείνων στους οποίους λέμε ψέματα, αναγνωρίζουμε ότι θα νιώθαμε προδομένοι αν αντιστρέφονταν οι ρόλοι». Αναφέρεται στο γεγονός ότι η εμπιστοσύνη μας ανταμείβει βαθιά ενώ το ψέμα συνδέεται με λιγότερο ικανοποιητικές σχέσεις, κάτι που οι περισσότεροι ήδη γνωρίζουμε από την προσωπική μας εμπειρία, αλλά και από τα ευρήματα ερευνών. Αναφέρει επίσης ότι η ειλικρίνεια είναι μια πηγή δύναμης και ένα δώρο που μπορούμε να χαρίσουμε στους άλλους, και ότι οι έντιμοι άνθρωποι είναι καταφύγιο. Γράφει: «Μόλις κάποιος δεσμευτεί να λέει την αλήθεια, αρχίζει να παρατηρεί πόσο ασυνήθιστο είναι να συναντάς κάποιον που συμμερίζεται αυτή τη δέσμευση. Οι ειλικρινείς άνθρωποι είναι καταφύγιο».
Θα ολοκληρώσω αυτό το κείμενο με μερικά από τα κύρια σημεία του βιβλίου:
Τα ψέματα έχουν τη δύναμη να πυροδοτούν και να συντηρούν ιδιωτικές και δημόσιες αδικίες και δυστυχίες. Ακόμη και τα λευκά ψέματα μπορούν συχνά να προκαλέσουν πόνο και να στερήσουν από τους ανθρώπους την ικανότητά να προστατεύουν, να θεραπευτούν, να λύσουν προβλήματα ή να αλλάξουν και να εξελιχθούν. Η δέσμευση για ειλικρίνεια απαιτεί θάρρος, αλλά είναι απαραίτητη για μια ηθική και ικανοποιητική ζωή, καθώς και για την οικοδόμηση μιας καλύτερης κοινωνίας. Η ειλικρίνεια είναι κάτι που μπορούμε να καλλιεργήσουμε με το να γίνουμε πιο παρόντες και να συνειδητοποιήσουμε τα τυφλά σημεία και τις προκαταλήψεις μας, αλλά και με το να θέσουμε την πρόθεση να είμαστε ειλικρινείς. Το πλαίσιο έχει σημασία και υπάρχουν φορές που το να λες την αλήθεια δεν είναι ο καλύτερος τρόπος δράσης και υπάρχουν καταστάσεις όπου το ψέμα μπορεί να αποτρέψει μια μεγαλύτερη βλάβη.