Ψωμί και ποίηση
«Οι μέρες μας παίρνουν το δρόμο τους για λίγο ψωμί και μεγάλες λιακάδες». (Ο Τόπος Μας του Γιάννη Ρίτσου)
«Το χωράφι με το σιτάρι χρειάζεται σύννεφα και λιακάδα. Έτσι σε αυτή τη φέτα ψωμί υπάρχει ηλιοφάνεια, υπάρχει σύννεφο, υπάρχει ο κόπος του αγρότη, η χαρά του να έχει αλεύρι, και η επιδεξιότητα του φούρναρη και μετά —ως εκ θαύματος!— υπάρχει το ψωμί. Όλος ο κόσμος έχει συγκεντρωθεί ώστε αυτό το κομμάτι ψωμί να μπορεί να βρίσκεται στο χέρι σου.». Από το How to Eat του Thich Nhat Hanh
«Ο καφές έβραζε πάνω σε μια φωτιά στα κάρβουνα και μεγάλες φέτες ψωμί με βούτυρο ήταν στοιβαγμένες η μία πάνω στην άλλη σαν προσφορές σε μια αυλή ξυλείας». Τσαρλς Ντίκενς
«Σερνάμενο στα πόδια σου», είπε η σκνίπα (η Αλίκη τράβηξε πίσω τα πόδια της με κάποιο φόβο), «μπορεί να παρατηρήσεις ένα «Ψωμί και Πεταλούδα». Τα φτερά του είναι λεπτές φέτες ψωμιού με βούτυρο, το σώμα του είναι μια κρούστα και το κεφάλι του είναι ένα κομμάτι ζάχαρης». Lewis Carroll, Η Αλίκη Μέσα από τον Καθρέφτη
Σήμερα το πρωί, καθώς παρακολουθούσα το ψωμί στο φούρνο, σκέφτηκα πώς το ψωμί, στις πολλές του μορφές και γεύσεις, ήταν ένα βασικό μέσο διατροφής σε κάθε πολιτισμό και χώρα σε όλο τον κόσμο από την αυγή της νεολιθικής εποχής και την εξάπλωση της γεωργίας. Υπάρχουν ενδείξεις ότι το ψωμί ήδη παρασκευαζόταν στην Αίγυπτο πριν από περίπου 10.000 χρόνια. Στην Αρχαία Ελλάδα υπήρχε κι ένας ημίθεος, ο Δειπνεύς, οποίος προετοίμαζε γεύματα και κυρίως ψωμί. Αναλογίστηκα επίσης πώς το ψωμί δεν αποτελεί μόνο βασική τροφή σε βάθος χρόνου και χώρου, αλλά έχει χρησιμοποιηθεί και ως μεταφορά και σύμβολο στη λογοτεχνία, την ποίηση, την εικαστική τέχνη, τη θρησκεία, την πολιτική και τις επαναστάσεις.
ΨΩΜΙ – ΠΑΙΔΕΙΑ – ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, το σύνθημα: ΨΩΜΙ – ΠΑΙΔΕΙΑ – ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ήταν σήμα κατατεθέν της εξέγερσης του Πολυτεχνείου το 1973, της εξέγερσης των φοιτητών, που κλόνισε την επταετή δικτατορία, η οποία μετά τα τραγικά γεγονότα στην Κύπρο έλαβε κατέρρευσε το καλοκαίρι του 1974. Το σύνθημα όμως δεν ήταν αποκλειστική εφεύρεση του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος στην Ελλάδα. Παρόμοια συνθήματα όπως «Ψωμί και Ελευθερία» μπορούν να εντοπιστούν στη Γαλλική Επανάσταση και έκτοτε απέκτησαν διακρατικές διαστάσεις καθώς εξαπλώθηκαν στην Ευρώπη, τη Λατινική Αμερική, την Αφρική και αλλού.
ΨΩΜΙ ΚΑΙ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ
Το 1911 ο James Oppenheim / Τζέημς Όπενχάιμ έγραψε το διάσημο ποίημα, Ψωμί κι Τριαντάφυλλα, το οποίο έκτοτε συνδέθηκε με τις γυναικείες μάχες για ισότητα και την Ημέρα της Γυναίκας. Το εμπνεύστηκε από μια ομιλία της Helen Todd, σουφραζέτα και ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των εργαζομένων, κι επίσης συνδέεται με την απεργία Lawrence, που συχνά αναφέρεται ως απεργία «Ψωμί και Τριαντάφυλλα» ή «απεργία για τρία καρβέλια ψωμί».
Ένα μικρό απόσπασμα από το ποίημα του James Oppenheim, Ψωμί και Τριαντάφυλλα
“….. Καθώς τραβάμε εμπρός, εμπρός, και για τους άνδρες αγωνιζόμαστε
γιατί είναι των γυναικών παιδιά και τους γεννάμε πάλι,
Οι μέρες μας δεν θα ‘ναι ιδρώτας / παιδεμός από την γέννηση μας ως το τέλος,
πεινάνε οι καρδιές / ψυχές όπως το σώμα
«δώστε μας Ψωμί, δώστε μας Τριαντάφυλλα»
Καθώς τραβάμε εμπρός, εμπρός αμέτρητες γυναίκες πεθαμένες
Θρηνούν μαζί μας καθώς τραγουδάμε το δικό τους αρχαίο τραγούδι του Ψωμιού
οι σκλαβωμένες ψυχές τους γνώρισαν λίγη μόνον ομορφιά, τέχνη κι αγάπη…..”
Το ποίημα μελοποιήθηκε στη δεκαετία του 70 από τη Mimi Farina, την αδερφή της Joan Baez, η οποία εμπνευσμένη από το ποίημα, ονόμασε τη μη κερδοσκοπική οργάνωση που ίδρυσε το 1974 «Ψωμί και Τριαντάφυλλα». Γνωρίζοντας πως η τέχνη μπορεί να ωφελήσει και να θεραπεύσει τους ανθρώπους, μαζί με φίλους μουσικούς, έδινε δωρεάν παραστάσεις για ανθρώπους όλων των ηλικιών που βρίσκονταν σε δύσκολες συνθήκες σε νοσοκομεία και ιδρύματα.
ΨΩΜΙ
«Το φαγητό είναι δύναμη, και το φαγητό είναι ειρήνη, και το φαγητό είναι ελευθερία…» John F. Kennedy
Στο διήγημά της, Ψωμί, η Μάργκαρετ Άτγουντ εξερευνά τα θέματα όπως η αντίληψη, ο έλεγχος, η καταπίεση, η απληστίας, η ενσυναίσθηση, η συμπόνια και η αλλαγή. Η Άτγουντ επαναλαμβάνει τη λέξη «φαντάσου» σε κάθε παράγραφο σε μια προσπάθεια να κάνει τον /την αναγνώστη/τρια όχι μόνο να αναλογιστεί ένα σημαντικό θέμα, ένα δίλημμα ζωής και θανάτου, αλλά να νιώσει και να γίνει το άλλο πρόσωπο, ίσως ελπίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο οι αναγνώστες θα συνειδητοποιήσουν πώς είναι να έχεις άφθονο ψωμί ή να μην έχεις καθόλου ψωμί. Η συγγραφέας μας ζητά να φανταστούμε ένα κομμάτι ψωμί, έναν λιμό, μια σκηνή φυλακής, μια συνάντηση μεταξύ μιας εύπορης και μιας άπορης αδελφής. Οι ιστορίες αφορούν τις δύσκολες αποφάσεις που καλούνται να πάρουν οι άνθρωποι .
Η πρώτη περιγράφει την αφθονία και τη σπατάλη τόσο μέσω της ποικιλίας του ψωμιού που έχει στη διάθεσή του ο αναγνώστης όσο και των διαφορετικών τρόπων που μπορεί να επιλέξει κανείς για να το φάει. Η ιστορία ξεκινά: «Φαντάσου ένα κομμάτι ψωμί. Δεν χρειάζεται να το φανταστείς, είναι ακριβώς εδώ στην κουζίνα, στην τάβλα του ψωμιού , στην πλαστική του σακούλα, τοποθετημένο δίπλα στο μαχαίρι του ψωμιού. Το μαχαίρι του ψωμιού είναι ένα παλιό μαχαίρι που βρήκες σε μια δημοπρασία. έχει τη λέξη ΨΩΜΙ χαραγμένη στην ξύλινη λαβή. Ανοίγεις τη σακούλα, τραβάς το περιτύλιγμα, κόβεις μια φέτα. Βάζεις βούτυρο, μετά φυστικοβούτυρο, μετά μέλι και το διπλώνεις. Λίγο από το μέλι τρέχει στα δάχτυλά σου και το γλείφεις. Σου παίρνει περίπου ένα λεπτό για να φας το ψωμί. Αυτό το ψωμί τυχαίνει να είναι σκούρο, αλλά υπάρχει επίσης λευκό ψωμί, στο ψυγείο, κι ένα καρβέλι σίκαλης που αγόρασες την περασμένη εβδομάδα, τότε ήταν στρογγυλό σαν γεμάτο στομάχι, τώρα μουχλιασμένο. Περιστασιακά φτιάχνεις ψωμί. Το θεωρείς κάτι χαλαρωτικό για να κάνεις με τα χέρια σου».
Η συγγραφέας μας ωθεί να αναλογιστούμε τα μέρη του κόσμου που έχουν αφθονία σε αντίθεση με εκείνα που δεν έχουν τίποτα. Αυτό γίνεται πιο εμφανές στη δεύτερη παράγραφο της ιστορίας όπου παρουσιάζει ένα νεαρό αγόρι που λιμοκτονεί και που αντιμετωπίζει το δίλημμα να φάει τη μία και μοναδική φέτα ψωμί, να τη μοιραστεί ή να την δώσει στην αδερφή του, η οποία επίσης λιμοκτονεί και είναι πολύ πιο αδύναμη από αυτόν. Γράφει: «Φαντάσου ένα λιμό. Τώρα φαντάσου ένα κομμάτι ψωμί. Και τα δύο αυτά πράγματα είναι αληθινά, αλλά τυχαίνει να βρίσκεσαι στο ίδιο δωμάτιο μόνο με ένα από αυτά. Φαντάσου τον εαυτό σου σε ένα διαφορετικό δωμάτιο, για αυτό υπάρχει το μυαλό. Τώρα είσαι ξαπλωμένος / η σε ένα λεπτό στρώμα σε ένα ζεστό δωμάτιο. Οι τοίχοι είναι φτιαγμένοι από ξεραμένο χώμα και η αδερφή σου, που είναι μικρότερη από σένα, είναι στο δωμάτιο μαζί σου. Πεινάει, η κοιλιά της είναι φουσκωμένη, μύγες προσγειώνονται στα μάτια της. Τις διώχνεις με το χέρι σου. Έχεις κι ένα πανί, βρώμικο αλλά υγρό, και το πιέζεις στα χείλη και στο μέτωπό της. Το κομμάτι ψωμί είναι το ψωμί που φυλάς, καθώς φαίνεται εδώ και μέρες. Είσαι τόσο πεινασμένος όσο κι εκείνη, αλλά όχι τόσο αδύναμος ακόμα ……»
Η τρίτη παράγραφος / σκηνή, διαδραματίζεται σε μια φυλακή και το θέμα της περιστρέφεται γύρω από την καταπίεση και τον έλεγχο, στην προκειμένη περίπτωση μέσω της πείνας. Το ψωμί εδώ χρησιμοποιείται ως διαπραγματευτικό μέσο. Μέσω της πείνας οι απαγωγείς έχουν τον απόλυτο έλεγχο του κρατούμενου. Ο αναγνώστης ή η αναγνώστρια φαντάζεται ότι είναι ο / η αιχμάλωτος / η που αναγκάζεται να επιλέξει ανάμεσα στο να προδώσει συντρόφους και να ομολογήσει αυτό που θέλουν οι δεσμώτες προκειμένου να επιβιώσει τρώγοντας ένα κομμάτι ψωμί ή να πεθάνει. Η Άτγουντ γράφει: «Το ψωμί που σου πρόσφεραν είναι ανατρεπτικό, είναι προδοτικό, δεν σημαίνει ζωή…»
Στην τέταρτη παράγραφο της ιστορίας, η Atwood φαίνεται να βασίζεται στη γερμανική λαϊκή ιστορία των αδελφών Γκριμ, Η Τροφή του Θεού / God‘s Food, για να τονίσει πώς εκείνοι που έχουν αφθονία μπορεί να είναι άκαρδοι κι άπληστοι, ακόμα κι αν αυτοί που τους ζητούν ψωμί είναι η αδελφή και τα παιδιά της. Η συγγραφέας φαίνεται να υπαινίσσεται την απώλεια της ικανότητας να φαντάζεται κανείς πως είναι να βρίσκεται στη θέση του άλλου και την αποσύνδεση από την ανθρωπιά μας και συναισθήματα συμπόνιας.
Υπάρχουν περισσότερα σε αυτή την ιστορία από τη σύντομη παρουσίαση μου, και μπορεί κανείς εύκολα να βρει την ιστορία στο διαδίκτυο, για περαιτέρω εξερεύνηση των θεμάτων της και εκτίμηση της δύναμής της.
Θα ήθελα επίσης να μοιραστώ ένα ποίημα του Carl Sandburg κι ένα νέο εικονογραφημένο βιβλίο για παιδιά και ενήλικες από τη συγγραφέα και εικονογράφο Britta Teckentrup. Και τα δυο τα διατρέχει ένα κοινό θεματικό νήμα, αυτό της αλλαγής και του τρόπου με τον οποίο η φύση κυριαρχεί, για να σβήσει, να θάψει και να δώσει νέα ζωή.
Η ΚΟΥΝΙΑ
Η κούνια σε ένα λόφο με θέα τη θάλασσα είναι το μέρος για να κουνηθείς με τους φίλους και τους αγαπημένους σου παππούδες, να γνωρίσεις κόσμο και να κάνεις νέους φίλους, να δώσεις ένα φιλί ή να χωρίσεις, αλλά κι ένα μέρος για να μείνεις μόνος με τις σκέψεις ή τα συναισθήματά σου. Είναι ένα μέρος χαράς και γέλιου, μέρος για γλέντι και πικνίκ, αλλά και ένα μέρος όπου μπορεί να βιώσεις την απώλεια, να πεις αντίο και να κλάψεις. Είναι ένα μέρος για να ονειροπολείς, να ζήσεις τον ήλιο και τον νυχτερινό ουρανό και να νιώσεις ένα με τον ωκεανό. Καθώς περνούν τα χρόνια, άνθρωποι φεύγουν από τη ζωή και τα παιδιά μεγαλώνουν και ονειρεύονται το μέλλον και νέα μέρη. Φεύγουν μακριά και κάποιοι επιστρέφουν ως γονείς.
Η Κούνια της Britta Teckentrup μιλά για το πέρασμα του χρόνου και όλα όσα φέρνει, χαρά και ικανοποίηση, λύπη και απώλεια. Μοιάζει με διαλογισμό για τη ζωή και την αλλαγή. Η κούνια είναι το κέντρο της ιστορίας. Παραμένει στη θέση της κι επιζεί ζεστά καλοκαίρια και παγωμένους χειμώνες, υποφέρει τη φθορά των καιρικών συνθηκών και του χρόνου, ενώ γύρω της εξελίσσονται ζωές και ιστορίες. Και κάποια στιγμή μετά από πολλά χρόνια η φύση έχει σχεδόν εξαφανίσει την κούνια που έχει κρυφτεί πίσω από θάμνους, κλαδιά και αγριόχορτα.
ΤΟ ΧΟΡΤΑΡΙ (GRASS)
Στο ποίημα του Carl Sandburg, Το Χορτάρι, η φύση έχει σβήσει τα ίχνη των πεδίων μάχης. Το Χορτάρι είναι ένα ποίημα για τον πόλεμο και για το πώς όσοι χάνονται στη μάχη σύντομα ξεχνιούνται καθώς ο χρόνος και η φύση σβήνουν τα ίχνη. Στο ποίημα το χορτάρι σκεπάζει τα σώματα και τα ποτισμένα από την ιστορία πεδία μάχης σε όλο τον κόσμο, κι έτσι, το χορτάρι γίνεται σύμβολο της νέας ζωής μετά τον θάνατον και την καταστροφή, αλλά και της διαγραφής και της λήθης της ιστορίας.
Μαζέψτε τα σώματα ψηλά στο Αούστερλιτς και το Βατερλό..
Φτυαρίστε τα μες το χώμα κι αφήστε με να εργαστώ.
Είμαι το χορτάρι. Τα σκεπάζω όλα.
Στοιβάξτε τα ψηλά στο Γκέτισμπουργκ.
Και στοιβάξτε τα ψηλά στην Ypres και στο Βερντέν.
Φτυαρίστε τα μες το χώμα και αφήστε με να εργαστώ.
Δύο χρόνια, δέκα χρόνια μετά και οι επιβάτες ρωτούν τον εισπράκτορα:
Τι μέρος είναι αυτό; // Που βρισκόμαστε τώρα;
Είμαι το χορτάρι. // Αφήστε με να εργαστώ.