Από το βιβλίο της Rebecca Solnit: Recollections of My NonExistence / Αναμνήσεις της ανυπαρξίας μου

«Μπορεί να σου έκαναν λίγο κακό —με προσβολές και απειλές που σου υπενθύμιζαν ότι δεν είσαι ασφαλής και ελεύθερη και προικισμένη με ορισμένα αναφαίρετα δικαιώματα — ή περισσότερο [κακό]…. …. … ο θάνατος αιωρούνταν πάντα πάνω από τις άλλες επιθέσεις. Θα μπορούσαν να σε σβήσουν λίγο για να υπάρχει λιγότερο από εσένα, να έχεις λιγότερη αυτοπεποίθηση, λιγότερη ελευθερία ή να διαβρώσουν τα δικαιώματά σου…………., Ακόμα κι αν δεν σε σκότωναν, σκότωναν κάτι μέσα σου, την αίσθηση της ελευθερίας σου, της ισότητας, την εμπιστοσύνη».

«Υπάρχουν τόσοι πολλοί τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι αναγκάζονται να εξαφανιστούν, να ξεριζωθούν, να σβηστούν, να τους πεις ότι αυτή δεν είναι η ιστορία τους και η θέση τους /  ο τόπος τους. Σωρεύονται σε στρώσεις σαν γεωλογικά στρώματα…»

Η σημερινή ανάρτηση περιέχει δέκα πρόσφατα σχέδια. Το σχέδιο για μένα χρησιμεύει ως ένα πιο γρήγορο μέσο αφήγησης πολυεπίπεδων ιστοριών και καταγραφής της εξωτερικής πραγματικότητας, γεγονότων, συναισθημάτων, αναμνήσεων, εικόνων, συμβόλων και μεταφορών. Επιτρέπει το πάντρεμα των δικών μου ιστοριών με τις ιστορίες των άλλων στα βιβλία και στη ζωή.

Επίσης, μόλις τελείωσα την ανάγνωση του βιβλίου της Rebecca Solnit, Recollections of My Non-Existence, μια αφήγηση της διαμόρφωσης της ως συγγραφέα από τα φοιτητικά της χρόνια μέχρι σήμερα. Γράφει: «Το να γίνεις συγγραφέας επισημοποιεί κάτι ουσιαστικό για το να γίνεις άνθρωπος: το καθήκον να καταλάβεις ποιες ιστορίες να πεις και πώς να τις διηγηθείς και ποιος / α  είσαι σε σχέση με αυτές, ποιες επιλέγεις και ποιες σε διαλέγουν».

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η εστίασή της είναι κυρίως προς τα έξω στις συναντήσεις, τις πράξεις και τις περιπέτειες της, τις απώλειες και τα οφέλη, και τι αποκαλύπτουν για την κουλτούρα και τις δυναμικές στα διαφορετικά πλαίσια που έχει βρεθεί. Την απασχολεί το ποιος μπορεί να λέει ιστορίες, ποιος τις ακούει, ποιος απαξιώνεται και φιμώνεται, των οποίων οι ιστορίες σβήνονται, εξαφανίζονται, κι ακόμη ποιες είναι οι ιστορίες που απουσιάζουν και δεν το γνωρίζουμε καν.

Ξέρει τι σημαίνει να νιώθεις ανίσχυρη και ανύπαρκτη, κι ακόμη να επιλέγεις ενεργά την ανυπαρξία μπροστά στην παρενόχληση, αφού γράφει «η ύπαρξη ήταν τόσο επικίνδυνη». Σε κάποιο σημείο του βιβλίου όπου αναφέρεται σε ένα έπιπλο γραφείο που της δόθηκε από μια γυναίκα που είχε υποστεί σχεδόν θανατηφόρα σωματική βία, γράφει: «Φαίνεται ότι είναι καιρός να πω τι σήμαινε για μένα να μεγαλώσω σε μια κοινωνία στην οποία πολλοί προτιμούσαν οι άνθρωποι σαν εμένα να είναι νεκροί ή σιωπηλοί και πώς βρήκα μια φωνή και πώς τελικά ήρθε η ώρα να χρησιμοποιήσω αυτή τη φωνή -αυτή η φωνή που ήταν πιο εύγλωττη όταν ήμουν μόνη στο γραφείο και μιλούσα μέσα από τα δάχτυλά μου, σιωπηλά- προσπαθώντας να πω τις ιστορίες που είχαν μείνει ανείπωτες».

Θα επιστρέψω στο βιβλίο στην επόμενη ανάρτηση.

 

Comments are closed.