Καρτ ποστάλ
«Οι άνθρωποι είναι παγιδευμένοι στην Ιστορία και η Ιστορία είναι παγιδευμένη μέσα σε αυτούς». James Baldwin
«Το παρόν αναδιατάσσει το παρελθόν. Δεν λέμε ποτέ ολόκληρη την ιστορία γιατί μια ζωή δεν είναι ιστορία. είναι ένας ολόκληρος Γαλαξίας με γεγονότα και πάντοτε διαλέγουμε αστερισμούς από αυτόν που ταιριάζουν με το ποιοι είμαστε και πού βρισκόμαστε». Από το The Faraway Nearby της Rebecca Solnit
Η σημερινή ανάρτηση περιλαμβάνει αναφορές και προτάσεις για δύο βιβλία που διάβασα αυτές τις μέρες, ένα άρθρο για το πώς μερικά από τα παραμύθια του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν του 19ου αιώνα έθεταν περιβαλλοντικές ανησυχίες σε μια εποχή ραγδαίας εκβιομηχάνισης, και εννέα πρόσφατα έργα ζωγραφικής-κολάζ.
Α. Το πρώτο βιβλίο, Η Ιστορία της Τέχνης σε 21 Γάτες, της Nia Gould. Η ελληνική έκδοση που αγόρασα κυκλοφόρησε το 2023. Αυτό το βιβλίο μας εισάγει σε 21 καλλιτεχνικά ρεύματα μέσα από εικονογραφημένες γάτες, καθεμία από τις οποίες φιλοτεχνήθηκε με το στυλ μιας συγκεκριμένης περιόδου ή ενός καλλιτέχνη.. Ταξιδεύουμε από την αρχαία αιγυπτιακή και βυζαντινή τέχνη μέχρι την Αναγέννηση. Γνωρίζουμε το Ροκοκό, τον Ιμπρεσιονισμό, τον Σουρεαλισμό, τον Φωβισμό, τον Κυβισμό, τον Συμβολισμό, τον Μαγικό Ρεαλισμό, την Art Deco, την Αφηρημένη και Ποπ Αρτ, Την Ομάδα Κόμπρα (The Cobra Group) και τους Νέους Βρετανούς Καλλιτέχνες, κ. α. Η Gould συνδύασε την αγάπη της για τις γάτες και την τέχνη για να δημιουργήσει ένα βιβλίο με γάτες που υποδύονται διάσημους καλλιτέχνες και φιγούρες σε διάσημα έργα τέχνης. Το βιβλίο είναι τόσο για ενήλικες όσο και για παιδιά και νομίζω ότι θα ήταν ένα εξαιρετικό εργαλείο εισαγωγής βασικών θεμάτων και καλλιτεχνών των διαφόρων κινημάτων τέχνης για παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας. Θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως ένα είδος βιβλίου εργασίας, όπου οι μαθητές θα μπορούσαν να πειραματιστούν με κάθε στυλ απεικονίζοντας ζώα, αντικείμενα ή ανθρώπινες φιγούρες. Το βιβλίο πιθανότατα να χαροποιήσει και τους γατόφιλους.
Β. Το δεύτερο βιβλίο O Κήπος της Αμαλίας που γράφτηκε από την Καρολίνα Μέρμηγκα και κυκλοφόρησε το 2023, είναι πολύ διαφορετικό. Είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα που αφορά τη ζωή της πρώτης βασίλισσας της Ελλάδας, της Αμαλίας, συνυφασμένη με τα γεγονότα των πρώτων δεκαετιών του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, από το 1837, όταν η δεκαεννιάχρονη Γερμανίδα βασίλισσα φτάνει στην Αθήνα ως σύζυγος του επίσης νεαρού Όθωνα, έως το 1862, όταν το βασιλικό ζεύγος υποχρεώνεται να εγκαταλείψει την Ελλάδα.
Καθώς αναλογιζόμουν τις δυο γλώσσες μέσα στις οποίες ζω και με τις οποίες επικοινωνώ, σκέφτηκα πως από το 2011 δεν μιλώ καθόλου αγγλικά. Από την άλλη ακούω, γράφω ή διαβάζω αγγλικά σχεδόν καθημερινά. Κι ενώ επικοινωνώ προφορικά στα ελληνικά, διαβάζω πολύ λιγότερο πλέον, και γράφω ελάχιστα αν εξαιρέσω τις συχνές μεταφράσεις των κειμένων που γράφω για την ιστοσελίδα αυτή. Αυτή η κατάσταση δεν είναι αποτέλεσμα επιλογής. Απλά έτσι είναι τα πράγματα τώρα, και κατά κάποιο τρόπο όμως, και τα δυο είναι απώλειες. Έχοντας λοιπόν αυτές τις σκέψεις κατά νου αποφάσισα, ίσως ως ένα είδους επιστροφής. να ξεκινήσω να παρακολουθώ κάποιες Ελληνικές εκπομπές τέχνης και βιβλίου.
Μεταξύ λοιπόν αυτών που παρακολούθησα ήταν και η παρουσίαση του βιβλίου της Καρολίνας Μέρμηγκα. Το βιβλίο λοιπόν το επέλεξα για διάφορους λόγους. Γενικά το ιστορικό μυθιστόρημα διαβάζεται πιο ευχάριστα και πιο γρήγορα από τα βιβλία ιστορίας. Επίσης ο τίτλος γέννησε προσωπικούς συνειρμούς. Την μητέρα μου την έλεγαν Αμαλία και πάντα είχε ένα μικρό κήπο στις αυλές και στα μπαλκόνια που κατοικούσε. Φύτεψε και τα πρώτα λουλούδια στον δικό μου κήπο. Θυμήθηκα επίσης ότι όταν ήμουν μικρή κάποια φορά τη ρώτησα γιατί δεν είχε ονομαστική γιορτή όπως οι υπόλοιποι. Μου είπε ότι μάλλον το όνομα της το πήρε από μια βασίλισσα που έζησε στην Ελλάδα πριν πολλά χρόνια και έφερε αυτό το όνομα. Αρκετά αργότερα, στην Τρίτη γυμνασίου, ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με την ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας και την βασιλεία του Όθωνα.
Η Καρολίνα Μέρμηγκα πατώντας σε στοιχεία και γεγονότα πλέκει την ιστορία μιας γυναίκας επιφορτισμένης με το χρέος να φέρει στον κόσμο διάδοχο, ώστε να ξεκινήσει μια νέα βασιλική δυναστεία. Όμως ο Όθωνας και η Αμαλία δεν έμελλε να γίνουν γονείς. Η ατεκνία τους, και ιδιαίτερα η αναπαραγωγική ικανότητα της Αμαλίας, και οι αλήθειες, οι εικασίες και οι δοξασίες και προλήψεις γύρω από αυτό το ζήτημα, θα γίνουν ζήτημα κοινωνικό-πολιτικό, και μέρος ενός παιχνιδιού που έπαιζαν οι μεγάλες δυνάμεις, Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία. Καθώς κοίταζα διάφορα άρθρα κάπου αναφέρεται ότι σε αυτό το παιχνίδι έπαιρναν μέρος πολλοί, από τον Μέτερνιχ, τους συμβούλους και αυλικούς, μέχρι τους αυλικούς γιατρούς και αυτούς που συμβούλευαν γιατροσόφια όπως τζιτζίκια ή μπαρούτι από τα όπλα του βασιλιά. Όλοι ανέμεναν ένα διάδοχο βαπτισμένο στην ορθόδοξη πίστη για να εδραιώσει τον θρόνο στην Ελλάδα με ορθόδοξους απογόνους. «Ένας διάδοχος του θρόνου λειτουργεί ως υπνωτικό για τις επαναστάσεις, ένα βασιλικό νεογέννητο έχει τη δύναμη να νανουρίζει ένα ολόκληρο έθνος» γράφει ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου (περιοδικό LIFO).
Η ατεκνία του βασιλικού ζεύγους περιβαλλόταν από φήμες, δοξασίες, σχόλια στον Τύπο και γελοιογραφίες, αφού η γέννηση ενός διαδόχου σήμαινε και πολιτική σταθερότητα. Ήταν επίσης ένα μεταξύ πολλών άλλων γεγονότων της βασιλείας τους που τελικά οδήγησαν στην αύξηση της λαϊκής δυσαρέσκειας προς τη μοναρχία, με αποκορύφωμα τον έντονο αντιβασιλικό αγώνα που κατέληξε στην παραίτηση του Όθωνα το 1862. Στο αυτί του βιβλίου αναφέρεται ότι η Αμαλία «αντέχει σωματικά βασανιστήρια για την ατεκνία της και αντιστέκεται στις προσβολές, αντιστέκεται όμως και στα συναρπαστικά νέα ρεύματα δημοκρατίας που φυσούν ολόγυρά της.»
Στην πρώτη σελίδα του βιβλίου η συγγραφέας περιλαμβάνει ένα απόφθεγμα του James Baldwin: «Οι άνθρωποι είναι παγιδευμένοι μέσα στην Ιστορία και η Ιστορία είναι παγιδευμένη μέσα τους.» Η Αμαλία λοιπόν έζησε όπως πρόσταζε η εποχή και η θέση της μέσα σε αυτή, Το ίδιο ισχύει για όλους μας, η ελευθερία, η δυνατότητα έκφρασης και η αυτενέργεια μας καθορίζεται, επηρεάζεται ή περιορίζεται από πολλούς παράγοντες όπως έχω αναφέρει συχνά, καθώς και από τα πλαίσια μέσα στα οποία κινούμαστε, αλλά και από το μεγαλύτερο κάδρο, όπως είναι η Ιστορία. Όπως λοιπόν μας αγγίζει η οικογενειακή προγονική μας ιστορία, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η Ιστορία με κεφαλαίο Ι επίσης ορίζει ή επηρεάζει τις ζωές μας.
Ο απόηχος των δρώμενων και των πρωταγωνιστών της Ιστορίας φθάνει ως εμάς. Στην προκειμένη, πολλά έργα αρχιτεκτονικής, πολεοδομίας, δημοσιονομικής πολιτικής, ο τρόπος γέννησης και εξέλιξης του νεοσύστατου τότε κράτους, ακόμη και νοοτροπίες και προκαταλήψεις του 19ου αιώνα, μας αγγίζουν συλλογικά ως έθνος και χώρα, αλλά και τον καθένα μας ιδιαίτερα και συγκεκριμένα, στο παρόν. Το 2011 ένα έργο παρακαταθήκη της Αμαλίας έγινε για λίγο καθοριστικό μέρος της δικής μου ζωής.
Η Αμαλία φαίνεται, από τις επιστολές της και άλλες πηγές, ότι αγάπησε την Ελλάδα, μια χώρα γεμάτη αντιφάσεις που έψαχνε την ταυτότητα της μετά την επανάσταση του 1821 και τους εμφύλιους, παρόλο που όταν έφτασε αντίκρισε μια χώρα που δεν περίμενε και μια κατάξερη και ρημαγμένη Αθήνα. Αγάπησε τους ανθρώπους, τη γλώσσα, το τοπίο και το κλίμα. Αγαπούσε την ιππασία και το κολύμπι, τα οποία για χρόνια στερήθηκε επειδή οι γιατροί και σύμβουλοι της πίστευαν ότι υπονόμευαν την γονιμότητα της. Αυτή η αγάπη της εκφράστηκε και με έργα. Μεταξύ άλλων άφησε ένα σημαντικό αποτύπωμα στην συλλογική μνήμη των Ελλήνων κυρίως με τη «στολή Αμαλίας»: η αστική φορεσιά της Πελοποννήσου που συνηθιζόταν και στην Αθήνα και που καθώς έμαθα έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της ελληνικής ενδυματολογικής ιστορίας. Κυρίως όμως ενδιαφέρθηκε για την γεωργία και την αμπελουργία, την εισαγωγή δέντρων και φυτών από άλλες χώρες. Επίσης φρόντισε να γίνουν οι πρώτες δενδροφυτεύσεις σε πλατείες, λόφους και πεζοδρόμια της πρωτεύουσας όπου και δημιούργησε τον αγαπημένο της και γνωστό κήπο, τον νυν Εθνικό κήπο. Ανέπτυξε και φιλανθρωπική δράση. Με δική της μέριμνα ιδρύθηκε ο πρωτοποριακός για τότε ασφαλιστικός φορέας για τους ναυτικούς, το «Οφθαλμιατρείο» (1843), το «Αμαλίειο Ορφανοτροφείο» (1855), κ.α. Σε αυτό το τελευταίο λοιπόν ίδρυμα έκανα ένα μέρος της πρακτικής ενός μεταπτυχιακού προγράμματος κλινικής ψυχολογίας το 2011.
Θα ολοκληρώσω αυτό το κομμάτι με ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο:
«Κι αν είχα διαβάσει καλύτερα την ελληνική μυθολογία, τι θα άλλαζα; Φυσούν περίεργοι άνεμοι εδώ, τόσο διαφορετικοί από εκείνους του Ολδεμβούργου. Εδώ κουβαλούν θαλασσινό αλάτι, που κολλάει στα χείλη και μαζί οργή θεϊκή- οργή θεών που εδώ και αιώνες κρύφτηκαν κάτω από τον αφρό των κυμάτων, αλλά δεν χάθηκαν. Γιατί πολύ λίγα πράγματα χάνονται πραγματικά σ’ αυτόν τον τόπο, τα περισσότερα κρύβονται και περιμένουν μέχρι να έρθει η ώρα να ξεπηδήσουν στον αφρό, χαρούμενα ή εκδικητικά.»
Γ. Η δημιουργία των σημερινών σχεδίων οδήγησε και στην εκ νέου ανάγνωση μερικών από τις ιστορίες του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και στην εύρεση του άρθρου που ανέφερα παραπάνω: Πώς τα παραμύθια του 19ου αιώνα εξέφραζαν ανησυχίες για την οικολογική καταστροφή στη διεύθυνση: https://theconversation.com/how-19th-century-fairy- παραμύθια-εκφρασμένα-ανησυχίες-για-οικολογική-καταστροφή-73137
Το άρθρο διερευνά πώς ορισμένες από τις ιστορίες του Hans Christian Andersen, όπως: A Drop of Water, The Daisy and the Flax, The Fir Tree, and The Great Serpent (Μια σταγόνα νερό, Η μαργαρίτα και το λινάρι, Το έλατο, και Tο μεγάλο φίδι), προκάλεσαν περιβαλλοντικές ανησυχίες σε μια εποχή ταχείας εκβιομηχάνισης. Στο άρθρο προτείνεται ότι με την εξερεύνηση των επιπτώσεων ενός βιομηχανοποιημένου τοπίου, οι ιστορίες του Άντερσεν παρείχαν σχόλια σχετικά με την απειλή για το αγγλικό τοπίο και τον πληθυσμό του.
Στο παραμύθι του Άντερσεν, A Drop of Water / Μια σταγόνα νερό, που αποτελεί μέρος του κολάζ των σχεδίων μου σήμερα, σύμφωνα με το άρθρο, ένας μάγος με το όνομα Creep-and-Crawl εξετάζει ένα εκχύλισμα από νερό από χαντάκια, στο οποίο έχει προσθέσει μια σταγόνα αίματος. από μια μάγισσα, χρησιμοποιώντας ένα μικροσκοπικό φακό. Παρατηρεί οργανισμούς που «πηδούν και χοροπηδούν, τραβολογούν ο ένας τον άλλον και τσιμπούν ο ένας τον άλλον». Βλέποντας τη βίαιη και φαινομενικά αιματηρή δραστηριότητα του οργανισμού, ένας συνάδελφός του υποθέτει ότι τα πλάσματα αυτά πρέπει να ζουν σε μια πρωτεύουσα.
Η Laura Hood, η συγγραφέας, σχολιάζει ότι το βικτοριανό κοινό ήταν εξίσου τρομοκρατημένο από τους οργανισμούς που ήταν κρυμμένοι στο μολυσμένο πόσιμο νερό . Αυτός ο φόβος για το νερό ήταν βάσιμος αφού «ένα απαρχαιωμένο σύστημα αποχέτευσης οδηγούσε τους βόθρους του Λονδίνου στον Τάμεση, που ήταν το απόθεμα νερού της πρωτεύουσας. Χημικές ουσίες από εργοστάσια χύνονταν επίσης στο ποτάμι, μεταδίδοντας υδατογενείς ασθένειες όπως ο τύφος, η χολέρα και η δυσεντερία».
Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «Σήμερα, με τη σταθερή άνοδο της δυστοπικής λογοτεχνίας, της οικολογικής λογοτεχνίας και της λογοτεχνίας για την κλιματική αλλαγή (αλλιώς γνωστή ως «cli fi»), βλέπουμε παρόμοιες καλλιτεχνικές αντιδράσεις στην περιβαλλοντική αλλαγή που απομακρύνουν τους αναγνώστες από τον εφησυχασμό. Καθώς οι συγγραφείς προσπαθούν να εκφράσουν τη βαρύτητα και τη σοβαρότητα των οικολογικών κρίσεων, η λογοτεχνία τους, έχει τη δυνατότητα να εμπνεύσει ριζικές αλλαγές».
μ