Τόποι ΙΙ Η μετάφραση είναι διαθέσιμη
«Δε θυμάμαι το πρώτο αντίκρισμά της. Χωρίς άλλο θα κατέβαινα από μια κορφή, φέρνοντας αγκαλιές λουλούδια. Παιδί ακόμα, εσκεπτόμουν το ρυθμό του φλοίσβου της. Ξαπλωμένος στην αμμουδιά, εταξίδευα με τα καράβια που περνούσαν. Ένας κόσμος γεννιόταν γύρω μου. Οι αύρες μού άγγιζαν τα μαλλιά. ΄Αστραφτε η μέρα στο πρόσωπό μου και στα χαλίκια. Όλα μου ήταν ευπρόσδεκτα: ο ήλιος, τα λευκά σύννεφα, η μακρινή βοή της. Αλλά η θάλασσα επειδή ήξερε, είχε αρχίσει το τραγούδι της, το τραγούδι της που δεσμεύει και παρηγορεί». Κώστας Καρυωτάκης
Σήμερα δημοσιεύω μερικά ακόμη σχέδια με μελάνι από τόπους στην Ελλάδα που πιθανότατα δεν θα έχω την ευκαιρία να επισκεφτώ ξανά. Εν τω μεταξύ, διαβάζω το βιβλίο του Lawrence Durrell, The Greek Islands / Τα Ελληνικά Νησιά, που εκδόθηκε το 1978.
Η πρώτη φορά που διάβασα κάποιο βιβλίο της οικογένειας Durrell / Ντάρελ ήταν όταν ήμουν μαθήτρια, το 1976. Ένας καθηγητής Αγγλικών είχε προτείνει τα βιβλία Bitter Lemons / Πικρολέμονα του Lawrence Durrell και The Colossus of Maroussi / Ο Κολοσσός του Μαρουσίου του Henry Miller. Ο Ντάρελ ήταν εκπατρισμένος Βρετανός γεννημένος στην Ινδία, ο οποίος είχε ζήσει πολλά χρόνια στην Ελλάδα πριν εγκατασταθεί στη Γαλλία. Το βιβλίο του Bitter Lemons, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1957, είναι ένα οδοιπορικό που γράφτηκε στα «χρόνια έκτακτης ανάγκης» στην Κύπρο, όταν ο Ντάρελ είχε εγκατασταθεί στο χωριό Bellapaix, όπου είχε αγοράσει κι ανακαίνιζε ένα σπίτι. Δεκαετίες αργότερα, ως ενήλικη κι επισκεπτόμενη την Κύπρο, διάβασα ξανά το βιβλίο.
Ο Ντάρελ ισχυρίζεται ότι το Bitter Lemons / Πικρολέμονα: «[Αυτό] δεν είναι ένα πολιτικό βιβλίο, αλλά απλώς μια κάπως ιμπρεσιονιστική μελέτη των διαθέσεων και της ατμόσφαιρας στην Κύπρο κατά τα ταραγμένα χρόνια 1953-6», Αυτός ο ισχυρισμός έχει επικριθεί ότι περιέχει πολυεπίπεδες αντιφάσεις. Πρώτον, πώς μπορεί ένα έργο που ισχυρίζεται ότι είναι «μελέτη των διαθέσεων και της ατμόσφαιρας της Κύπρου κατά τα ταραγμένα χρόνια 1953-6» να μην είναι πολιτικό βιβλίο, κι επίσης, ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου αναφέρεται άμεσα στην πολιτική κατάσταση στην Κύπρο εκείνα τα χρόνια . Και ίσως θα μπορούσαμε να αγνοήσουμε τα λάθη του βιβλίου και να το διαβάσουμε ως περιηγητική αφήγηση, αν το βιβλίο δεν γινόταν μια σημαντική λογοτεχνική εκδοχή των γεγονότων στην Κύπρο σε όλο τον κόσμο. Υπήρξαν απαντήσεις στο βιβλίο, τόσο από Ελληνοκύπριους όσο και από Βρετανούς. Η αφήγηση του Ντάρελ για εκείνα τα χρόνια έχει επικριθεί ως μονόπλευρη, κάτι που ίσως ήταν αναμενόμενο αφού ο ίδιος εργαζόταν και ως υπάλληλος στο Γραφείο Πληροφοριών του Δημοσίου, τα τελευταία χρόνια της βρετανικής αποικιοκρατίας στην Κύπρο.
Αλλά ας επιστρέψουμε στο βιβλίο του Lawrence Durrell που διαβάζω αυτό τον καιρό, The Greek Islands / Τα Ελληνικά Νησιά. Δεν είναι τουριστικός οδηγός. Ξεκινώντας μια περιήγηση των νησιών θα ήταν απαραίτητο κανείς να πάρει μαζί του πιο τυπικούς τουριστικούς οδηγούς, όπου εν συντομία εμπεριέχονται οι σημαντικές τοποθεσίες και η πολυεπίπεδη ιστορία των νησιών της Ελλάδας. Σε σχέση με αυτήν την πολύπλοκη και πολυεπίπεδη ιστορία της Ελλάδας, ο Ντάρελ γράφει: «Μια ματιά στη συνοπτική ιστορία του τόπου (Κέρκυρα) δεν θα μειώσει την αίσθηση ότι κάποιος βρίσκεται έξω από τα νερά του, πνιγμένος από πάρα πολλά δεδομένα. Αλλά όσο περνά ο καιρός, καθώς τα ηλιόλουστα ελληνικά πρωινά διαδέχονται το ένα το άλλο, θα βρεις τα πάντα να βυθίζονται στον πάτο του λιμανιού του μυαλού , εκεί για να παίρνουν σχήματα και διαθέσεις που είναι καθαρά ελληνικές και δεν έχουν πλαίσιο ή αναφορά στην ιστορία πουθενά αλλού. Είναι σημαντικό να μην σε νοιάζει πάρα πολύ».
Επίσης, τα όρια μεταξύ ιστορικών γεγονότων και μυθολογίας και η πολυπλοκότητα της σχέσης τους μπορεί να μην είναι πάντα ξεκάθαρη. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα, όπως οι ιστορίες σχετικά με τη μυθική γοργόνα, τη Μέδουσα: «…. ένα τεράστιο παλίμψηστο μύθων και παραμυθιών στους οποίους είχαν προσκολληθεί πραγματικοί άνθρωποι, στο οποίο είχαν εμπλακεί πραγματικές φιγούρες. Οι άνθρωποι έγιναν βασιλιάδες και μετά θεοί ακόμη και κατά τη διάρκεια της ζωής τους (ο Καίσαρας, ο Μέγας Αλέξανδρος, για παράδειγμα). Όταν ο Παυσανίας ήρθε στο προσκήνιο – ήδη ήταν τρομερά αργά (τον δεύτερο αιώνα μ.Χ.) – του έδειξαν τον τάφο της κεφαλής της Μέδουσας στο Άργος και τον διαβεβαίωσαν ότι ήταν μια πραγματική βασίλισσα διάσημη για την ομορφιά της. Είχε εναντιωθεί στον Περσέα και… της έκοψε το κεφάλι για να το δείξει στα στρατεύματα. Στην εκδοχή του Απολλόδωρου, ωστόσο, αναστάτωσε την εύθικτη Αθηνά, η οποία οργάνωσε την εκδικητική δολοφονία της από κακία – κι επίσης επειδή ήθελε το ισχυρό, ανατριχιαστικό κεφάλι για τους δικούς της σκοπούς. Ο Περσέας (η Αθηνά ήταν σχεδόν το ίδιο τρυφερή απέναντί του όσο και προς τον Οδυσσέα) επίσης έγδαρε τη Μέδουσα και μπόλιασε το φρικτό λείψανο της τρελής μάσκας στην ασπίδα της Αθηνάς. Αυτή είναι μια διαφορετική ιστορία. Υπάρχουν ακόμη πολλά άλλα επεισόδια ανάμεσα στις διαφορετικές βιογραφίες της Γοργόνας μας…..”
Το βιβλίο του Ντάρελ είναι πολύ πιο προσωπικό. Είναι περισσότερο ένα λογοτεχνικό κείμενο παρά ένας τουριστικός οδηγός. Ευχαριστεί τις αισθήσεις και περιέχει χιούμορ. Αντικατοπτρίζει επίσης τις αναμνήσεις του συγγραφέα από την Ελλάδα μιας συγκεκριμένης εποχής, τις προσωπικές του προτιμήσεις για μέρη και νησιά, την οπτική του για τη ζωή και τις πολιτικές απόψεις και προκαταλήψεις του, και πιθανώς κάποιες προσχεδιασμένες νοητικές κατασκευές αυτού του τόπου και των ανθρώπων του, και ίσως αποτελεί και μια περιγραφή μιας πραγματικότητας που χρωματίζεται από την αποικιοκρατία . Το βιβλίο εκδόθηκε το 1978 και περιλαμβάνει περιγραφές των ταξιδιών του Ντάρελ στην Ελλάδα σε διάφορες περιόδους, όπως για παράδειγμα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου καθώς έφευγε προς την Αίγυπτο. Ο Ντάρελ γράφει: «… η επιλογή μου ήταν να είμαι όσο το δυνατόν πιο περιεκτικός, αλλά ταυτόχρονα κι εντελώς προσωπικός. Ο σύγχρονος τουρίστας διαθέτει πλούσιους οδηγούς και έργα αναφοράς, ιδιαίτερα για την Ελλάδα. Η ιδέα δεν ήταν να ανταγωνιστώ σε αυτόν τον τομέα, αλλά απλώς να προσπαθήσω να απαντήσω δύο ερωτήσεις. Τι θα σας χαροποιούσε να ξέρατε όταν ήσασταν επί τόπου; Τι θα σας λυπούσε αν χάνατε την ευκαιρία να δείτε όσο ήσασταν εκεί; Ένας οδηγός, ναι, αλλά πολύ προσωπικός».
Τέλος, είμαι βέβαιη ότι πολλά πράγματα έχουν αλλάξει από την εποχή που γράφτηκε το βιβλίο και από τα χρόνια που ο Ντάρελ έζησε και εξερεύνησε την Ελλάδα, και όμως, υπάρχουν πολλά από αυτά που έχει καταγράψει σε αυτό το βιβλίο, που μάλλον είναι ακόμη εδώ για να τα βρει και να τα βιώσει κανείς.
Στην αρχή του βιβλίου ο Ντάρελ γράφει για το φως της Ελλάδας, κάτι για το οποίο έχουν γράψει καλλιτέχνες και ποιητές, και που καλά γνωρίζει όποιος έχει βρεθεί σε αυτόν τον τόπο.
«Δαγκώνοντας σαν νόμισμα τη θάλασσα την ίδια που / Σου ’δωκε τη λάμψη αυτή το φως αυτό το νόημα που γυρεύεις». Οδυσσέας Ελύτης
Ο Ντάρελ σημείωσε ότι το ερώτημα: «Με ποιον τρόπο διαφέρει η Ελλάδα από την Ιταλία και την Ισπανία;» θα απαντηθεί από μόνο του. Το φως! Ακούει κανείς τη λέξη παντού, «To Phos / Φως» και μπορεί να αναγνωρίσει τη γενεαλογία του – μεταξύ άλλων παραγώγων είναι η αγγλική μας λέξη «phosphorescent / ‘φωσφορίζων», η οποία συγκαλεί αμέσως τη χορευτική ποιότητα του μαγνησίου του φωτός του ήλιου που φλέγεται σε έναν λευκό τοίχο. στα βάθη του φωτός υπάρχει μαυρίλα, αλλά είναι μια μαυρίλα που σφύζει από βιολετί – ένας μαγνητικός άτονος υπεριώδης παλμός. Αυτό προσδίδει ένα είδος λαμπερού δέρματος λευκού φωτός σε υλικά αντικείμενα, που συνδέει το κοντινό και το μακρινό και λούζει απλά αντικείμενα με ένα είδος ουράνιας λάμψης με απόχρωση πυγολαμπίδας. Είναι ο γυμνός βολβός του ματιού του Θεού, ας πούμε και τυφλώνει κάποιον. Ακόμα και εδώ στην Κέρκυρα, της οποίας το πλούσιο, πυκνό δάσος και η ελεγειακή πρασινάδα έρχονται σε αντίθεση τόσο περίεργα με τη βάναυση άγονη φύση του Αιγαίου………… ακόμα και εδώ δεν υπάρχει αμφιβολία για το φως. ……. Δεν είναι φυσικά ο πρώτος επισκέπτης που ηλεκτρίστηκε από το ελληνικό φως, που μέθυσε από τη λευκή χορευτική κατάδυση του ήλιου σε μια θάλασσα που ο γαλάζιος ουρανός χύνεται μέσα της. Περπατάει στη μικρή πόλη της Κέρκυρας εκείνο το πρώτο πρωινό με την αίσθηση ότι το νησί είναι ένα είδος φλεγόμενου γυαλιού».
«Η πρώτη εντύπωση για τη χώρα, από όποια κατεύθυνση κι αν εισέλθει κανείς, είναι λιτή. Απορρίπτει όλες τις ονειροπολήσεις, ακόμα και τις ιστορικές. Είναι ξερή, άγονη, δραματική και παράξενη, σαν ένα τρομερά αποστεωμένο πρόσωπο. αλλά βρίσκεται λουσμένο σε ένα φως όπως το μάτι δεν το έχει δει ποτέ, και με το οποίο χαίρεται σαν να συνειδητοποιεί τώρα για πρώτη φορά το δώρο της όρασης. Αυτό το φως είναι απερίγραπτα ζωηρό αλλά και μαλακό. Αναδεικνύει τις πιο μικρές λεπτομέρειες με μια διαύγεια, μια απαλή διαύγεια που κάνει την καρδιά να χτυπά πιο έντονα και τυλίγει την κοντινότερη θέα σε ένα μεταμορφωτικό πέπλο…»
Ο Ντάρελ θεωρούνταν φιλέλληνας και γνώριζε τη μυθολογία, την ιστορία και την ελληνική γλώσσα.. Στο βιβλίο κάνει αρκετές αναφορές στη γλώσσα.
«Τη γλώσσα μου έδωσαν Ελληνική / το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου. Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου…» Οδυσσέας Ελύτης
Σχετικά με την ελληνική γλώσσα αναφέρει: «Η γλώσσα είναι επίσης τραγανή και μελωδική, γεμάτη οδοντικά που μοιάζουν με βότσαλα, που της δίνουν μια χαλαρή αίσθηση. Μέσα στο θόρυβο και στον κρότο της επιβίβασης [όταν φτάνει ένας ταξιδιώτης] ακούει λέξεις που σχεδόν καταλαβαίνει. Ένας ναύτης φωνάζει σε έναν άλλο «Ντομάνι, ντομάνι. αύριο!» Είναι σαν η πέτρα της Ροζέτας να μας παραδίδει τα μυστικά της. Γιατί το «avrio» πρέπει να σημαίνει «αύριο»! Όμορφη λέξη!»
«Αν μπορείτε να μάθετε το ελληνικό αλφάβητο, ξεκινήστε συλλαβίζοντας τις πινακίδες των καταστημάτων που είναι από τα πιο γραφικά διακοσμητικά στο γύρω σκηνικό. Είναι ενδιαφέρον πόσες λέξεις είναι αρχαίας προέλευσης (Βιβλιοπωλείο, Αρτοπωλείο – για παράδειγμα). λέξεις που πρέπει να ήταν γνωστές στον Πλάτωνα ή στον Σωκράτη και που πρέπει να ήταν γραμμένες παντού στην αρχαία αγορά της Αθήνας. Αλλά στην προφορική γλώσσα, τη δημοτική, ο άρτος έχει γίνει ψωμί. Είναι περίεργο ότι αν μάθεις νέα ελληνικά με δάσκαλο, αυτός θα ξεκινήσει με την αρχαία αττική γραμματική. Είναι το πρώτο αξιομνημόνευτο μάθημα της διαχρονικότητας της παλιάς ελληνικής γλώσσας. Αντίθετα, δεν θα μπορούσατε να διδάξετε έναν Έλληνα Αγγλικά αν τον ξεκινούσατε με τον Chaucer. Η αττική γραμματική είναι αυτή από την οποία ο Σωκράτης πρέπει να έμαθε γράμματα. Υπάρχει, λοιπόν, κάτι άφθαρτο στα Ελληνικά;»
«Μεταξύ των πιο αξιοσέβαστων λέξεων που υπάρχουν ακόμη θα συναντήσετε λέξεις όπως «άνθρωπος» – σημαίνει «αυτός που κοιτάζει προς τα πάνω». Σε κοινή χρήση είναι επίσης η γη, ο ουρανός και η θάλασσα. Στη συνέχεια, κάπως παράδοξα, πολλές από τις πιο κοινές σύγχρονες λέξεις, αν και φαίνεται ότι δεν έχουν αρχαιοελληνικές ρίζες, αποδεικνύεται μετά από εξέταση ότι προέρχονται από απολύτως νόμιμες αρχαίες ελληνικές πηγές. Το νερό, για παράδειγμα, έχει την ίδια ρίζα με τη Νηρηίδα – ακόμη και η νύμφη του γλυκού νερού με αυτό το όνομα εξακολουθεί να στοιχειώνει τις πηγές σε απομακρυσμένα μέρη. Ρώτα οποιονδήποτε χωρικό. Το ψωμί επίσης προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη όψων, οτιδήποτε τρώγεται με ψωμί».
Δύο σχέδια είναι εμπνευσμένα από δύο νησιά των Κυκλάδων, την Πάρο και τη Νάξο.
Σε ένα απόσπασμα για τις Κυκλάδες, ο Ντάρελ σημειώνει:
«Οι Κυκλάδες είναι μια γωνιά του χάρτη όπου η λέξη «αποπλάνηση» αρμόζει περισσότερο από οπουδήποτε αλλού στη γη. Ωστόσο, τόσα πολλά από αυτά (τα νησιά) θα μπορούσαν δίκαια να ονομαστούν απλώς αποστειρωμένοι βράχοι, αλλά στην καρδιά της ελληνικής θάλασσας, όπου οι θεοί τους έχουν σκορπίσει, αυτοί οι ταπεινοί βράχοι λάμπουν σαν πολύτιμοι λίθοι.»…………. Και η παρουσία τόσων διάσημων νησιών τόσο κοντά σου, που περικλείουν απαλά τα όρια του θεατού κόσμου, έχει μια αίσθηση λικνίσματος / εναγκαλισμού – η φαντασία σας αισθάνεται ότι λικνίζεται και λατρεύεται από το παρόν και το παρελθόν. Τα ίδια τα ονόματα των νησιών είναι σαν μελωδία.
Για την Ύδρα γράφει:
«Με τον ήλιο, το νησί ανοίγει σαν ένα σκούρο τριαντάφυλλο και ξεχνάς οποιαδήποτε από αυτές τις μικρές ενοχλήσεις που μπορεί να ταλαιπωρούν έναν ταξιδιώτη σε αυτά τα νερά. Απλά ξαπλωμένος / η στο κατάστρωμα και βλέποντας τα ξάρτια να ταλαντεύονται απαλά στο καθαρό λευκό φως θα σε κάνει να χαρείς που έχεις ζήσει αρκετά για να βιώσεις την εμπειρία της Ύδρας. ”