Τόποι ΙΙI Η μετάφραση έχει ολοκληρωθεί – 11/10/2024
Τόποι και τραύμα
«Τόσα πολλά από αυτά που είμαστε, είναι εκεί που ήμασταν». William Langewiesch
A. Αυτό το καλοκαίρι η καταξιωμένη Ιρλανδή συγγραφέας, Έντνα Ο’Μπράιεν, πέθανε σε ηλικία ενενήντα τριών ετών. Την είχα ανακαλύψει σε νεαρή ηλικία όταν και διάβασα μισή ντουζίνα, ίσως και περισσότερα δικά της βιβλία, άλλα έκτοτε δεν είχα διαβάσει τίποτα δικό της. Αυτά τα βιβλία ανήκαν κάπως στα νεανικά μου χρόνια. Η είδηση του θανάτου της με πήγε πίσω σε κείνη την εποχή. Τις ιστορίες των βιβλίων τις θυμόμουν αμυδρά, αλλά τα θέματα, η ατμόσφαιρα του έργου της και η όμορφη πρόζα της, είχαν παραμείνει στη μνήμη μου. Αποφάσισα να διαβάσω κάτι πιο πρόσφατο κι επέλεξα τα απομνημονεύματά της Country Girl / Κορίτσι από την επαρχία, που δημοσιεύτηκαν το 2012, και το μυθιστόρημά Girl / Κορίτσι, που δημοσιεύτηκε το 2019 και κυκλοφορεί και στα Ελληνικά.
Το Κορίτσι εμπνέεται από την απαγωγή 276 μαθητριών το 2014 από το Κυβερνητικό Γυμνάσιο Θηλέων στην πόλη Chibok της Νιγηρίας από την ισλαμική τρομοκρατική ομάδα Μπόκο Χαράμ. Περίπου το ένα τρίτο των κοριτσιών εξακολουθούν να αγνοούνται.
Σε ηλικία 88 ετών, η O’ Μπράιεν διέσχισε ηπείρους και πολιτισμούς για να κάνει έρευνα, να πάρει συνεντεύξεις και να γράψει για τον πόνο και τα βάσανα αυτών των κοριτσιών. Το βιβλίο είναι συμπαγές με μεγάλη οικονομία, αλλά περιέχει και όμορφες περιγραφές της φύσης. Όπως με όλες τις ιστορίες της, η συγγραφέας εστιάζει έντονα στη σωματική δυσφορία των γυναικών, στα συναισθήματα και στην εσωτερική ζωή τους σε πλαίσια σωματικών και ψυχικών περιορισμών, ενώ αποκαλύπτει τις ιδιαίτερες πατριαρχικές και θεοκρατικές δομές που τις κρατούν εκεί. Το βιβλίο είναι επώδυνο στην ανάγνωση. Νιώθει κανείς ότι η λέξη τραύμα έχει εκραγεί. Η O’ Brien μας αποκαλύπτει το τραύμα αυτών των νεαρών κοριτσιών. Για παράδειγμα, η ακριβής περιγραφή της για τον λιθοβολισμό ενός κοριτσιού μέχρι θανάτου μας κάνει να θέλουμε να στρέψουμε το βλέμμα μας αλλού ή να γυρίσουμε σελίδα, αλλά στο τέλος συνεχίζουμε την ανάγνωση και επιτρέπουμε στην αφήγηση να απελευθερώσει την ενσυναίσθησή μας. Για τον αναγνώστη η ανακούφιση έρχεται τόσο με το να επιτρέψει στον εαυτό του να νιώσει τα συναισθήματα όσο και μέσα από τις αναλαμπές ελπίδας που προσφέρει η συγγραφέας στο τέλος του βιβλίου.
Η Maryam, η κεντρική ηρωίδα και αφηγήτρια αυτής της ιστορίας, είναι μια σύνθεση των κοριτσιών που γνώρισε η O’Brien.
Ξεκινά την αφήγησή της:
«ΗΜΟΥΝ ΚΟΡΙΤΣΙ ΚΑΠΟΤΕ, αλλά όχι πια. μυρίζω. Το αίμα στέγνωσε και κόλλησε παντού πάνω μου, και τα ρούχα μου είναι σχισμένα. Το εσωτερικό μου, ένα τέλμα. Διέσχισα αυτό το δάσος που είδα, εκείνη την πρώτη απαίσια νύχτα, όταν άρπαξαν εμένα και τις φίλες μου από το σχολείο».
Η Maryam εξαναγκάζεται από τους απαγωγείς της να παντρευτεί και να γίνει μητ;έρα, αλλά με κάποιο τρόπο καταφέρνει να δραπετεύσει με την κόρη της και μια φίλη. Αν και οι συνθήκες σε αυτό το αφρικανικό σκηνικό θυμίζουν κόλαση, το θέμα της φυγής των δύο κοριτσιών μας θυμίζει τις δύο φίλες, την Cait και την Baba στο πρώιμο έργο του O’Brien, The Country Girls. Η φίλη της Maryam πεθαίνει στην πορεία, αλλά αυτή και το μωρό καταφέρνουν ενάντια σε όλες τις πιθανότητες να επιστρέψουν, και τελικά, να επανενωθούν με το μόνο επιζών μέλος της πυρηνικής οικογένειάς της, τη μητέρα της. Η Maryam είναι ταυτόχρονα ηρωίδα και ανεπιθύμητη υπενθύμιση του πού ήταν και τι χάθηκε, πηγή ντροπής και αντικείμενο στιγματισμού και προβολών των φόβων και προκαταλήψεων των άλλων. Μια νέα δοκιμασία ξεκινά για τη Maryam, καθώς παλεύει να αποστασιοποιηθεί αρκετά όχι μόνο από τους εξτρεμιστές, αλλά και από τις αρχές και την ευρύτερη οικογένειά της, ώστε να μπορέσει να βρει ξανά τη φωνή της και να συναρμολογήσει την ιστορία της, καθώς και να παραμείνει ζωντανή και να επανενωθεί με το μωρό της που της έχουν πάρει, καθώς το παιδί είναι ανεπιθύμητο και πηγή ντροπής και φόβου για την ευρύτερη οικογένεια και την κοινότητά της.
Το αυτοβιογραφικό βιβλίο της Έντνα Ο’Μπράιεν, Country Girl, περιλαμβάνει θέματα που σχετίζονται με πρόσωπα, γεγονότα, ιστορία, τόπους, αυτοεξορία και πατρίδα, το πώς κατοικούν όλα μέσα μας και πώς επαναδιαπραγματεύονται με την πάροδο του χρόνου. Στον πρόλογο γράφει· «Πήρα ένα βιβλίο μαγειρικής από το Ballymaloe House της Κομητείας Κορκ, όπου είχα μείνει μερικές φορές και είχα απολαύσει λιχουδιές όπως σούπα τσουκνίδας, σουφλέ με βρύα καραγενάνης, λεμόνι ποσέ με γεράνι με άρωμα τριαντάφυλλου και κρέμα αμυγδάλου με άρωμα / γεύση φραγκοστάφυλου με μπανόφι για μωρά. Ήταν εκεί που είχα δει για πρώτη φορά και είχα μείνει έκπληκτη από τους πίνακες του Τζακ Γέιτς / Jack Yeats, τις χοντρές παλέτες με πηγμένα μπλε που μου μιλούσαν τότε τόσο βαθιά για την Ιρλανδία όσο και οποιοδήποτε ποίημα ή κομμάτι πεζογραφίας. Αναζήτησα τη συνταγή για το ψωμί με σόδα και έκανα κάτι που δεν είχα κάνει εδώ και τριάντα χρόνια. Έφτιαξα ψωμί. Σπασμένο πιάνο ή όχι, ένιωσα πολύ ζωντανή, καθώς η μυρωδιά του ψωμιού που ψηνόταν γέμιζε τον αέρα. Ήταν μια παλιά μυρωδιά, που γεννούσε πολλές αναμνήσεις, κι έτσι εκείνη την ημέρα του Αυγούστου, στα εβδομήντα οκτώ χρόνια μου, κάθισα να ξεκινήσω τα απομνημονεύματα που ορκίστηκα ότι δεν θα έγραφα ποτέ».
Αποσπάσματα από το Country Girl της O’Brien:
«Η ιστορία είναι παντού, εισχωρεί στο χώμα, στο υπέδαφος, όπως η βροχή ή το χαλάζι ή το χιόνι ή το αίμα. Ένα σπίτι θυμάται, ένα υπόστεγο θυμάται, ένας λαός θυμάται, η ιστορία διαφέρει με τον αφηγητή».
«…και ήταν λες και οι δύο χώρες να πολεμούσαν, να σπρώχνονταν και να φίλιωναν, μέσα μου, σαν τα δύο μισά του εμπόλεμου εαυτού μου».
«Είχε να κάνει με την επιστροφή, συνεχώς η ανάγκη να γυρίζω πίσω, όπως κάνουν τα ζώα, όπως οι ελέφαντες που διασχίζουν χιλιάδες μίλια για να επιστρέψουν εκεί όπου έζησε ο ψιθυριστής των ελεφάντων. ‘Επιστρέφουμε για τον ψίθυρο’, είπε, την ονειρεμένη συμφιλίωση».
B. Σήμερα έχω επίσης μερικά ακόμη σχέδια εμπνευσμένα από μέρη στην Ελλάδα. Συνοδεύονται από αποσπάσματα των συγγραφέων Lawrence Durrell και Henry Miller και του Έλληνα ποιητή Κώστα Βάρναλη. Σε κάποιο βαθμό, αυτές οι αφηγήσεις είναι τοποθετημένες χρονικά και όλες είναι πολύ προσωπικές, χρωματισμένες από τις εμπειρίες και τις κοσμοθεωρίες των συγγραφέων. Αφορούν τόσο την Ελλάδα, τότε και τώρα, όσο και τους ίδιους τους συγγραφείς.
Από τα Ελληνικά Νησιά του Λόρενς Ντάρελ:
«Ο Πόρος είναι μια μαγευτική σύνθεση, προφανώς σχεδιασμένη από τρελά παιδιά από την Ιαπωνία με τη βοήθεια του Paul Klee και του Raoul Dufy. Ένα παιδικό κουτί από τούβλα που έχει τοποθετηθεί γρήγορα και τέλεια σε έναν μικρό ώμο ακρωτηρίου που συγκρατεί τους ανέμους, εκτείνεται στον μαγικό γαλάζιο ορίζοντα, το μακρύ ποώδες περίγραμμα των λαμπερών χρωμάτων του, όχι στεγνό ακόμα. η υγρασία τρέμει με το σύννεφο-φως πάνω στη βρεγμένη μπογιά των σπιτιών, και το φως που αλλάζει την πλημμυρίζει με τα φτερά των πεταλούδων. Καθώς το λιμάνι στρίβει όλα φαίνονται να κινούνται πάνω σε ένα περιστρεφόμενο πλατό που είναι ελάχιστα μεγαλύτερο από το οργάνιστρο ενός πανηγυριού, και έχεις την ψευδαίσθηση ότι χωρίς να κατεβείς από το πλοίο μπορείς να σκύψεις πάνω από τη ράγα και να παραγγείλεις ένα ούζο. Και αυτή η αίσθηση εγγύτητας αυξάνεται, ώστε να φαίνεται ότι ταξιδεύεις στον κεντρικό δρόμο με τους κατοίκους να περπατούν χαλαρά δίπλα στο πλοίο. Νιώθεις ότι επιτέλους θα βάλουν φιλικά χέρια πάνω στα σχοινιά και σιγά-σιγά θα το ακινητοποιήσουν. Η καλύτερη περιγραφή της εισόδου στον Πόρο είναι αυτή του Henry Miller, ο οποίος αιχμαλώτισε το λιμάνι με αριστοτεχνικό τρόπο στο ελληνικό ταξιδιωτικό βιβλίο του».
Ο Αμερικανός συγγραφέας Henry Miller, στον οποίο αναφέρεται ο Durrell, ταξίδεψε για πέντε ή έξι μήνες στην Ελλάδα το 1939, μερικές φορές με φίλους που είχε κάνει στην Ελλάδα όπως ο Κατσίμπαλης, που είναι ο πραγματικός κολοσσός του Αμαρουσίου, και ο νομπελίστας ποιητής Γεώργιος Σεφέρης. Η παραμονή του στην Ελλάδα αποδείχθηκε μεταμορφωτική γι’ αυτόν και ο ίδιος πίστευε ότι είχε ένα είδος αφύπνισης. Στον επίλογο μιας νεώτερης έκδοσης του Κολοσσού του Αμαρουσίου, που διαβάζω τώρα, ο Ian S. MacNiven γράφει: «Ο Μίλερ φεύγει από την Ελλάδα για την Αμερική στις 28 Δεκεμβρίου. Με τον κόσμο να κατολισθαίνει προς τον πόλεμο, συντάσσει τον Κολοσσό του Αμαρουσίου, έναν παιάνα της διεθνικής, πολύγλωσσης φιλίας, της Ελλάδας, της ειρήνης. Ένα εξιδανικευμένο αλλά αληθινό πορτρέτο της Ελλάδας και του ελληνικού χαρακτήρα. Ανήσυχος, δηλώνοντας ακόμα ότι ο πόλεμος δεν έχει καμία σχέση μαζί του, ο Μίλερ ξεκινά την ετήσια περιοδεία του στις Ηνωμένες Πολιτείες με την ομολογημένη πρόθεση να γράψει έναν παράλληλο πανηγυρικό με την πατρίδα του». Κατά την επιστροφή του στην Αμερική γράφει το The Air-Conditioned Nightmare / Ο Κλιματιζόμενος Εφιάλτης και τη συνέχεια αυτού, Remember to Remember / Να θυμάσαι να θυμάσαι, δύο χρόνια αργότερα. Εγκαταλείπει την αστική ζωή και μετακομίζει στα νότια του Σαν Φρανσίσκο. Ζει απομονωμένος σε μια καμπίνα με θέα στον Ειρηνικό Ωκεανό, όπου γράφει τη μεγάλη τριλογία του….
Η περιγραφή του Μίλερ για την είσοδο στον Πόρο:
«Αν υπάρχει ένα όνειρο που μου αρέσει πάνω από όλα είναι αυτό της ιστιοπλοΐας στη στεριά. Η είσοδος στον Πόρο δίνει την ψευδαίσθηση του βαθύ ονείρου. Ξαφνικά η στεριά συγκλίνει από όλες τις πλευρές και η βάρκα στριμώχνεται σε ένα στενό πορθμό από τον οποίο φαίνεται να μην υπάρχει έξοδος. Οι άντρες και οι γυναίκες του Πόρου κρέμονται από τα παράθυρα, ακριβώς πάνω από το κεφάλι σου. Αράζεις ακριβώς κάτω από τα φιλικά ρουθούνια τους, σαν να κάθεσαι για ξύρισμα και κούρεμα καθοδόν. …. Το να πλέεις αργά στους δρόμους του Πόρου σημαίνει να ξανακερδίζεις τη χαρά του να περνάς μέσα από το λαιμό της μήτρας. Είναι μια χαρά σχεδόν πολύ βαθιά για να τη θυμόμαστε. Είναι ένα είδος μουδιασμένης απόλαυσης ενός ηλιθίου που γεννά θρύλους όπως αυτός της γέννησης ενός νησιού από ένα βυθιζόμενο πλοίο. Το πλοίο, το πέρασμα, τα τείχη, το απαλό κυματιστό τρέμουλο, η πράσινη φιδοειδής καμπύλη της ακτής, τα γένια που κρέμονται πάνω από το τριχωτό της κεφαλής σου από τους κατοίκους που αιωρούνται από πάνω σου, όλα αυτά και η ζωηρή πνοή φιλίας, συμπάθειας, καθοδήγησης, σε τυλίγει και σε βάζει μέσα ώσπου να ανατιναχθείς σαν ένα γεμάτο αστέρι και η καρδιά σου με τα λιωμένα θρύψαλα της να σκορπιστεί παντού».
Ο ποιητής Κώστας Βάρναλης έγραψε για την Αίγινα στη δεκαετία του 1920:
«΄Ενα απόγεμα πήρα το βαποράκι στον Περασιά, την περίφημη «Χρυσώ», και πήγα πρώτα στην Αίγινα. Είχα σκοπό, αρχίζοντας από την Αίγινα, να ψάξω γύρω γύρω το Σαρωνικό όσο να εύρω το κατάλληλο μέρος για να κουρνιάσω οριστικά. Ήθελα να είμαι πάντα κοντά στην Αθήνα. Γιατί δεν είχα και πολλήν εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. Ήξερα πως εύκολα με πιάνει ο κόρος και η πλήξη. Έπρεπε λοιπόν να μπορώ να παίρνω εύκολα το βαπόρι και να έρχομαι στην πόλη των Θεών, για να μετανιώνω και να φεύγω από την κάμινο του πυρός και της καβαλίνας πίσου στη δροσιά και την ησυχία του πελάου. Στην Αίγινα που πρωτοπήγα, εκεί και έριξα άγκυρα για πάντα. Ο βραδινός περίπατος, που έκανα γιαλό γιαλό από την «κολόνα» ίσαμε τον Αϊ-Βασίλη, μου άρεσε πολύ. Νοίκιασα το απάνου πάτωμα (δυο καμαρούλες) σ’ ένα ήσυχο σπιτάκι και ξαναγύρισα στην Αθήνα για να φέρω τα πράματά μου. Σ’ ένα τραπεζάκι τοποθέτησα μερικά αγαπημένα βιβλία. Κάρφωσα στους τοίχους γύρω γύρω ένα σωρό φωτογραφίες από έργα του Γκρέκο, του Πωτουρίτσιο, του Μποτιτσέλι, του Νταβίντσι, του Μιχαήλ Αγγέλου κ.λ.π., αγορασμένες από το Μουσείο του Λούβρου και την Πινακοθήκη του Βατικανού. Χαράματα σηκωνόμουνα, έσκυβα από το παράθυρο στην αυλή και κοίταγα πέρα τον ουρανό και κάτωθέ μου κληματαριές, αμυγδαλιές, φιστικιές, ένα πηγάδι, μια γίδα με το κουδούνι της, ένα κοπάδι όρνιθες… Κι ύστερα η νοικοκυρά μου έφερνε γάλα και καφέ κι εγώ καθόμουνα στο γράψιμο ευτυχισμένος κι αισιόδοξος ή έφερνα βόλτες μέσα στο δωμάτιο χειρονομώντας ζωηρά, καθώς απάγγελνα τους στίχους, που είχα γράψει, δοκιμάζοντας τον ήχο τους με τ’ αυτί».
«Λίγο πριν το μεσημέρι φάνηκε η Σύρα. Άπλωνε στον ορίζοντα τις θερμόχρωμες κι άδροσες γραμμές της, αντανακλώντας γύρω της την κάψα του ηλίου, που καμιά βλάστηση δεν βρισκόταν να ρουφήξει. Όσο το πλοίο πλησίαζε, τόσο οι πλαγιές των ξερών βράχων δείχνονταν στη μοναδική τους γύμνια, λουσμένες φως ακατανίκητο.» Μ. Καραγάτσης