Τόποι

Τόποι και λογοτεχνία

«Η μνήμη έχει τη δική της γεωγραφία».  Ακακία Κορδόση

«Ένας κόσμος που βλέπει την τέχνη και τη διανόηση / διάνοια ως ύποπτους δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα πάει τον πολιτισμό πολύ μακριά ή για πολύ». Ανίτα Μπρούκνερ

«Τις περισσότερες πληροφορίες πια τις δεχόμαστε σαν καρπαζιές, σαν σφαλιάρες, ασύνδετες, θραύσματα, θραύσματα πληροφοριών που αδυνατούμε από ένα σημείο και έπειτα να τα συνδέσουμε μεταξύ τους, και αυτό βεβαίως μας φέρνει πάντοτε προ δυσάρεστων εκπλήξεων διότι αν δεν τις συνδέσεις τις πληροφορίες δεν φτιάχνεις εκείνον τον ιστό της μνήμης που σε προστατεύει από τις δυσάρεστες εκπλήξεις. Αυτό το ρόλο του ιστού της μνήμης παίζουν τα βιβλία….».. Πέτρος Τατσόπουλος

Η κάθε νέα ζωγραφιά ενός ακόμη τόπου ανοίγει ένα παράθυρο στη μνήμη, ενίοτε γεννά και νοσταλγία ή ανασύρει λογοτεχνικά κείμενα. Ακόμη και το υλικό, πενάκι / μελάνι που έχω επιλέξει λέει τις δικές του ιστορίες και με πάει πίσω στο χρόνο, ως την εφηβεία και ακόμη πιο πίσω στην παιδική ηλικία, λόγου χάρη, στη μετάβαση από το μολύβι στο πρώτο στυλό και στην πρώτη πένα με μελάνι…

 

 

 

 

 

 

 

 

Το Μεσολόγγι το πρωτογνώρισα μέσα από τις αφηγήσεις της μητέρας μου στην παιδική ηλικία. Ένας αδελφός της είχε διοριστεί και παντρευτεί εκεί και τα καλοκαίρια τους επισκεπτόταν. Μια θαμπή εικόνα μιας λιμνοθάλασσας υπήρχε στη φαντασία μου πολύ πριν την αντικρίσω δεκαετίες αργότερα.

Απόσπασμα από ένα βιβλίο της Ακακίας Κορδόση, η οποία γεννήθηκε στο Μεσολόγγι ή την Αβρούπολη όπως προτιμά να αποκαλεί την πόλη της:

«Ο παράδεισος εκείνος των έξι χρόνων της, πιο σπουδαίος από κάθε ιδεατό παράδεισο  – όπως του Ροβινσώνα ή του Παύλου και της Βιργινίας – γιατί ήταν ένας παράδεισος της μνήμης κι όχι της φαντασίας, βρισκόμουν πάνω σ’ ένα πολύ μικρό νησί, στ’ ανοιχτά της θάλασσας της Αβρούπολης, εκεί που τελείωνε η λιμνοθάλασσα κι άρχιζε το πέλαγο…..

Το μικροσκοπικό και χαμηλό εκείνο νησί ενωνόταν με την πόλη μ’ έναν πολύ μακρύ δρόμο, που έκοβε στα δύο τη ρηχή λιμνοθάλασσα………..

Στο νησί εκείνο όλα ήταν μαγικά. Η χαμηλή από ξεραμένο γεμάτο αλάτι και φρυγμένο από τον ήλιο χώμα παραλία, άδεια, γλυκιά και ήσυχη, σε καλούσε να τρέξεις κατά μήκος της πολύ μακριά (ένα παιδικό «μακριά» βέβαια που μπορεί να ερμηνεύεται στην πραγματικότητα σε κάποιες εκατοντάδες μέτρα). Τα ξεβρασμένα τον χειμώνα απ’ τη θάλασσα στεγνά φύκια που τη γαρνίριζαν, σαν παχύ χαλί από σερπαντίνες, σε φώναζε να ξαπλώσεις πάνω του, να κυλιστείς, να στεγνώσεις και να ξαναστεγνώσεις. Γιατί το μπάνιο εκεί ήταν ολοήμερο, αφού η λιμνοθάλασσα ήταν μπροστά σου «ρηχή» – όπως την έλεγε ο ποιητής της – και «ήρεμη», κι έτσι μπορούσες  να περπατάς και να παίζεις χωρίς να σου λέει κανένας μεγάλος «μη», μια και το νερό σου έφτανε το πολύ ως το στήθος – το στήθος το παιδικό – για δεκάδες μέτρα από την παραλία, δηλαδή ως εκεί που άρχιζαν τα βαθιά – που ξεχώριζαν καθαρά όχι μόνο απ’ το χρώμα τους αλλά κι απ’ τις σημαδούρες που ήταν στη γραμμή και τον μεγάλο φάρο. Κι όταν βαριόσουν να τσαλαβουτάς, είχες τη διασκέδαση του βαγονέτου. Το βαγονέτο- «πλατφόρμα» όπως το έλεγαν οι εργάτες της αλυκής και πολύ σωστά γιατί πλατφόρμα ήτανε – χρησίμευε να μεταφέρουν το αλάτι απ’ τις αλυκές, όπου το είχαν στοιβαγμένο σε μεγάλες πυραμίδες, ως την άλλη άκρη της παραλίας. Όπου το ζύγιζαν και το φόρτωναν στα καΐκια».

«Έτσι η Σαπφώ έπεσε και πνίγηκε / λέω σ’ αυτόν με το πράσινο μάτι. / για κάποιον σαν κι εσένα». ΄Ερση Σωτηροπούλου

Απόσπασμα από το Ταξιδεύοντας στη δροσερή νύχτα (1991) του  Νίκου – Αλέξη     Ασλάνογλου,

«Αργά το απόγευμα, πλησιάζοντας το νοτιότερο άκρο της Λευκάδας, όλα λάμπουν στο φως. Σαν ένα ηλιοβασίλεμα στο Θερμαϊκό. Δεκάδες χρωματιστά γουιντσέρφινγκ, μεγάλα ιστιοφόρα και βάρκες στην οργιαστική βλάστηση των νερών. Οι ακτές είναι μέσα στο πράσινο.

Ένα χωριό ψαράδων, η Βασιλική, που έχει όμως περισσότερο αγροτικό χαρακτήρα. Στα δεξιά, λίγα παραθαλάσσια εστιατόρια και ξενοδοχεία. Αριστερά, η πλαζ, τα θαλάσσια σπορ, μοντέρνα καταστήματα παγωτών και φρούτων. Στο τέρμα του ανηφορικού δρόμου που διασχίζει το χωριό, δεκάδες ξενώνες με χαρακτηριστική αρχιτεκτονική μορφή μέσα στα σπάρτα, σε εκτάσεις έρημες. Μια δισκοθήκη μέσα στο λιβάδι, σ’ έναν αχανή κήπο. Τα κάμπινγκ αρχίζουν μετά, δίπλα στη θάλασσα. Τα βράδια φυσάει πάντα ένας άνεμος θερμός, θαλασσινός. Όλα τα μέσα μεταφοράς επιστρατεύονται από κει προς όλα τα σημεία του νησιού. Οι αποστάσεις εκμηδενίζονται. Ποιος βιάζεται να φτάσει στην πόλη της Λευκάδας με 42 βαθμούς;

Μερικές μέρες στο Νυδρί συμπληρώνουν την κοσμοπολίτικη όψη μιας μεταμορφωμένης Λευκάδας. Διεθνές παραθεριστικό κέντρο, μια προσπάθεια που πολύ γρήγορα καρποφόρησε. Σε τρεις λωρίδες: η παραθαλάσσια με δεκάδες κέντρα φαγητού και αναψυχής. Η άσφαλτος με πολυτελή καταστήματα και λιχουδιές. Μετά τα μεσάνυχτα μεταβάλλεται σε Ταγγέρη. Ορχήστρες, δισκοθήκες και καλλιτέχνες του τραγουδιού ακούγονται σε πολύ μεγάλο βάθος στην κωμόπολη. Η ίδια αυτή πόλη έχει πολυδαίδαλους δρόμους όπου επαύλεις συνορεύουν με φάρμες, κήπους με οπωροφόρα ή αγροικίες μοντέρνου ρυθμού. Οι υπηρεσίες προσφέρονται αφειδώς. Τα εκλεκτά πάντα φρούτα είναι ηπειρώτικα. Η τέχνη του νησιού, παραδοσιακή, όπως και οι άνθρωποι. Περιμένουν ασάλευτοι στα κατώφλια τους ξένους…………».

Μια δική μου αγαπημένη διαδρομή – Δελφοί, Ιτέα, Γαλαξείδι, Ερατεινή, Ναύπακτος, Γαλατάς, Μεσολόγγι – από την παλιά εθνική οδό.

Απόσπασμα από το πολυσύνθετο και πολυεπίπεδο μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη, Το Λεμονοδάσος:

«Μείναμε σιωπηλοί μέσα στη φωτερή γαλήνη των βουνών. Πολύχρωμα ζουζούνια πάνε κι έρχουνται, ανεβοκατεβαίνουν δισταχτικά τις πέτρες, κρύβουνται μέσα στη μυστήρια λόχμη του καινούριου χορταριού. Ένας χρυσαετός ξέσκισε με το κρώξιμό του το γαλανό διάστημα και χάθηκε ψηλά, πίσω από τα βράχια.

Σηκώθηκα νευριασμένος.

— Ένα πράμα δεν μπορώ να καταλάβω. Δε σας εμπνέει αυτό το περιβάλλον; Δεν είπατε ούτε λέξη! Σκεφτήκατε ποτέ όλη αυτή την περασμένη δόξα; Το κατάλευκο τέμενος ανάμεσα στους θησαυρούς που στήσαν ξακουσμένες πολιτείες κι ανάμεσα στ’ αγάλματα και τους βωμούς. Όλος ο παλιός κόσμος είχε το βλέμμα του στραμμένο εδώ, περίμενε να του μιλήσει ο θεός. Το παγκόσμιο ιερό.

Η Βίργκω τινάχτηκε ορθή………

— Δεν πρόκειται για μένα, της αποκρίθηκα. Ούτε για μένα ούτε για σας. Μιλώ για την αναβίωση αρχαίων τελετών…

Μου έκοψε την ομιλία:

— Όσο δεν ξαναζωντανεύει κι ολόκληρη η αρχαία ζωή, να τη ζήσομε όλοι εμείς καθώς που ζούμε τώρα την καθημερινή ζωή μας, θα ’ναι μονάχα μια σκηνοθεσία.

— Μα επιτέλους ποια είναι τα ιδανικά σας;

Έμεινε σκεφτική. Τα μάτια της βυθίστηκαν μακριά, πιο πέρ’ απ’ τον ορίζοντα.

— Τα ιδανικά μου;… Ένα λευκό σπιτάκι με πράσινα παραθυρόφυλλα καταμεσής σ’ ένα λιβάδι».

Ο Πειραιάς, για μένα, περικλείει τα φοιτητικά χρόνια, πολιτικοποίηση και πολιτικές νεολαίες, ανασφάλιστη εργασία, έναν αναπάντεχο οδικό τραυματισμό, αμέτρητες διαδρομές, Αθήνα-Πειραιά, με τον ηλεκτρικό, ταξίδια στα νησιά, αναχωρήσεις και αφίξεις με πλοίο, αφηγήσεις αποχαιρετισμών και μετανάστευσης γονιών και συγγενών.

Ο Στέφανος Μίλεσης γράφει «Ο Πειραιάς της εργασίας, των ναυτικών, των ποιητών και των διανοούμενων, των μικρών γαβριάδων και των μεγάλων πλοιοκτητών, στάθηκε στο διάβα του χρόνου και το λιμάνι της μεγάλης μετανάστευσης». Το βιβλίο του, Πειραιάς: το λιμάνι του αποχαιρετισμού,  αφορά την ιστορία της μετανάστευσης των Ελλήνων προς άλλους τόπους από το τέλος του 19ου αιώνα έως τα μέσα της δεκαετίας του 60 ίσως και του 70, χωρίς ωραιοποιήσεις.  Ως αιτίες αυτής της μεγάλης «αιμορραγίας» πληθυσμού, .σε διαδοχικά κύματα μετανάστευσης χιλιάδων ανθρώπων, αναφέρονται οι απανωτοί πόλεμοι, η καταστροφή του 1922,  η πολιτική και οικονομική αστάθεια, και μετά ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, η κατοχή και ο εμφύλιος, η μετεμφυλιακή περίοδος, η πείνα, η φτώχεια, η έλλειψη εργασίας και η απουσία εργασιακού μέλλοντος, κυρίως στην επαρχία.

Στο πρώτο κεφάλαιο με τον τίτλο, Οι απόγονοι του Οδυσσέα, σημειώνει, κυρίως για τους μετανάστες του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, «Αναχωρούσαν από το λιμάνι του Πειραιά χωρίς να ξέρουν τη γλώσσα της νέας χώρας που είχαν θέσει ως προορισμό, και δεν θα  ήταν υπερβολή να πούμε ότι πολλοί, οι περισσότεροι, δεν γνώριζαν να γράφουν ή να διαβάζουν καν τα ελληνικά….. ».  Το βιβλίο μας δίνει πληροφορίες για τις άθλιες συνθήκες των πολυήμερων ταξιδιών, κυρίως   στην αρχή, την αγορά και αργότερα την κατασκευή των πρώτων ελληνικών υπερωκεάνιων, τις σκληρές συνθήκες εργασίας κι εκμετάλλευσης των μεταναστών στις χώρες υποδοχής, τουλάχιστον μέχρι να σταθούν στα πόδια τους. Αφηγείται τις συνθήκες εργασίας των μικρών γαβριάδων των αμερικάνικών στιλβωτηρίων και των «υπηρετριών» της Αυστραλίας. Κάνει εκτενή αναφορά στα  Πειραιώτικα κυκλώματα, εκμετάλλευσης και εξαπάτησης των υποψηφίων μεταναστών, η οποία συνεχίστηκε ως τα μέσα του 1960, στους σαράφηδες ή  αργυραμοιβούς της Τρούμπας, και τον πλουτισμό πολλών και συγκεκριμένων ατόμων από την επιχείρηση της μετανάστευσης.

Το βιβλίο περιγράφει και την διαδικασία αναζήτησης Ελληνίδων συζύγων, τις λεγόμενες «υποψήφιες νύφες» και τα συνοικέσια της μιας φωτογραφίας.  Επίσης κάνει αναφορά στα άστεγα χαμίνια του Πειραιά, στρατιές από εκατοντάδες μικρά παιδιά, τα ονομαζόμενα «γαβριάδες» από τον μικρό ήρωα του Βίκτωρ Ουγκώ, τα οποία αποτελούσαν «ένα λαμπρό πεδίο παιδικής εργασίας και εκμετάλλευσης». Μάλλον αυτός ήταν και ο λόγος που τα πρώτα ιδρύματα του Πειραιά ήταν ορφανοτροφεία. Τα παιδιά δεν έμειναν στο περιθώριο στα χρόνια της μετανάστευσης καθώς τα πρακτορεία εργασίας «τα έθεσαν κι αυτά στο στόχαστρο του κέρδους» και έγινε εξαγωγή παιδιών εργατών.  Η εκμίσθωση ανήλικων λούστρων από Έλληνες στην Αμερική  σταμάτησε μόνο μετά από την επέμβαση της αμερικάνικης δικαιοσύνης.

Τέλος αναφέρεται στον κύκλο της «σιωπής», καθώς και στην ανάγκη δημιουργίας ενός μουσείου μετανάστευσης για τη αποφυγή της λήθης, Ο συγγραφέας θεωρεί αυτόν τον ιδιότυπο νόμο της σιωπής, ως τον δεύτερο πυλώνα συντήρησης της μετανάστευσης. Η σιωπή γύρω από τις πραγματικές αιτίες, συνθήκες και δυσκολίες, καθώς και τα εμβάσματα (αποτέλεσμα μεγάλων κόπων και θυσιών) που έστελναν οι μετανάστες στις οικογένειες τους, διατηρούσε τον μύθο του εύκολου πλουτισμού και την συνέχιση της μετανάστευσης. Η σιωπή συμβάλλει και στην λήθη της Ιστορίας. Τέλος, υποστηρίζει την ανάγκη δημιουργίας μουσείου μετανάστευσης στον Πειραιά και αναφέρει ότι  δεν έγινε ποτέ κανένα αφιέρωμα στα εκατομμύρια των Ελλήνων που αναγκάστηκαν να αναχωρήσουν ίσως γιατί πιστεύεται ότι απώλεια πατρίδας είναι μόνο εδαφική και ποτέ πληθυσμιακή.

Πάντως στην υπόλοιπη Ευρώπη υπάρχουν αρκετά μουσεία. Ενδεικτικά, στην Ιρλανδία, με τη μακρά κληρονομιά  μετανάστευσης από τις ιρλανδικές ακτές στην Αμερική, τον Καναδά, την Αυστραλία και αλλού, υπάρχουν αρκετά μουσεία που αποτίουν φόρο τιμής και εξερευνούν την εμπειρία όσων έφυγαν. Το EPIC, ένα Ιρλανδικό Μουσείο Μετανάστευσης έχει είκοσι γκαλερί που περιγράφουν λεπτομερώς την ιστορία, την κληρονομιά και τον πολιτισμό της ιρλανδικής διασποράς. Το Dunbrody Famine Ship είναι μια πιστή αναπαραγωγή ενός μεταναστευτικού σκάφους της δεκαετίας του 1840 που μετέφερε κουρασμένους και πεινασμένους ανθρώπους που διέφυγαν από τον λιμό της Ιρλανδίας που προκλήθηκε από μια μάστιγα πατάτας που ξεκίνησε το 1845, και που κατέστρεψε  τη σοδειά των φτωχών Ιρλανδών αγροτών. Μέσα σε 7 χρόνια, ένα εκατομμύριο άνθρωποι είχαν πεθάνει και 1,5 εκατομμύριο είχαν μεταναστεύσει. Το Cobh Heritage Center αφηγείται την ιστορία εκατοντάδων ετών μετανάστευσης από το 1600, όταν οι Ιρλανδοί μεταφέρθηκαν στις βρετανικές υπερπόντιες αποικίες. Το λιμάνι του Cobh, τότε γνωστό ως Queenstown, ήταν το σημείο αναχώρησης εκατομμυρίων μεταναστών. Μεταξύ 1848 και 1950, 2,5 εκατομμύρια από τα έξι εκατομμύρια άτομα που έφυγαν από την Ιρλανδία αναχώρησαν από το Cobh.

Στην Αμβέρσα του Βελγίου το μουσείο Red Star Line αφηγείται την ιστορία των ανδρών, γυναικών και παιδιών από όλη την Ευρώπη, που ταξίδεψαν ως το λιμάνι της Αμβέρσας, προκειμένου να ταξιδέψουν με τα πλοία της Red Star Line στην Αμερική. Από το 1815 έως το 1940, περίπου 60 εκατομμύρια μετανάστες από όλη την Ευρώπη εγκατέλειψαν την πατρίδα τους για την Αμερική. Στο MEI – Εθνικό Μουσείο Ιταλικής Μετανάστευσης, μπορεί κανείς να ανακαλύψει πολλές ιστορίες, που ειπώθηκαν μέσω πηγών από πρώτο χέρι, όπως ημερολόγια, επιστολές, φωτογραφίες, εφημερίδες και αρχειακά έγγραφα, για τα εκατομμύρια των Ιταλών που εγκατέλειψαν την πατρίδα τους αναζητώντας μια καλύτερη ζωή από την Ενοποίηση της Ιταλίας (μάλλον και πριν) μέχρι και σήμερα.

Comments are closed.