Τόποι

Σχέδια και αφηγήσεις τόπων

«Όπως το κορμί μου συνεχίζει το ταξίδι του. Οι σκέψεις μου γυρίζουν πίσω σε μέρες περασμένες». (Γκυστάβ  Φλομπέρ / Από το βιβλίο της Κάτια Αντωνοπούλου Οι Ινδίες μου)

«Όπου  να ’ναι τελειώνει ο αιωρούμενος χρόνος του ταξιδιού που τόσο μ’ αρέσει γιατί έτσι ξεκομμένος που είναι μου φαίνεται σαν να μην ανήκει στη γενική σούμα, σαν να είναι έξτρα ας πούμε, όπως ο δέκατος τρίτος μισθός».  Κάτια Αντωνοπούλου

 «Η γλώσσα είναι ένα σύστημα σημείων που εκφράζει ιδέες, και επομένως είναι συγκρίσιμη με εικόνες, οι οποίες είναι επίσης ένα σύστημα σημείων που εκφράζουν ιδέες». Από το βιβλίο του Ευγένιου Ιονέσκο Η Φαλακρή Τραγουδίστρια (1954)

«[Ο] κροταφικός λοβός [είναι] ένα από τα τέσσερα κύρια τμήματα καθενός από τα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου (αριστερό και δεξί), που βρίσκεται στο πλάι κάθε ημισφαιρίου. Ο κροταφικός λοβός εμπλέκεται, μεταξύ άλλων, στην αναγνώριση και στην ανάμνηση αντικειμένων, τόπων και ανθρώπων, καθώς και στη γλωσσική επεξεργασία». Brainwashing / Πλύση εγκεφάλου της Kathleen Taylor (Oxford Landmark Science) (σελ. 463)

Η σημερινή ανάρτηση περιέχει πέντε σχέδια που αφορούν την Αθήνα, τα Γιάννενα, την Αλόννησο και την Αστυπάλαια, δυο νησιά που επισκέφθηκα τη δεκαετία του 1980. Μια φευγαλέα ανάμνηση από εκείνα τα καλοκαίρια αφορά την πολυταξιδεμένη συγγραφέα Κάτια Αντωνοπούλου στο μαγαζί που διατηρούσε τότε με τον άντρα της, σε κάποιο παραλιακό δρόμο, αν η μνήμη μου δεν με απατά, της Αστυπάλαιας. Εκείνα τα χρόνια διάβασα και το βιβλίο της Οι Ινδίες μου.  Το βιβλίο μοιάζει με «ένα παραμιλητό χωρίς ανάσα……. ένα οδοιπορικό στα χίλια μονοπάτια και ζωγράφισμα των μυρίων προσώπων των Ινδιών…. ταξείδι στον τόπο, το χρόνο και τις ψυχές των ανθρώπων…» (Κώστας Σταματίου, 17/07/1988). Η ίδια η συγγραφέας γράφει στον πρόλογο του βιβλίου «…..παρέα θα ‘μαστε μαζί επί 308 σελίδες από την Καλαμάτα και το Μεταξοχώρι μέχρι τις Ινδίες μου και πίσω από κει που ξεκίνησα….».

Η αφήγηση της αρχίζει:

«Όταν μικρό κορίτσι πήγαινα στον σιδηροδρομικό σταθμό της Καλαμάτας να χαζέψω τα τρένα που φεύγανε για την άγνωστη και μαγευτική Αθήνα και να με ονειρευτώ να φεύγω, ποτέ δε φαντάστηκα πως πολλά χρόνια αργότερα θα ‘παιρνα το τρένο από το Μεταξοχώρι Λαρίσης  να καταλήξω στις Ινδίες. Αλλά και το βραδάκι που περπάταγα στο μώλο της Καλαμάτας κρατώντας τη μαμά μου από το χέρι και τη ρωτάω, μαμά που πάνε αυτοί οι άνθρωποι, δείχνοντας της μια βάρκα γεμάτη ανθρώπους φτωχικά ντυμένους με κάτι μπογαλάκια, μετανάστες, παιδί μου, που πάνε στην Αυστραλία μου λέει, ούτε και τότε φαντάστηκα πως μια μέρα θα πήγαινα κι εγώ στην Αυστραλία παντρεμένη με τον Τζιμ που είναι Αυστραλός και συνάντησα στην Ύδρα. Αλλά μήπως φανταστήκαμε και οι δυο πως κάποτε θα ζούσαμε σ’ ένα χωριουδάκι της Θεσσαλίας, το Μεταξοχώρι, εκείνος από τη Μελβούρνη Αυστραλίας κι εγώ από την Καλαμάτα Πελοποννήσου;»

Ο ηθοποιός Μιχάλης Συριόπουλος διαβάζει ένα απόσπασμα με τον τίτλο Αλόννησος, το Άλλο Νησί από το «Ελληνικό Καλοκαίρι» του Ζακ Λακαριέρ (Jacques Lacarrière):

https://www.lifo.gr/podcasts/anagnoseis/alonnisos-allo-nisi

Απόσπασμα από το βιβλίο του Λακαριέρ σε μετάφραση της Ιωάννα Χατζηνικολή:

«Έκανα το πρώτο μου ταξίδι στην Ελλάδα στα 1947, και το τελευταίο το φθινόπωρο του 1966. Η τελευταία εικόνα μου: ένα νησί του Αιγαίου, άδεντρο, μ’ ένα μοναδικό χωριό τοπίο απογυμνωμένο με τη μιζέρια και την ομορφιά συναρμοσμένες σα δύο πλαγιές του ίδιου λόφου. Μιζέρια και ομορφιά. Σύζευξη των αντιθέτων, όπως η φράση του Ηράκλειτου που τα κυκλαδίτικα τοπία δεν παύουν να τη συλλαβίζουν μέσα στο φως τους: “Αρμονίη κόσμου παλίντροπος”. Αν η εικόνα αυτού του χαμένου νησιού παραμένει μέσα μου τόσο έντονη, είναι ίσως επειδή στάθηκε η τελευταία. Ωστόσο, κοιτώντας απ’ την απόσταση του χρόνου, συνειδητοποιώ μέχρι ποιού σημείου μπλέκονται μέσα στη μνήμη μου οι αναμνήσεις σαν σε παιχνίδι αινιγματικό. Γιατί τάχα ορισμένες τους, τόσο ανώνυμες φαινομενικά, παραμένουν επίμονες λες κι ήθελαν να υπογραμμίσουν ένα μήνυμα που το νόημά του δεν καταφέρνω ακόμα να συλλάβω;

Πολυδιαβασμένα ποιήματα για την Ελλάδα με αναφορές σε διαφορετικές χρονικές περιόδους του παρελθόντος.

Απόσπασμα από το ποίημα, Ένας λόγος για το καλοκαίρι, του Γεωργίου Σεφέρη (Φθινόπωρο, 1936)

 «Κι όμως αγάπησα κάποτε τη λεωφόρο Συγγρού  // το διπλό λίκνισμα του μεγάλου δρόμου  //  που μας άφηνε θαματουργά στη θάλασσα  //  την παντοτινή για να μας πλύνει από τις αμαρτίες·  // αγάπησα κάποιους ανθρώπους άγνωστους  //   απαντημένους ξαφνικά στο έβγα της μέρας, μονολογώντας σαν καπετάνιοι βουλιαγμένης αρμάδας,   // σημάδια πως ο κόσμος είναι μεγάλος.

Κι όμως αγάπησα τους δρόμους τους εδώ, αυτές τις κολόνες· // κι ας γεννήθηκα στην άλλη ακρογιαλιά κοντά   // σε βούρλα και σε καλάμια, νησιά  // που είχαν νερό στην άμμο να ξεδιψάει  //  ο κουπολάτης (κωπηλάτης), κι ας γεννήθηκα κοντά στη θάλασσα που ξετυλίγω και τυλίγω στα δάχτυλά μου σαν είμαι κουρασμένος — δεν ξέρω πια πού γεννήθηκα…..»

Αποσπάσματα από το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη Με τον τρόπο του Γ.Σ.  μοιάζει με περιήγηση σε τόπους της μεσοπολεμικής Ελλάδας και ανασύρει στιγμές της Ιστορίας και αισθήματα  αλλοτρίωσης, στασιμότητας, απραξίας:

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει.

Στο Πήλιο μέσα στις καστανιές το πουκάμισο του Κενταύρου

γλιστρούσε μέσα στα φύλλα για να τυλιχτεί στο κορμί μου

καθώς ανέβαινα την ανηφόρα κι η θάλασσα μ’ ακολουθούσε

ανεβαίνοντας κι αυτή σαν τον υδράργυρο θερμομέτρου

ώσπου να βρούμε τα νερά του βουνού.

Στη Σαντορίνη αγγίζοντας νησιά που βουλιάζαν

ακούγοντας να παίζει ένα σουραύλι* κάπου στις αλαφρόπετρες

μου κάρφωσε το χέρι στην κουπαστή  // μια σαΐτα τιναγμένη ξαφνικά

από τα πέρατα μιας νιότης βασιλεμένης*.

Στις Μυκήνες σήκωσα τις μεγάλες πέτρες και τους θησαυρούς των Ατρειδών

και πλάγιασα μαζί τους στο ξενοδοχείο της «Ωραίας Ελένης του Μενελάου»……..•

Στις Σπέτσες στον Πόρο και στη Μύκονο  // με χτίκιασαν* οι βαρκαρόλες*……..

Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει

δεν ξέρουμε τίποτε δεν ξέρουμε πως είμαστε ξέμπαρκοι* όλοι εμείς

δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν όλα τα καράβια•

περιγελάμε εκείνους που τη νιώθουν………….

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει•

παραπετάσματα βουνών, αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες…

Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓΩΝΙΑ 937.

Στο ποίημα  «Η Ελλάδα που λες…» ο Μιχάλη Γκανάς κάνει αναφορά στους στίχους του Γιώργου Σεφέρη,  Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει…, και στα χρόνια της χούντας.

Η Ελλάδα, που λες, δεν είναι μόνο πληγή.

Στη μπόσικη ώρα καφές με καϊμάκι,  // ραδιόφωνα και ΤV στις βεράντες,

μπρούντζινο χρώμα, μπρούντζινο σώμα,

μπρούντζινο πώμα η Ελλάδα στα χείλη μου.

Στις μάντρες η ψαρόκολλα του ήλιου  //  πιάνει σαν έντομα τα μάτια.

Πίσω απ’ τις μάντρες τα ξεκοιλιασμένα σπίτια,

γήπεδα, φυλακές, νοσοκομεία,

άνθρωποι του θεού και ρόπτρα του διαβόλου,

κι οι τραμβαγέρηδες να πίνουν μόνοι  // κρασάκι της Αράχωβας στυφό.

Εδώ κοιμήθηκαν παλικαράδες,

με το ντουφέκι στο ‘να τους πλευρό,

με τα ξυπόλητα παιδιά στον ύπνο τους.

Τσεμπέρια καλοτάξιδα περνούσαν κι έφευγαν,

κιλίμια και βελέντζες της νεροτρουβιάς.

Τώρα γαρμπίλι κι άρβυλα  // σε τούτο το εκκοκκιστήριο των βράχων

κι οι τραμβαγέρηδες να πίνουν μόνοι  //  κρασάκι της Αράχωβας στυφό.

 Τέλος, δύο λόγια για ένα μικροσκοπικό βιβλίο της δημοσιογράφου Ξένιας Κουναλάκη, Ο Αντισημιτισμός στην Ελλάδα, το οποίο περιέχει την ομιλία που εκφώνησε σε μια εκδήλωση της Εβραϊκής κοινότητας Ιωαννίνων, σε συνεργασία με την Περιφέρεια Ηπείρου και τον Δήμο Ιωαννίνων, με αφορμή την Ημέρα Μνήμης των Ελλήνων Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος. Η Κουναλάκη προσπαθεί εν συντομία να καταγράψει το πως τα πολιτικά κόμματα, η Εκκλησία, η Δικαιοσύνη, το σχολείο, με το μάθημα Ιστορίας που τείνει να παρακάμπτει «τα δυσάρεστα επεισόδια και τις επονείδιστες υποσημειώσεις» στη διαδρομή του ελληνικού έθνους, τα ΜΜΕ, η pop κουλτούρα και η ελληνική κοινή γνώμη, αντιλαμβάνονται και διαχειρίζονται αυτά τα τραυματικά γεγονότα και πως τελικά συμβάλλουν στην διάχυση ή ενίσχυση του αντισημιτισμού. Ως αιτίες αυτού του φαινομένου αναφέρει επίσης και τις ιστορίες συνομωσίας που κυκλοφορούν και που μπορεί να ακούσει κανείς οπουδήποτε.

Ξεκινά την ομιλία της διηγώντας πως γεννήθηκε το ενδιαφέρον της για το Ολοκαύτωμα, χωρίς  να έχει συγγενείς ή φίλους Εβραίους. Δυο καθοριστικές εμπειρίες που την βοήθησαν να καλλιεργήσει τέτοιου είδους αντανακλαστικά ήταν η παρακολούθηση ενός ντοκιμαντέρ στο σχολείο και η ανάγνωση του Ημερολογίου της Άννας Φρανκ. Γράφει: «…..αυτό που με σόκαρε ήταν η ταύτιση μου με τους ήρωες, η σκέψη ότι κάποια παιδιά της ηλικίας μου, μόλις σαράντα χρόνια νωρίτερα, δεν έπαιζαν αμέριμνα στις αυλές των σχολείων τους, αλλά κρύβονταν στις αποθήκες για να μην τα συλλάβουν οι ναζί και τα στείλουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Στο βιβλίο επισημαίνεται ότι «Στην Ελλάδα, πολλαπλασιάζονται συνεχώς οι συγκρίσεις, αυξάνεται η χρήση συμβόλων, πληθαίνουν τα σκίτσα που σχετικοποιούν το Ολοκαύτωμα. Κάνουμε, δηλαδή, το ακριβώς αντίθετο από αυτό που κάνει, π.χ., ο Χόρχε Σεμπρούν, ο οποίος, πολλά χρόνια μετά το γεγονός, το 1963, γράφει το “Μεγάλο ταξίδι” προσπαθώντας να κατανοήσει τι έχει συμβεί, ή ο Κλοντ Λανζμάν, στο εμβληματικό ντοκιμαντέρ “Shoah”, που μιλάει για το Ολοκαύτωμα μέσα από βουβά μονοπλάνα με φυσικό ήχο: φλυαρούμε για το Ολοκαύτωμα, συγκρίνουμε την κρίση χρέους με το Ολοκαύτωμα, εμάς με τους Εβραίους………….. Αναφερόμαστε διαρκώς στο Ολοκαύτωμα, χωρίς να μιλάμε πραγματικά για αυτό».

Comments are closed.