Τόποι
και ελληνικότητα……
«Η ελληνικότητα υποδηλώνει το ριζικό φαντασιακό μας που με τα βιώματα και την παιδεία του λαού αποκτά ιστορικό και κοινωνικό χαρακτήρα. Δεν εκφράζει την ταυτότητα -το ποιοι είμαστε και το τι κάνουμε-, αλλά την κοινωνική και εθνική αυτεπίγνωση όσον αφορά τους πόθους, τις ανάγκες και τις δυνατότητες χειραφέτησής μας από σκοταδιστικές προκαταλήψεις ενισχύοντας την αυτενέργεια σχετικά με τον προσανατολισμό και την προοπτική ενός βιώσιμου μέλλοντος». Αλεξάνδρα Δεληγιώργη
«Η ιστορική αυτοσυνείδηση που απηχεί η έννοια της ελληνικότητας προκύπτει από τη σχέση μας με την πολύπλευρη παράδοση μιας μακραίωνης ιστορίας και αυτό καθιστά αναγκαίο μια σύνθετη και ολιστική προσέγγιση». Αλεξάνδρα Δεληγιώργη
Στην σημερινή ανάρτηση υπάρχουν δύο νέα σχέδια ελληνικών και άλλων τόπων και μια μικρή αναφορά στο πολύ πυκνό, απαιτητικό κι ενδιαφέρον βιβλίο της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη, ΣΎΓΧΡΟΝΑ ΚΆΤΟΠΤΡΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑΣ: Ιδεολογίες και Ιδεολογήματα τον 20ο αιώνα
Η σύνθετη και δύσκολη συζήτηση σχετικά με την ελληνικότητα ξεκίνησε πολλούς αιώνες πριν, συστηματοποιήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, εντάθηκε με την γενιά του ’30, και συνεχίζεται στον ένα ή τον άλλο βαθμό ως τις μέρες μας. Η ελληνικότητα είναι δυναμική μέσα σε κοινωνίες εν κινήσει, και όπως αναφέρει η Δεληγιώργη είναι έννοια σύνθετη, δύσκολη, όχι σταθερή και αναλλοίωτη στο χρόνο, κι επικίνδυνη σε περίπτωση που δώσει λαβή σε εθνικιστικές ιδέες και φυλετισμούς. Ο Γεώργιος Σεφέρης υποστήριξε ότι περιλαμβάνει τα: «χαρακτηριστικά των αληθινών έργων που θα έχουν γίνει από Έλληνες». Ο Μίκης Θεοδωράκης ορίζει την έννοια της ελληνικότητας ως πνευματική κατάκτηση, ως κώδικας και στάση ζωής, ως μορφή και εργαλείο δημιουργικότητας, ως συλλογική πολιτισμική συνείδηση, ως ένα ισχυρό εσωτερικό αίσθημα βαθιά ριζωμένο στην ιστορική μνήμη και την εθνική εμπειρία που αποτελείται από ένα σύνολο πολιτιστικών αξιών που στο κέντρο τους εμπεριέχουν την ελληνική γλώσσα και σκέψη, το ελληνικό ήθος, την τέχνη και τις ανθρωποκεντρικές αξίες του ελληνικού πνεύματος. Άλλοι επισημαίνουν ότι ένας τρόπος για να προσεγγίσει κανείς τον όρο ελληνικότητα είναι να παρατηρήσει πως λειτουργεί σε διάφορα κοινωνικό-πολιτικά και πολιτισμικά πλαίσια και ποιες επικοινωνιακές ανάγκες εξυπηρετεί. Άλλοτε πάλι η υπεραπλουστευτική παρουσίαση ζητημάτων της ιστορίας, της φιλοσοφίας, της λογοτεχνίας και της τέχνης οδηγεί σε άκριτη αποδοχή ή απόρριψη της.
Τι εννοούμε όμως τελικά με τον όρο ελληνικότητα; Μήπως είναι τα χαρακτηριστικά της ελληνικής ζωής και κουλτούρας, είναι αίσθημα ή αυτοσυνείδηση, η ελληνική ταυτότητα ή κάποιο τεκμήριο ιθαγένειας, ή τα στοιχεία τα οποία επεξεργάζεται κάποιος συγγραφέας ή καλλιτέχνης για να δώσει στο έργο του ελληνικό χρώμα;
Ο όρος ή η έννοια της ελληνικότητας κατανοείται ή ορίζεται διαφορετικά από διαφορετικούς ανθρώπους και συλλογικότητες, καθώς έχουν διαφορετικά βιώματα και ξεκινούν από διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες. Δεν υπάρχει μόνο μια ταυτοτική περιγραφή που ορίζει την Ελλάδα. Επίσης υπάρχουν οι επίδημοι, παρεπίδημοι και απόδημοι, πρώτες, δεύτερες και τρίτες γενιές της διασποράς με ελληνικές ρίζες. Προσωπικά μ’ ενδιαφέρει ως ερώτημα, ως φαινόμενο εξερεύνησης, ως βιωματική εμπειρία εν κινήσει. Η Ελλάδα δεν είναι ο γενέθλιος τόπος, αλλά οι ρίζες μου είναι Ελληνικές. Είμαι η σύνθεση δυο τόπων, γλωσσών και πολιτισμών. Κατοικώ στη χώρα από την πρώτη γυμνασίου, μισόν αιώνα. Ταξίδεψα το λίγο που μπόρεσα, για να γνωρίσω το φυσικό τοπίο, την αρχιτεκτονική, τις γεύσεις, την τέχνη, το παρελθόν και το παρόν της.
Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη [Σπούδασε φιλοσοφία στο Α.Π.Θ και κοινωνιολογία/εθνολογία στην Σορβόννη. Είναι ομότιμος καθηγήτρια φιλοσοφίας (Α.Π.Θ). Έχει εκδώσει δοκίμια, φιλοσοφικές μελέτες, μυθιστορήματα και διηγήματα. Έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου και το Βραβείο «Νίκος Θέμελης».]έγραψε το βιβλίο, ΣΎΓΧΡΟΝΑ ΚΆΤΟΠΤΡΑ ΤΗ Σ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑΣ, στη διάρκεια μιας δεκαετίας σε μια φάση της κρίσης, που όπως αναφέρει η ίδια, η μελλοντική έκβαση της για την χώρα μας ήταν λιγότερο ορατή απ’ όσο είναι σήμερα. Χρειάστηκε μας λέει να διαβάσει πολλά για τους ελληνιστικούς χρόνους, το Βυζάντιο, την ενετοκρατία την τουρκοκρατία, τον 19ο αιώνα για να μπορέσει να συνομιλήσει με τα κείμενα εμβληματικών συγγραφέων μας του 20ού αιώνα που προβληματίστηκαν για την ελληνικότητα, έννοια που υπονοεί την αυτοσυνείδηση του έθνους / λαού όπως διαμορφώνεται από τη ζωντανή σχέση του με μια μακραίωνη παράδοση, μοναδική σε έκταση, ποικιλία και βάθος.
Στο βιβλίο της υιοθετεί ιστορικό-κριτικές προσεγγίσεις για να εξετάσει κείμενα σημαντικών μορφών που σημάδεψαν τον 20ο αιώνα με τις ιδέες τους [για την ελληνικότητα] που ήταν καρπός του τρόπου πρόσληψης της παράδοσης του Ελληνισμού και του βαθμού ιστορικής αυτοσυνείδησης που συναποκόμισαν. Οι ιδέες τους, προϊόντα του προβληματισμού τους για τον προορισμό της σύγχρονης Ελλάδας, και αναπαραγόμενες ανεξέταστα και χωρίς να συζητηθούν ευρέως απέκτησαν εμβληματικό χαρακτήρα για πολιτικό-ιδεολογικούς λόγους, διαμορφώνοντας τον ιδεολογικό ορίζοντα του 20ου αιώνα.
Στον πρόλογο γράφει πως αν έννοιες και κατηγορίες της σύγχρονης σκέψης είχαν αφομοιωθεί και κατανοηθεί στην ώρα τους, ο κίνδυνος της κοινωνικό-πολιτικής οπισθοδρόμησης μας δεν θα ήταν τέτοιου μεγέθους. Σημειώνει ότι χωρίς προβληματισμό γύρω από ιδέες και μεθοδεύσεις που έχουμε μετατρέψει σε σταθερές δεν είναι δυνατόν να προκύψουν οι απαραίτητες νέες ιδέες και νέα μορφώματα στην παιδεία, στην θεωρία, στην κριτική, στην πολιτική, στην οικονομία.
Η Δεληγιώργη αναφέρει ότι στο ασφυκτικό κλίμα της νέας πτώχευσης που ξεκίνησε το 2010 άρχισε να πλανάται το ερώτημα για τους λόγους που είχαμε πειστεί ότι δεν είχε νόημα να μάθουμε τι ήταν για τους Έλληνες στοχαστές η Ελλάδα της Φύσης, της Ιστορίας, της Ποίησης τους δυο αιώνες της ανεξαρτησίας της. Προείχε ιδιαίτερα μετά το 1980 ένα κλίμα επανάπαυσης και αυτό-ικανοποίησης, όμως για χώρες όπως η Ελλάδα, η σχέση μας με όσα κληρονομήσαμε στο μακραίωνο παρελθόν και η ιστορική αυτοσυνείδηση είναι κρίσιμα ζητήματα και απαιτείται αναψηλάφηση σε πολλαπλά πεδία της ελληνικής γραμματείας. Το ζήτημα είναι σύνθετο καθώς υπάρχει μια μακραίωνη ιστορία όπως αποτυπώθηκε σε κείμενα Ελλήνων ή εξελληνισμένων ιστορικών, ποιητών, φιλοσόφων και θεωρητικών που αποθανάτισαν στιγμές ή περιόδους «μιας ιστορικής συνέχειας διάτρητης από ασυνέχειες, ρήξεις ή τομές».
Η πλήρης ανάλυση όλων των συνισταμένων της ελληνικότητας είναι έργο δύσκολο, αφού εμπλέκει όλες σχεδόν τις ανθρωπιστικές επιστήμες από την γλωσσολογία και τις πολιτισμικές σπουδές, ως την κριτική ιδεολογικών μορφωμάτων, την ιστορία και την ιστορία της λογοτεχνίας. Η ιστορική αυτοσυνείδηση που απηχεί η έννοια της ελληνικότητας προκύπτει από τη σχέση μας με την πολύπλευρη παράδοση μιας μακραίωνης ιστορίας και αυτό καθιστά αναγκαίο μια σύνθετη και ολιστική προσέγγιση. Η ιστορική αυτοσυνείδηση της κοινωνίας εξαρτάται από τις συνθήκες και την τροπή των πραγμάτων στον εθνικό και ευρύτερο χώρο-χρόνο της παγκόσμιας ιστορίας. Η συγγραφέας εξηγεί ότι η αυτοσυνείδηση είναι αναβαθμός της αυτογνωσίας. Μιας και εκτός της γνώσης του εαυτού και της ιδιομορφίας των ατόμων και του λαού που συνθέτουν, υπονοεί και την αυτεπίγνωση τους, την συνείδηση, δηλαδή των δυνατοτήτων και ορίων τους όσον αφορά την διαμόρφωση αντιλήψεων, στάσεων, ηθών, συμπεριφορών και δράσεων, στο πλαίσιο του εθνικού συνόλου που συστήνουν, και της διασύνδεσης τους με ευρύτερους ή στενότερους πολιτικούς σχηματισμούς [αυτοκρατορίες, παγκόσμιες υπερδυνάμεις, ομοσπονδίες η συνομοσπονδίες εθνικών κρατών].
Η αυτοσυνείδηση ενός λαού, δηλαδή η συνείδηση της προοπτικής του, υποστηρίζει η Δεληγιώργη, είναι η επίγνωση της δυνητικής του κατεύθυνσης του ως εθνικού κράτους μέσα στη παγκόσμια ιστορική κίνηση. Σε περιόδους κρίσεων όσο πιο ανίσχυρος είναι ένας λαός ή έθνος, τόσο λιγότερο μπορεί να επιλέξει την κατεύθυνση του. Όταν μια χώρα αγνοεί τα όρια του ετεροκαθορισμού και τις δυνατότητες αυτοπροσδιορισμού της, δεν είναι εύκολο να αναλογιστεί ποια μπορεί να είναι η μοίρα της σε φάσεις ιστορικής καμπής που επιβάλλουν τον επανασχεδιασμό της. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την «εξάντληση των αποθεμάτων του μέλλοντος της και η ευχή να μην διαλυθεί, άλλοτε με προσευχές για το θαύμα και άλλοτε με εγκώμια του θαυματοποιού στον οποίο το αναθέτει».
Μια δυσκολία διασάφησης της σχέσης παράδοσης και ιστορικής αυτοσυνείδησης πηγάζει και από το ότι η παράδοση, αλλά και η αυτοσυνείδηση, προσλαμβάνονται υπό διαφορετικές ατομικές και συλλογικές οπτικές γωνίες, κι επιπλέον είναι δυναμικά φαινόμενα και όχι αναλλοίωτα. Όταν η ατομική και συλλογική υποκειμενικότητα απλά αντιγράφει χωρίς επεξεργασίες την παράδοση τη μετατρέπει σε μοχλό οπισθοδρόμησης, με αποτέλεσμα να διαιωνίζονται προκαταλήψεις, πλάνες, αγκυλώσεις και άγνοια, από γενιά σε γενιά, χωρίς να εμπλουτίζονται, να ανανεώνονται και να αναδιαμορφώνονται τα παραδεδομένα.
Επίσης, η συγγραφέας περιγράφει πως όταν το παρελθόν καθίσταται ένα είδος απολιθώματος, γίνεται το άλλοθι για την ιστορική αμνησία και υπονομεύει την διεργασία της ατομικής και συλλογικής αυτοσυνείδησης. Υποστηρίζει ότι αυτή η πρακτική αποιστορικοποίησης του χρόνου νομιμοποίησε την υποβάθμιση και περιθωριοποίηση των ανθρωπιστικών σπουδών, από το 1970 και μετά, διευκολύνοντας την μετάλλαξη της παιδείας σε εκπαίδευση, και τη μαθησιακή διαδικασία σε προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης.
Όμως χωρίς αυτεπίγνωση και τον αναλογισμό που απαιτεί, δεν μπορούμε να μεταβούμε σε μια διαφορετική πραγματικότητα από αυτήν που ζούμε τώρα, σε συνθήκες επιτήρησης και κινδύνων της χώρας του χρέους που γίναμε, και που εντέλει συμπυκνώνει την εμπειρία της μεταπολεμικής, μετεμφυλιακής, μεταδιδακτορικής και μνημονιακής Ελλάδας. Η απάθεια, ο μηδενιστικός και κυνικός ατομικισμός, καθώς και η σύγχυση για το τι είμαστε και το τι θέλουμε να γίνουμε, δυσκολεύει την διαχείριση ζητημάτων εθνικής κυριαρχίας οικονομίας, παιδείας, κλπ.
Η Δεληγιώργη επίσης επισημαίνει ότι εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, το βάρος πέφτει σε μία από τις όψεις της παράδοσής μας ή στην αντίθετή της, δίνοντας λαβή στη διαμόρφωση ιδεολογικών και πολιτικών θέσεων ασύμβατων με τη μακρά διαχρονία της ελληνοανατολικής και ελληνοδυτικής μας παράδοσης μέχρι και σήμερα, στη φάση της παγκοσμιοποίησης και του αναθεωρητισμού. Για παράδειγμα, ιδέες όπως: «Μεγάλη» ή «Νέα» Ελλάδα, ιστορική συνέχεια ή ασυνέχεια, ελληνοκεντρισμός ή κοσμοπολιτισμός, Δύση ή Ανατολή, Ορθοδοξία ή εκκοσμίκευση, λόγια ή λαϊκή παράδοση…. παγιώθηκαν και μεταλλάχτηκαν σε αγκυλωμένα ιδεολογήματα ή πολιτιστικά στερεότυπα, με αποτέλεσμα οι αντιθέσεις να εσωτερικεύονται σαν αγεφύρωτα χάσματα και να δημιουργούν έτσι το ιδεολογικό κενό με το οποίο κινούμαστε στη δίνη των περιστάσεων, της διεθνούς συγκυρίας και των άκρως ρευστών συμμαχιών». Σχετικά με τη διαμάχη αυτοχθόνων και ετεροχθόνων η Δεληγιώργη σημειώνει στη σελίδα 50, «Τα νέα ψευδο-διλήμματα φάνηκαν να αναζωπυρώνουν΄την διαμάχη ετεροχθόνων και αυτοχθόνων που προκαλούσε το κυνήγι θέσεων για τη επάνδρωση των διοικητικών μηχανισμών του κράτους, στα πρώτα χρόνια της ίδρυσής του…». Όμως υπάρχει και ο δρόμος της διαλεκτικής σύνθεσης των αντιθέσεων, αντιφάσεων και ψευδοσχισμάτων όπως δημώδη και λόγια παράδοση, Δύση και Ανατολή, ξενολατρία ή ξενοφοβία, αυτόχθονες ή ετερόχθονες, και άλλα σχήματα αμοιβαίου αποκλεισμού.