Τόποι
&
Το τραύμα του πολέμου
“Και η ιστορία; Βρίσκεται στο δρόμο. Στο πλήθος. Πιστεύω ότι στον καθένα μας υπάρχει ένα μικρό κομμάτι ιστορίας.” Σβετλάνα Αλεξίεβιτς
“Το θάρρος στον πόλεμο και το θάρρος της σκέψης είναι δύο διαφορετικά κουράγια. Κάποτε πίστευα ότι ήταν το ίδιο.” Σβετλάνα Αλεξίεβιτς
ΣΧΕΔΙΟ
Η σημερινή ανάρτηση αφορά το τραύμα, τραύμα κάθε είδους και βάθους, σωματικό και ψυχικό τραύμα που προκλήθηκε σε ανθρώπους και ζώα, τραύμα τεράστιων επιπτώσεων στο φυσικό περιβάλλον, καταστροφή ανθρωπογενών πραγμάτων όπως κτίρια και γέφυρες, ιστορικά μνημεία και έργα τέχνης, και τεράστια σπατάλη χρόνου, δυνατοτήτων, προσπάθειας και πόρων. Αυτό το κομμάτι αναφέρεται στο βιβλίο της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, The Unwomanly Face of War / Το Μη Γυναικείο Πρόσωπο του Πολέμου, που καταγράφει τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέσα από τα μάτια των νεαρών κοριτσιών και γυναικών, που πολέμησαν και που οι άντρες αποκαλούσαν Μικρές Αδελφές. Πολλά κορίτσια ήταν μόλις δεκαπέντε ή δεκαέξι ετών. Προσφέρθηκαν εθελοντικά να πάνε στο μέτωπο, συχνά έπρεπε να γίνουν επίμονες για να στρατολογηθούν, νεαρά κορίτσια και γυναίκες, των οποίων τα μαλλιά άσπρισαν, από τη μια μέρα στην άλλη.
Μια γυναίκα διηγήθηκε πως όταν εμφανίστηκε ζητώντας να στρατολογηθεί, ο υπεύθυνος είχε πει: “Τι είδους Τοσοδούλα είναι αυτή; Τι θα κάνεις; Ίσως πρέπει να επιστρέψεις στη μητέρα σου και να μεγαλώσεις λίγο;” Αλλά δεν είχα πια μητέρα… Η μητέρα μου είχε σκοτωθεί κατά τη διάρκεια ενός βομβαρδισμού…» και μια άλλη είπε: «Μεγάλωσα ακόμη και κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η μαμά με μέτρησε στο σπίτι… Είχα ψηλώσει τέσσερα εκατοστά…». Μια άλλη είπε: «Γύρισα από τον πόλεμο και αρρώστησα βαριά. Για πολύ καιρό πήγαινα από το ένα νοσοκομείο στο άλλο, μέχρι που έπεσα πάνω σε έναν ηλικιωμένο καθηγητή.… Με γιάτρευε περισσότερο με λόγια παρά με φάρμακα. μου εξήγησε την αρρώστια μου. Μου είχε πει ότι αν είχα φύγει για το μέτωπο στα δεκαοκτώ ή στα δεκαεννιά μου, το σώμα μου θα ήταν πιο δυνατό, αλλά επειδή είχα μόλις κλείσει τα δεκαέξι – ήταν πολύ μικρή ηλικία – είχα τραυματιστεί άσχημα».
Η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς γεννήθηκε στην Ουκρανία, το 1948 και έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στη Σοβιετική Ένωση και τη σημερινή Λευκορωσία, με παρατεταμένες περιόδους εξορίας στη Δυτική Ευρώπη. Έχει κερδίσει πολλά βραβεία, συμπεριλαμβανομένου του Νόμπελ Λογοτεχνίας 2015, για «τα πολυφωνικά γραπτά της, ένα μνημείο στα δεινά και το θάρρος στην εποχή μας». Θεωρήθηκε η πρώτη δημοσιογράφος που έλαβε το Νόμπελ Λογοτεχνίας, αλλά η ίδια έχει απορρίψει την ιδέα ότι είναι δημοσιογράφος και έχει ορίσει το είδος της επιλογής της ως αυτό που μερικές φορές αποκαλείται «λογοτεχνικό ντοκιμαντέρ»: μια καλλιτεχνική απόδοση πραγματικών γεγονότων, με κάποιο βαθμό ποιητικής άδειας, ένα είδος non-fiction που συγκεντρώνει μια χορωδία φωνών για να περιγράψει μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή.
Η ίδια έχει πει: “Έψαχνα για μια λογοτεχνική μέθοδο που θα επέτρεπε την πλησιέστερη δυνατή προσέγγιση της πραγματικής ζωής. Η πραγματικότητα πάντα με έλκυε σαν μαγνήτης, με βασάνιζε και με υπνώτιζε, ήθελα να την αποτυπώσω στο χαρτί. Έτσι οικειοποιήθηκα αμέσως αυτό το είδος πραγματικών ανθρώπινων φωνών και εξομολογήσεων, μαρτυριών και ντοκουμέντων. Έτσι ακούω και βλέπω τον κόσμο – ως ένα χορό από μεμονωμένες φωνές και ένα κολάζ καθημερινών λεπτομερειών. Έτσι λειτουργούν το μάτι και το αυτί μου. Με αυτόν τον τρόπο όλες οι πνευματικές και συναισθηματικές μου δυνατότητες αξιοποιούνται στο έπακρο…»
Η Αλεξίεβιτς ενδιαφέρεται να ανακτήσει το μικρό, το προσωπικό, το συγκεκριμένο, τον κάθε άνθρωπο, «όχι όπως τον θεωρεί το κράτος, αλλά αυτό που είναι για τη μητέρα του, για τη γυναίκα του, για το παιδί του…» Ξεκινά το βιβλίο με αποσπάσματα από το ημερολόγιο που κρατούσε σχετικά με το βιβλίο από το 1978 έως το 1985: «Γράφω ένα βιβλίο για τον πόλεμο…. Εγώ, που δεν μου άρεσε ποτέ να διαβάζω στρατιωτικά βιβλία, αν και στα παιδικά μου χρόνια και στα νιάτα μου αυτά ήταν τα αγαπημένα αναγνώσματα όλων. Όλων των συνομηλίκων μου. Και αυτό δεν εκπλήσσει—ήμασταν τα παιδιά της Νίκης. Τα παιδιά των νικητών». Τον πόλεμο, συνεχίζει, τον θυμόμασταν συνέχεια, στο σχολείο, στο σπίτι, στις συζητήσεις των παιδιών, σε γιορτές, γάμους, βαφτίσεις και κηδείες.
Θυμάται ότι το χωριό των μεταπολεμικών παιδικών της χρόνων ήταν ένα χωριό γυναικών. Δεν υπήρχαν αντρικές φωνές. Γράφει: «Έτσι μου έχει μείνει: τις ιστορίες του πολέμου τις αφηγούνται γυναίκες. Κλαίνε. Τα τραγούδια τους μοιάζουν με κλάμα». Εντοπίζει τη συμμετοχή γυναικών σε πολέμους από τον τέταρτο αιώνα π.Χ., όταν οι γυναίκες πολέμησαν στους ελληνικούς στρατούς της Αθήνας και της Σπάρτης. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι γυναίκες υπηρέτησαν σε όλους τους κλάδους του στρατού σε πολλές χώρες του κόσμου: «225.000 στον βρετανικό στρατό, 450.000 με 500.000 στον αμερικανικό, 500.000 στον γερμανικό… Περίπου ένα εκατομμύριο γυναίκες πολέμησαν στον σοβιετικό στρατό. Κατέκτησαν όλες τις στρατιωτικές ειδικότητες, συμπεριλαμβανομένων των πιο «ανδροκρατικών» και «αρρενωπών» στην Ευρώπη. Χιλιάδες άλλες, σε όλη την Ευρώπη, αντιστάθηκαν στον φασισμό, όμως παρέμειναν σιωπηλές και μόνο ένα μικρό ποσοστό των μεταλλίων για τη συμμετοχή στην αντίσταση δόθηκαν σε γυναίκες.
Η Αλεξίεβιτς συνειδητοποίησε ότι στα αμέτρητα βιβλία για τον πόλεμο ανέκαθεν έγραφαν άντρες για άντρες, πάντα αντρικά λόγια. Οι γυναίκες ήταν σιωπηλές. Όμως κατά τη διάρκεια των εκατοντάδων συναντήσεων με σοβιετικές γυναίκες, που είχαν λάβει μέρος στον πόλεμο, διαπίστωσε ότι οι ιστορίες των γυναικών ήταν διαφορετικές. Ο «γυναικείος» πόλεμος είχε τα δικά του χρώματα, μυρωδιές, φωτισμούς, λέξεις και εύρος συναισθημάτων. Προέκυψε ένα ερώτημα: Γιατί, για παράδειγμα, αφού υπερασπίστηκαν και κράτησαν τη δική τους θέση σε έναν άλλοτε απολύτως ανδρικό κόσμο, οι γυναίκες δεν υπερασπίστηκαν την ιστορία τους, τα λόγια και τα συναισθήματά τους;
Η συγγραφή του βιβλίου απαίτησε πολλά ταξίδια, εκατοντάδες ηχογραφημένες κασέτες, χιλιάδες δακτυλογραφημένες σελίδες και μετά τις πρώτες 500 συναντήσεις η συγγραφέας σταμάτησε να μετράει. Η Αλεξίεβιτς γράφει: “Μια χορωδία αντηχεί στη μνήμη μου. Μια τεράστια χορωδία, μερικές φορές τα λόγια σχεδόν δεν ακούγονται, μόνο το κλάμα. Ομολογώ: Δεν πίστευα πάντα ότι ήμουν αρκετά δυνατή για αυτό το μονοπάτι, ότι μπορούσα να τα καταφέρω.” Περιγράφει αυτές τις συναντήσεις. Κάθεται με αυτές τις γυναίκες για ώρες, συχνά μια ολόκληρη μέρα, στα σπίτια τους, πίνουν τσάι, τρώνε πίτες και γλυκά, δοκιμάζουν τα ρούχα που αγόρασαν πρόσφατα, συζητούν για χτενίσματα και συνταγές, βλέπουν φωτογραφίες των εγγονιών τους και μετά, γράφει:… «έρχεται ξαφνικά αυτή η πολυαναμενόμενη στιγμή, όταν το άτομο φεύγει από τον κανόνα – από γύψο και οπλισμένο σκυρόδεμα, όπως τα μνημεία μας – και πηγαίνει στον εαυτό της. Μέσα στον εαυτό της. Αρχίζει να θυμάται όχι τον πόλεμο, αλλά τα νιάτα της. Ένα κομμάτι της ζωής της… Πρέπει να αδράξω αυτή τη στιγμή. Να μην την χάσω!»
Σε αντίθεση με τον «ανδρικό πόλεμο», που αφορά το πώς υποχωρήσαμε, πώς προχωρήσαμε, σε ποιον τομέα του μετώπου, αριθμούς και στατιστικές, οι γυναίκες «αντλούν τις λέξεις από τον εαυτό τους και όχι από εφημερίδες και βιβλία που έχουν διαβάσει — όχι από τους άλλους. Αλλά μόνο από τα δικά τους βάσανα και εμπειρίες. Τα συναισθήματα και η γλώσσα των μορφωμένων ανθρώπων, όσο περίεργο κι αν είναι, συχνά υπόκεινται περισσότερο στην επίδραση του χρόνου. Στη γενικότερη κρυπτογράφηση του. Μολύνονται από δευτερεύουσα γνώση. Από μύθους.” Για να ακούσει κανείς μια ιστορία ενός «γυναικείου», όχι ενός «ανδρικού» πολέμου, η Αλεξίεβιτς μας λέει ότι μερικές φορές χρειάστηκε να δουλέψει σαν επίμονη ζωγράφος πορτρέτων. Και πάντοτε, γράφει, συμμετέχουν τουλάχιστον τρία άτομα στη συζήτηση: αυτή που μιλάει τώρα, αυτή που ήταν τότε, τη στιγμή των γεγονότων, και η ίδια.
Η διαδικασία της ενθύμησης, λέει, δεν είναι ούτε μια παθιασμένη, ούτε μια απαθής αφήγηση μιας πραγματικότητας που δεν υπάρχει πια, αλλά μια νέα γέννηση του παρελθόντος, όταν ο χρόνος πηγαίνει αντίστροφα. Οι γυναίκες θυμούνται όλη τους τη ζωή και της ανοίγουν τον κόσμο τους προσεκτικά, για να την προφυλάξουν. Δάκρυσα σε πολλά σημεία, και άλλες φορές ένιωθα το σώμα μου να σφίγγεται. Κάποιες σελίδες διάβασα βιαστικά. Επίσης ένιωσα κι ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης για τα εκατομμύρια των ανθρώπων, που στάθηκαν ενάντια στον φασισμό και τον ολοκληρωτισμό, καθώς και θλίψη για το απίστευτο μέγεθος της απώλειας και το υψηλό τίμημα της νίκης. Μόνο οι Σοβιετικοί έχασαν είκοσι εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές μέσα σε τέσσερα χρόνια. Υπολογίζεται ότι συνολικά 70-85 εκατομμύρια θάνατοι προκλήθηκαν από αυτό που έχει περιγραφεί ως η πιο θανατηφόρα στρατιωτική σύγκρουση στην ιστορία. Κατά την ανάγνωση αυτού του λογοτεχνικού ντοκουμέντου, παρόν ήταν κι ένα αίσθημα ανησυχίας, για τις διαδικασίες σταδιακής λήθης που επιτρέπουν, μαζί με πολλούς άλλους παράγοντες, την άνοδο του αυταρχισμού ξανά, ανησυχία που μάλλον μοιράζομαι με πολλούς σε όλο τον κόσμο.
Στο σχολείο μαθαίνουμε πληροφορίες για τόσους πολλούς πολέμους διαφόρων ιστορικών εποχών: ημερομηνίες, μάχες, αιτίες, στατιστικά στοιχεία και αριθμό απωλειών / θυμάτων, αλλά σπάνια μας ζητείται να ασχοληθούμε με αφηγήσεις για το τι είναι πραγματικά ο πόλεμος, πέρα από στρατηγικές, νίκες και ήττες. Η Αλεξίεβιτς πιστεύει ότι ο πόλεμος των «γυναικών» είναι πιο τρομερός από τον «ανδρικό». Οι άντρες κρύβονται πίσω από την ιστορία, πίσω από τα γεγονότα. Ο πόλεμος τους γοητεύει ως δράση και σύγκρουση ιδεών, συμφερόντων, ενώ οι γυναίκες κατακλύζονται από συναισθήματα. Οι άνδρες είναι επίσης προετοιμασμένοι από την παιδική ηλικία για το γεγονός ότι μπορεί να χρειαστεί να πυροβολήσουν. Οι γυναίκες δεν είναι έτοιμες να το κάνουν αυτό. Οι γυναίκες θυμούνται διαφορετικά. “Είναι ικανές να δουν αυτό που είναι κλειστό στους άνδρες. Επαναλαμβάνω για άλλη μια φορά: ο πόλεμος τους έχει μυρωδιά, έχει χρώμα, έναν κόσμο λεπτομερειών της ύπαρξης.”
Η Αλεξίεβιτς θέτει την ερώτηση του Ντοστογιέφσκι: Πόσο ανθρώπινο ον υπάρχει σε έναν άνθρωπο και πώς να προστατέψει κανείς αυτό το ανθρώπινο ον μέσα στον εαυτό του;
Γράφει ότι ένας άνθρωπος είναι πολύ περισσότερο από τον πόλεμο και καθοδηγείται από κάτι ισχυρότερο από την ιστορία. Νιώθει την ανάγκη να εμβαθύνει στον «απεριόριστο κόσμο του πολέμου», να γράψει την αλήθεια για τη ζωή και τον θάνατο γενικά, όχι μόνο την αλήθεια για τον πόλεμο. Κατανοεί τη μοναξιά του ανθρώπου που επιστρέφει από τον πόλεμο, έχοντας αποκτήσει «μια γνώση που δεν έχουν οι άλλοι, που μπορεί να την αποκτήσουν μόνο εκεί, κοντά στον θάνατο». Γράφει για την ιστορία των συναισθημάτων και της ψυχής, την ιστορία των «μικρών ανθρώπινων όντων, που πετάχτηκαν έξω από τη συνηθισμένη ζωή στα επικά βάθη ενός τεράστιου γεγονότος. Στη μεγάλη Ιστορία». Διευκρινίζει ότι δεν γράφει για τον πόλεμο, αλλά για τους ανθρώπους στον πόλεμο….. Την ενδιαφέρει όχι μόνο η πραγματικότητα που μας περιβάλλει, αλλά αυτή που είναι μέσα μας, όχι μόνο τα γεγονότα, αλλά τα γεγονότα των συναισθημάτων. Μας λέει ότι για εκείνη τα συναισθήματα είναι πραγματικότητα. Γράφει: «Από τη μια μεριά εξετάζω συγκεκριμένα ανθρώπινα όντα που ζουν σε μια συγκεκριμένη εποχή και συμμετέχουν σε συγκεκριμένα γεγονότα, και από την άλλη πρέπει να διακρίνω το αιώνια ανθρώπινο μέσα τους…… Αυτό που υπάρχει στους ανθρώπους πάντοτε».
Η Αλεξίεβιτς ρώτησε και αναρωτήθηκε για ερωτήματα όπως: Τι προκαλεί ο πόλεμος στους ανθρώπους, σωματικά και ψυχικά, τι έκανε στη ζωή τους; Τι απέγιναν οι άνθρωποι; Τι είδαν και κατάλαβαν οι άνθρωποι εκεί; Γενικά για τη ζωή και τον θάνατο; Για τον εαυτό τους, τελικά;
Μια γυναίκα μίλησε για αυτό που βιώνει κανείς αμέσως μετά τη μάχη, μετά τους σκοτωμούς: «Αμέσως μετά από μια επίθεση είναι καλύτερα να μην κοιτάξει κανείς τα πρόσωπα,· είναι εντελώς διαφορετικά πρόσωπα, όχι όπως τα πρόσωπα που έχουν συνήθως οι άνθρωποι. Οι ίδιοι δεν μπορούν να σηκώσουν τα μάτια τους ο ένας πάνω στον άλλο. Δεν κοιτούν καν τα δέντρα. Πλησιάζεις κάποιον και σου λέει: «Φύγε!…” Δεν μπορώ να εκφράσω τι είναι. Όλοι φαίνονται ελαφρώς μη φυσιολογικοί, και υπάρχει ακόμη και μια αίσθηση από κάτι κτηνώδες. Καλύτερα να μην το δεις. Μέχρι σήμερα δεν μπορώ να πιστέψω ότι έμεινα ζωντανή. Ζωντανή….. Πληγωμένη και τραυματισμένη, αλλά ολόκληρη. Δεν μπορώ να το πιστέψω…”
Το βιβλίο περιέχει ένα κομμάτι με τίτλο, Δεκαεπτά Χρόνια Μετά , 2002-2004, όπου επισκέπτεται ξανά παλιά τετράδια. Ενδιαφέρεται κυρίως για τα τετράδια, στα οποία έγραφε τα επεισόδια που διέγραφαν οι λογοκριτές, τις συζητήσεις της με τους λογοκριτές, και τις σελίδες που είχε πετάξει η ίδια, τη δική της αυτολογοκρισία και τους λόγους. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι σήμερα θα έκανε πιθανώς διαφορετικές ερωτήσεις, θα άκουγε διαφορετικές απαντήσεις και θα έγραφε ένα διαφορετικό βιβλίο, όχι εντελώς διαφορετικό, αλλά και πάλι διαφορετικό. Γράφει: “Τα έγγραφα είναι ζωντανοί μάρτυρες, δεν σκληραίνουν όπως ο ψυχρός πηλός. Δεν σιωπούν. Κινούνται μαζί μας. Τι θα ρωτούσα περισσότερο τώρα; Τι θα ήθελα να προσθέσω; Θα με ενδιέφερε… ο βιολογικός άνθρωπος, όχι μόνο ο άνθρωπος του χρόνου και των ιδεών. Θα προσπαθούσα να εμβαθύνω στην ανθρώπινη φύση, στο σκοτάδι του πολέμου, στο υποσυνείδητό μας. Στο μυστήριο του πολέμου….. Ο ηρωισμός μας είναι στείρος, δεν αφήνει περιθώρια για την φυσιολογία ή την βιολογία.…»
Θα τελειώσω αυτό το κείμενο με δύο αποσπάσματα του βιβλίου που αφορούν τα ζώα:
«Υπήρχαν δύο τρένα που στέκονταν το ένα δίπλα στο άλλο στο σταθμό… Το ένα με τραυματίες, και το άλλο με άλογα. Και μετά άρχισε ένας βομβαρδισμός. Τα τρένα πήραν φωτιά… Αρχίσαμε να ανοίγουμε τις πόρτες, για να σώσουμε τους τραυματίες, για να μπορέσουν να φύγουν, αλλά όλοι έσπευσαν να σώσουν τα φλεγόμενα άλογα. Όταν οι τραυματίες ουρλιάζουν, είναι κάτι τρομερό. αλλά δεν υπάρχει τίποτα πιο φρικτό από το κλάμα των πληγωμένων αλόγων. Δεν φταίνε σε τίποτα, δεν ευθύνονται για τις ανθρώπινες πράξεις. Και κανείς δεν έτρεξε στο δάσος, όλοι έσπευσαν να σώσουν τα άλογα. Όλοι όσοι μπορούσαν. Όλοι τους!»
«Ένας πυροβολημένος άντρας ήταν ξαπλωμένος στην αυλή… Δίπλα του καθόταν ο σκύλος του. Μας είδε και άρχισε να κλαψουρίζει. Μας πήρε λίγη ώρα για να καταλάβουμε ότι μας καλούσε. Μας οδήγησε στην αγροικία… Τον ακολουθήσαμε. Στο κατώφλι κείτονταν η γυναίκα και τα τρία παιδιά του άνδρα… Ο σκύλος κάθισε δίπλα τους και έκλαψε. Πραγματικά έκλαψε σαν άνθρωπος…».