Jane Goodall                                          (Η Ελληνική μετάφραση έχει ολοκληρωθεί)

«Έτσι γίνεται; Κάνουμε ό,τι κάνουν οι φίλοι μας για να είμαστε ένα με την ομάδα, για να γίνουμε αποδεκτοί; Φυσικά υπάρχουν πάντα κάποια πιο αποφασιστικά άτομα που έχουν το θάρρος των πεποιθήσεών τους, που ξεχωρίζουν από τους αποδεκτούς κανόνες συμπεριφοράς της ομάδας. Αλλά είναι πιο πιθανόν οι ακατάλληλες ή ηθικά λανθασμένες συμπεριφορές να αλλάξουν μέσω της επιρροής ξένων, που βλέπουν με διαφορετικά μάτια, από διαφορετικό υπόβαθρο»  Jane Goodall   

«Δεν είναι πραγματική σύνδεση. Το μόνο που είναι – το ονομάζω οικειότητα βασισμένη σε κοινό εχθρό, το μόνο κοινό πράγμα είναι ότι μισούμε τους ίδιους ανθρώπους… » Brene Brown

Η σημερινή ανάρτηση προέκυψε μετά από την παρακολούθηση και το διάβασμα υλικού  σχετικά με και από τη Βρετανίδα πρωτευοντολόγο, ανθρωπολόγο, ηθολόγο, οικολόγο και Αγγελιοφόρο της Ειρήνης του ΟΗΕ, Τζέιν Γκούνταλ. Παράλληλα έφτιαξα μερικά σχέδια με μελάνι χρησιμοποιώντας φωτογραφίες που βρήκα στο διαδίκτυο.

   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Θα αναφερθώ κυρίως στο βιβλίο: Reason for Hope: A Spiritual Journey  / Λόγοι για να Ελπίζουμε:  Ένα Πνευματικό Ταξίδι (1999) που επέλεξα να διαβάσω λόγω της απομνημονευτικής του πτυχής και της παράλληλης εξερεύνησης της ελπίδας, παρόλο που δεν είναι το πιο πρόσφατο βιβλίο της. Το βιβλίο μας ταξιδεύει στις διάφορες φάσεις της προσωπικής και επαγγελματικής της ζωής και μας δίνει μια μικρή ιδέα του πώς έχει συνδυάσει την πνευματικότητα και τις θρησκευτικές της πεποιθήσεις με την επιστήμη. Γνωρίζω ότι η Goodall ήταν 65 ετών όταν έγραψε αυτό το βιβλίο πριν από είκοσι χρόνια και ότι τα περιβαλλοντικά ζητήματα έχουν βαθύνει και αυξηθεί, και η τεχνολογία και η γνώση σχετικά με την εξέλιξη των ειδών και άλλα επιστημονικά θέματα έχουν επεκταθεί πολύ, παρόλα αυτά το βιβλίο είναι αρκετά επίκαιρο αυτή τη στιγμή όπου συμβαίνουν πολλά όσον αφορά το περιβάλλον και την απώλεια οικοτόπων και εξαφάνιση πολλών ειδών. Στο κεφάλαιο του βιβλίου με τον τίτλο Ελπίδα, αφού πρώτα κάνει αναφορά στις περιβαλλοντικές καταστροφές,  διαμάχες και πολεμικές συγκρούσεις εκείνης της εποχής, αναφέρει τους βασικούς λόγους που ελπίζει. Γράφει: «Ωστόσο, παρόλα αυτά, έχω ελπίδα για το μέλλον… Αλλά μόνο εάν γίνουν αλλαγές στον τρόπο που ζούμε — και γίνουν γρήγορα. Δεν έχουμε, νομίζω, πολύ χρόνο. Και αυτές οι αλλαγές πρέπει να γίνουν από εμάς, εσείς και εγώ. Αν συνεχίσουμε να το αφήνουμε σε άλλους, το ναυάγιο είναι αναπόφευκτο. Οι λόγοι που ελπίζω είναι τέσσερις: (1) ο ανθρώπινος εγκέφαλος. (2) η ανθεκτικότητα της φύσης. (3) η ενέργεια και ο ενθουσιασμός που βρίσκεται ή μπορεί να αναζωπυρωθεί στους νέους σε όλο τον κόσμο. και (4) το αδάμαστο ανθρώπινο πνεύμα.

Ξεκινά το βιβλίο της με το να αναρωτιέται αν θα έπρεπε ν’ αρχίσει την ιστορία της από το σημείο που βγήκε από τη μήτρα της μητέρας της και έβγαλε το πρώτο της κλάμα καθώς το οξυγόνο μπήκε στους πνεύμονές της ή ν’ αρχίσει με τους προγόνους της που ήταν υπεύθυνοι για τα γονίδιά της ή ίσως με τα ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα. που διαμόρφωσαν την Ευρώπη τη δεκαετία του 1930 και τον Χίτλερ, τον Τσόρτσιλ και τον Στάλιν ή να πάει πιο πίσω στο πρώτο αληθινά ανθρώπινο πλάσμα ή κι ακόμη πιο πίσω στο πρώτο μικρό θερμόαιμα θηλαστικό ή στην πρώτη κουκκίδα ζωής στον πλανήτη γη, ως αποτέλεσμα κάποιου θεϊκού σκοπού ή κοσμικού ατυχήματος. Κατά τη διάρκεια του πολέμου έζησε στο σπίτι της γιαγιάς της με τη μητέρα, την αδερφή, τη γιαγιά, τις θείες της και ανθρώπους που ο πόλεμος είχε αφήσει άστεγους από το χάος και την καταστροφή στην Ευρώπη. Γράφει ότι «ζητήθηκε από όλα τα νοικοκυριά να βρουν χώρο για τέτοιους άτυχους. Κι έτσι η οικία Birches, εκείνη την εποχή, ήταν ένα δραστήριο μέρος, γεμάτο με ανθρώπους όλων των ειδών». Αυτό με πήγε πίσω σε ιστορίες πολέμου που μου έλεγε όταν ήμουν μικρή η μητέρα μου. Η οικογένειά της ζούσε σε ένα χωριό που χρησίμευε ως παραθαλάσσιο θέρετρο για τους ανθρώπους από την κοντινή πόλη και κατά τη διάρκεια του πολέμου κάποιοι κάτοικοι της πόλης φιλοξενήθηκαν από τους ανθρώπους του χωριού. Ο πόλεμος ήταν αυτό που έκανε την Goodall να συνειδητοποιήσει για πρώτη φορά ότι αν και η ζωή της ήταν γεμάτη αγάπη κι ακόμη υπήρχε βασική ασφάλεια, υπήρχε επίσης κι ένα άλλο είδος κόσμου, «ένας σκληρός και πικρός κόσμος πόνου και θανάτου και ανθρώπινης σκληρότητας». Το Ολοκαύτωμα την αναστάτωσε ακόμη πιο βαθιά και αναπόφευκτα προέκυψαν ερωτήματα. Πώς θα μπορούσαν οι άνθρωποι να συμπεριφέρονται έτσι; Πώς θα μπορούσε κανείς να αντέξει και να επιβιώσει από τέτοια βασανιστήρια;

Αργότερα στο βιβλίο,  όταν κάνει αναφορά στην ανατροφή της, η Goodall γράφει «Μακάρι όλοι να μπορούσαν να είναι  ευλογημένοι με μια τέτοια παιδική ηλικία, μια τέτοια οικογένεια. Πόσο διαφορετικός, πιστεύω, θα ήταν ο κόσμος. Καθώς κοιτάζω πίσω τα εξήντα πέντε χρόνια της ζωής μου μέχρι σήμερα, φαίνεται ότι τα πράγματα βρήκαν τη θέση τους. Είχα μια μητέρα που όχι μόνο ανεχόταν αλλά και ενθάρρυνε το πάθος μου για τη φύση και τα ζώα και που, ακόμα πιο σημαντικό, με έμαθε να πιστεύω στον εαυτό μου». Γράφει ότι της έτυχε μια μητέρα αρκετά σοφή ώστε να καλλιεργήσει και να ενθαρρύνει την αγάπη της για τα ζωντανά πράγματα και το πάθος της για γνώση: «Ονειρευόμουν τη φύση, τα ζώα και τη μαγεία μακρινών άγριων και απομακρυσμένων τόπων. Το σπίτι μας ήταν γεμάτο με ράφια και τα βιβλία ξεχύνονταν στο πάτωμα. Όταν έβρεχε κι έκανε κρύο, κουλουριαζόμουν σε μια καρέκλα δίπλα στη φωτιά και χανόμουν σε άλλους κόσμους». Η αγάπη της για τα πρωτεύοντα θηλαστικά μπορεί επίσης να πυροδοτήθηκε από ένα δώρο από τον πατέρα της όταν ήταν νήπιο. Το Jubilee, ένα λούτρινο παιχνίδι χιμπατζή που είχε κατασκευαστεί για τον εορτασμό της γέννησης του πρώτου χιμπατζή στον ζωολογικό κήπο του Λονδίνου, έγινε το πιο αγαπητό απόκτημά της. Αργότερα ενθυμούμενη το πρώτο της ταξίδι στην Αφρική στα είκοσί της, λέει: «Τώρα το Κάστρο της Κένυας [το πλοίο] με μετέφερε σ έναν νέο κόσμο, όπου τα μαθήματα θα τα διδασκόμουν από την ίδια τη ζωή με όλες τις υπέροχες, μερικές φορές τραγικές, συχνά σκληρές, ανακολουθίες κι εκπλήξεις. Και θα μπορούσα να περάσω σε αυτή τη νέα εποχή χωρίς φόβο, γιατί ήμουν εξοπλισμένη, από την οικογένειά μου και από την εκπαίδευσή μου, με υγιείς ηθικές αξίες κι ένα ανεξάρτητο, ελεύθερο μυαλό».

Το βιβλίο επίσης ανιχνεύει τις πνευματικές και φιλοσοφικές της επιρροές και ερωτήματα γύρω από την θεωρία του αισθησιασμού, της ανθρώπινης  αντοχής και τα βασανιστήρια. Ερωτήσεις όπως: Θα είχα την δύναμη να υπομείνω όσα υπέστησαν ο Ιησούς και οι μάρτυρες; Πώς θα είχα αντέξει τα βασανιστήρια στον πόλεμο; Θα μπορούσα να σιωπήσω για να προστατεύσω αυτούς που αγαπούσα, τους ανθρώπους της ομάδας μου, αν τα καρφιά μου τρυπούσαν τη σάρκα, αν με χτυπούσαν, αν με βασάνιζαν; Η Goodall γράφει: «Δεν πίστευα ότι θα μπορούσα να αντέξω και πέρασα ώρες αγωνιώντας για αυτό. Θα θυσίαζα τη ζωή μου για αυτό που πίστευα; Φυσικά, δεν μπορούσα να είμαι σίγουρη. Για να παραφράσουμε αυτό που είπε κάποτε η Eleanor Roosevelt: οι άνθρωποι είναι σαν τα φακελάκια τσαγιού. ποτέ δεν ξέρεις πόσο δυνατά είναι μέχρι να τα ρίξεις σε βραστό νερό». Αυτό το μέρος του βιβλίου μου θύμισε επίσης τις δικές μου ερωτήσεις σχετικά με σοβαρά ζητήματα ζωής, καθώς μεγάλωνα αμφισβητώντας πολλές ιδέες που κυκλοφορούσαν στο ευρύτερο περιβάλλον μου. Στην εφηβεία είχα αρχίσει επίσης να διαβάζω για την πιο πρόσφατη ιστορία της Ελλάδας, με τις πιο σκοτεινές σελίδες του εμφυλίου, της εξορίας, των διώξεων και των βασανιστηρίων. Κι εγώ αναρωτιόμουν αν είχα μέσα μου τη δύναμη να αντέξω βασανιστήρια για να παραμείνω πιστή σε αυτά που πίστευα και ποια ήταν τα ανθρώπινα όρια και τι προκαλούσαν στους ανθρώπους ο πόλεμος, το τραύμα, η φυλάκιση, η εξορία και άλλες ανθρώπινες σκληρότητες.

Ένα θέμα που ο Goodall αναλύει εκτενέστερα στο βιβλίο σε αρκετά κεφάλαια είναι η επιθετικότητα. Η ανάλυση της βασίζεται κυρίως στην εξελικτική προοπτική. Κατά τα πρώτα δέκα χρόνια της μελέτης της πίστευε ότι οι χιμπατζήδες του Gombe ήταν, ως επί το πλείστον, μάλλον πιο καλοί από τους ανθρώπους. Είχε παρατηρήσει την επιθετικότητα τους μερικές φορές για φαινομενικά ασήμαντους λόγους, αλλά ως επί το πλείστον είχε διαπιστώσει ότι η επιθετικότητα μέσα στην κοινότητα ήταν περισσότερο απειλές και φωνές παρά σκληρές μάχες. Η μελέτη της είχε δείξει ότι κυρίως οι σχέσεις μεταξύ των χιμπατζήδων μιας κοινότητας είναι χαλαρές και φιλικές με συχνές εκφράσεις φροντίδας, βοήθειας, συμπόνιας, αλτρουισμού και σίγουρα μια μορφή αγάπης. Οι χιμπατζήδες είναι επίσης έντονα σωματικοί. Όταν συναντιούνται οι φίλοι μπορεί να αγκαλιαστούν και να φιληθούν. Όταν φοβούνται, απλώνουν το χέρι για να αγγίξουν ο ένας τον άλλον, χαϊδεύουν ο ένας τον άλλον, πιάνονται χέρι-χέρι και ασχολούνται με την κοινωνική περιποίηση (social grooming) και οι δεσμοί μεταξύ των μελών της οικογένειας είναι ισχυροί και ανθεκτικοί, και όχι μόνο μεταξύ των μητέρων και των απογόνων τους, αλλά και μεταξύ των αδελφών. Υιοθετούν επίσης μικρά ορφανά κι αυτή η συμπεριφορά δεν έχει παρατηρηθεί μόνο στα  θηλυκά, αλλά και σε αρσενικά. Μερικές από αυτές τις συγκινητικές ιστορίες των χιμπατζήδων που μελέτησε η Goodall βρίσκονται στο εικονογραφημένο βιβλίο της Με αγάπη (With Love).

Και ξαφνικά διαπίστωσαν ότι οι χιμπατζήδες είχαν μια σκοτεινή πλευρά στη φύση τους και ότι μπορούσαν να γίνουν βάναυσοι. Η Goodall γράφει ότι εκείνη την εποχή μέρος του επιστημονικού κόσμου ήθελε να παραμείνει σε άρνηση σχετικά με το δυσάρεστο γεγονός. Ήταν επίσης η εποχή της συζήτησης σχετικά με τη φύση εναντίον της ανατροφής (nature versus nurture). Υπήρχαν εκείνοι που πίστευαν ακράδαντα ότι η επιθετικότητα ήταν έμφυτη, κωδικοποιημένη στα γονίδιά μας. κι εκείνοι που υποστήριζαν ότι ένα ανθρώπινο βρέφος έρχεται στον κόσμο σαν ένα λευκό φύλλο χαρτιού στο οποίο χαράζονται τα γεγονότα που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της ζωής του και ότι αυτό μόνο καθορίζει την ενήλικη συμπεριφορά του παιδιού. Η Goodall ισχυρίζεται ότι ενώ ο πόλεμος στην τυπική ανθρώπινη μορφή του είναι μια πολιτισμική εξέλιξη, ορισμένες προ-προσαρμογές πρέπει να υπήρχαν στους πρώτους προγόνους  για να επιτρέψουν την εμφάνισή του. Η πιο κρίσιμες από αυτές τις προσαρμογές θα περιελάμβαναν τη συνεργατική ομαδική ζωή, τις κυνηγετικές δεξιότητες, την εδαφικότητα  (επιθετικότητα και κτητικότητα όταν επρόκειτο για την περιοχή τους) και τη χρήση όπλων. Θα έπρεπε επίσης να υπάρχει ένας εγγενής φόβος για τους ξένους που να εκφράζεται με εχθρικές επιθέσεις.

Επίσης, οι χιμπατζήδες, όπως κι οι άνθρωποι, έχουν ισχυρή προδιάθεση για να ενεργούν επιθετικά σε συγκεκριμένα πλαίσια – ζήλιας, ανταγωνισμού για φαγητό ή σεξ ή περιοχή, φόβου, εκδίκησης, κλπ. Η μελέτη τους είχε δείξει ότι οι χιμπατζήδες του Gombe είχαν αυτές τις ιδιότητες κι όχι μόνο υπερασπίζονταν το έδαφός τους, αλλά μερικές φορές το διεύρυναν σε βάρος ενός ασθενέστερου γείτονα. Όσον αφορά τους ανθρώπους, γράφει ότι ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα που έχουν διαπιστωθεί σχετικά με την ανθρώπινη συμπεριφορά, καθώς σχετίζεται με τον πόλεμο και άλλες πράξεις βίας κατά ομοειδών  είναι ότι η πολιτισμική εξέλιξη επιτρέπει την ανάπτυξη  ψευτό-ειδογένεσης ή πολιτισμικής ειδογένεσης.  Η πολιτισμική ειδογένεση σημαίνει απλώς τη μετάδοση ατομικά επίκτητης συμπεριφοράς από τη μια γενιά στην άλλη μέσα σε μια συγκεκριμένη ομάδα. Με τον καιρό αυτό οδηγεί στη συλλογική κουλτούρα (τα ήθη και έθιμα) αυτής της ομάδας. Σημαίνει επίσης ότι τα μέλη μιας ομάδας (the in-group) μπορεί όχι μόνο να βλέπουν τους εαυτούς τους διαφορετικούς από τα μέλη μιας άλλης ομάδας ή όλων αυτών εκτός της ομάδας (the out-group), αλλά και να συμπεριφέρονται με διαφορετικούς τρόπους σε άτομα της ομάδας τους και σε άτομα εκτός αυτής. Όταν αυτό εντείνεται, οδηγεί στην απανθρωποποίηση / dehumanizing αυτών που βρίσκονται εκτός της ομάδας, έτσι ώστε να μπορούν να θεωρούνται σχεδόν ως μέλη ενός διαφορετικού  είδους. Αυτό απελευθερώνει τα μέλη της ομάδας από τις αναστολές και τις κοινωνικές κυρώσεις που λειτουργούν εντός της ομάδας και τους δίνει τη δυνατότητα να συμπεριφερθούν προς «εκείνους τους άλλους» με τρόπους  που δεν θα ήταν ανεκτές εντός της ομάδας. Σκλαβιά και βασανιστήρια στο ένα άκρο της κλίμακας, γελοιοποίηση και εξοστρακισμός στο άλλο. Κάτι παρόμοιο παρατηρήθηκε μεταξύ των χιμπατζήδων. Για παράδειγμα, οι χιμπατζήδες Καχάμα αντιμετωπίστηκαν σαν να ήταν θηράματα, με άλλα λόγια, είχαν «απο-χιμπαντζιοποιηθεί».

Δυστυχώς, η πολιτισμική ειδογένεση έχει πλέον αναπτυχθεί ιδιαίτερα στις ανθρώπινες κοινωνίες σε όλο τον κόσμο. Η τάση μας να σχηματίζουμε επιλεγμένες εσωτερικές ομάδες από τις οποίες αποκλείουμε όσους δεν μοιράζονται το εθνικό μας υπόβαθρο, την κοινωνικοοικονομική μας θέση, τις πολιτικές μας πεποιθήσεις, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, κλπ, είναι ένας από τους κύριους λόγους πολεμικών συγκρούσεων, εξεγέρσεων, συγκρούσεων συμμοριών και άλλων μορφών κοινωνικής  βίας. Η Jane Goodall γράφει ότι «η πολιτισμική ειδογένεση είχε ακρωτηριάσει την ανθρώπινη ηθική και πνευματική ανάπτυξη…. Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ ήταν πολύ ευαίσθητος στους κινδύνους της ομαδοποίησης. Σε όλη του τη ζωή είχε προσπαθήσει να επεκτείνει τον κύκλο της συμπόνιας του για να συμπεριλάβει ανθρώπους όλων των φυλών, θρησκειών και κοινωνικών τάξεων…» Η Goodall επισημαίνει περαιτέρω πώς η πολιτισμική ειδογένεση έχει εμποδίσει την ελευθερία της σκέψης και πώς είναι εμπόδιο στην παγκόσμια ειρήνη. Ισχυρίζεται ότι, αν και δεν είναι κακό να είναι κανείς μέλος μιας ομάδας, επειδή μπορεί να μας δώσει παρηγοριά και να μας προσφέρει έναν στενό κύκλο φίλων, γίνεται επικίνδυνο όμως μόλις «χαράξουμε μια αιχμηρή γραμμή, σκάβοντας το χαντάκι, βάζοντας το ναρκοπέδιο, μεταξύ της δικής μας ομάδας και κάθε άλλης ομάδας που σκέφτεται διαφορετικά».

Από ορισμένες απόψεις, η ανθρώπινη επιθετική συμπεριφορά είναι μοναδική γιατί, παρόλο που φαίνεται ότι οι χιμπατζήδες έχουν κάποια επίγνωση του πόνου που προκαλούν στα θύματά τους, σίγουρα δεν είναι ικανοί για σκληρότητα με την ανθρώπινη έννοια.  Μόνο εμείς οι άνθρωποι προκαλούμε σωματικό και ψυχικό πόνο στα ζωντανά πλάσματα σκόπιμα και ακόμη περισσότερο επειδή ακριβώς γνωρίζουμε τα δεινά που συνεπάγεται. Αλλά, είναι επίσης αλήθεια ότι περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο πλάσμα μπορούμε ή μπορούμε να μάθουμε να ελέγχουμε τα πιο σκοτεινά μας ένστικτα. Ο Goodall γράφει: «Μήπως και η ικανότητα αγάπης και φφροντίδας και αλτρουισμού της ανθρώπινης φύσης δεν αποτελούν εξίσου μέρος της κληρονομικότητας των πρωτευόντων; Τι, αν μη τι άλλο, αναρωτήθηκα, θα μπορούσε η μελέτη μας για τους χιμπατζήδες να μας πει για τις ρίζες της αγάπης… κι ενώ δύσκολα μπορούμε να αρνηθούμε τη βιολογική μας φύση και τα ένστικτα μας, είμαστε επίσης, εδώ και χιλιάδες χρόνια μέρος μιας πολιτισμικής εξέλιξης …. Είναι ανάγκη για πάντα να είμαστε διχασμένοι προς δύο διαφορετικές κατευθύνσεις, σκληροί στη μια περίπτωση, καλοί στην επόμενη; Ή έχουμε την ικανότητα να ελέγχουμε αυτές τις τάσεις, επιλέγοντας την κατεύθυνση που θέλουμε να πάμε;… αν οι χιμπατζήδες μπορούν να ελέγξουν τις επιθετικές τους τάσεις και να διαχέουν μια κατάσταση όταν τα πράγματα ξεφεύγουν, μπορούμε κι εμείς. Κι εδώ, ίσως, να βρίσκεται η ελπίδα για το μέλλον μας: έχουμε πραγματικά την ικανότητα να παρακάμψουμε τη γενετική μας κληρονομιά. …. Ο εγκέφαλός μας είναι αρκετά εξελιγμένος. Το θέμα είναι αν θέλουμε πραγματικά να ελέγξουμε τα ένστικτά μας».

Μπορούμε αν θέλουμε να μάθουμε να υποστηρίζουμε ο ένας τον άλλον και να καλλιεργήσουμε διαφορετικούς τρόπους ύπαρξης, κι όπως έχω αναφέρει και σε προηγούμενες δημοσιεύσεις, η επιστήμη έχει δείξει ότι είμαστε καλωδιωμένοι για να είμαστε καλοί και συμπονετικοί κι αυτές είναι πιο ευεργετικές καταστάσεις ύπαρξης τόσο για τη φυσιολογία όσο και για τη συναισθηματική μας υγεία, αλλά και για τους γύρω μας. Η Goodall πιστεύει ότι οι σπόροι που απαιτούνται για την ανάπτυξη μιας συμπονετικής και ηθικής κοινωνίας βρίσκονται μέσα μας ως ανθρώπινο δυναμικό. Σημειώνει επίσης ότι ως είδος έχουμε προχωρήσει πολύ σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και το γεγονός ότι το είδος μας ανέπτυξε την προφορική γλώσσα μας έδωσε τη δυνατότητα να αναπτύξουμε εξελιγμένους ηθικούς κώδικες συμπεριφοράς. Και αυτό συνέβη σε όλα τα μέρη του κόσμου σε όλους τους πολιτισμούς από όλους τους λαούς. Κάνει αναφορά στον Pierre Lecomte du Noüy, Γάλλο βιοφυσικό και φιλόσοφο, ο οποίος ήδη από το 1937 δήλωνε ότι οι άνθρωποι, έχοντας αργά και ενάντια σε όλες τις πιθανότητες φτάσει και επιβιώσει στον πλανήτη γη, βρίσκονται στη διαδικασία να αποκτήσουν τα ηθικά χαρακτηριστικά που θα μας επέτρεπαν να γίνουμε όλο και λιγότερο επιθετικοί και πολεμικοί και πιο ικανοί να παρέχουμε φροντίδα και συμπόνια. Αυτό, ένιωθε, ήταν το απόλυτο πεπρωμένο μας, ο λόγος ύπαρξης του ανθρώπινου είδους.

Στο βιβλίο υπάρχει επίσης ένα κεφάλαιο για ανήθικους, σύμφωνα με τα σημερινά πρότυπα. επιστημονικούς πειραματισμούς σε ζώα, στο οποίο ο Goodall περιγράφει μερικές πολύ οδυνηρές ιστορίες χιμπατζήδων σε εργαστήρια. Αναφέρεται επίσης στο γεγονός ότι τα άγρια ​​ζώα που κρατούνται σε αιχμαλωσία ή ως κατοικίδια συχνά δεν μπορούν να προσαρμοστούν στους φυσικούς οικοτόπους τους, Αυτό μου θύμισε το μυθιστόρημα, Jennie, του Ντάγκλας Πρέστον (Douglas Preston) για έναν χιμπατζή, το είδος που μοιράζεται το 98+ % του DNA μας,  που διάβασα δεκαετίες πριν. Το μυθιστόρημα βασίζεται σε επιστημονικά ευρήματα και έρευνες της εποχής.  Ένας επιστήμονας συναντά ένα ορφανό νεογέννητο χιμπατζή ενώ είναι σε ένα ερευνητικό ταξίδι στην Αφρική κι αποφασίζει να φέρει το πιθηκάκι πίσω στη Βοστώνη και να το μεγαλώσει μαζί με τα δύο μικρά παιδιά του ως ένα είδος επιστημονικού πειράματος. Η Τζένη μαθαίνει να οδηγεί ένα τρίκυκλο ποδηλατάκι, τσακώνεται για την τηλεόραση με τα αδέρφια της, φοράει ρούχα, γνωρίζει την Αμερικανική Νοηματική Γλώσσα και δείχνει σημάδια θλίψης για το θάνατο της γάτας της, αργότερα συνοδεύει τον έφηβο αδελφό της και μαθαίνει να πίνει μπύρα. Πάνω από όλα, δένεται με την οικογένεια και πιστεύει ότι είναι άνθρωπος.  Όλα λοιπόν πάνε καλά μέχρι που η Τζένη φτάνει στην εφηβεία…. Η αφήγηση της ιστορίας γίνεται από τις διαφορετικές οπτικές γωνίες των πιο κοντινών ανθρώπων της. Το βιβλίο θέτει το ερώτημα: Τι σημαίνει πραγματικά να είσαι άνθρωπος;

Υπάρχει ένα συγκινητικό απόσπασμα στο μυθιστόρημα που περιέχει μέρος της αποχαιρετιστήριας ομιλίας στην ταφή της Jennie η οποία αυτοκτόνησε χτυπώντας το κεφάλι της στα κάγκελα του μικρού της κλουβιού στο καταφύγιο που την είχαν αφήσει αφού πρώτα είχε ζήσει σαν άνθρωπος με την ανθρώπινη οικογένεια της. Ο Σάντυ, ο ανθρώπινος αδερφός της, με τον οποίο η Τζένη είχε δημιουργήσει έναν βαθύ δεσμό, την αποχαιρέτησε με τα παρακάτω λόγια.

“Είναι μεγάλη ειρωνεία. Με όλα αυτά τα πειράματα που έκαναν, σχεδόν κατάφεραν να εξαλείψουν κάθε διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο και το ζώο. Το μόνο που δεν υπολόγισαν ήταν την ικανότητα της Τζένη να συλλάβει την ιδέα του θανάτου…… Την τελετή την ανέλαβα  εγώ. Διάλεξα ένα απόσπασμα από τον «Αποχαιρετισμό στα όπλα», που ήταν ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία όταν ήμουν έφηβος, και το απομνημόνευσα, είναι ένα βιβλίο που διαπραγματεύεται το θάνατο……. Δεν ξετρελαίνομαι πια τόσο πολύ με τον Χέμινγουαιη όπως παλιότερα όμως το απόσπασμα αυτό μου άρεσε πάντα….. Ακούστε τι λέει: «Αν οι άνθρωποι φέρουν τόσο θάρρος στον κόσμο, ώστε ο κόσμος αυτός να πρέπει να τους σκοτώσει για να τους τσακίσει, τότε φυσικά τους σκοτώνει. Ο νόμος τσακίζει τον καθένα από μας, αλλά μερικοί γίνονται πιο δυνατοί τα σημεία που τους τσάκισαν. Εκείνοι όμως που δεν λένε να λυγίσουν, τους σκοτώνει. Σκοτώνει τους πιο καλούς και τους πιο τρυφερούς και τους πιο γενναίους, χωρίς διάκριση». Έτσι ήταν η Τζένη. Καλή, τρυφερή και πάνω από όλα γενναία. Ήθελε να είναι ελεύθερο ανθρώπινο πλάσμα ή τίποτα. Χωρίς συμβιβασμούς…….. Δεν επρόκειτο ποτέ της να δεχτεί να είναι ζώο κλεισμένο σε κλουβί ή ταίρι κάποιου χιμπατζή σ’ ένα νησάκι. Ο θάνατος της είχε ευγένεια και ομορφιά. Και μου έδωσε ένα μάθημα: Δεν θα επιτρέψω στον κόσμο να με τσακίσει. Και όταν φύγω από εδώ θα έχω μάθει να κουβαλάω την ελευθερία μου μέσα στην καρδιά μου…… Αν είσαι πραγματικά ελεύθερος, αληθινά γενναίος, τότε ο κόσμος ούτε να σε σκοτώσει μπορεί, ούτε να σε τσακίσει, ούτε καν να σε αγγίξει….»

Comments are closed.