Μέρος δεύτερο
Η μετάφραση ολοκληρώθηκε
«Όσο περισσότερο μπορούμε να αρθρώσουμε τις σχέσεις μεταξύ του προσωπικού πόνου / δυσφορίας και των σχεσιακών, ιστορικών, πολιτιστικών, πολιτικών και κοινωνικοοικονομικών περιβαλλόντων, τόσο περισσότερο διαλύονται οι κλειδαριές αυτού του θαλάμου, οι πόρτες ανοίγουν και μπορούμε όλοι να αρχίσουμε να αναπνέουμε». (Andy Rogers, αναφέρεται στην Anne Kearny)
«… εάν δεν αναγνωρίζουμε τους κινδύνους των προσπαθειών μας να είμαστε ουδέτεροι, δημιουργούμε την πιθανότητα να γίνουμε φορέας κοινωνικού ελέγχου, ενθαρρύνοντας τους πελάτες όχι μόνο να αποδεχτούν το απαράδεκτο καθώς υπερασπιζόμαστε (άθελα μας ή εσκεμμένα) το αδικαιολόγητο». (Anne Kearny)
Α. Όπως ανέφερα στην προηγούμενη ανάρτηση, η Anne Kearny έχει υποστηρίξει σε όλο το βιβλίο της ότι η συμβουλευτική δεν είναι μια πολιτικά ουδέτερη διαδικασία. Ουσιαστικά αυτό ισχύει για όλα τα επαγγέλματα. Είναι στη φύση όλων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων να έχουν πολιτικές επιπτώσεις και συνέπειες, και κάθε φορά που συμβουλεύουμε, εποπτεύουμε ή προσφέρουμε υπηρεσίες οποιουδήποτε είδους, κάνουμε συνειδητές επιλογές ή επιλογές από προεπιλογή. Γνωρίζουμε το πολιτικό μας πλαίσιο ή αποφεύγουμε την διαδικασία της επίγνωσης. Στα τελευταία κεφάλαια η Kearny συνδέει μερικά από τα θέματα που συζητήθηκαν στο βιβλίο της με την Rogerian συμβουλευτική.
Εν συντομία, ο Carl Rogers ανέπτυξε την προσωποκεντρική θεραπεία στη δεκαετία του ’40, η οποία ήταν στην πρώτη γραμμή του κινήματος της ανθρωπιστικής ψυχολογίας κι έκτοτε έχει επηρεάσει πολλές θεραπευτικές τεχνικές και τον τομέα της ψυχικής υγείας και άλλους κλάδους, από την ιατρική μέχρι την εκπαίδευση, κ.λ.π. .Αυτή η προσέγγιση στη συμβουλευτική απέκλινε από το παλιό μοντέλο όπου ο θεραπευτής ήταν ο ειδικός και κινήθηκε προς μια πιο μη-κατευθυντική κι ενσυναισθητική προσέγγιση που ενδυναμώνει και παρακινεί το άτομο στη θεραπευτική διαδικασία. Ο πρόσωπο-κεντρικός θεραπευτής μαθαίνει να αναγνωρίζει και να εμπιστεύεται το ανθρώπινο δυναμικό, παρέχοντας στους πελάτες ενσυναίσθηση κι έναν άνευ όρων θετικό σεβασμό για τη διευκόλυνση της διαδικασίας της αλλαγής. Ο Carl Rogers πίστευε ότι οι άνθρωποι δεν έχουν εγγενώς ελαττώματα κι ότι όλοι έχουμε την ικανότητα να εκπληρώσουμε τις δυνατότητές μας. Αυτή η προσέγγιση υποστηρίζει ότι κάθε άτομο έχει τη φυσική κλίση, ικανότητα κι επιθυμία για προσωπική ανάπτυξη κι αλλαγή, την οποία ονόμασε τάση πραγματοποίησης / αυτοπραγμάτωση (actualizing tendency / self-actualization). Σύμφωνα με τον Rogers, «Τα άτομα έχουν μέσα τους τεράστιους πόρους για την κατανόηση του εαυτού τους και για την αλλαγή των αντιλήψεων τους, τις βασικές στάσεις και την αυτο-κατευθυνόμενη συμπεριφορά τους. αυτοί οι πόροι μπορούν να αξιοποιηθούν εάν μπορεί να τους παρασχεθεί ένα οριζόμενο κλίμα από διευκολυντικές / υποστηρικτικές ψυχολογικές στάσεις».
Ο Carl Rogers εντόπισε βασικούς παράγοντες που διεγείρουν την ανάπτυξη μέσα σε ένα άτομο και πρότεινε ότι όταν πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις, το άτομο θα κινείται προς μια εποικοδομητική εκπλήρωση των δυνατοτήτων του. Πολύ συνοπτικά, αυτοί οι παράγοντες απαιτούν: μια σχέση σεβασμού μεταξύ θεραπευτή και πελάτη, την επίγνωση ότι συχνά θα υπάρχει ασυμφωνία μεταξύ της εικόνας που έχουν οι πελάτες για τον εαυτό τους και της πραγματικής εμπειρίας τους που θα τους αφήνει ευάλωτους σε φόβους και ανησυχίες / άγχος, την ανάγκη οι θεραπευτές να έχουν ενσυναίσθηση, επίγνωση του εαυτού τους, να είναι αυθεντικοί και συνεπείς, και την ανάγκη για την άνευ όρων θετική ματιά του θεραπευτή (οι θετικές ή αρνητικές εμπειρίες των πελατών θα πρέπει να γίνονται αποδεκτές από τον θεραπευτή χωρίς όρους ή επικρίσεις).
Η Kearny εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη Rogerian θεραπεία όπως: εάν είναι εγγενώς συντηρητική και προδιατεθειμένη να αποδεχτεί το status quo ή αν έχει τη δυνατότητα να είναι ριζοσπαστική για τα πολιτικά συστήματα, εάν αγνοεί τις αδιαμφισβήτητες εξωτερικές επιρροές στη ζωή των ανθρώπων κι εάν θεωρεί ότι τα άτομα υπάρχουν σε ένα κοινωνικό και πολιτικό κενό, και αν ναι, θα μπορούσε αυτό να έχει ως αποτέλεσμα την επίρριψη ευθυνών στο θύμα. Δηλώνει ότι η φεμινιστική κριτική της Rogerian πρόσωπο-κεντρικής θεραπείας, καθώς και η βιβλιογραφία για τη διαπολιτισμική συμβουλευτική εφιστά την προσοχή σε αυτά τα ερωτήματα. Η Kearny πιστεύει ότι παρόλο που αυτοί οι ισχυρισμοί έχουν εγκυρότητα, η Rogerian συμβουλευτική δεν είναι εγγενώς συντηρητική. Ωστόσο, πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις προκειμένου να πραγματοποιηθεί ο δυνητικός ριζοσπαστισμός της προσέγγισης. Η Kearny πιστεύει ότι έχει τη δυνατότητα να μεταμορφώσει τις εξωτερικές κοινωνικοπολιτικές δομές, καθώς και τον καθένα από εμάς ξεχωριστά. Ισχυρίζεται ότι η εστίαση στο άτομο δεν αποκλείει απαραίτητα την επίγνωση των κοινωνικών περιορισμών της ζωής των ανθρώπων. Γράφει: «είναι απολύτως δυνατό να εστιάσουμε στην τάση αυτοπραγμάτωσης του κοινωνικά τοποθετημένου ατόμου» και «υπάρχει μια βαθιά διαφορά μεταξύ των δυνατοτήτων που προσφέρει η Rogerian συμβουλευτική όταν είναι δεσμευμένη από παράγοντες όπως το φύλο, τον πολιτισμό ή την τάξη, κι εκείνων που είναι διαθέσιμες όταν ανακτά τη ριζοσπαστική δυνατότητα που πιστεύω ότι βρίσκεται στο επίκεντρο της προσέγγισης του ίδιου του Rogers». Προσθέτει ότι ο Rogers έβλεπε το άτομο ως ένα κοινωνικοπολιτικό ον που επιδιώκει τόσο την αυτονομία όσο και τη συνδεσιμότητα και που χρειάζεται τόσο την ανεξαρτησία όσο κι ένα υποστηρικτικό εξωτερικό περιβάλλον και που με υποστήριξη μπορεί να αμφισβητήσει τις εξωτερικές καταπιέσεις που το περιορίζουν. Η ίδια αναφέρει μια αναφορά του Irving Yalom (Ίρβινγκ Γιάλομ): «Το κοινό κάθισε αναπαυτικά στις καρέκλες του, περιμένοντας την αναμενόμενη γλυκιά αναδρομή ενός σεβαστού εβδομηντάρη. Αντίθετα, ο Rogers τους ταρακούνησε με μια σειρά από προκλήσεις. Προέτρεψε τους σχολικούς ψυχολόγους να μην αρκούνται απλώς στη θεραπεία μαθητών που έχουν υποστεί βλάβη από ένα απαρχαιωμένο κι άσχετο εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά να αλλάξουν το σύστημα» (1995, αναφέρεται στην Kearny).
Β. Τέλος, προτείνεται ότι η επιλογή των κειμένων και σχολίων που περιλαμβάνονται στο βιβλίο έχει σκοπό να παρουσιάσει ποικίλες προοπτικές σχετικά με τη σημασία της κοινωνικής τάξης στη συμβουλευτική: τη διαθεματικότητα των πολλαπλών ταυτοτήτων μας, τη σχέση μεταξύ συμβούλων και πελατών, την κατανόησή από εμάς των αιτιών της ψυχολογικής δυσφορίας, την κατανόησή των ανισοτήτων όσον αφορά την πρόσβαση στη συμβουλευτική και την πιθανότητα η εμπειρία να είναι χρήσιμη, την αυτογνωσία και την προσωπική μας ανάπτυξη στην διάρκεια της εκπαίδευσης μας και πέραν αυτής, και πολλά άλλα θέματα…. . Στο χώρο αυτού του κομματιού θα αναφερθώ μόνο σε μερικές ιδέες που συζητήθηκαν από ορισμένους μόνο σχολιαστές.
Ένα σημείο που επισημαίνεται σε αυτήν την ενότητα είναι ότι το έργο της Kearny είναι ιστορικά τοποθετημένο (1996) κι εκ τούτου ορισμένα χαρακτηριστικά των ομάδων της εργατικής και της μεσαίας τάξης θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά σήμερα. Η Clare Slaney πιστεύει ότι η θεραπεία είναι εντελώς ενσωματωμένη στην πολιτική και ότι «η κοινωνική τάξη –ένας όλο και πιο διφορούμενος όρος– και η πολιτική ήταν ο ελέφαντες στα δωμάτια της εκπαίδευσης και πρακτικής από την αρχή του επαγγέλματος». Γράφει: «Ενώ η κουλτούρα, η φυλή και η σωματική ικανότητα παραμένουν αμφιλεγόμενες στη συμβουλευτική, τουλάχιστον διερευνούμε αυτά τα ζητήματα, κυρίως επειδή…… μη λευκοί και ανάπηροι συνάδελφοι μας το απαιτούν. …. Το βιβλίο της Kearney ήταν το πρώτο από τα λίγα βιβλία που πραγματεύονται την κοινωνική τάξη και την πολιτική στο πλαίσιο της συμβουλευτικής που γράφτηκε από μια σύμβουλο για τον καθημερινό εργαζόμενο σύμβουλο. …. Προσφέρει δομές γύρω από τις οποίες οι σύμβουλοι / ψυχοθεραπευτές μπορούν να αρχίσουν να σκέφτονται και να θεωρητικολογούν προκειμένου να κατανοήσουν πώς, ως άτομα, ως επαγγελματίες και ως άτομα στο δωμάτιο με άλλα άτομα, θα επηρεαστούμε (επειδή οπωσδήποτε θα επηρεαστούμε) από την κοινωνική τάξη και την πολιτική».
Σε σχέση με τις ταξικές ταυτότητες, η Proctor, η εκδότρια αυτής της έκδοσης, τοποθετείται και γράφει: «Αισθάνθηκα κάποια ανησυχία για τη δική μου ταξική ταυτότητα όταν διάβασα για πρώτη φορά το βιβλίο της Anne και δεν ήμουν σίγουρη πόσο ξεκάθαρα θα μπορούσαμε να χωρέσουμε όλοι στις κατηγορίες της μεσαίας ή της εργατικής τάξης. Οι γονείς μου ήταν και οι δύο δάσκαλοι, έτσι τυπικά μεγάλωσα στη μεσαία τάξη. Ωστόσο, αυτή η κατηγοριοποίηση δεν αντιπροσώπευε την ταξική ιδεολογία που αποτέλεσε το υπόβαθρο των στάσεων και των αξιών που διδάχτηκα, τόσο σιωπηρά όσο και ρητά. Ο πατέρας μου μεγάλωσε σε μια εργατική οικογένεια. Ο πατέρας του έκανε χειρωνακτική εργασία και η μητέρα του πίστευε στην εκπαίδευση ως έναν τρόπο για να βελτιώσει την κατάσταση της οικογένειάς της….. Οι γονείς μου συνέχισαν αυτή την εστίαση στην εκπαίδευση ως προτεραιότητα για τα παιδιά τους, μαζί με τις αξίες της εργατικής τάξης: την οικονομία, την αποταμίευση χρημάτων για τις απόλυτες ανάγκες, υπερηφάνεια για το περιβάλλον τους, εστίαση στην κοινότητα, σεβασμός στην εξουσία και την πρακτικότητα…. Έχω επίσης σκεφτεί πολύ σχετικά με τον αντίκτυπο σε μένα της διδαχής να είμαι ευγνώμων για τα προνόμιά μου και την ευθύνη που έχω να τα αντισταθμίσω «βοηθώντας τους λιγότερο τυχερούς». Έχω από καιρό αμφισβητήσει το πατρονάρισμα που υπονοείται σε αυτές τις αρχές, αλλά μόλις πρόσφατα συνειδητοποίησα πώς αυτό με οδήγησε στο να υποτιμώ τις εμπειρίες που με επηρέασαν συναισθηματικά και να αισθάνομαι ότι οι άλλοι έχουν πάντα χειρότερα πράγματα να αντιμετωπίσουν. Υποψιάζομαι ότι αυτό έχει οδηγήσει σε κάποιο επίπεδο συναισθηματικής αποσύνδεσης, λόγω της δικής μου ταξικής ενοχής, η οποία τελικά δεν είναι χρήσιμη τόσο για εμένα όσο και για οποιονδήποτε προσπαθώ να έχω οποιαδήποτε σχέση βοήθειας…»
Γίνεται επίσης αναφορά στις πιθανές συνέπειες της γέννησης σε οικογένεια ανώτερης τάξης. Η κατανόηση της ταξικής θέσης είναι απαραίτητη όταν εργάζονται οι σύμβουλοι με επιζώντες τραυμάτων σε οικοτροφεία, για παράδειγμα. Στο βιβλίο γίνεται αναφορά στους Duffell (2000, 2016) και Duffell & Basset (2014), οι οποίοι έχουν ερευνήσει και γράψει για τον συναισθηματικό αντίκτυπο μιας τέτοιας προνομιακής ανατροφής, και ιδιαίτερα τη συσχέτιση του ταξικού προνομίου με το τραύμα εγκατάλειψης και την επακόλουθη συναισθηματική διάσπαση. Επίσης, οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν εντός των ορίων που καθορίζονται από την ταξική ανατροφή τους και όσοι είναι σε θέση να αλλάξουν τάξη μπορεί να αισθάνονται εκτός τόπου ή να δυσκολεύονται με ζητήματα πίστης και αφοσίωσης.
Τέλος, ο Andy Rogers κριτικάρει την αποσύνδεση της εμπειρίας των ανθρώπων από ευρύτερα κοινωνικά πλαίσια. Γράφει ότι παρόλο που οι περισσότερες θεραπείες εντοπίζουν τα άτομα μέσα σε σχεσιακά συστήματα και κοινωνικά πλαίσια, συχνά ο ορίζοντας της θεραπευτικής ματιάς περιορίζεται σε αυτό που ο David Smail (2005) ανέφερε ως «εγγύς» επιρροές – κυρίως την οικογένεια – μειώνοντας τη σημασία των πιο απομακρυσμένων επιρροών (και αιτιών) πολλών δεινών που θα μπορούσαν ν’ αποφευχθούν όσον αφορά τις οικονομικές, πολιτιστικές και πολιτικές συνθήκες της ζωής. Ο Α. Rogers καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «Με πολλούς τρόπους, λοιπόν, η ψυχολογική δυσφορία αποσυμπιέζεται από το κενό της ντροπής και της σιωπής που έχει τοποθετηθεί εδώ και δεκαετίες, ωστόσο εξακολουθεί να παραμένει παγιδευμένη στον μπαγιάτικο αέρα του περιοριστικού θαλάμου του ιατρικού μοντέλου, που την απομονώνει από τον κόσμο. Όσο περισσότερο μπορούμε να μιλήσουμε για τις σχέσεις μεταξύ της προσωπικής εμπειρίας και των σχεσιακών, ιστορικών, πολιτιστικών, πολιτικών και κοινωνικοοικονομικών πλαισίων, τόσο περισσότερο διαλύονται οι κλειδαριές αυτού του θαλάμου, οι πόρτες ανοίγουν και μπορούμε όλοι να αρχίσουμε να αναπνέουμε».