Ορφανά πρωταγωνιστές στη λογοτεχνία
«Το τέλος της χρονιάς δεν φέρνει καμία μεγαλύτερη ευχαρίστηση από την ευκαιρία να σας εκφράσω τους χαιρετισμούς και τις καλές ευχές της εποχής. Είθε οι διακοπές σας και η νέα χρονιά να είναι γεμάτες χαρά.” Charles Dickens
“Αυτό που έκανε τη Σάρα δημοφιλή ήταν αυτό το δώρο της να λέει ιστορίες. Όταν καθόταν στη μέση ενός κύκλου παιδιών και άρχιζε να εφευρίσκει τα πιο υπέροχα πράγματα, τα πράσινα μάτια της έλαμπαν από ενθουσιασμό… “Όταν λέω τις ιστορίες, δεν φαίνονται φανταστικές. Νιώθω σαν να είμαι όλοι οι άνθρωποι της ιστορίας, ο ένας μετά τον άλλο!». (From A Little Princess / Μια Μικρή Πριγκίπισσα by Francis Hodgson Burnett retold by Joan Collins, Ladybird Books)
Όπως έχω αναφέρει μου αρέσουν τα παιδικά βιβλία και η παιδική λογοτεχνία. Δεν βρίσκω πάντα τον χρόνο, αλλά στις γιορτές μου αρέσει να ξαναδιαβάζω κλασικές χριστουγεννιάτικες και άλλες ιστορίες. Φέτος, αποφάσισα να ακούσω ιστορίες ενώ έκανα διάφορες δουλειές στο σπίτι ή ζωγράφιζα. Άκουσα τα Χριστούγεννα με την Άννα, της L. M. Montgomery, τον Oliver Twist του Charles Dickens, Το Μυστικό Κήπο και την Μικρή Πριγκίπισσα της Frances Hodgson Burnett. Το γνωστό παραμύθι του Hans Christian Andersen, Το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα, και άλλα. Άκουσα επίσης μια παρόμοια ιστορία του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Το Μικρό Ορφανό, που δεν είχα διαβάσει. Δημοσιεύτηκε το 1887, ενώ η ιστορία του Άντερσεν δημοσιεύτηκε το 1846.
Στην ιστορία του Ντοστογιέφσκι είναι παραμονή των Χριστουγέννων, αλλά για αυτό το αγοράκι είναι η μέρα που θα πεθάνει πρώτα η μητέρα του και μετά θα πεθάνει ο ίδιος από την πείνα και το κρύο. Σε αυτήν την όμορφα γραμμένη μικρή ιστορία ο Ντοστογιέφσκι μας δίνει μια ρεαλιστική εικόνα της ζωής και των κακουχιών των φτωχών στη Ρωσία του 19ου αιώνα:
«Πολλές φορές από το πρωί έχει πλησιάσει το κρεβάτι καλυμμένο με ένα αχυρένιο στρώμα λεπτό σαν γάζα, όπου η μητέρα του βρίσκεται άρρωστη, με το κεφάλι της ακουμπισμένο σε μια δέσμη κουρέλια αντί για μαξιλάρι. Πώς έφθασε εκεί; Ήρθε μάλλον από μια ξένη πόλη κι έχει αρρωστήσει. Η ιδιοκτήτρια του άθλιου καταλύματος συνελήφθη πριν από δύο ημέρες και μεταφέρθηκε στο αστυνομικό τμήμα. είναι αργία σήμερα, και οι άλλοι ένοικοι έχουν βγει έξω. Ωστόσο, ένας από αυτούς έχει μείνει στο κρεβάτι το τελευταίο εικοσιτετράωρο, αποβλακωμένος από το ποτό, χωρίς να περιμένει τις γιορτές. Από μια άλλη γωνιά ακούγονται τα παράπονα μιας ογδοντάχρονης γριάς με ρευματισμούς. Αυτή η ηλικιωμένη γυναίκα ήταν στο παρελθόν γκουβερνάντα παιδιών. τώρα πεθαίνει ολομόναχη…».
Ενώ αναζητά φαγητό, το αγόρι βλέπει το μεγαλείο των πλουσίων την περίοδο των Χριστουγέννων μέσα από τα παράθυρα των σπιτιών που προσπερνά. Από το παράθυρο του δεύτερου σπιτιού βλέπει ότι μια γυναίκα δίνει γλυκά στα παιδιά. Τολμάει να μπει στην πόρτα, αλλά προκαλεί μεγάλη σύγχυση. Σπρώχνεται έξω με ένα νόμισμα από τους ανθρώπους που βρίσκονται εκεί γιατί δεν θέλουν να τους θυμίζουν αυτή τη σκληρή πραγματικότητα. Όταν το αγοράκι πεθαίνει πηγαίνει σε ένα ιδιαίτερο μέρος, με ένα λαμπρό χριστουγεννιάτικο δέντρο, που έφτιαξε ο Ιησούς για όλα τα παιδιά που δεν έχουν φροντίδα, τροφή και κάποιο ζεστό καταφύγιο στη γη. Σε αυτή την ιστορία, το αγοράκι επανενώνεται με τη μητέρα του.
Στην ιστορία του Άντερσεν, το κοριτσάκι έχει παραισθήσεις σχετικές με ένα ζεστό φωτισμένο δωμάτιο, όμορφα φαγητά κι ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο, και την επανένωση με την αγαπημένη της γιαγιά στον παράδεισο. Όπως ο Άντερσεν, ο Ντοστογιέφσκι παρέχει ένα μεταφυσικό αίσιο τέλος, το οποίο αντανακλά θρησκευτικές και πνευματικές πεποιθήσεις ελπίδας για όσους υποφέρουν ή δεν έχουν σε αυτή τη ζωή. Παρέχουν επίσης κάποια ανακούφιση στους αναγνώστες. Ωστόσο, θυμάμαι ότι ως παιδί ένιωθα πάντα στενοχώρια με το τέλος της ιστορίας του Άντερσεν. Αναρωτιόμουν γιατί ο συγγραφέας δεν είχε διαλέξει ένα τέλος όπου η ανθρώπινη συμπόνια και η γενναιοδωρία έσωζαν τη ζωή του μικρού κοριτσιού. Αναρωτιόμουν γιατί είχε διαλέξει ένα τόσο «αβέβαιο και άδικο happy end». Στη συνέχεια, φανταζόμουν ένα δικό μου πιο προσγειωμένο και δίκαιο τέλος στην ιστορία. Πολλές δεκαετίες αργότερα, καθώς άκουγα αυτές τις ιστορίες, διαπίστωσα ότι εξακολουθούσα να νιώθω την ίδια επιθυμία για ένα διαφορετικό τέλος.
Συνειδητοποίησα επίσης ότι το θέμα των ορφανών είναι κοινό, ειδικά στην παιδική λογοτεχνία από τη Σταχτοπούτα μέχρι τους υπέρ-ήρωες και την Πίπη Φακιδομύτη, τα ορφανά ήταν και είναι οι κύριοι χαρακτήρες πολλών από τις αγαπημένες ιστορίες σε διάφορες κουλτούρες. Υπάρχει, για παράδειγμα, η σειρά The Jungle Book / Το Βιβλίο Της Ζούγκλας του Rudyard Kipling για ένα παιδί που ονομάζεται Mowgli / Μόγλης και που το μεγάλωσαν λύκοι γονείς. Η ρωμαϊκή ιστορία των ορφανών διδύμων, του Ρωμύλου και του Ρέμου, που τα θήλασε μια λύκαινα, προτού γίνουν οι ιδρυτές της Ρώμης, είναι μια άλλη παλαιότερη ιστορία ορφανών που ανατράφηκαν από μη ανθρώπινα πλάσματα. Στο Μυστικό Κήπο η ορφανή Μαίρη στέλνεται να ζήσει με έναν απόμακρο θείο και η Χάιντι στέλνεται να ζήσει με τον παππού της στις Άλπεις μετά τον θάνατο των γονιών της. Μια άλλη αγαπημένη ιστορία είναι αυτή του ορφανού Πήτερ Παν, ο οποίος μπορεί να πετάει και δεν μεγαλώνει ποτέ, που δημιουργήθηκε από τον Σκωτσέζο μυθιστοριογράφο και θεατρικό συγγραφέα J.M Barrie. Αυτές και πολλές άλλες είναι ιστορίες που έχουν διαμορφώσει και γοητεύσει παιδιά και μεγάλους στο πέρασμα του χρόνου. Τα ορφανά είναι συνηθισμένοι πρωταγωνιστές και στα παραμύθια. Για παράδειγμα, οι γονείς της Ραπουνζέλ αναγκάζονται να την παραδώσουν ως βρέφος σε μια κακιά μάγισσα, η οποία την κλειδώνει σε έναν πύργο χωρίς σκάλες ή πόρτα όπου ο μόνος τρόπος να μπει μέσα κανείς είναι να σκαρφαλώσει τα μακριά μαλλιά της. Η ιστορία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1812 ως μέρος μιας συλλογής γερμανικών παραμυθιών από τους αδελφούς Γκριμ. Ένα άλλο παραμύθι της ίδιας συλλογής είναι η Χιονάτη, η ιστορία ενός νεαρού κοριτσιού του οποίου η μητέρα πεθαίνει στη γέννα και καταλήγει με μια κακιά μητριά.
Οι ρίζες του ορφανού ήρωα και της ορφανής ηρωίδας στην παιδική λογοτεχνία πηγαίνουν πίσω στο χρόνο και πολλές εκδοχές ιστοριών έχουν διαδοθεί με την πάροδο του χρόνου και πέρα από πολιτισμικά όρια, και παρόλο που οι ιστορίες ποικίλλουν, υπάρχουν ορισμένα παγκόσμια πολιτισμικά στοιχεία. Τον δέκατο ένατο αιώνα ο ορφανός ήρωας και η ορφανή ηρωίδα αναδείχτηκαν στη λογοτεχνία. Κάποιοι έχουν προτείνει ότι τα υψηλά ποσοστά θνησιμότητας και η φτώχεια έκαναν τα ορφανά συνηθισμένα και αυτό ευαισθητοποίησε και προσέλκυσε πολλούς γνωστούς συγγραφείς. Τα βιβλία του Τσαρλς Ντίκενς, Ντέιβιντ Κόπερφιλντ, Όλιβερ Τουίστ και Μεγάλες Προσδοκίες αφηγούνται την ιστορία ενός ορφανού αγοριού που πλήττεται από τη φτώχεια και τις κακουχίες, αλλά στη συνέχεια ανεβαίνει στις τάξεις της κοινωνίας, ενάντια σε κάθε είδους αντιξοότητας. Υπάρχουν επίσης πολλές ιστορίες για ορφανά κορίτσια. Μερικά από τα αγαπημένα μου πρώιμα αναγνώσματα ήταν η Pollyanna, η Heidi, η Anne of Green Gables, Μια Μικρή Πριγκίπισσα, ο Μυστικός Κήπος και η Jane Eyre της Charlotte Bronte, γνωστής ηρωίδας της Βικτωριανής λογοτεχνίας, η οποία ως νεαρή κοπέλα στάλθηκε να ζήσει με συγγενείς μετά το θάνατο των γονιών της και αργότερα έγινε γκουβερνάντα. Σήμερα, αφηγητές όπως η JK Rowling και ο Lemony Snicket έχουν επίσης δημιουργήσει μερικές πολύ αγαπημένες σειρές με ορφανούς χαρακτήρες.
Γιατί λοιπόν τόσο οι συγγραφείς όσο και οι αναγνώστες ελκύονται από ιστορίες ορφανών;
Στις ιστορίες τα ορφανά αγγίζουν τις καρδιές μας, μας γεμίζουν συμπόνια και επίσης, κερδίζουν τον θαυμασμό μας για την επιμονή, την επινοητικότητα και την αντοχή τους. Συνήθως περνούν πολλές δυσκολίες πριν βρουν την αγάπη και την αίσθηση του ανήκειν που αναζητούν. Όλοι μπορούμε να ταυτιστούμε με αυτές τις εμπειρίες / ιστορίες σε κάποιο βαθμό. Οι ορφανοί χαρακτήρες συμβολίζουν την ευαλωτότητα, την απομόνωση ή την περιθωριοποίηση. Επειδή δεν ανήκουν στην πιο βασική κοινωνική ομάδα, όπως μια οικογένεια, συχνά η κοινωνία ή ορισμένες κουλτούρες τους περιθωριοποιούν και τους αντιμετωπίζουν ως υποδεέστερους. Αυτό προσελκύει τους αναγνώστες στο ταξίδι του ήρωα/ηρωίδας και πυροδοτεί την ενσυναίσθηση και τη συμπόνια, καθώς και την επιθυμία για δικαιοσύνη. Επίσης, οι καλές ιστορίες απαιτούν μεγάλα τόξα ιστορίας / αφήγησης / story arcs. Οι ορφανοί πρωταγωνιστές συχνά ξεκινούν χαμηλά και ανεβαίνουν ψηλά ξεπερνώντας μια σειρά από εμπόδια. Το να μείνει ορφανό είναι επίσης ίσως ο χειρότερος φόβος ενός παιδιού. Διάβασα ένα κομμάτι μιας συγγραφέα που πρότεινε ότι το καλλιτεχνικό της ενδιαφέρον για ορφανούς χαρακτήρες μπορεί να είναι ένα κατάλοιπο αυτού του παιδικού φόβου.
Από ψυχολογική άποψη, μπορεί να ταυτιζόμαστε με αυτές τις ιστορίες επειδή μας θυμίζουν ή πυροδοτούν τις «ορφανές πτυχές» μας, τα κομμάτια του εαυτού μας που φέρουν τα τραύματά μας ή τον φόβο της εγκατάλειψης ή που μπορεί να περιέχουν αναμνήσεις εγκατάλειψης, παραμέλησης, έλλειψης, φτώχειας, μη συμμετοχής ή έλλειψη βαθιάς αίσθησης του ανήκειν. Αυτές οι ιστορίες μπορεί επίσης να μας συνδέουν με τον κοινό μας φόβο ότι όλοι θα μείνουμε ορφανοί αργά ή γρήγορα. Μπορεί επίσης να πυροδοτήσουν υπαρξιακούς φόβους της θνητότητας μας. Όσοι από εμάς είμαστε γονείς μπορεί κατά καιρούς να έχουμε έρθει σε επαφή με έναν υποκείμενο φόβο για την πιθανότητα να μην είμαστε εδώ για να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας. Πολλοί άνθρωποι μπορεί να φέρουν κάποια βαθιά, ακόμη κι ανομολόγητη αγωνία για την εκπλήρωση των βασικών ανθρώπινων αναγκών της επιβίωσης, ασφάλειας και συμμετοχής που συχνά διακυβεύονται πιο έντονα για τα ορφανά τόσο στην πραγματικότητα όσο και στις ιστορίες των βιβλίων.
Από την σκοπιά του Καρλ Γιουνγκ / Carl Jung, θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί το ορφανό αρχέτυπο ως αυτό που έχει ένα παρασκήνιο που ορίζεται από τραύμα, εγκατάλειψη, κακοποίηση ή παραμέληση και που συχνά ορίζεται ως ξένο και σε αναζήτηση του αληθινού ανήκειν. Μπορεί να είναι πιο ανεπτυγμένο σε εκείνους που έμειναν ορφανοί ως παιδιά, αλλά και σε εκείνους που δεν ανατράφηκαν με αληθινή αποδοχή για αυτό που ήταν. Ένα αρχέτυπο αναφέρεται σε ένα σύνολο χαρακτηριστικών, φόβων, εμπειριών και κινήτρων που είναι παγκοσμίως αναγνωρίσιμα σε όλους τους αναγνώστες στον έναν ή τον άλλο βαθμό. Το αρχέτυπο δεν απαιτεί απαραίτητα ότι ένας χαρακτήρας σε ένα βιβλίο ή μια ταινία να είναι στην πραγματικότητα ορφανός. Έχει να κάνει περισσότερο με το πώς αντιλαμβάνονται οι πρωταγωνιστές / τριες τη θέση τους στον κόσμο. Αυτή η εσωτερική ορφανή πτυχή της ψυχής μας μπορεί επίσης να είναι μια δύναμη που μας ωθεί να επουλωθούμε και να αναπτυχθούμε
Σε σχέση με το ερώτημα γιατί τα ορφανά εμφανίζονται τόσο συχνά στη μυθοπλασία του 19ου αιώνα και τις ευκαιρίες που παρέχουν στους συγγραφείς, ο καθηγητής Λογοτεχνίας και ερευνητής John Mullan [https://www.bl.uk/romantics-and-victorians/articles/ orphans-in-fiction\], γράφει: «Αν κοιτάξουμε την κλασική παιδική μυθοπλασία, βρίσκουμε μια σειρά από ορφανά….. Οι ιστορίες τους μπορούν πλέον να ξεκινήσουν επειδή βρίσκονται χωρίς γονείς, απελευθερωμένα για να ανακαλύψουν τον κόσμο». Ισχυρίζεται ότι τα ορφανά είναι χαρακτήρες εκτός τόπου, αναγκασμένοι να περιηγηθούν στις δοκιμασίες της ζωής και να δημιουργήσουν το δικό τους σπίτι. Επομένως, οι ορφανοί χαρακτήρες είναι ελεύθεροι από καθιερωμένες συμβάσεις για να αντιμετωπίσουν έναν κόσμο ατελείωτων δυνατοτήτων (και κινδύνων). Γράφει: «Το ορφανό οδηγεί τον αναγνώστη μέσα από έναν λαβύρινθο εμπειριών, αντιμετωπίζοντας τις απειλές της ζωής και αρπάζοντας τις ευκαιρίες. Όντας το επίκεντρο του ενδιαφέροντος της ιστορίας, αυτός ή αυτή είναι ένας αφελής καθρέφτης των χαρακτηριστικών των άλλων προσώπων…» Ο Mullan σχολιάζει επίσης πώς στην πορεία και πριν από το συχνά αίσιο τέλος ο ήρωας ή η ηρωίδα θα αποκαλύψει άβολες αλήθειες για την κοινωνία. Όπως ανέφερα παραπάνω, το σύντομο παραμύθι του Ντοστογιέφσκι είναι ένα σχόλιο της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας της Ρωσίας εκείνης της εποχής. Ο Mullan γράφει ότι ο Όλιβερ Τουίστ «αποκαλύπτει στον αναγνώστη τα μυστικά του εγκληματικού υπογάστριου του Λονδίνου» και ότι «ο Ντίκενς εξερευνά με άγρια επιμέλεια το ποσοστό θνησιμότητας μεταξύ των ορφανών βρεφών που είναι καταδικασμένα σε αυτή τη μοίρα». Ομοίως, στο βιβλίο του Mark Twain καθώς παρακολουθούμε το ταξίδι του πρωταγωνιστή, μας αποκαλύπτονται τα κοινωνικά ζητήματα του ρατσισμού, της παιδικής κακοποίησης, της ταξικής ανισότητας, του ποιος έχει πρόσβαση στην εκπαίδευση, κλπ..
Προσθέτει ότι ένας άλλος λόγος για τη συχνότητα του ορφανού πρωταγωνιστή / τριας είναι ότι κάθε συγγραφέας που ενδιαφέρεται για την ευαλωτότητα των παιδιών είναι πολύ πιθανό να σκεφτεί τα ορφανά. Τα ορφανά εξαρτώνται από την καλοσύνη των άλλων. Αναφέρεται στο γεγονός ότι συχνά τα θηλυκά ορφανά για να επιβιώσουν καταλήγουν να γίνονται γκουβερνάντες, επάγγελμα που η Jane Fairfax, στο μυθιστόρημα της Jane Austin, Emma, θεωρεί ένα είδος σκλαβιάς. Ο Mullan προσθέτει ότι η γκουβερνάντα είναι επίσης ένα επαναλαμβανόμενο λογοτεχνικό μοτίβο και ότι η ζωή ως γκουβερνάντα είναι η μοίρα της πιο διάσημης ορφανής της Βικτωριανής μυθοπλασίας, της Jane Eyre. Γράφει: «Ο κ. Brocklehurst, ο αυτοαποκαλούμενος Χριστιανός που διευθύνει το σχολείο, είναι κακόβουλος, και ως ορφανή, η Jane έχει μόνο το πνεύμα της για να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Οι πρωταγωνιστές χωρίς γονείς, όπως η Τζέιν και ο Τζουντ, είναι τρομακτικά ευάλωτοι στην προκατάληψη και τη σκληρότητα». Στο μυθιστόρημά Villette, η ηρωίδα της Μπροντέ, Λούσι Σνόου, εμφανίζεται επίσης ως ορφανή που αναγκάζεται να επιβιώσει πρώτα ως «σύντροφος» μιας κακοδιάθετης ηλικιωμένης κυρίας και μετά ως δασκάλα σε ένα σχολείο θηλέων στη Villette των Βρυξελλών, όπου μια από τις κακομαθημένες μαθήτριες της σχολιάζει: «Υποθέτω ότι δεν είσαι κόρη κανενός».
Ο Mullan συμπεραίνει ότι αφενός υπάρχει μια πραγματική κοινωνική ιστορία πίσω από αυτά τα φανταστικά ορφανά, κι αφετέρου η ορφάνια των κύριων χαρακτήρων ήταν λογοτεχνικά χρήσιμη, επειδή ήταν ένας τρόπος με τον οποίο ωθούσαν τους πρωταγωνιστές να βρουν το δρόμο τους στον κόσμο.
Τέλος, θα ήθελα να ευχηθώ σε όλους αγάπη, χαρά και ειρήνη για τις γιορτές.