Τόποι

 Λέξεις και εικόνες

«Γιατί ο χρόνος είναι η μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ δύο τόπων». Τένεσι Ουίλιαμς

«….. η πεζογραφία εκτελεί έναν εξαιρετικό χορό μεταξύ συλλογικής και οικείας, «μεγάλης» ιστορίας και ιδιωτικής εμπειρίας». Από Tα Xρόνια της Annie Ernaux

Σε αυτήν την ανάρτηση έχω συμπεριλάβει τέσσερα νέα σχέδια τόπων. Μέρος αυτού του τρέχοντος καλλιτεχνικού project περιλαμβάνει και ανάγνωση κειμένων  – ποιήματα, ιστορίες, άρθρα – πράγματα που σχετίζονται με τα σχέδια με προφανείς ή λιγότερο ορατούς τρόπους. Μεταξύ λέξεων και εικόνων  μπορεί να υπάρχει σχέση ή αλληλεπίδραση, παρόλο που μπορεί να φαίνονται ασύνδετες, παράλληλες δραστηριότητες. Επίσης, μερικές φορές το ένα πράγμα οδηγεί στο άλλο και καταλήγω να βρίσκω κάτι ενδιαφέρον και απροσδόκητο, ένα κείμενο, μια αφήγηση ή μια πληροφορία.  Σήμερα θα αναφερθώ σε μερικά μικρά βιβλία / κείμενα. Είναι γραμμένα από γυναίκες, και συμπεριλαμβάνουν θέματα απώλειας, απώλειας γονιών. Το ΄Ανθρωπος στη θάλασσα και Τι όμορφη που είναι η ζωή είναι γραμμένα από τις Ελληνίδες συγγραφείς Έρση Σωτηροπούλου και Μαρία Λαϊνά, αντίστοιχα, και το La Place / Ο Τόπος και το A Woman’s Story  / Η ιστορία μιας γυναίκας είναι βιβλία της Γαλλίδας συγγραφέα, Annie Ernau, η οποία έλαβε το Νόμελ λογοτεχνίας το 2022. Ανακάλυψα το έργο της Ernaux τυχαία σε ένα τοπικό βιβλιοπωλείο. Ο Τόπος τράβηξε την προσοχή μου λόγω του τίτλου του. Αυτό οδήγησε στην ανάγνωση κι άλλων βιβλίων της, και της ομιλίας της κατά την απονομή του βραβείου με τον τίτλο Θα γράψω για να πάρω εκδίκηση για τους ανθρώπους μου (το λαό μου*).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η ομιλία της I Will Write To Avenge My People (Θα γράψω για να πάρω εκδίκηση για τους ανθρώπους μου) ξεκινά με την Ernaux να περιγράφει πώς προσπαθώντας να βρει την πρόταση που θα τις έδινε την ελευθερία και την αυτοπεποίθηση να μιλήσει εκείνο το βράδυ, εμφανίστηκε μια φράση που είχε γράψει στο ημερολόγιό της όταν ήταν νέα: «Στη στιγμή εμφανίζεται. Με όλη της τη διαύγεια και τη βία. Λιθόγλυφη. Αδιάψευστη. Γράφτηκε στο ημερολόγιό μου πριν από εξήντα χρόνια. ‘Θα γράψω για να πάρω εκδίκηση για τους δικούς μου ανθρώπους’…» Ήταν είκοσι δύο ετών, σπούδαζε λογοτεχνία, κυρίως με τα παιδιά της τοπικής αστικής τάξης, πιστεύοντας περήφανα και αφελώς «ότι αν έγραφε βιβλία, αν γινόταν συγγραφέας, ως η τελευταία σε μια σειρά ακτημόνων εργατών, εργατών εργοστασίων και καταστηματαρχών, ανθρώπων που περιφρονούνται για τους τρόπους τους, την προφορά τους, την έλλειψη μόρφωσης, θα αρκούσαν για να επανορθώσουν την κοινωνική αδικία που συνδέεται με την κοινωνική τάξη στην οποία γεννιέται κανείς.  Ότι μια ατομική νίκη θα μπορούσε να σβήσει αιώνες κυριαρχίας και φτώχειας, μια ψευδαίσθηση που το σχολείο είχε ήδη καλλιεργήσει μέσα μου λόγω της ακαδημαϊκής μου επιτυχίας».

Η Ernaux μας λέει ότι αρχικά η λογοτεχνία ήταν ένα είδος ηπείρου που ασυνείδητα είχε αντιπαραθέσει στο κοινωνικό της περιβάλλον. Πίστευε ότι με τη γραφή της θα μπορούσε να μεταμορφώσει την πραγματικότητα, αλλά το να είναι παντρεμένη με δύο παιδιά, να εργάζεται ως καθηγήτρια και να έχει την πλήρη ευθύνη των οικιακών υποθέσεων, την απομάκρυναν όλο και περισσότερο από τη συγγραφή και την υπόσχεσή της να πάρει εκδίκηση για τους δικούς της ανθρώπους. Ο θάνατος του πατέρα της, η διδασκαλία σπουδαστών από εργατικά στρώματα και τα κινήματα διαμαρτυρίας του 1968 ήταν οι παράγοντες, μας λέει, που την έφεραν πίσω: «μέσα από παράδρομους που ήταν απρόβλεπτοι και κοντά στον κόσμο της καταγωγής μου, στους «ανθρώπους» μου, και έδωσε στην επιθυμία μου να γράψω μια ποιότητα μυστικής και απόλυτης επείγουσας ανάγκης».

Κατάλαβε ότι έπρεπε να εμβαθύνει σε καταπιεσμένες αναμνήσεις και να φέρει στο φως το πώς ζούσαν οι άνθρωποι από τον δικό της κόσμο, προσθέτοντας ότι όσοι «ως μετανάστες δεν μιλούν πλέον τη γλώσσα των γονιών τους και όσοι, ως αποστάτες της τάξης τους, δεν έχουν πια την ίδια γλώσσα, σκέφτονται και εκφράζονται με άλλες λέξεις, αντιμετωπίζουν επιπλέον εμπόδια». Συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να σταματήσει να «γράφει καλά και όμορφες προτάσεις» και «να ξεριζώσει, να δείξει και να κατανοήσει το ρήγμα που τη διέτρεχε».

Η Ernaux μας λέει ότι το πρώτο της βιβλίο το 1974 χαρτογράφησε την κοινωνική και φεμινιστική σφαίρα στην οποία θα τοποθετούσε τη γραφή της. Μέσω του στοχασμού της πάνω στη ζωή αναπόφευκτα θα στοχαζόταν και τη γραφή και πώς η γραφή ενισχύει ή διαταράσσει τις αποδεκτές, εσωτερικευμένες αναπαραστάσεις των πραγμάτων και των όντων. Με το τέταρτο βιβλίο της υιοθέτησε ένα ουδέτερο, αντικειμενικό, «επίπεδο» είδος γραφής, όπου η βία δεν επιδεικνυόταν πλέον,  γινόταν ορατή από τα ίδια τα γεγονότα και όχι από τη γραφή.

Προς το τέλος της ομιλίας, η Ernaux γράφει: «Φέρνοντας στο φως το κοινωνικό ανείπωτο, εκείνων των εσωτερικευμένων σχέσεων εξουσίας που συνδέονται με την τάξη ή/και τη φυλή, και επίσης το φύλο, που αισθάνονται μόνο οι άνθρωποι που βιώνουν άμεσα τον αντίκτυπό τους, αναδύεται η δυνατότητα ατομικής αλλά και συλλογικής χειραφέτησης. Το να αποκρυπτογραφείς τον πραγματικό κόσμο απογυμνώνοντάς τον από τα οράματα και τις αξίες που εμπεριέχει η γλώσσα, όλη η γλώσσα, σημαίνει την ανατροπή της καθιερωμένης τάξης της, την διατάραξη των ιεραρχιών της».

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

La Place   and  A Woman’s Story   /     Ο Τόπος και  Η ιστορία μιας γυναίκας

Στα βιβλία της, Ο Τόπος και  Η ιστορία μιας γυναίκας, που γράφτηκαν μετά τον θάνατο του πατέρα και της μητέρας της, η Ernaux χρονογραφεί μια γενιά και τη διαδικασία της δικής της απομάκρυνσης από την τάξη και το περιβάλλον της, μέσω της εκπαίδευσής της και στη συνέχεια μέσω της μετακόμισής της στον μικροαστικό λογοτεχνικό κόσμο, που το ένιωθε ως ένα είδος προδοσίας. Εξετάζει αυτό το «σπάσιμο», και επίσης, εξετάζει τα διλήμματα της γραφής όταν πρόκειται για πραγματικές, βιωμένες ζωές και τι σημαίνει να περικλείεις μια ζωή μέσα στις σελίδες ενός βιβλίου.

Ο Τόπος

«Δεν ανήκε πουθενά, δεν συμμετείχε πουθενά, πλήρωνε απλώς την ετήσια συνδρομή του στον εμπορικό σύλλογο. Στον επικήδειο, ο εφημέριος μίλησε για «μια έντιμη, εργατική ζωή», «για έναν άνθρωπο που δεν έβλαψε ποτέ κανέναν».

«Όταν διαβάζω Προυστ ή Μοριάκ, δεν μπορώ να πιστέψω ότι γράφουν για την εποχή όπου ο πατέρας μου ήταν παιδί. Στην περίπτωσή του, ήταν μάλλον Μεσαίωνας».

«΄Εμμονη ιδέα: ‘Τι θα λένε οι άλλοι για μας’ (οι γείτονες, οι πελάτες οι πάντες)».

Η ιστορία μιας γυναίκας

Η Ernaux ισχυρίζεται ότι αυτό το βιβλίο δεν είναι βιογραφία ή μυθιστόρημα, «ίσως μια διασταύρωση λογοτεχνίας, κοινωνιολογίας και ιστορίας». Προσθέτει ότι όταν σκέφτεται πτυχές της προσωπικότητας της μητέρας της, προσπαθεί να τις συσχετίσει με την ιστορία και το ιστορικό και κοινωνικό υπόβαθρο γιατί η ιστορία και το κοινωνικό υπόβαθρο περιέχουν και, σε μεγάλο βαθμό, διαμορφώνουν τη ζωή ενός ανθρώπου.  Καθώς η συγγραφέας μιλά για τη μητέρα της και τον ιστό των ανθρώπων με τους οποίους ήταν συνδεδεμένη, παρακολουθούμε και τα «μεγάλα» ιστορικά γεγονότα και τις κοινωνικές νόρμες και συνθήκες, καθώς και τις ευκαιρίες που δεν ήταν διαθέσιμες στη μητέρα της και στους ανθρώπους του κοινωνικού της περιβάλλοντος:

«Είναι ένα δύσκολο εγχείρημα. Για μένα η μητέρα μου δεν έχει ιστορικό. Ήταν πάντα εκεί. Όταν μιλάω για αυτήν, η πρώτη μου παρόρμηση είναι να την «παγώσω» σε μια σειρά από εικόνες άσχετες με τον χρόνο…….. Αυτό φέρνει πίσω μόνο τη γυναίκα της φαντασίας μου, αυτή που εμφανίστηκε πρόσφατα στα όνειρά μου….. Θα ήθελα επίσης να συλλάβω την πραγματική γυναίκα, αυτή που υπήρχε ανεξάρτητα από εμένα, γεννημένη στα περίχωρα μιας μικρής πόλης της Νορμανδίας, και που πέθανε στη γηριατρική πτέρυγα ενός νοσοκομείου στα προάστια του Παρισιού».

«Θα μπορούσε να γίνει δασκάλα, αλλά οι γονείς της δεν την άφηναν να φύγει από το χωριό. Ο χωρισμός με την οικογένεια  θεωρούνταν πάντα ως σημάδι κακοτυχίας. (Στα Νορμανδικά Γαλλικά, η λέξη «φιλοδοξία» αναφέρεται στο τραύμα του χωρισμού· ένας σκύλος, για παράδειγμα, μπορεί να πεθάνει από φιλοδοξία.  Το σχολείο ήταν απλώς μια φάση που περνούσε κανείς πριν κερδίσει τα προς το ζην. Θα μπορούσε κανείς να λείψει από το σχολείο. δεν ήταν δα και το τέλος του κόσμου. Αλλά όχι από την Λειτουργία».

«Υπήρχαν τα μαύρα χρόνια της οικονομικής κρίσης, οι απεργίες, ο Léon Blum («ο πρώτος άνθρωπος στο πλευρό των εργατών»), οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και τα πάρτι στο καφέ αργά το βράδυ. Υπήρχαν οι επισκέψεις από τους συγγενείς της…».

«Το κατάστημα βρισκόταν στην Κοιλάδα, όπου οι μύλοι βαμβακιού του δέκατου ένατου αιώνα κυβερνούσαν τις ζωές των ανθρώπων από τη βρεφική ηλικία μέχρι το θάνατο».

«Κατά την Κατοχή, η ζωή στην Κοιλάδα επικεντρωνόταν στο μαγαζί τους και στην ελπίδα απόκτησης φρέσκων προμηθειών. Προσπαθούσε να ταΐσει τους πάντες, ειδικά τις πολύτεκνες οικογένειες, γιατί η φυσική της υπερηφάνεια την ενθάρρυνε να είναι ευγενική και να βοηθάει τους άλλους…».

«Το 1945, έφυγαν από την Κοιλάδα, όπου το ομιχλώδες κλίμα με έκανε να βήχω και εμπόδιζε την ανάπτυξή μου, και επέστρεψαν στο Yvetot. Η ζωή στη μεταπολεμική περίοδο ήταν πιο δύσκολη από ότι στη διάρκεια του πολέμου. Τα τρόφιμα εξακολουθούσαν να δίνονται με δελτίο και εκείνοι που είχαν «πλουτίσει στη μαύρη αγορά» εμφανίζονταν σιγά-σιγά».

Το πιο συγκινητικό μέρος του βιβλίου αφορά τα τελευταία χρόνια της ζωής της μητέρας της όταν ήταν άρρωστη. Οι σύντομες προτάσεις της Ernaux μεταδίδουν τόσα πολλά:

«Κι εδώ σταματά η ιστορία της γιατί δεν υπήρχε πλέον θέση για εκείνη στην κοινωνία».

«Οι περισσότεροι από τους ασθενείς εκεί είναι γυναίκες».

«Ο τελευταίος δεσμός μεταξύ εμένα και του κόσμου από τον οποίο προέρχομαι έχει κοπεί».

«Πιστεύω ότι γράφω για τη μητέρα μου γιατί είναι η σειρά μου να τη φέρω στον κόσμο».

΄Ανθρωπος στη θάλασσα της Έρση Σωτηροπούλου

Εδώ στην Ελλάδα πεθαίνει η μητέρα της και στην Αρκτική λειώνουν οι πάγοι.

«Μόνο εγώ κι εσύ ακούμε τώρα. Δεν υπάρχει κανείς άλλος. / ένα τρίξιμο αοράτων κρυστάλλων / από ανθύλλια παγετού που ξεκολλάνε. / Με κομμένη την ανάσα ακούμε / Το τρίξιμο να γίνεται βόμβος / Βρυχηθμός αεροπλάνου που πλησιάζει / Όχι από τον αέρα. / Αυτός ο ορυκτός βόμβος καθώς  /  ένα κομμάτι αποσπάται από τη μητέρα».

Τι όμορφη που είναι η ζωή της Μαρίας Λαινά

«Η γραπτή τέχνη κυρίως, αυτή που γράφεται και μετά την ξανακοιτάς, κι αυτό είναι μαρτύριο γιατί εν τω μεταξύ έχει αλλάξει, κι εσύ έχεις αλλάξει……,».

Τόποι V

Γενέθλιοι τόποι

«Μου είχε έρθει όχι σαν ξαφνική επιφώτιση, αλλά με μια σταδιακή σιγουριά, μια αίσθηση νοήματος που έμοιαζε με μια αίσθηση τόπου. Όταν δίνεις τον εαυτό σου σε τόπους, σου δίνουν πίσω τον εαυτό σου. Όσο περισσότερο τους γνωρίζει κανείς, τόσο περισσότερο τους σπέρνει με μια αόρατη σοδειά αναμνήσεων και συνειρμών που θα σε περιμένουν όταν επιστρέψεις, ενώ νέοι τόποι προσφέρουν νέες σκέψεις, νέες δυνατότητες. Η εξερεύνηση του κόσμου είναι ένας από τους καλύτερους τρόπους εξερεύνησης του νου, και περπατώντας ταξιδεύεις και στα δύο εδάφη».  Rebecca Solnit

«Κυρά Μονοβασιά μου, πέτρινο καράβι μου. Χιλιάδες οι φλόκοι σου και τα πανιά σου. Κι όλο ασάλευτη μένεις να με αρμενίζεις μες στην οικουμένη» Γιάννης Ρίτσος

Η σημερινή ανάρτηση φιλοξενεί μερικά νέα σχέδια τόπων συνοδευόμενα από κάποια μικρά κείμενα και ποιήματα.

Στίχοι του ποιητή Γιάννη Ρίτσου όπου αποτυπώνει την εικόνα του βράχου, τον γενέθλιο τόπο:

«Μονοβασιά»

«Ο βράχος. Τιποτ’ άλλο. Η αγριοσυκιά κι η σιδερόπετρα.
Πάνοπλη Θάλασσα. Καθόλου χώρος για γονυκλισία.
Έξω απ’ την πύλη του Ελκομένου πορφυρό πορφυρό μέσα στο μαύρο.
Οι γριές με τα καζάνια τους λευκαίνοντας το πιο μακρύ φαντό της ιστορίας περασμένο σε κρίκους
απ’ τις σαράντα τέσσερις βυζαντινές καμάρες.
Ο ήλιος αμείλιχτος φίλος με το δόρυ του κατάντικρυ στα τείχη
και ο θάνατος απόκληρος μέσα σ’ αυτή την τεράστια φωταψία
όπου οι νεκροί διακόπτουν κάθε τόσο τον ύπνο τους
με κανονιές και σκουριασμένους φανοστάτες, ανεβοκατεβαίνοντας
σκαλιά και σκαλιά σκαλισμένα στην πέτρα….»

«Πήγε να πάρει τους δικούς του να κάνουν έναν γύρο στο χωριό. “Να γνωρίσετε τον τόπο μας”, είπε με πάθος στα παιδιά. Μήπως θα έπρεπε να πω τον τόπο μου; Διερωτήθηκε. Τον τόπο ΜΟΥ; Αναρωτήθηκε για δεύτερη φορά και βυθίστηκε σε σκέψη». Δέσποινα Καιτατζή-Χουλιούμη

«Ο γενέθλιος τόπος του καθενός, είναι η συναισθηματική πρωτεύουσα όλης της ζωής του. Διότι εκεί ζει τα θεμελιακά παιδικά και εφηβικά του χρόνια, κατά κανόνα, και εκεί αποκτά για πρώτη φορά αίσθηση του εαυτού, του άλλου, της οικογένειας, της γειτονιάς, της γλωσσούς της θάλασσας, του ορίζοντα του ανοιχτού κι όλα αυτά είναι πρωτόγνωρες εμπειρίες για το άτομο….. ». Ιωάννα Καρυστιάνη

«Ο γενέθλιος τόπος καθορίζει τις εικόνες που μας συγκροτούν. Που αναδύονται άθελά μας από το ασυνείδητο και κατατίθενται, μερικές φορές, ηθελημένα στο συνειδητό ως σήματα που οριοθετούν το διάβα μας στη ζωή. Γιατί έτσι μόνο μπορούμε να (ανα)συνθέσουμε την προσωπική και τη συλλογική ιστορία μας, να χτίσουμε το παρόν μας μέσα από το παρελθόν». Λήδα Καζαντζάκη

Τέλος, δυο αποσπάσματα από το πολύ πρόσφατο βιβλίο του Πέτρου Τατσόπουλου (εκδόθηκε μόλις αυτόν τον μήνα) που διάβασα αυτές τις μέρες:

«Η αγριότητα είναι πολλές φορές κάτω από το δέρμα, είναι υποδόρια. Εάν περιηγηθείτε αυτή τη στιγμή στο διαδίκτυο. Θα δείτε παντού, θα σκοντάψετε πάνω σε θύλακες μισαλλοδοξίας. Η μισαλλοδοξία είναι μια τόσο όμορφη ελληνική λέξη για να αποτυπώσει κάτι τόσο αποκρουστικό: το μίσος για τον αλλόδοξο, το μίσος για την δόξα του άλλου, το μίσος για την πίστη του άλλου. Βρίθει αυτή τη στιγμή το διαδίκτυο από φονταμενταλιστές κάθε είδους. Δεν έχει σημασία αν είναι χριστιανοί, αν είναι μουσουλμάνοι ή αν είναι εβραίοι. Είναι διαχειριστές οργής, μίσους και αυτοί οι άνθρωποι ψάχνουν, πέρα από το να οικοδομούν, να χαλκεύουν ολόκληρες συκοφαντικές κατηγορίες για ομάδες ανθρώπων με τις οποίες δεν συμφωνούν, προσπαθούν να βρουν κάθε χαραμάδα στο νομοθετικό πλαίσιο, ώστε από εκεί να μπορέσει να περάσει η μισαλλοδοξία…… Τελειώνω με μια παρατήρηση. Η Πολιτεία δεν μπορεί και δεν πρέπει να συμμετάσχει σ’ αυτό το παιχνίδι της μισαλλοδοξίας από οποιαδήποτε πλευρά (σελ. 101).

Το παρακάτω απόσπασμα που αναφέρεται στον διαφωτισμό το αφιερώνω στον Δ.Λ.

«Οι επίγονοι των διαφωτιστών» έγραφα στα Νέα τον Οκτώβριο του 2020……… καγχάζουν ότι το κίνημα του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, που εκδηλώθηκε στη Γαλλία κατά τα μέσα του 18ου αιώνα – με κύριους εκφραστές τους περίφημους ‘Εγκυκλοπαιδιστές’ -από τη δύσμοιρη τη σκλαβωμένη Ελλάδα ‘πέρασε και δεν ακούμπησε’. Εάν κρίνουμε εκ του αποτελέσματος, οι επίγονοι των διαφωτιστών έχουν δίκιο: αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στους πηχυαίους τίτλους ενός αξιοθρήνητου μεγάλου μέρους των εντύπων και ηλεκτρονικών Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας προκειμένου να διαπιστώσουμε ότι σε επίπεδο, ποιότητα κι επιχειρηματολογία πνευματικού διαλόγου, λίγα πράγματα έχουν αλλάξει από τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα. Εάν σταθούμε όμως στα ιστορικά γεγονότα, θα δούμε ότι οι έλληνες διαφωτιστές δεν παραδόθηκαν αμαχητί. Έδωσαν μια λυσσασμένη μάχη εναντίον των σκοταδιστών και, εάν τελικά την έχασαν, δεν την έχασαν στο πεδίο των ιδεών (εκεί κανένας στις μέρες μας, με στοιχειωδώς σώας τας φρένας, δεν αμφισβητεί την απόλυτη επικράτηση τους). Την έχασαν στο πεδίο της εξουσίας – συνεπακόλουθα της γενικής παιδείας και της κοινωνίας» (σελ. 285).

 Τόποι IV

 «Το πραγματικό ταξίδι της ανακάλυψης δεν συνίσταται στο να βλέπεις νέους τόπους αλλά να βλέπεις με νέα μάτια». Μαρσέλ Προυστ

Στη σημερινή ανάρτηση εκτός από σχέδια θα συμπεριλάβω και μια σύντομη αναφορά σε ένα βιβλίο που διάβασα αυτές τις μέρες.

Το Τηλεφώνημα που δεν έγινε του Απόστολου Δοξιάδη είναι αυτοβιογραφικό με στοιχεία μυθοπλασίας και επιχειρεί με επίκεντρο μια ταινία, με τίτλο Το τηλεφώνημα, που ο έφηβος Δοξιάδης έφτιαξε όταν ήταν δεκατεσσάρων χρονών, να διερευνήσει  μεταξύ άλλων το νόημα που είχε δώσει σε αυτό το έργο ο έφηβος εαυτός του και πως το νοηματοδοτεί ο ενήλικας μετά από πάρα πολλές δεκαετίες, Σε αυτήν την ασπρόμαυρη δεκάλεπτη ταινία ένας άστεγος αλήτης βρίσκει ένα κέρμα και τρέχει σε ένα θάλαμο να τηλεφωνήσει, μα μένει μετέωρος και άπραγος. Δεν τηλεφωνεί. Είναι ένα ανοικτό τέλος; Το νόημα αυτού του ερωτηματικού καλείται ο ενήλικας πλέον Δοξιάδης να επανανοηματοδοτήσει στην έκτη δεκαετία της ζωής του.

Ο νεαρός Απόστολος είχε γράψει το σενάριο και είχε σκηνοθετήσει την ταινία την χρονιά που ήταν οικότροφος σε ένα σχολείο στην Ουάσιγκτον, όπου ένιωθε ξένος και μόνος, βρίσκοντας διαφυγή στον κινηματογράφο και στη λογοτεχνία. Η ταινία είχε τότε κερδίσει το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ της Νέας Υόρκης για ταινίες μικρού μήκους που έκαναν μαθητές και μια συνέντευξη στην Ουάσινγκτον Ποστ. Μια αδιάφορη κηδεία ενός σκηνοθέτη που εγκατέλειψε την τέχνη μετά την πρώτη του ταινία πυροδοτεί το ταξίδι αυτογνωσίας του Δοξιάδη εφόσον και ο ίδιος για πολλά χρόνια είχε εγκαταλείψει τον εαυτό-καλλιτέχνη.

Η ταινία στην ιστορία που μας αφηγείται ο συγγραφέας είναι το αντικείμενο ή το σημείο από το οποίο ξεπηδούν περιμετρικοί κύκλοι από ερωτήματα, συναισθήματα, αμφιβολίες και νοήματα, φέρνοντας στο τέλος βαθύτερη επίγνωση. Ο τρόπος που ο συγγραφέας αφηγείται την ιστορία είναι μάλλον συνειρμικός κι αυτό επιτρέπει την διερεύνηση του ψυχισμού του καθώς ξεφλουδίζει τις διάφορες στρώσεις από γεγονότα, ψυχολογικές άμυνες και αντιστάσεις, τον φόβο του θανάτου, τραύματα και αλήθειες. Ο Δοξιάδης προσπαθεί να θυμηθεί τον 14χρονο εαυτό του, τον καλλιτέχνη εαυτό πριν την αλλοτρίωση ή την αποξένωση από εκείνον που έφεραν τα γεγονότα εκείνης της δύσκολης χρονιάς, προσπαθώντας να ξανακερδίσει σημαντικά κομμάτια του εαυτού που πάγωσαν ή κρύφτηκαν σε δυσπρόσιτες γωνιές. Συναισθήματα, ακούσματα, όνειρα, κουβέντες της συζύγου του και φίλων, βιβλία, όλα γίνονται μέρος μιας επίπονης ψυχολογικής διεργασίας. Αναζητά «στιγμές μαντλέιν»**, ακούσιες μνήμες, οι οποίες συνήθως έρχονται ακάλεστες, όπως ήδη γνωρίζει ο συγγραφέας.

Μέσα από ασκήσεις μνημονικής, συνειρμική γραφή και ερωτήματα που θέτει προσπαθεί να ανασύρει μνήμες, να συνδέσει το παρελθόν με το παρόν και κατά κάποιο τρόπο να ενσωματώσει (integrate) τον αποκομμένο εφηβικό εαυτό.  Θυμάται βιβλία και ταινίες και καλλιτεχνικά ρεύματα που επηρέασαν τον έφηβο, όπως λόγου χάρη, το βιβλίο του Ντύλαν Τόμας, Το πορτραίτο ενός σκύλου. Γράφει: «Αλλά δεν αρκούσε αυτό ως εξήγηση για την προτίμηση μου στον τίτλο του Ντύλαν Τόμας. Γιατί, ενώ το βιβλίο προφανώς μιλάει για ανθρώπους όχι για σκυλιά, η μεταφορά που χρησιμοποιεί άγγιξε την καρδιά μου, τόσο που, ακόμα και τώρα καθώς θυμάμαι τον τίτλο, το «young dog» μου προκαλεί ένα ρίγος, προφανώς με τις ρίζες του σε κείνα τα χρόνια. Γιατί όμως να νιώθει ένα δεκατετράχρονο αγόρι ταύτιση με έναν νεαρό σκύλο»;

Καθώς αναζητά τις αιτίες που τον οδήγησαν στην δημιουργία της ταινίας και το πραγματικό της νόημα, τηλεφωνεί και σε έναν παλιό συμμαθητή του από το οικοτροφείο,  ο οποίος τον βοηθά να καταλάβει ότι ο ήρωας της ταινίας, ο αλήτης, ίσως να αντανακλούσε τον έφηβο καλλιτέχνη εαυτό του και ότι το πρόσωπο στο οποίο δεν μίλησε και από το οποίο δεν μπόρεσε τελικά να ζητήσει βοήθεια ήταν ο χειραγωγικός και απρόσιτος πατέρας. Ίσως ο ήρωας του Δοξιάδη να καθρεφτίζει τον καθένα από εμάς που δεν καταφέρνει να μιλήσει και να ζητήσει βοήθεια. Στη διάρκεια αυτού του εσωτερικού και εξωτερικού ταξιδιού ο συγγραφέας θα θυμηθεί λεπτομέρειες  γύρω από την εμφάνιση του φόβου του καρκίνου και τις ψυχαναγκαστικές αντιδράσεις του νεαρού εαυτού του καθώς θα θυμηθεί την ευθανασία του σκύλου του και το βιβλίο που του χάρισε ο πατέρας του εκείνη τη χρονιά.  Θα ανακαλύψει πως ο έντονος φόβος του θανάτου, προκάλυμμα βαθύτερων πόνων,  είναι σφιχτά δεμένος με τον πατέρα και τη σύγκρουση μαζί του.

Το σχετικά σύντομο βιβλίο μοιάζει με έναν μακρύ και επίμοχθο διάλογο με κομμάτια του εαυτού του, και αγγίζει θέματα σχετικά με την τέχνη, την δημιουργική πηγή του εαυτού μας, το πώς κόβεται ή χάνεται το νήμα στην παιδική ή εφηβική ηλικία, το πώς και πότε αποξενωνόμαστε από κομμάτια του εαυτού μας, του κοινωνικού φθόνου, τις προσωπικές άμυνες και αντιδράσεις του συγγραφέα, και τέλος την λύση του αδιεξόδου μέσω της αναζήτησης του μη αλλοτριωμένου εαυτού.

Ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο:

«Και εκεί, στο ανθισμένο πάρκο, θα βρούμε τον αλήτη μας να κοιμάται σε ένα πάγκο. Θα τον ξυπνήσουμε και θα τον σηκώσουμε και θα τον πάρουμε από το χέρι, από το ένα εσύ και από το άλλο εγώ, και θα τον πάμε για μια ακόμη φορά στον γυάλινο θάλαμο. Μη σε νοιάζει, το κέρμα το έχω εγώ, το έχω κρατήσει στην τσέπη μου από τότε, γιατί έχουν μεγάλη αξία τα δέκα σεντς. Θα τα δώσω στον αλήτη, και τότε, σου υπόσχομαι, θα μπορέσει επιτέλους να τηλεφωνήσει. Και να μιλήσει».

** Η ακούσια αυτοβιογραφική  μνήμη,  γνωστή και ως στιγμή μαντλέιν, εμφανίζεται όταν κάποιο ερέθισμα στην καθημερινή ζωή προκαλεί αναμνήσεις του παρελθόντος χωρίς συνειδητή προσπάθεια, ενώ η εκούσια μνήμη χαρακτηρίζεται από μια συνειδητή προσπάθεια ανάκλησης του παρελθόντος. Ο Μαρσέλ Προυστ ήταν ο πρώτος που επινόησε τον όρο ακούσια μνήμη, στο μυθιστόρημά του In Search of Lost Time or Remembrance of Things Past. Ο Προυστ θεώρησε ότι η ακούσια μνήμη περιέχει την «ουσία του παρελθόντος»  που έλειπε από την εκούσια μνήμη. Ονομάζεται μαντλέν στιγμή γιατί όταν ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος του τρώει μια μαντλέν (κεικ) εμποτισμένη με τσάι, αυτόματα ανασύρεται μια ξεχασμένη παιδική ανάμνηση κατανάλωσης μαντλέν εμποτισμένης με τσάι με τη θεία του. Στη συνέχεια, σιγά-σιγά ανακαλεί το σπίτι της παιδικής ηλικίας και την πόλη. Αυτό εξελίσσεται σε θέμα σε όλο το βιβλίο, καθώς μέσω των αισθήσεων ανασύρονται μνήμες από το παρελθόν [πηγή Wikipedia].

Αν κάποιος ενδιαφέρεται να διαβάσει περισσότερα για τη μνήμη, μπορεί να μεταβεί στην ανάρτηση Knowing how memory works is empowering  // Η γνώση της λειτουργίας της μνήμης μας ενδυναμώνει [6-9-2014]. Δεν είναι διαθέσιμο στα ελληνικά.