Τόποι                                                                   Η μετάφραση έχει ολοκληρωθεί (31/03/2025)

Κι ένα βιβλίο

Η σημερινή ανάρτηση περιλαμβάνει τέσσερα νέα σχέδια, μιας σειράς σχεδίων που μάλλον ολοκληρώνω ή αφήνω, τουλάχιστον προσωρινά, για πολλούς λόγους, ένας από τους οποίους είναι ο μεγάλος αριθμός σχεδίων που έφτιαξα τους τελευταίους έξι, επτά μήνες. Ήταν μια έντονη δραστηριότητα ζωγραφικής και νιώθω ότι χρειάζομαι ένα διάλειμμα. Συγκεντρώνω όλα αυτά τα σχέδια στην ενότητα Τέχνη του ιστότοπου με τον τίτλο ΤΟΠΟΙ 2024-2025. Ωστόσο, αν επρόκειτο να εκθέσω τη σειρά σε φυσικό χώρο, θα συμπεριλάμβανα μερικά από τα συνοδευτικά κείμενα ή άρθρα που έχω δημοσιεύσει μαζί με τα σχέδια γιατί είναι συμπληρωματικά ή συνυφασμένα με τις ζωγραφιές.

Δημοσιεύω επίσης ένα κομμάτι για ένα βιβλίο που διάβασα αυτές τις μέρες του Lee Siegel.

Μέρος Α

«Οδός Ευτυχίδου» [στο Παγκράτι] της Χρύσας Φάντη (εκδ. Σμίλη)

«Όσο δύσκολο σου είναι να συλλάβεις τα σημάδια του χρόνου πάνω σου, άλλο τόσο δύσκολο είναι να ακολουθήσεις προς τα πίσω τα ίχνη του, και μαζί με αυτά τα ίχνη των ανθρώπων που έζησαν σε τούτη τη συνοικία, να πλανηθείς σε στέκια γνωστά, μαγαζιά απ’ όπου ψώνιζες διάφορα πράγματα που για χρόνια φύλαγες αχρησιμοποίητα και άλλα που, χωρίς δεύτερη σκέψη, την ίδια κιόλας μέρα τα πετούσες· να απαριθμήσεις εκείνα που, από τη μια μέρα στην άλλη, κατέβασαν ρολά χωρίς να δώσουν τη σκυτάλη σε άλλα, να τα επαναφέρεις στη μνήμη σου, αν και δεν γνωρίζεις ή δεν βρίσκεις τον λόγο. […] Ακόμα κι αν σου επιτραπεί η πρόσβαση, πολύ φοβάσαι ότι θα σου είναι σχεδόν ακατόρθωτο να επαναφέρεις την αίσθηση της ρουτίνας και της καθημερινότητας των παλιών ενοίκων της, να ανακαλέσεις το ηχητικό αποτύπωμα των ομιλιών και των καβγάδων τους που κάποτε έφταναν στ’ αυτιά σου· τη θέση τους θα έχει πάρει η γρήγορη αποσάρθρωση, η αργή αλλά βέβαιη αποσύνθεση του μπετόν, οι υπόκωφοι τριγμοί του τσιμέντου, τα μισοσαπισμένα κουφώματα και τα στιγματισμένα πατώματα, σημάδια μια συνοικίας που τα τελευταία χρόνια πνέει τα λοίσθια» (σελίδες 375-376).

Περί ιστορικής διατήρησης

Στο άρθρο της, To Πανεπιστήμιο La Salle Απειλεί τα Τοπόσημα της Germantown / La Salle University Threatens Germantown Landmarks, η Arielle Harris γράφει: «Δεδομένου του ιστορικού κατεδαφίσεων του La Salle, αυτό που επιβιώνει στην πανεπιστημιούπολη από τα τέλη του 19ου αιώνα καθίσταται ακόμη πιο ιδιαίτερο. Το κτίριο στην 2101 W. Clarkson Avenue [The Mary & Frances Wister Studio at 2101 W. Clarkson Avenue…. εγκρίθηκε ομόφωνα από την Ιστορική Επιτροπή της Φιλαδέλφεια για εγγραφή στο τοπικό μητρώο…….] και το Little Wakefield έχουν μοναδικές ατομικές ιστορίες και συμβάλλουν σε ένα ευρύτερο ιστορικό τοπίο που δημιουργήθηκε από εξέχουσες οικογένειες Κουάκερων στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, και ως εκ τούτου αξίζει να χαρακτηριστούν και να προστατευτούν από  κατεδάφιση (https://hiddencityphila.org/2017/02/la-salle-threatens-germantown-landmarks/).

Μέρος Β

Πρόλογος

Το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Lee Siegel, ενός ευρέως δημοσιευμένου κριτικού του πολιτισμού και της πολιτικής, και συγγραφέα πέντε προηγούμενων βιβλίων, αφορά τη ζωή του από την παιδική ηλικία μέχρι τα μέσα της δεκαετίας των είκοσι. Είναι ένας θαρραλέος, ειλικρινής προβληματισμός για τη ζωή και την ταξική καταγωγή του, και το πώς τα χρήματα ή μάλλον η έλλειψή αυτών, επηρεάζουν και αποδομούν οικογένειες και όνειρα. Ο Siegel περιγράφει και αναλύει το μεγάλωμα του στο Νιου Τζέρσεϊ χωρίς φειδωλότητα, αποκαλύπτοντας συναισθηματικές ουλές και τραύματα. Χαρτογραφεί τις οικογενειακές κληρονομιές που τον διαμόρφωσαν με ψυχολογικά τεκμηριωμένη ενδοσκόπηση και διορατικότητα, ρίχνοντας φως τόσο στη μετάδοση των τραυμάτων από γενιά σε γενιά, όσο και στις καταστροφικές επιδράσεις της έλλειψης χρημάτων και της φτώχειας. Είναι επίσης ένα πορτρέτο του συγγραφέα, μια ιστορία του αγώνα του να σπάσει τα εμπόδια που ορθώνουν η οικογένεια, η ταξική καταγωγή και τα χρήματα, προκειμένου να αποκτήσει την ελευθερία να επιλέξει τον δικό του δρόμο στη ζωή.

Είναι αναζωογονητικό το γεγονός ότι ο Siegel εντάσσει την ιστορία της ζωής του εντός του ευρύτερου κοινωνικό-οικονομικού πλαισίου. Μιλάει για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στην Αμερική, την ταξική καταγωγή, το χρήμα, τη φτώχεια, τις αρχές και την εξουσία: “Άρχισα να τρέμω. Μια συνάντηση με την εξουσία έχει παρόμοιο αποτέλεσμα με ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα. Σε ξυπνά αμέσως από τον καθημερινό λήθαργο της οικειότητας και της ρουτίνας, και σε κάνει να νιώθεις ότι κατοικείς σε ένα όνειρο.” Γράφει για μια κοινωνία, στην οποία η έλλειψη χρημάτων, και ο αγώνας για την απόκτησή τους, μπορεί να μετατρέψει τις αθώες αδυναμίες των ανθρώπων σε όπλα αυτοκαταστροφής. Υπάρχουν πολλά νήματα που διατρέχουν αυτήν την αφήγηση, αλλά η τάξη και το χρήμα, συχνά θέματα ταμπού που συνήθως δεν βρίσκονται στο επίκεντρο των απομνημονευμάτων, είναι κεντρικά εδώ. Τέλος, τα απομνημονεύματα του Siegel δεν αποτελούν μόνο ένα κοινωνικοπολιτικό σχόλιο, αλλά έχουν και ψυχολογικό βάθος που αντικατοπτρίζει τη δική του ενασχόληση με την ψυχανάλυση / ψυχοθεραπεία, όπου μεταξύ άλλων έχει εξερευνήσει τις διαδικασίες απόκτησης χρημάτων, αποταμίευσης και συνετής χρήσης, και τους φόβους του σχετικά με τη φιλοδοξία.

Καταγωγή

Το βιβλίο ξεκινά με τον συγγραφέα να αποκαλύπτει την καταγωγή του, μέσα από τις ιστορίες των παππούδων του. Ο παππούς του από τη μεριά της μητέρας του, ο Μένκα, μια σημαντική προσωπικότητα στη ζωή του συγγραφέα, με τα μικρότερα αδέρφια του, είχε ταξιδέψει στην Αμερική, μετά το πογκρόμ της Οδησσού το 1905, κατά το οποίο είχε σκοτωθεί μεγάλο μέρος της οικογένειάς τους. Ο Σίγκελ γράφει για τις ιστορίες που άκουσε από τον παππού του: «Καθώς έλεγε την ιστορία της φυγής του σε μια νέα ζωή, με τις κραυγαλέες παραλείψεις, τις υπερβολές και πιθανώς χοντρές  παραποιήσεις, το πρόσωπό του αποκτούσε μια αστραφτερή σαρδονική όψη, σκληρό και έντονο που άγγιζε την κακία. Δεν θα μπορούσε κανείς να φανταστεί αυτό το πρόσωπο να ζαρώνει σε δάκρυα, αν δεν είχε βρει την εξίσωση μεταξύ υπερβολικού αισθήματος και έλλειψης ενσυναίσθησης». Στην Αμερική ο Μένκα εργάστηκε σε διάφορες δουλειές έως ότου βρήκε μια θέση στο ξενοδοχείο President στην Times Square, πολύ αγαπητό από την καλλιτεχνική ελίτ του Χάρλεμ. Ο Siegel περιγράφει πώς το γεγονός ότι ο παππούς του δούλευε, όχι για πλούσιους λευκούς, αλλά για πλούσιους μαύρους, του άφησε μια μόνιμη εντύπωση. Η γιαγιά του, Ρόουζ, σύζυγος του Μένκα, γεννήθηκε στο Μινσκ και είχε μεταναστεύσει στην Αμερική με τους γονείς της τη δεκαετία του 1920. Και αυτή είχε χάσει την οικογένειά της. Οι τέσσερις μεγαλύτερες αδερφές της με τους συζύγους και τα παιδιά τους είχαν παραμείνει στο Μινσκ και είχαν πυροβοληθεί σε ομαδικό τάφο από τους Ες Ες μετά την εισβολή των Ναζί στη Σοβιετική Ένωση.

Οικογένεια

Ο Siegel πιστεύει ότι, πάνω απ’ όλα, ήταν η αμοιβαία ευαλωτότητα που τράβηξε τους γονείς του τον έναν κοντά στον άλλο, καθησυχασμένοι και οι δύο ότι ο άλλος δεν ήταν ικανός να προκαλέσει πόνο, και ότι βρέθηκε ανάμεσα σε δύο γονείς με καλλιτεχνικά ταλέντα και φιλοδοξίες, έναν αναποτελεσματικό πατέρα και μια μητέρα με βίαια ξεσπάσματα και μια μάλλον ιστριονική προσωπικότητα.

Η μητέρα του ήταν μια επίδοξη ηθοποιός, η οποία αφού δήλωσε στον παππού του ότι ήθελε να γίνει ηθοποιός και τραγουδίστρια, δέχτηκε ένα χαστούκι και μια σύντομη ομιλία για όλες τις ηθοποιούς που αυτός πίστευε ότι ήταν πόρνες, ανατρέποντας τη φιλοδοξία της σε μια στιγμή. Ο Σίγκελ γράφει: «Ο Μένκα μπορούσε να μετατρέψει τη μητέρα του από σύζυγο και μητέρα σε κοριτσάκι. Πάγωνε και άρχιζε να τραυλίζει». Η μητέρα του ανήμπορη να επεξεργαστεί τα τραύματά της κληροδότησε το τραύμα και τους τρόπους των προγόνων της.

Ο πατέρας του, πιανίστας της τζαζ και ερασιτέχνης ζωγράφος, εγκατέλειψε την καριέρα του για να βρει δουλειά ως μεσίτης προκειμένου να πληρώσει τους λογαριασμούς. Ήταν ένας ευγενικός, αξιοπρεπής άνθρωπος, που συγκέντρωσε ένα συντριπτικό χρέος στην κτηματομεσιτική εταιρεία στην οποία εργαζόταν, η οποία του πλήρωνε προκαταβολή έναντι μελλοντικών προμηθειών. Όταν η ύφεση χτύπησε στα μέσα της δεκαετίας του ’70, τελείωσαν οι προμήθειες και δεν μπόρεσε να αποπληρώσει την εταιρεία. Αυτό οδήγησε σε απόλυση, ανεργία, προβλήματα με το νόμο, διαζύγιο και χρεοκοπία ενώ ο Siegel ήταν στο κολέγιο. Τελικά κατέληξε να κάνει μαθήματα πιάνου και να ζει μέσα στη φτώχεια.

Σχετικά με τον πατέρα του, ο Σίγκελ σημειώνει, “Είχε και μια άλλη εξαιρετική ιδιότητα. Είχε καλοσύνη. Άλλοι άντρες, οι άντρες με τους οποίους είχε δουλέψει ως κτηματομεσίτης, ανταμείφθηκαν για την ψυχρότητα τους και συχνά για την ανεντιμότητα τους, ενώ αυτός, ο Μονρόε Σίγκελ, που δεν έβλαψε ποτέ και δεν θα έβλαπτε ποτέ κανέναν, αναγκάστηκε να στενάξει και να σκοντάψει από την καλοσύνη του, γιατί δεν μπορούσε να λειτουργήσει σε ανάλογη απόσταση από τα συναισθήματά του. Δεν θα άξιζε η καλοσύνη ένα εισόδημα;»

Το θέμα της καλοσύνης, εμφανίζεται σε διάφορα σημεία του βιβλίου. «Η καλοσύνη», γράφει, «θεωρητικά μιλώντας, γεννά καλοσύνη. Την επόμενη φορά που θα στέκεστε πίσω από το υπερφορτωμένο καρότσι σας στη σειρά στο σούπερ μάρκετ, προσκαλέστε τον ήσυχο, στοχαστικό νεαρό άνδρα που περιμένει πίσω σας με ένα μπουκάλι κόκα-κόλα και μια μπάρα Snickers στα χέρια του, να περάσει μπροστά. Όταν εισβάλει στον κινηματογράφο όπου κάθεστε με τη γυναίκα και τα παιδιά σας, πυροβολώντας ανθρώπους στις θέσεις τους με ένα ημιαυτόματο τουφέκι και επτά πιστόλια, μπορεί να σας αναγνωρίσει και να επιτρέψει σε εσάς και την οικογένειά σας να ζήσετε. Οι άνθρωποι συχνά θυμούνται τα ωραία πράγματα που κάνετε. Αλίμονο, η σκληρότητα ως απάντηση στη σκληρότητα είναι μάλλον πιο βέβαιη παρά η αμοιβαιότητα της καλοσύνης. Το σπρώξιμο στην παιδική χαρά ή στο μπαρ προκαλεί ένα άλλο σπρώξιμο… Μια προσβολή, μόλις ενσωματωθεί στο νου κάποιου, μεταλλάζεται σε οργή».

Αλλού, αναφέρεται σε μια πολύ πλούσια και πολύ καλλιεργημένη φίλη του συγγραφέα, η οποία κάποτε περιέγραψε κάποιον ως «σχεδόν παθολογικά καλόκαρδο», κάτι που τον τάραξε και τον μπέρδεψε. Μας ρωτά: «Αν η καλοσύνη ενός ανθρώπου προκαλεί την καταστροφή του, τότε η παθολογία δεν βρίσκεται στην άλλη πλευρά;»

Σχετικά με τον μικρότερο αδερφό του, ο Siegel μας λέει ότι δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν έναν ισχυρό δεσμό και να παρηγορήσουν ο ένας τον άλλον. Η μητέρα του ήταν υπεύθυνη για αυτό το αδιέξοδο γιατί ως μοναχοπαίδι δεν μπορούσε να φανταστεί πως θα μπορούσε να μοιραστεί την αγάπη τους, κι ένιωθε ότι απειλείται από την πιθανότητα μιας συμμαχίας μεταξύ των αδερφών και μερικές φορές θεωρούσε το μεγαλύτερο παιδί της ως αντίπαλο. Γράφει: “Αναζήτησε την πλήρη αποξένωση του ενός από τον άλλον… Αυτός ήρθε πιο κοντά της, αλλά ταυτόχρονα κατάφερε να κρατήσει τις αποστάσεις του. Εγώ κινήθηκα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Παρ’ όλη τη δυσαρέσκεια μου για εκείνη, δεν άντεχα να υποφέρει η μητέρα μου.”

Ο ίδιος ο Σίγκελ ήταν ένα ασθματικό παιδί, που σε ηλικία έντεκα ετών έπαθε πνευμονία. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι για εβδομάδες ή μήνες κάθε φορά, παρακολουθούσε τηλεόραση και διάβαζε τις στοίβες των βιβλίων που έφερνε η μητέρα του από τη δημόσια βιβλιοθήκη. Έβρισκε παρηγοριά, χαρά και δύναμη, στα βιβλία και την πνευματική ονειροπόληση, στο κωμικό του ταλέντο και την ικανότητά του να κάνει τους ανθρώπους να γελούν, καθώς και σε μια εσωτερική φωνή που επινόησε, που σχολίαζε τα δύσκολα ή οδυνηρά γεγονότα με αποστασιοποίηση. Ανάμεσα στα πολλά βιβλία που διάβασε ήταν και αμέτρητα βιβλία για το Ολοκαύτωμα. Ο Siegel περιγράφει την τότε εμμονή του  με το Ολοκαύτωμα, ως ένα ακούσιο πάθος. Αναφέρεται σε ένα απόσπασμα ενός από τα βιβλία που όπως λέει θάφτηκε στη φαντασία του, στο οποίο ένας αξιωματικός των Ες Ες μουρμουρίζει αφηρημένα σε έναν Εβραίο που τον βρίσκει ενοχλητικό: Καλύτερα να αυτοκτονούσες; Ο τρόφιμος ανασήκωσε τους ώμους του και μετά κρεμάστηκε.

Η προσπάθειά του να ξεφύγει από το σπίτι και να κυνηγήσει την κλίση του να γράψει, τον ώθησε στο κολέγιο, στη Νορβηγία, και τελικά στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Μέσα από μια σειρά από μετακινήσεις και ταπεινές δουλειές και πολυκαταστήματα, όπου έβρισκε δουλειά, ονειρεύεται το άσυλο ενός καλού πανεπιστημίου. Για να το κάνει αυτό, παίρνει δάνεια, όταν ρεαλιστικά δεν μπορεί να κερδίσει αρκετά χρήματα για να τα αποπληρώσει, κατά κάποιο τρόπο, επαναλαμβάνοντας άθελά του την πορεία του πατέρα του. Εγκιβωτίζει έξοχα αυτή την πορεία του στο δεδομένο  κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο. Όπως σημειώνει ο συγγραφέας, ο Τσαρλς Μάνσον εξέτιε ποινή στη φυλακή, στο Βιετνάμ έριχναν βόμβες ναπάλμ, οι “γενοκτονικοί” Ερυθροί Χμερ ανέβαιναν στην εξουσία, οι κολλητοί του Νίξον είχαν εισβάλει στο ξενοδοχείο Γουότεργκεϊτ και ο πατέρας του ήταν μόνος σε ένα νοικιασμένο δωμάτιο…. Εν τω μεταξύ, μας λέει αντιλαμβανόταν τα γεγονότα «ως απομονωμένα μεταξύ τους από αναπόφευκτες ρήξεις», ανίκανος να κατανοήσει τη σημασία της αιτίας και του αποτελέσματος στη ζωή, περιμένοντας πάντα να συμβεί κάτι. Γράφει: «Αυτή ήταν η φύση της πραγματικότητας. Ξαφνικά, εκεί που νόμιζες ότι είχες κάνει ένα μικρό βήμα προς το μέλλον που ήθελες για τον εαυτό σου, έπεφτες μέσα από μια καταπακτή».

Χρήματα και κοινωνική τάξη

Το χρήμα, όπως ανέφερα παραπάνω, είναι ένα νήμα που διατρέχει όλη την ιστορία από την αρχική περιγραφή της πανσελήνου που λάμπει σαν «πυρακτωμένο νόμισμα» μέχρι τα επόμενα γεγονότα και τον σημαντικό ρόλο που έπαιξαν τα χρήματα στη διάλυση της οικογένειάς του. Όσον αφορά την οικονομική κατάσταση του παππού και της γιαγιάς του γράφει: «Αυτοί [οι παππούδες του] επέπλευσαν στη ζωή επειδή το νοίκι τους προστατευόταν από την πόλη / το κράτος και μέσω των μέτριων αποταμιεύσεων του Μένκα». Αργότερα αναφέρει, «Όπως η μυρωδιά από μια διαρροή αερίου, τα χρήματα άρχισαν να εισχωρούν σε κάθε πτυχή της σχέσης τους». Αν η μητέρα μου ήθελε χρήματα για να αγοράσει κάτι, ο Μένκα έλεγε ΟΧΙ. Σχετικά με τους γονείς του αναφέρει: «Στα μάτια μου, τα γεμάτα φρίκη, η υλική ανησυχία, τους συρρίκνωνε σε αντιπαλλόμενα κομμάτια ύλης, σε αντικείμενα…».

Ο Siegel αναρωτιέται αν το χρήμα είναι ένα φυσικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ύπαρξης και αν θα υπήρχε το ισοδύναμο του χρήματος σε οποιονδήποτε κόσμο, σε οποιοδήποτε σύμπαν, όπως πρέπει να υπάρχει το ισοδύναμο του οξυγόνου οπουδήποτε υπάρχει ανθρώπινη ζωή ή αν το χρήμα ως η αφαίρεση των πάντων, είναι κάτι τεχνητό το οποίο τα ανθρώπινα όντα πρέπει να αντιμετωπίσουν, «κουρασμένοι από γενιά σε γενιά, πολιορκημένοι, εξοργισμένοι, απηυδισμένοι….» Αναφέρεται στον Ολλανδό φιλόσοφο Σπινόζα, ο οποίος έγραψε ότι «τα χρήματα μάς έχουν παρουσιάσει μιαν αφαίρεση των πάντων». Αναλογίζεται πώς το χρήμα είναι το μέσο για την ανθρώπινη επιθυμία να κατέχει: έδαφος, αντικείμενα, ακόμη και άλλα ανθρώπινα όντα, και πώς φέρνει τα πάντα κοντά, αλλά και για το πρόβλημα της απόκτησης χρημάτων. Ως αποτέλεσμα, σχολιάζει, «κάθε προσπάθεια, ή ώθηση, διάνοιας, θέλησης και συναισθήματος γίνεται τελικά ένα οικονομικό γεγονός».

Σκέφτεται αν η αμφιβολία για τον εαυτό του και η έλλειψη αυτοπεποίθησης του πατέρα του θα είχαν διαφορετική έκβαση, αν τα χρήματα δεν ήταν το μέσο με το οποίο είχαν επιφέρει το αποτέλεσμα. Ο πατέρας του ήταν ένας αθώος, κι είχε απομακρυνθεί από το βασίλειο της μουσικής, όπου είχε λάβει και προσφέρει ευχαρίστηση, και που ήταν ο κόσμος στον οποίο ένιωθε άνετα, και είχε βρεθεί σε έναν κόσμο υπολογιστικής σκληρότητας, των επιχειρήσεων. Γράφει: “Αλλά όποιες δυνάμεις χαρακτήρα και περιστάσεις καθόρισαν τη σχέση του πατέρα μου με το χρήμα, το χρήμα ήταν ο αποφασιστικός παράγοντας σε όλα όσα συνέβησαν. Σε ένα σύμπαν ή μια κοινωνία, όπου τα χρήματα δεν θα είχαν τόσο σοβαρές συνέπειες, η προσωπικότητά του θα είχε άραγε καταστρέψει τη ζωή του;”

Ο Siegel ορίζει τη φτώχεια ως ένα είδος τρόμου, μια ασθένεια που εισέρχεται στο μεταβολισμό και μια περίσταση που καταναλώνει το μέσα μας, και καθώς κάποιος προσαρμόζεται στη φτώχεια, ακόμα κι όταν αγωνίζεται να ξεφύγει από αυτήν, ενισχύει τις δυνάμεις που τον κρατούν εκεί. Θέτει το ερώτημα: γιατί προσωπικές ιδιότητες όπως το πνεύμα, η καλοσύνη και η ευφυΐα που η κοινωνία ισχυρίζεται ότι εκτιμά, η ίδια κοινωνία δεν ενδιαφέρεται να διατηρήσει εάν αυτές οι ιδιότητες είναι το μόνο που έχει να προσφέρει ένα άτομο. Ο Siegel διακρίνει επίσης μεταξύ έλλειψης χρημάτων, φτώχειας και έσχατης φτώχειας.

Παραθέτω δύο σχετικά αποσπάσματα που δημιουργούν σαφείς οπτικές εικόνες για το πως είναι να ανησυχεί κανείς συνεχώς για χρήματα ή ακόμα χειρότερα το να μην έχει καθόλου χρήματα…..

“Ένα διάσημο εξώφυλλο περιοδικού απεικονίζει τον νοητικό χάρτη του κόσμου του μέσου Νεοϋορκέζου ως αποτελούμενο από ένα τεράστιο πρώτο πλάνο που είναι το Μανχάταν, μετά το οποίο εμφανίζεται ένα μικρό ορθογώνιο που αντιπροσωπεύει την υπόλοιπη χώρα, ακολουθούμενο από τον ελάχιστα ορατό υπόλοιπο κόσμο. Αν είχατε ανασκάψει (διερευνήσει) τον νου των γονιών μου και των γονιών των φίλων μου, θα είχατε βρει έναν χάρτη του κόσμου με τη μορφή ενός γιγαντιαίου τραπεζιού κουζίνας. Στη μέση της Formica επιφάνειάς ήταν στοιβαγμένος ένας τεράστιος σωρός από λογαριασμούς και μικρά βιβλία ταμιευτηρίου με εξώφυλλα βινυλίου. Ο σωρός αντιπροσώπευε τη ζωή τους στο βόρειο Νιου Τζέρσεϊ. Σπρωγμένα στην άκρη του τραπεζιού, οι αλατοπιπεροθήκες και η θήκη για τις χαρτοπετσέτες αντιπροσώπευαν την υπόλοιπη χώρα και τον υπόλοιπο κόσμο. Οι οικονομικές συγκεντρώσεις γύρω από το τραπέζι της κουζίνας ήταν εβδομαδιαίες, μερικές φορές νυχτερινές τελετουργίες για τους γονείς μας».

“Αυτοί οι άνθρωποι, καθισμένοι ή ξαπλωμένοι στο πεζοδρόμιο, πιεσμένοι στο πλάι ενός κτιρίου, έβρισκαν καταφύγιο στις εφημερίδες. Κάλυπταν τους εαυτούς τους με σελίδες των New York Times ή της Daily News ή της Post καθώς κοιμόντουσαν. Το βρήκα σκληρά ειρωνικό το ότι άνθρωποι τόσο πληγωμένοι από τα ψυχρά, σκληρά γεγονότα της ζωής αναζητούσαν προστασία από κάτω τους. Ή ένιωθαν ενστικτωδώς ότι η ορθολογική οργάνωση των γεγονότων από την εφημερίδα θα τους προστάτευε. Οι άστεγοι και οι τελετουργίες τους με ανησυχούσαν».

Τέλος, θίγει το ζήτημα της αξιοκρατίας και την πραγματικότητα της αμερικανικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Σχετικά με το τελευταίο δεν μπορεί κανείς να μην αναρωτηθεί γιατί η πλουσιότερη χώρα στον κόσμο δεν έχει καταφέρει να προσφέρει δωρεάν τριτοβάθμια εκπαίδευση [πολλές μικρότερες και φτωχότερες χώρες το έχουν πετύχει, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό]. Δεν μπορεί κανείς επίσης να μην αναρωτηθεί για τα υψηλά δίδακτρα και την επικρατούσα πραγματικότητα των φοιτητικών δανείων και χρεών. Ο Siegel γράφει ότι η ιδέα μιας κοινωνίας που βασίζεται στην αξιοκρατία είναι αξιοθαύμαστη, αλλά πέρα ​​από αυτό, υπάρχει ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν πραγματικά τα πράγματα. Αναφέρεται στα κοινοτικά κολέγια για τους φτωχούς και στα κρατικά σχολεία, όπου τα παιδιά της μεσαίας τάξης μπορούν επίσης να πάρουν πτυχίο, αλλά «αφού αποφοιτήσουν αναλώνουν το νεότερο, πιο ζωτικό κομμάτι της ζωής τους ως σκλάβοι στο χρέος που συσσώρευσαν για να πάνε στο κολέγιο, ανίκανοι να αγοράσουν σπίτι, να δημιουργήσουν οικογένεια ή να ακολουθήσουν τα ταλέντα τους. Δεν είναι σε θέση, δηλαδή, να βάλουν τις βάσεις για τα δικά τους παιδιά προκειμένου να μετακινηθούν οι σκάλες των κληρονομημένων προνομίων  που συνθέτουν την όμορφη ιδέα της αμερικανικής αξιοκρατίας και να ανέλθουν τα ίδια στην κοινωνία……».

Τόποι

και ελληνικότητα……

«Η ελληνικότητα υποδηλώνει το ριζικό φαντασιακό μας που με τα βιώματα και την παιδεία του λαού αποκτά ιστορικό και κοινωνικό χαρακτήρα. Δεν εκφράζει την ταυτότητα -το ποιοι είμαστε και το τι κάνουμε-, αλλά την κοινωνική και εθνική αυτεπίγνωση όσον αφορά τους πόθους, τις ανάγκες και τις δυνατότητες χειραφέτησής μας από σκοταδιστικές προκαταλήψεις ενισχύοντας την αυτενέργεια σχετικά με τον προσανατολισμό και την προοπτική ενός βιώσιμου μέλλοντος». Αλεξάνδρα Δεληγιώργη

«Η ιστορική αυτοσυνείδηση που απηχεί η έννοια της ελληνικότητας προκύπτει από τη σχέση μας με την πολύπλευρη παράδοση μιας μακραίωνης ιστορίας και αυτό καθιστά αναγκαίο μια σύνθετη και ολιστική προσέγγιση». Αλεξάνδρα Δεληγιώργη

Στην σημερινή ανάρτηση υπάρχουν δύο νέα σχέδια ελληνικών και άλλων τόπων και μια μικρή αναφορά στο πολύ πυκνό, απαιτητικό κι ενδιαφέρον βιβλίο της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη, ΣΎΓΧΡΟΝΑ ΚΆΤΟΠΤΡΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑΣ: Ιδεολογίες και Ιδεολογήματα τον 20ο αιώνα

Η σύνθετη και δύσκολη συζήτηση σχετικά με την ελληνικότητα ξεκίνησε πολλούς αιώνες πριν, συστηματοποιήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, εντάθηκε με την γενιά του ’30, και συνεχίζεται στον ένα ή τον άλλο βαθμό ως τις μέρες μας. Η ελληνικότητα είναι δυναμική μέσα σε κοινωνίες εν κινήσει, και όπως αναφέρει η Δεληγιώργη είναι έννοια σύνθετη, δύσκολη, όχι σταθερή και αναλλοίωτη στο χρόνο, κι επικίνδυνη σε περίπτωση που δώσει λαβή σε εθνικιστικές ιδέες και φυλετισμούς. Ο Γεώργιος Σεφέρης υποστήριξε ότι περιλαμβάνει τα: «χαρακτηριστικά των αληθινών έργων που θα έχουν γίνει από Έλληνες». Ο Μίκης Θεοδωράκης ορίζει την έννοια της ελληνικότητας ως πνευματική κατάκτηση, ως κώδικας και στάση ζωής, ως μορφή και εργαλείο δημιουργικότητας, ως συλλογική πολιτισμική συνείδηση, ως ένα ισχυρό εσωτερικό αίσθημα βαθιά ριζωμένο στην ιστορική μνήμη και την εθνική εμπειρία που αποτελείται από ένα σύνολο πολιτιστικών αξιών που στο κέντρο τους εμπεριέχουν την ελληνική γλώσσα και σκέψη, το ελληνικό ήθος, την τέχνη και τις ανθρωποκεντρικές αξίες του ελληνικού πνεύματος. Άλλοι επισημαίνουν ότι ένας τρόπος για να προσεγγίσει κανείς τον όρο ελληνικότητα είναι να παρατηρήσει πως λειτουργεί σε διάφορα κοινωνικό-πολιτικά και πολιτισμικά πλαίσια και ποιες επικοινωνιακές ανάγκες εξυπηρετεί. Άλλοτε πάλι η υπεραπλουστευτική παρουσίαση ζητημάτων της ιστορίας, της φιλοσοφίας, της λογοτεχνίας και της τέχνης οδηγεί σε άκριτη αποδοχή ή απόρριψη της.

Τι εννοούμε όμως τελικά με τον όρο ελληνικότητα; Μήπως είναι τα   χαρακτηριστικά της ελληνικής ζωής και κουλτούρας, είναι αίσθημα ή αυτοσυνείδηση, η ελληνική ταυτότητα ή κάποιο τεκμήριο ιθαγένειας, ή τα στοιχεία τα οποία επεξεργάζεται κάποιος συγγραφέας ή καλλιτέχνης  για να δώσει στο έργο του ελληνικό χρώμα;

Ο όρος ή η έννοια της ελληνικότητας κατανοείται ή ορίζεται διαφορετικά από διαφορετικούς ανθρώπους και συλλογικότητες, καθώς έχουν διαφορετικά βιώματα και ξεκινούν από διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες. Δεν υπάρχει μόνο μια ταυτοτική περιγραφή που ορίζει την Ελλάδα. Επίσης υπάρχουν οι επίδημοι, παρεπίδημοι και απόδημοι, πρώτες, δεύτερες και τρίτες γενιές της διασποράς με ελληνικές ρίζες. Προσωπικά μ’ ενδιαφέρει ως ερώτημα, ως φαινόμενο εξερεύνησης, ως βιωματική εμπειρία εν κινήσει. Η Ελλάδα δεν είναι ο γενέθλιος τόπος, αλλά οι ρίζες μου είναι Ελληνικές. Είμαι η σύνθεση δυο τόπων, γλωσσών και πολιτισμών. Κατοικώ στη χώρα από την πρώτη γυμνασίου, μισόν αιώνα. Ταξίδεψα το λίγο που μπόρεσα, για να γνωρίσω το φυσικό τοπίο, την αρχιτεκτονική, τις γεύσεις, την τέχνη, το παρελθόν και το παρόν της.

Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη [Σπούδασε φιλοσοφία στο Α.Π.Θ και κοινωνιολογία/εθνολογία στην Σορβόννη. Είναι ομότιμος καθηγήτρια φιλοσοφίας (Α.Π.Θ). Έχει εκδώσει δοκίμια, φιλοσοφικές μελέτες, μυθιστορήματα και διηγήματα. Έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου και το Βραβείο «Νίκος Θέμελης».]έγραψε το βιβλίο, ΣΎΓΧΡΟΝΑ ΚΆΤΟΠΤΡΑ ΤΗ Σ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑΣ, στη διάρκεια μιας δεκαετίας σε μια φάση της κρίσης, που όπως αναφέρει η ίδια, η μελλοντική έκβαση της για την χώρα μας ήταν λιγότερο ορατή απ’ όσο είναι σήμερα. Χρειάστηκε μας λέει να διαβάσει πολλά για τους ελληνιστικούς χρόνους, το Βυζάντιο, την ενετοκρατία την τουρκοκρατία, τον 19ο αιώνα για να μπορέσει να συνομιλήσει με τα κείμενα εμβληματικών συγγραφέων μας του 20ού αιώνα που προβληματίστηκαν για την ελληνικότητα, έννοια που υπονοεί την αυτοσυνείδηση του έθνους / λαού όπως διαμορφώνεται από τη ζωντανή σχέση του με μια μακραίωνη παράδοση, μοναδική σε έκταση, ποικιλία και βάθος.

Στο βιβλίο της υιοθετεί ιστορικό-κριτικές προσεγγίσεις για να εξετάσει κείμενα σημαντικών μορφών που σημάδεψαν τον 20ο αιώνα με τις ιδέες τους [για την ελληνικότητα] που ήταν καρπός του τρόπου πρόσληψης της παράδοσης του Ελληνισμού και του βαθμού ιστορικής αυτοσυνείδησης που συναποκόμισαν. Οι ιδέες τους, προϊόντα του προβληματισμού τους για τον προορισμό της σύγχρονης Ελλάδας, και αναπαραγόμενες ανεξέταστα και χωρίς να συζητηθούν  ευρέως απέκτησαν εμβληματικό χαρακτήρα για πολιτικό-ιδεολογικούς λόγους, διαμορφώνοντας  τον ιδεολογικό ορίζοντα του 20ου αιώνα.

Στον πρόλογο γράφει πως αν έννοιες και κατηγορίες της σύγχρονης σκέψης είχαν αφομοιωθεί και κατανοηθεί στην ώρα τους, ο κίνδυνος της κοινωνικό-πολιτικής οπισθοδρόμησης μας δεν θα ήταν τέτοιου μεγέθους. Σημειώνει ότι χωρίς προβληματισμό γύρω από ιδέες και μεθοδεύσεις που έχουμε μετατρέψει σε σταθερές δεν είναι δυνατόν να προκύψουν οι απαραίτητες νέες ιδέες και νέα μορφώματα στην παιδεία, στην θεωρία, στην κριτική, στην πολιτική, στην οικονομία.

Η Δεληγιώργη αναφέρει ότι στο ασφυκτικό κλίμα της νέας πτώχευσης που ξεκίνησε το 2010 άρχισε να πλανάται το ερώτημα για τους λόγους που είχαμε πειστεί  ότι δεν είχε νόημα να μάθουμε τι ήταν για τους Έλληνες στοχαστές η Ελλάδα της Φύσης, της Ιστορίας, της Ποίησης τους δυο αιώνες της ανεξαρτησίας της. Προείχε ιδιαίτερα μετά το 1980 ένα κλίμα επανάπαυσης και αυτό-ικανοποίησης, όμως για χώρες όπως η Ελλάδα, η σχέση μας με όσα κληρονομήσαμε στο μακραίωνο παρελθόν και η ιστορική αυτοσυνείδηση είναι κρίσιμα ζητήματα και απαιτείται αναψηλάφηση σε πολλαπλά πεδία της ελληνικής γραμματείας. Το ζήτημα είναι σύνθετο καθώς υπάρχει μια μακραίωνη ιστορία όπως αποτυπώθηκε σε κείμενα Ελλήνων ή εξελληνισμένων ιστορικών, ποιητών, φιλοσόφων και θεωρητικών που αποθανάτισαν στιγμές ή περιόδους «μιας ιστορικής συνέχειας διάτρητης από ασυνέχειες, ρήξεις ή τομές».

Η πλήρης ανάλυση όλων των συνισταμένων της ελληνικότητας είναι έργο δύσκολο, αφού εμπλέκει όλες σχεδόν τις ανθρωπιστικές επιστήμες από την γλωσσολογία και τις πολιτισμικές σπουδές, ως την κριτική ιδεολογικών μορφωμάτων, την ιστορία και την ιστορία της λογοτεχνίας. Η ιστορική αυτοσυνείδηση που απηχεί η έννοια της ελληνικότητας προκύπτει από τη σχέση μας με την πολύπλευρη παράδοση μιας μακραίωνης ιστορίας και αυτό καθιστά αναγκαίο μια σύνθετη και ολιστική προσέγγιση. Η ιστορική αυτοσυνείδηση της κοινωνίας εξαρτάται από τις συνθήκες και την τροπή των πραγμάτων στον εθνικό και ευρύτερο χώρο-χρόνο της παγκόσμιας ιστορίας. Η συγγραφέας εξηγεί ότι η αυτοσυνείδηση  είναι αναβαθμός της αυτογνωσίας. Μιας και εκτός της γνώσης του εαυτού και της ιδιομορφίας των ατόμων και του λαού που συνθέτουν, υπονοεί και την αυτεπίγνωση τους, την συνείδηση, δηλαδή των δυνατοτήτων και ορίων τους όσον αφορά την διαμόρφωση αντιλήψεων, στάσεων, ηθών, συμπεριφορών και δράσεων, στο πλαίσιο του εθνικού συνόλου που συστήνουν, και της διασύνδεσης τους με ευρύτερους ή στενότερους πολιτικούς σχηματισμούς [αυτοκρατορίες, παγκόσμιες υπερδυνάμεις, ομοσπονδίες η συνομοσπονδίες εθνικών κρατών].

Η αυτοσυνείδηση ενός λαού, δηλαδή η συνείδηση της προοπτικής του, υποστηρίζει η Δεληγιώργη, είναι η επίγνωση της δυνητικής του κατεύθυνσης του ως εθνικού κράτους μέσα στη παγκόσμια ιστορική κίνηση. Σε περιόδους κρίσεων όσο πιο ανίσχυρος είναι ένας λαός ή έθνος, τόσο λιγότερο μπορεί να επιλέξει την κατεύθυνση του.  Όταν μια χώρα αγνοεί τα όρια του ετεροκαθορισμού και τις δυνατότητες αυτοπροσδιορισμού της, δεν είναι εύκολο να αναλογιστεί ποια μπορεί να είναι η μοίρα της σε φάσεις ιστορικής καμπής που επιβάλλουν τον επανασχεδιασμό της. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την «εξάντληση των αποθεμάτων του μέλλοντος της και η ευχή να μην διαλυθεί, άλλοτε με προσευχές για το θαύμα και άλλοτε με εγκώμια του θαυματοποιού στον οποίο το αναθέτει».

Μια δυσκολία διασάφησης της σχέσης παράδοσης και ιστορικής αυτοσυνείδησης πηγάζει και από το ότι η παράδοση, αλλά και η αυτοσυνείδηση, προσλαμβάνονται υπό διαφορετικές ατομικές και συλλογικές οπτικές γωνίες, κι επιπλέον είναι δυναμικά φαινόμενα και όχι αναλλοίωτα. Όταν η ατομική και συλλογική υποκειμενικότητα απλά αντιγράφει χωρίς επεξεργασίες την παράδοση τη μετατρέπει σε μοχλό οπισθοδρόμησης, με αποτέλεσμα να διαιωνίζονται προκαταλήψεις, πλάνες, αγκυλώσεις και άγνοια, από γενιά σε γενιά, χωρίς να εμπλουτίζονται, να ανανεώνονται και να αναδιαμορφώνονται τα παραδεδομένα.

Επίσης, η συγγραφέας περιγράφει πως όταν το παρελθόν καθίσταται ένα είδος απολιθώματος, γίνεται το άλλοθι για την ιστορική αμνησία και υπονομεύει την διεργασία της ατομικής και συλλογικής αυτοσυνείδησης. Υποστηρίζει ότι αυτή η πρακτική αποιστορικοποίησης του χρόνου νομιμοποίησε την υποβάθμιση και περιθωριοποίηση των ανθρωπιστικών σπουδών, από το 1970 και μετά, διευκολύνοντας την μετάλλαξη της παιδείας σε εκπαίδευση, και τη μαθησιακή διαδικασία σε προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης.

Όμως χωρίς αυτεπίγνωση και τον αναλογισμό που απαιτεί, δεν μπορούμε να μεταβούμε σε μια διαφορετική πραγματικότητα από αυτήν που ζούμε τώρα, σε συνθήκες επιτήρησης και κινδύνων της χώρας του χρέους που γίναμε, και που εντέλει συμπυκνώνει την εμπειρία της μεταπολεμικής, μετεμφυλιακής, μεταδιδακτορικής και μνημονιακής Ελλάδας. Η απάθεια, ο μηδενιστικός και κυνικός ατομικισμός, καθώς και η σύγχυση για το τι είμαστε και το τι θέλουμε να γίνουμε, δυσκολεύει την διαχείριση ζητημάτων εθνικής κυριαρχίας οικονομίας, παιδείας, κλπ.

Η Δεληγιώργη επίσης επισημαίνει ότι εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, το βάρος πέφτει σε μία από τις όψεις της παράδοσής μας ή στην αντίθετή της, δίνοντας λαβή στη διαμόρφωση ιδεολογικών και πολιτικών θέσεων ασύμβατων με τη μακρά διαχρονία της ελληνοανατολικής και ελληνοδυτικής μας παράδοσης μέχρι και σήμερα, στη φάση της παγκοσμιοποίησης και του αναθεωρητισμού. Για παράδειγμα, ιδέες όπως: «Μεγάλη» ή «Νέα» Ελλάδα, ιστορική συνέχεια ή ασυνέχεια, ελληνοκεντρισμός ή κοσμοπολιτισμός, Δύση ή Ανατολή, Ορθοδοξία ή εκκοσμίκευση, λόγια ή λαϊκή παράδοση…. παγιώθηκαν και μεταλλάχτηκαν σε αγκυλωμένα ιδεολογήματα ή πολιτιστικά στερεότυπα, με αποτέλεσμα οι αντιθέσεις να εσωτερικεύονται σαν αγεφύρωτα χάσματα και να δημιουργούν έτσι το ιδεολογικό κενό με το οποίο κινούμαστε στη δίνη των περιστάσεων, της διεθνούς συγκυρίας και των άκρως ρευστών συμμαχιών». Σχετικά με τη διαμάχη αυτοχθόνων και ετεροχθόνων η Δεληγιώργη σημειώνει στη σελίδα 50, «Τα νέα ψευδο-διλήμματα φάνηκαν να αναζωπυρώνουν΄την διαμάχη ετεροχθόνων και αυτοχθόνων που προκαλούσε το κυνήγι θέσεων για τη επάνδρωση των διοικητικών μηχανισμών του κράτους, στα πρώτα χρόνια της ίδρυσής του…». Όμως υπάρχει και ο δρόμος της διαλεκτικής σύνθεσης των αντιθέσεων, αντιφάσεων και ψευδοσχισμάτων όπως δημώδη και λόγια παράδοση, Δύση και Ανατολή, ξενολατρία ή ξενοφοβία, αυτόχθονες ή ετερόχθονες, και άλλα σχήματα αμοιβαίου αποκλεισμού.

                                                               Η μετάφραση είναι διαθέσιμη (2 Μαρτίου, 2025)

Τόποι

Και κατοικίδια

«Εμείς που επιλέγουμε να περιβάλλουμε τους εαυτούς μας με ζωές ακόμη πιο προσωρινές από τη δική μας, ζούμε μέσα σε έναν εύθραυστο κύκλο, που εύκολα και συχνά παραβιάζεται. Ανίκανοι να δεχθούμε τα απαίσια κενά του, δεν θα ζούσαμε κι αλλιώς». Irving Townsend (The Book of Pet Love and Loss: Words of Comfort and Wisdom from Remarkable People της Sara Bader)

Στη σημερινή ανάρτηση έχω συμπεριλάβει τέσσερις ακόμη εικόνες που σχετίζονται με τόπους. Όλη αυτή η σειρά σχεδίων αναφέρεται σε τόπους στην Ελλάδα, αλλά σήμερα έχω συμπεριλάβει κι ένα σχέδιο που αναφέρεται στην Αλεξάνδρεια, την οποία δεν έχω επισκεφτεί. Το έχω συνοδεύσει με δύο αποσπάσματα από το βιβλίο του Islam Issa, Αλεξάνδρεια: Η πόλη που άλλαξε τον κόσμο, που διαβάζω αυτές τις μέρες. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί και στα ελληνικά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αναφέρω κι ένα δεύτερο βιβλίο που διάβασα πρόσφατα. Είναι το βιβλίο, The Book of Pet Love and Loss: Words of Comfort and Wisdom from Remarkable People, της εκδότριας Sara Bader, και περιέχει ιστορίες αγάπης και απώλειας των ζώων συντροφιάς. Η Bader μας λέει ότι όταν έχασε τη δεκατριάχρονη γάτα της,  ένιωσε με τα λόγια του Στάϊνμπεκ, μια «οδοντωτή τρύπα» στη ζωή της. Γράφει: «Αποπροσανατολισμένη και συντετριμμένη, έκανα αυτό που κάνω συχνά σε περιόδους κρίσης: αναζήτησα ένα βιβλίο που θα μπορούσε να με καθοδηγήσει  εκείνη την επώδυνη στιγμή. Ήξερα τι ήθελα να διαβάσω: αναμνήσεις, συμβουλές και ενθάρρυνση από άλλους που είχαν περπατήσει στο ίδιο μονοπάτι – μικρές μερίδες λογοτεχνικής τροφής που θα έδιναν παρηγοριά και προοπτική χωρίς να απαιτούν πολύ συγκέντρωση. Ήθελα να ακούσω τις φωνές γνωστών μορφών του πολιτισμού, που καταλάβαιναν την εμπειρία και είχαν νιώσει την ανάγκη να γράψουν ή να μιλήσουν γι’ αυτήν. Ήλπιζα ότι τα λόγια τους θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως ίχνη μονοπατιού για μένα». Στη συνέχεια η Bader συγκέντρωσε αυτές τις ιστορίες, αποφθέγματα και φωτογραφίες για να δημιουργήσει το βιβλίο που θα ήθελε η ίδια να διαβάσει.

Την περασμένη Κυριακή αναγκαστήκαμε να κοιμίσουμε μια από τις γάτες μας. Ήταν μια ήσυχη, τρυφερή γατούλα, άρρωστη όπως αποδείχθηκε, που με κάποιο τρόπο είχε βρει το δρόμο προς το σπίτι μας πριν από αρκετά χρόνια. Αρχικά είχαμε σκεφτεί ότι κάποιος θα τη διεκδικούσε ή ότι θα επέστρεφε στο σπίτι της αφού ήταν προφανές ότι ήταν κατοικίδιο, αλλά δεν ήρθε κανείς και αυτή δεν έφυγε ποτέ από τον κήπο. Την περασμένη εβδομάδα το ζωάκι κατέρρευσε κι έτσι αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε τη συμβουλή της κτηνιάτρου, συνειδητοποιώντας ότι αυτό ήταν μάλλον ότι πιο «ανθρώπινο» μπορούσαμε να κάνουμε γι’ αυτή. Ωστόσο, η διαδικασία του αποχαιρετισμού κατά τη χορήγηση των ενέσεων αναισθησίας και η αναχώρηση με το άδειο καλάθι της ήταν οδυνηρή.

Η Μουσαφίρισσα, έτσι την είχαμε ονομάσει πιστεύοντας ότι δεν θα μείνει πολύ μαζί μας, περνούσε μεγάλο μέρος της ημέρας ξαπλωμένη στα έπιπλα του κήπου. Τώρα όταν κοιτάζω έξω από το παράθυρο της κουζίνας βλέπω τον κενό χώρο, το κενό που έχει αφήσει, και συνειδητοποιώ εκ νέου κάθε φορά πόσο χώρο καταλαμβάνουν στην καρδιά μας τα πλάσματα που φροντίζουμε και νοιαζόμαστε.

Καθώς λοιπόν έψαχνα για κάτι σχετικό να διαβάσω, βρήκα τη συλλογή από ιστορίες λογοτεχνών, καλλιτεχνών, μουσικών, πολιτικών, και άλλων, της Bader.

Η  Bader γράφει: «Τα πρώτα σημάδια επιβράδυνσης είναι συχνά τόσο ανεπαίσθητα, που μετά βίας τα παρατηρούμε. Κοιμούνται περισσότερο. Διστάζουν μπροστά στις σκάλες. Περπατούν με προσοχή σε ανώμαλους χωματόδρομους και είναι λιγότερο διατεθειμένα για ένα χαρούμενο σπριντ. Η μουσούδα τους αρχίζει να δείχνει λίγο λευκή. Και όμως ταυτόχρονα φαίνεται σαν αυτή να συμβαίνει εν μία νυκτί: ξαφνικά συνειδητοποιούμε ότι ο / η σύντροφός μας γερνάει. Τα ζώα μας διδάσκουν πώς να ζούμε, αλλά μας διδάσκουν επίσης πώς να γερνάμε—πώς να έχουμε αισιοδοξία και χιούμορ, παρά τους αυξανόμενους περιορισμούς……………… Αν έχουμε την τύχη να συνοδεύσουμε ένα ζώο στο ταξίδι της γήρανσης, έχουμε επίσης την τεράστια ευθύνη να αποφασίσουμε πότε είναι η ώρα να πούμε αντίο. Είναι κατανοητό ότι μπορεί να κατακλυζόμαστε από την προσδοκώμενη θλίψη και να εστιάζουμε στο πώς θα αλλάξει σύντομα ο κόσμος μας, αλλά η μουσικός Fiona Apple μας ενθαρρύνει να προσπαθήσουμε να είμαστε παρόντες σε αυτό το τελευταίο κεφάλαιο, για να «εκτιμήσουμε τον χρόνο που βρίσκεται ακριβώς δίπλα στο τέλος του χρόνου».

Επίσης, μετά την απώλεια ενός κατοικίδιου ζώου, συνειδητοποιούμε ότι η θλίψη μπορεί να αργοπορεί, να επανέρχεται ακόμη και μετά από πολύ καιρό, κι επίσης να φέρνει στο προσκήνιο προηγούμενες απώλειες. Η Bader αναφέρει: «Δεν έχουμε χάσει μόνο ένα αγαπημένο πρόσωπο και αληθινό φίλο, αλλά και μια σύνδεση με παλαιότερες εκδοχές του εαυτού μας. Τα κατοικίδια μας συνοδεύουν στα συναισθηματικά ορόσημα……………….. Μπορεί επίσης να είναι δίπλα μας στον θάνατο αγαπημένων προσώπων, κάτι που εξηγεί γιατί το πένθος ενός κατοικίδιου μπορεί να μας θυμίζει προηγούμενες απώλειες, μια σύνθετη θλίψη που μπορεί να επιμείνει για κάποιο χρονικό διάστημα».

Μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο:

«Αν είμαστε τυχεροί, θα αγαπήσουμε μια σειρά από ζώα κατά τη διάρκεια της ζωής μας, πράγμα που, φυσικά, σημαίνει αποδοχή της οδυνηρής πραγματικότητας ότι αναπόφευκτα θα πρέπει να τα αποχαιρετήσουμε. «Η θλίψη είναι η μια άλλη όψη της ευτυχίας», μας θυμίζει ο θρυλικός παραγωγός δίσκων Irving Townsend. «Είναι οι δύο όψεις ενός νομίσματος και μόνο οι ευάλωτοι τις γνωρίζουν».

«Δεν είχα αδέρφια ή αδερφές και οι γάτες και τα βιβλία ήταν οι καλύτεροί μου φίλοι όταν μεγάλωνα. Μου άρεσε να κάθομαι στη βεράντα με μια γάτα, και να λιάζομαι». Χαρούκι Μουρακάμι, Ιάπωνας συγγραφέας και μεταφραστής

«Ο σκύλος και η μαγκούστα μου ήταν οι μοναδικοί μου σύντροφοι. Φρέσκια από τη ζούγκλα, η μαγκούστα μεγάλωσε στο πλευρό μου, κοιμόταν στο κρεβάτι μου και έτρωγε στο τραπέζι μου. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί τη στοργική φύση μιας μαγκούστας. Το μικρό μου κατοικίδιο ήταν εξοικειωμένο με κάθε λεπτό της καθημερινότητάς μου, ποδοπατούσε τα χαρτιά μου κι έτρεχε πίσω μου όλη μέρα. Κουλουριαζόταν ανάμεσα στον ώμο και το κεφάλι μου την ώρα της σιέστας και κοιμόταν εκεί τον ταραχώδη, ηλεκτρικό ύπνο των άγριων ζώων…… Έβαλα μια αγγελία στις εφημερίδες: «Χαμένη: μαγκούστα, ακούει στο όνομα Κίρια». Δεν υπήρξε απόκριση. Κανείς από τους γείτονες δεν την είχε δει… Είχε εξαφανιστεί για πάντα…. Ήμουν θλιμμένος για πολύ καιρό».    Πάμπλο Νερούδα, Χιλιανός ποιητής, διπλωμάτης και πολιτικός, που κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1971

«Αχ, πόσο χρονών είναι και πόσο συγκινητική στα γεράματά της, επιλέγοντας προσεκτικά να διασχίσει τα πιο ομαλά κομμάτια του δρόμου, επειδή το χαλίκι και η τραχύτητα πληγώνουν τις γερασμένες της πατούσες και την κάνουν να σκοντάφτει…….». J. J. R. Ackerley, Βρετανός συγγραφέας και εκδότης

«Ο Μίστερ, συγκεκριμένα, κατέχει μια ιδιαίτερη θέση στην ιστορία της μουσικής. Αυτός και η Holiday ήταν αχώριστοι. Περίμενε υπομονετικά στα παρασκήνια ή μερικές φορές στο μπαρ ενώ εκείνη τραγουδούσε. «Όσο άκουγε τη φωνή της, είναι χαρούμενος», θυμάται ο κωμικός, Χάρολντ Κρόμερ, ο οποίος έπαιζε συχνά στους ίδιους χώρους.     Billie Holiday, Αμερικανίδα τραγουδίστρια της τζαζ και του σουίνγκ

Ο Τσαρλς Σουλτς, ο δημιουργός του παγκοσμίως γνωστού χαρακτήρα κινουμένων σχεδίων, Charlie Brown, έγραψε για ένα από τα σκυλιά του: «Ήταν μια απίστευτη χαρά για μένα, και καθώς το γράφω αυτό, είμαι βαθιά λυπημένος…… Ο Άντι έφερε μερικές νέες αλήθειες στη ζωή μου. Μου δίδαξε την υπέροχη αγάπη που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος για έναν σκύλο».

«Αν κάποιος μου ζητούσε να περιγράψω αληθινά τον εαυτό μου σε ένα αφηρημένο πλαίσιο, δίπλα μου θα υπήρχε ένα μικρό σημάδι, σαν μια μουντζούρα, και αυτό το μικρό σημάδι θα ήταν η γάτα μου».            Tracey Emin, Βρετανίδα καλλιτέχνης

«Είναι υπερβολικά εξωπραγματικό και αναρωτιέται κανείς πότε θα το συνηθίσει…. Αλλά, φυσικά, δεν μπορεί κανείς εύκολα να ξεπεράσει τα επτά χρόνια οικειότητας». Sigmund Freud, νευρολόγος και ιδρυτής της ψυχανάλυσης

Η διάσημη ζωγράφος Georgia O’Keeffe λάτρευε τα μεγάλα σκυλιά. Η Bader γράφει για ένα από τα σκυλιά της: «Η Bo κατείχε μια ιδιαίτερη θέση στο μυαλό και τη μνήμη της O’ Keeffe. Τον σκεφτόταν ακόμα και κοντά στο τέλος της ζωής της, στα ενενήντα της. Σ’ ένα γράμμα ευγνωμοσύνης προς έναν φίλο της, τον φωτογράφο Todd Webb, θυμήθηκε την ημέρα που πέθανε ο Bo. «Οδηγήσαμε μέχρι τους Λευκούς Λόφους, σκάψαμε μια τρύπα κάτω από έναν θάμνο κέδρου μικρού μεγέθους και βάλαμε μέσα τον όμορφο σκύλο μου και τον σκεπάσαμε με χώμα και πολλές πέτρες», έγραψε. «Μου αρέσει να σκέφτομαι ότι μάλλον τρέχει και χοροπηδά μόνος του τους Λευκούς Λόφους τη νύχτα».

Τέλος, μια σύντομη αναφορά στον John Steinbeck (και τον σκύλο του), που ήταν ένας από τους αγαπημένους μου συγγραφείς. Έχω διαβάσει πολλά από τα βιβλία του, αλλά δεν είχα ακούσει για το βιβλίο του Ταξίδια με τον Τσάρλι που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 1962, τη χρονιά που κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. H Bader το περιγράφει ως μια εικονική ταξιδιωτική αφήγηση ενός  οδικού ταξιδιού τριών μηνών, στην Αμερική με τον σκύλο του Charley. Διέσχισαν με το αυτοκίνητο 34 πολιτείες, σε μεγάλους αυτοκινητόδρομους και επαρχιακούς δρόμους, για να ανακαλύψουν ξανά την Αμερική. Η Bader γράφει: «Τα ταξίδια με τον Charley είναι μια εξαιρετική καταγραφή φιλίας. Δυόμισι χρόνια αφότου ξεκίνησαν την περιπέτειά τους διασχίζοντας τη χώρα από την μια άκρη στην άλλη κι εννέα μήνες μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, ο Στάϊνμπεκ  είχε χάσει τον συγκυβερνήτη του: «Ο σκύλος Charley πέθανε γεμάτος χρόνια, αλλά παρόλα αυτά άφησε μια οδοντωτή τρύπα».

«Κάνοντας την Αλεξάνδρεια και όχι τον εαυτό του θέμα της ποίησης, ο Καβάφης διερεύνησε την αναπόδραστη σχέση των Αλεξανδρινών με την πατρίδα τους, που συνοψίζεται καλύτερα όταν αυτός αναγνωρίζει ότι «Η πόλη θα σε ακολουθήσει». Ο Καβάφης μας υπενθυμίζει ότι η κατανόηση ενός τόπου τόσο εμποτισμένου με ιστορία και μύθο δεν είναι θέμα ούτε αντίληψης ούτε σύλληψης – είναι και τα δύο. Για τον Καβάφη, η παλιά και η σημερινή Αλεξάνδρεια μοιάζουν εντυπωσιακά. Φαντάζεται την πόλη μέσα από τα μάτια των Ελλήνων Βυζαντινών που μετανάστευσαν από την Κωνσταντινούπολη, στα μισά του χρόνου μεταξύ της ίδρυσης της Αλεξάνδρειας και της ίδιας του της ζωής: «Πάντα, η Αλεξάνδρεια παραμένει ο εαυτός της», έγραψε, «Παρά το κακό που υπέστη στους πολέμους της, / και όλα όσα έχασε, ακόμα [είναι] ένα υπέροχο μέρος». Φανταζόμενος το παρελθόν της Αλεξάνδρειας ο Καβάφης μπόρεσε να καταλάβει το παρόν της».

«Σε όλο τον κόσμο, πολλοί τόποι έχουν έναν ιδρυτικό μύθο, μια ιστορία καταγωγής που χρησιμεύει στη δημιουργία ταυτότητας. Στην περίπτωση της Αλεξάνδρειας, υπάρχουν πολλοί τέτοιοι μύθοι και καμία ξεκάθαρη ταυτότητα. Εν μέρει λόγω της απουσίας ολόκληρης της ιστορίας της αρχαίας πόλης –φυσικών και αρχιτεκτονικών στοιχείων– κάτω από τη σύγχρονη μητρόπολη και στα βάθη της γύρω θάλασσας. Εν μέρει επειδή ο ιδρυτής της, ο Μέγας Αλέξανδρος, είναι ο ίδιος μια από τις πιο θρυλικές φιγούρες όλων των εποχών. Στην Αλεξάνδρεια, ο μύθος παίζει ρόλο τόσο στην ίδρυση όσο και στην εξέλιξη της πόλης, του τοπίου και των ανθρώπων της».