Τόποι Η μετάφραση έχει ολοκληρωθεί (31/03/2025)
Κι ένα βιβλίο
Η σημερινή ανάρτηση περιλαμβάνει τέσσερα νέα σχέδια, μιας σειράς σχεδίων που μάλλον ολοκληρώνω ή αφήνω, τουλάχιστον προσωρινά, για πολλούς λόγους, ένας από τους οποίους είναι ο μεγάλος αριθμός σχεδίων που έφτιαξα τους τελευταίους έξι, επτά μήνες. Ήταν μια έντονη δραστηριότητα ζωγραφικής και νιώθω ότι χρειάζομαι ένα διάλειμμα. Συγκεντρώνω όλα αυτά τα σχέδια στην ενότητα Τέχνη του ιστότοπου με τον τίτλο ΤΟΠΟΙ 2024-2025. Ωστόσο, αν επρόκειτο να εκθέσω τη σειρά σε φυσικό χώρο, θα συμπεριλάμβανα μερικά από τα συνοδευτικά κείμενα ή άρθρα που έχω δημοσιεύσει μαζί με τα σχέδια γιατί είναι συμπληρωματικά ή συνυφασμένα με τις ζωγραφιές.
Δημοσιεύω επίσης ένα κομμάτι για ένα βιβλίο που διάβασα αυτές τις μέρες του Lee Siegel.
Μέρος Α
«Οδός Ευτυχίδου» [στο Παγκράτι] της Χρύσας Φάντη (εκδ. Σμίλη)
«Όσο δύσκολο σου είναι να συλλάβεις τα σημάδια του χρόνου πάνω σου, άλλο τόσο δύσκολο είναι να ακολουθήσεις προς τα πίσω τα ίχνη του, και μαζί με αυτά τα ίχνη των ανθρώπων που έζησαν σε τούτη τη συνοικία, να πλανηθείς σε στέκια γνωστά, μαγαζιά απ’ όπου ψώνιζες διάφορα πράγματα που για χρόνια φύλαγες αχρησιμοποίητα και άλλα που, χωρίς δεύτερη σκέψη, την ίδια κιόλας μέρα τα πετούσες· να απαριθμήσεις εκείνα που, από τη μια μέρα στην άλλη, κατέβασαν ρολά χωρίς να δώσουν τη σκυτάλη σε άλλα, να τα επαναφέρεις στη μνήμη σου, αν και δεν γνωρίζεις ή δεν βρίσκεις τον λόγο. […] Ακόμα κι αν σου επιτραπεί η πρόσβαση, πολύ φοβάσαι ότι θα σου είναι σχεδόν ακατόρθωτο να επαναφέρεις την αίσθηση της ρουτίνας και της καθημερινότητας των παλιών ενοίκων της, να ανακαλέσεις το ηχητικό αποτύπωμα των ομιλιών και των καβγάδων τους που κάποτε έφταναν στ’ αυτιά σου· τη θέση τους θα έχει πάρει η γρήγορη αποσάρθρωση, η αργή αλλά βέβαιη αποσύνθεση του μπετόν, οι υπόκωφοι τριγμοί του τσιμέντου, τα μισοσαπισμένα κουφώματα και τα στιγματισμένα πατώματα, σημάδια μια συνοικίας που τα τελευταία χρόνια πνέει τα λοίσθια» (σελίδες 375-376).
Περί ιστορικής διατήρησης
Στο άρθρο της, To Πανεπιστήμιο La Salle Απειλεί τα Τοπόσημα της Germantown / La Salle University Threatens Germantown Landmarks, η Arielle Harris γράφει: «Δεδομένου του ιστορικού κατεδαφίσεων του La Salle, αυτό που επιβιώνει στην πανεπιστημιούπολη από τα τέλη του 19ου αιώνα καθίσταται ακόμη πιο ιδιαίτερο. Το κτίριο στην 2101 W. Clarkson Avenue [The Mary & Frances Wister Studio at 2101 W. Clarkson Avenue…. εγκρίθηκε ομόφωνα από την Ιστορική Επιτροπή της Φιλαδέλφεια για εγγραφή στο τοπικό μητρώο…….] και το Little Wakefield έχουν μοναδικές ατομικές ιστορίες και συμβάλλουν σε ένα ευρύτερο ιστορικό τοπίο που δημιουργήθηκε από εξέχουσες οικογένειες Κουάκερων στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, και ως εκ τούτου αξίζει να χαρακτηριστούν και να προστατευτούν από κατεδάφιση (https://hiddencityphila.org/2017/02/la-salle-threatens-germantown-landmarks/).
Μέρος Β
Πρόλογος
Το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Lee Siegel, ενός ευρέως δημοσιευμένου κριτικού του πολιτισμού και της πολιτικής, και συγγραφέα πέντε προηγούμενων βιβλίων, αφορά τη ζωή του από την παιδική ηλικία μέχρι τα μέσα της δεκαετίας των είκοσι. Είναι ένας θαρραλέος, ειλικρινής προβληματισμός για τη ζωή και την ταξική καταγωγή του, και το πώς τα χρήματα ή μάλλον η έλλειψή αυτών, επηρεάζουν και αποδομούν οικογένειες και όνειρα. Ο Siegel περιγράφει και αναλύει το μεγάλωμα του στο Νιου Τζέρσεϊ χωρίς φειδωλότητα, αποκαλύπτοντας συναισθηματικές ουλές και τραύματα. Χαρτογραφεί τις οικογενειακές κληρονομιές που τον διαμόρφωσαν με ψυχολογικά τεκμηριωμένη ενδοσκόπηση και διορατικότητα, ρίχνοντας φως τόσο στη μετάδοση των τραυμάτων από γενιά σε γενιά, όσο και στις καταστροφικές επιδράσεις της έλλειψης χρημάτων και της φτώχειας. Είναι επίσης ένα πορτρέτο του συγγραφέα, μια ιστορία του αγώνα του να σπάσει τα εμπόδια που ορθώνουν η οικογένεια, η ταξική καταγωγή και τα χρήματα, προκειμένου να αποκτήσει την ελευθερία να επιλέξει τον δικό του δρόμο στη ζωή.
Είναι αναζωογονητικό το γεγονός ότι ο Siegel εντάσσει την ιστορία της ζωής του εντός του ευρύτερου κοινωνικό-οικονομικού πλαισίου. Μιλάει για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στην Αμερική, την ταξική καταγωγή, το χρήμα, τη φτώχεια, τις αρχές και την εξουσία: “Άρχισα να τρέμω. Μια συνάντηση με την εξουσία έχει παρόμοιο αποτέλεσμα με ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα. Σε ξυπνά αμέσως από τον καθημερινό λήθαργο της οικειότητας και της ρουτίνας, και σε κάνει να νιώθεις ότι κατοικείς σε ένα όνειρο.” Γράφει για μια κοινωνία, στην οποία η έλλειψη χρημάτων, και ο αγώνας για την απόκτησή τους, μπορεί να μετατρέψει τις αθώες αδυναμίες των ανθρώπων σε όπλα αυτοκαταστροφής. Υπάρχουν πολλά νήματα που διατρέχουν αυτήν την αφήγηση, αλλά η τάξη και το χρήμα, συχνά θέματα ταμπού που συνήθως δεν βρίσκονται στο επίκεντρο των απομνημονευμάτων, είναι κεντρικά εδώ. Τέλος, τα απομνημονεύματα του Siegel δεν αποτελούν μόνο ένα κοινωνικοπολιτικό σχόλιο, αλλά έχουν και ψυχολογικό βάθος που αντικατοπτρίζει τη δική του ενασχόληση με την ψυχανάλυση / ψυχοθεραπεία, όπου μεταξύ άλλων έχει εξερευνήσει τις διαδικασίες απόκτησης χρημάτων, αποταμίευσης και συνετής χρήσης, και τους φόβους του σχετικά με τη φιλοδοξία.
Καταγωγή
Το βιβλίο ξεκινά με τον συγγραφέα να αποκαλύπτει την καταγωγή του, μέσα από τις ιστορίες των παππούδων του. Ο παππούς του από τη μεριά της μητέρας του, ο Μένκα, μια σημαντική προσωπικότητα στη ζωή του συγγραφέα, με τα μικρότερα αδέρφια του, είχε ταξιδέψει στην Αμερική, μετά το πογκρόμ της Οδησσού το 1905, κατά το οποίο είχε σκοτωθεί μεγάλο μέρος της οικογένειάς τους. Ο Σίγκελ γράφει για τις ιστορίες που άκουσε από τον παππού του: «Καθώς έλεγε την ιστορία της φυγής του σε μια νέα ζωή, με τις κραυγαλέες παραλείψεις, τις υπερβολές και πιθανώς χοντρές παραποιήσεις, το πρόσωπό του αποκτούσε μια αστραφτερή σαρδονική όψη, σκληρό και έντονο που άγγιζε την κακία. Δεν θα μπορούσε κανείς να φανταστεί αυτό το πρόσωπο να ζαρώνει σε δάκρυα, αν δεν είχε βρει την εξίσωση μεταξύ υπερβολικού αισθήματος και έλλειψης ενσυναίσθησης». Στην Αμερική ο Μένκα εργάστηκε σε διάφορες δουλειές έως ότου βρήκε μια θέση στο ξενοδοχείο President στην Times Square, πολύ αγαπητό από την καλλιτεχνική ελίτ του Χάρλεμ. Ο Siegel περιγράφει πώς το γεγονός ότι ο παππούς του δούλευε, όχι για πλούσιους λευκούς, αλλά για πλούσιους μαύρους, του άφησε μια μόνιμη εντύπωση. Η γιαγιά του, Ρόουζ, σύζυγος του Μένκα, γεννήθηκε στο Μινσκ και είχε μεταναστεύσει στην Αμερική με τους γονείς της τη δεκαετία του 1920. Και αυτή είχε χάσει την οικογένειά της. Οι τέσσερις μεγαλύτερες αδερφές της με τους συζύγους και τα παιδιά τους είχαν παραμείνει στο Μινσκ και είχαν πυροβοληθεί σε ομαδικό τάφο από τους Ες Ες μετά την εισβολή των Ναζί στη Σοβιετική Ένωση.
Οικογένεια
Ο Siegel πιστεύει ότι, πάνω απ’ όλα, ήταν η αμοιβαία ευαλωτότητα που τράβηξε τους γονείς του τον έναν κοντά στον άλλο, καθησυχασμένοι και οι δύο ότι ο άλλος δεν ήταν ικανός να προκαλέσει πόνο, και ότι βρέθηκε ανάμεσα σε δύο γονείς με καλλιτεχνικά ταλέντα και φιλοδοξίες, έναν αναποτελεσματικό πατέρα και μια μητέρα με βίαια ξεσπάσματα και μια μάλλον ιστριονική προσωπικότητα.
Η μητέρα του ήταν μια επίδοξη ηθοποιός, η οποία αφού δήλωσε στον παππού του ότι ήθελε να γίνει ηθοποιός και τραγουδίστρια, δέχτηκε ένα χαστούκι και μια σύντομη ομιλία για όλες τις ηθοποιούς που αυτός πίστευε ότι ήταν πόρνες, ανατρέποντας τη φιλοδοξία της σε μια στιγμή. Ο Σίγκελ γράφει: «Ο Μένκα μπορούσε να μετατρέψει τη μητέρα του από σύζυγο και μητέρα σε κοριτσάκι. Πάγωνε και άρχιζε να τραυλίζει». Η μητέρα του ανήμπορη να επεξεργαστεί τα τραύματά της κληροδότησε το τραύμα και τους τρόπους των προγόνων της.
Ο πατέρας του, πιανίστας της τζαζ και ερασιτέχνης ζωγράφος, εγκατέλειψε την καριέρα του για να βρει δουλειά ως μεσίτης προκειμένου να πληρώσει τους λογαριασμούς. Ήταν ένας ευγενικός, αξιοπρεπής άνθρωπος, που συγκέντρωσε ένα συντριπτικό χρέος στην κτηματομεσιτική εταιρεία στην οποία εργαζόταν, η οποία του πλήρωνε προκαταβολή έναντι μελλοντικών προμηθειών. Όταν η ύφεση χτύπησε στα μέσα της δεκαετίας του ’70, τελείωσαν οι προμήθειες και δεν μπόρεσε να αποπληρώσει την εταιρεία. Αυτό οδήγησε σε απόλυση, ανεργία, προβλήματα με το νόμο, διαζύγιο και χρεοκοπία ενώ ο Siegel ήταν στο κολέγιο. Τελικά κατέληξε να κάνει μαθήματα πιάνου και να ζει μέσα στη φτώχεια.
Σχετικά με τον πατέρα του, ο Σίγκελ σημειώνει, “Είχε και μια άλλη εξαιρετική ιδιότητα. Είχε καλοσύνη. Άλλοι άντρες, οι άντρες με τους οποίους είχε δουλέψει ως κτηματομεσίτης, ανταμείφθηκαν για την ψυχρότητα τους και συχνά για την ανεντιμότητα τους, ενώ αυτός, ο Μονρόε Σίγκελ, που δεν έβλαψε ποτέ και δεν θα έβλαπτε ποτέ κανέναν, αναγκάστηκε να στενάξει και να σκοντάψει από την καλοσύνη του, γιατί δεν μπορούσε να λειτουργήσει σε ανάλογη απόσταση από τα συναισθήματά του. Δεν θα άξιζε η καλοσύνη ένα εισόδημα;»
Το θέμα της καλοσύνης, εμφανίζεται σε διάφορα σημεία του βιβλίου. «Η καλοσύνη», γράφει, «θεωρητικά μιλώντας, γεννά καλοσύνη. Την επόμενη φορά που θα στέκεστε πίσω από το υπερφορτωμένο καρότσι σας στη σειρά στο σούπερ μάρκετ, προσκαλέστε τον ήσυχο, στοχαστικό νεαρό άνδρα που περιμένει πίσω σας με ένα μπουκάλι κόκα-κόλα και μια μπάρα Snickers στα χέρια του, να περάσει μπροστά. Όταν εισβάλει στον κινηματογράφο όπου κάθεστε με τη γυναίκα και τα παιδιά σας, πυροβολώντας ανθρώπους στις θέσεις τους με ένα ημιαυτόματο τουφέκι και επτά πιστόλια, μπορεί να σας αναγνωρίσει και να επιτρέψει σε εσάς και την οικογένειά σας να ζήσετε. Οι άνθρωποι συχνά θυμούνται τα ωραία πράγματα που κάνετε. Αλίμονο, η σκληρότητα ως απάντηση στη σκληρότητα είναι μάλλον πιο βέβαιη παρά η αμοιβαιότητα της καλοσύνης. Το σπρώξιμο στην παιδική χαρά ή στο μπαρ προκαλεί ένα άλλο σπρώξιμο… Μια προσβολή, μόλις ενσωματωθεί στο νου κάποιου, μεταλλάζεται σε οργή».
Αλλού, αναφέρεται σε μια πολύ πλούσια και πολύ καλλιεργημένη φίλη του συγγραφέα, η οποία κάποτε περιέγραψε κάποιον ως «σχεδόν παθολογικά καλόκαρδο», κάτι που τον τάραξε και τον μπέρδεψε. Μας ρωτά: «Αν η καλοσύνη ενός ανθρώπου προκαλεί την καταστροφή του, τότε η παθολογία δεν βρίσκεται στην άλλη πλευρά;»
Σχετικά με τον μικρότερο αδερφό του, ο Siegel μας λέει ότι δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν έναν ισχυρό δεσμό και να παρηγορήσουν ο ένας τον άλλον. Η μητέρα του ήταν υπεύθυνη για αυτό το αδιέξοδο γιατί ως μοναχοπαίδι δεν μπορούσε να φανταστεί πως θα μπορούσε να μοιραστεί την αγάπη τους, κι ένιωθε ότι απειλείται από την πιθανότητα μιας συμμαχίας μεταξύ των αδερφών και μερικές φορές θεωρούσε το μεγαλύτερο παιδί της ως αντίπαλο. Γράφει: “Αναζήτησε την πλήρη αποξένωση του ενός από τον άλλον… Αυτός ήρθε πιο κοντά της, αλλά ταυτόχρονα κατάφερε να κρατήσει τις αποστάσεις του. Εγώ κινήθηκα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Παρ’ όλη τη δυσαρέσκεια μου για εκείνη, δεν άντεχα να υποφέρει η μητέρα μου.”
Ο ίδιος ο Σίγκελ ήταν ένα ασθματικό παιδί, που σε ηλικία έντεκα ετών έπαθε πνευμονία. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι για εβδομάδες ή μήνες κάθε φορά, παρακολουθούσε τηλεόραση και διάβαζε τις στοίβες των βιβλίων που έφερνε η μητέρα του από τη δημόσια βιβλιοθήκη. Έβρισκε παρηγοριά, χαρά και δύναμη, στα βιβλία και την πνευματική ονειροπόληση, στο κωμικό του ταλέντο και την ικανότητά του να κάνει τους ανθρώπους να γελούν, καθώς και σε μια εσωτερική φωνή που επινόησε, που σχολίαζε τα δύσκολα ή οδυνηρά γεγονότα με αποστασιοποίηση. Ανάμεσα στα πολλά βιβλία που διάβασε ήταν και αμέτρητα βιβλία για το Ολοκαύτωμα. Ο Siegel περιγράφει την τότε εμμονή του με το Ολοκαύτωμα, ως ένα ακούσιο πάθος. Αναφέρεται σε ένα απόσπασμα ενός από τα βιβλία που όπως λέει θάφτηκε στη φαντασία του, στο οποίο ένας αξιωματικός των Ες Ες μουρμουρίζει αφηρημένα σε έναν Εβραίο που τον βρίσκει ενοχλητικό: Καλύτερα να αυτοκτονούσες; Ο τρόφιμος ανασήκωσε τους ώμους του και μετά κρεμάστηκε.
Η προσπάθειά του να ξεφύγει από το σπίτι και να κυνηγήσει την κλίση του να γράψει, τον ώθησε στο κολέγιο, στη Νορβηγία, και τελικά στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Μέσα από μια σειρά από μετακινήσεις και ταπεινές δουλειές και πολυκαταστήματα, όπου έβρισκε δουλειά, ονειρεύεται το άσυλο ενός καλού πανεπιστημίου. Για να το κάνει αυτό, παίρνει δάνεια, όταν ρεαλιστικά δεν μπορεί να κερδίσει αρκετά χρήματα για να τα αποπληρώσει, κατά κάποιο τρόπο, επαναλαμβάνοντας άθελά του την πορεία του πατέρα του. Εγκιβωτίζει έξοχα αυτή την πορεία του στο δεδομένο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο. Όπως σημειώνει ο συγγραφέας, ο Τσαρλς Μάνσον εξέτιε ποινή στη φυλακή, στο Βιετνάμ έριχναν βόμβες ναπάλμ, οι “γενοκτονικοί” Ερυθροί Χμερ ανέβαιναν στην εξουσία, οι κολλητοί του Νίξον είχαν εισβάλει στο ξενοδοχείο Γουότεργκεϊτ και ο πατέρας του ήταν μόνος σε ένα νοικιασμένο δωμάτιο…. Εν τω μεταξύ, μας λέει αντιλαμβανόταν τα γεγονότα «ως απομονωμένα μεταξύ τους από αναπόφευκτες ρήξεις», ανίκανος να κατανοήσει τη σημασία της αιτίας και του αποτελέσματος στη ζωή, περιμένοντας πάντα να συμβεί κάτι. Γράφει: «Αυτή ήταν η φύση της πραγματικότητας. Ξαφνικά, εκεί που νόμιζες ότι είχες κάνει ένα μικρό βήμα προς το μέλλον που ήθελες για τον εαυτό σου, έπεφτες μέσα από μια καταπακτή».
Χρήματα και κοινωνική τάξη
Το χρήμα, όπως ανέφερα παραπάνω, είναι ένα νήμα που διατρέχει όλη την ιστορία από την αρχική περιγραφή της πανσελήνου που λάμπει σαν «πυρακτωμένο νόμισμα» μέχρι τα επόμενα γεγονότα και τον σημαντικό ρόλο που έπαιξαν τα χρήματα στη διάλυση της οικογένειάς του. Όσον αφορά την οικονομική κατάσταση του παππού και της γιαγιάς του γράφει: «Αυτοί [οι παππούδες του] επέπλευσαν στη ζωή επειδή το νοίκι τους προστατευόταν από την πόλη / το κράτος και μέσω των μέτριων αποταμιεύσεων του Μένκα». Αργότερα αναφέρει, «Όπως η μυρωδιά από μια διαρροή αερίου, τα χρήματα άρχισαν να εισχωρούν σε κάθε πτυχή της σχέσης τους». Αν η μητέρα μου ήθελε χρήματα για να αγοράσει κάτι, ο Μένκα έλεγε ΟΧΙ. Σχετικά με τους γονείς του αναφέρει: «Στα μάτια μου, τα γεμάτα φρίκη, η υλική ανησυχία, τους συρρίκνωνε σε αντιπαλλόμενα κομμάτια ύλης, σε αντικείμενα…».
Ο Siegel αναρωτιέται αν το χρήμα είναι ένα φυσικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ύπαρξης και αν θα υπήρχε το ισοδύναμο του χρήματος σε οποιονδήποτε κόσμο, σε οποιοδήποτε σύμπαν, όπως πρέπει να υπάρχει το ισοδύναμο του οξυγόνου οπουδήποτε υπάρχει ανθρώπινη ζωή ή αν το χρήμα ως η αφαίρεση των πάντων, είναι κάτι τεχνητό το οποίο τα ανθρώπινα όντα πρέπει να αντιμετωπίσουν, «κουρασμένοι από γενιά σε γενιά, πολιορκημένοι, εξοργισμένοι, απηυδισμένοι….» Αναφέρεται στον Ολλανδό φιλόσοφο Σπινόζα, ο οποίος έγραψε ότι «τα χρήματα μάς έχουν παρουσιάσει μιαν αφαίρεση των πάντων». Αναλογίζεται πώς το χρήμα είναι το μέσο για την ανθρώπινη επιθυμία να κατέχει: έδαφος, αντικείμενα, ακόμη και άλλα ανθρώπινα όντα, και πώς φέρνει τα πάντα κοντά, αλλά και για το πρόβλημα της απόκτησης χρημάτων. Ως αποτέλεσμα, σχολιάζει, «κάθε προσπάθεια, ή ώθηση, διάνοιας, θέλησης και συναισθήματος γίνεται τελικά ένα οικονομικό γεγονός».
Σκέφτεται αν η αμφιβολία για τον εαυτό του και η έλλειψη αυτοπεποίθησης του πατέρα του θα είχαν διαφορετική έκβαση, αν τα χρήματα δεν ήταν το μέσο με το οποίο είχαν επιφέρει το αποτέλεσμα. Ο πατέρας του ήταν ένας αθώος, κι είχε απομακρυνθεί από το βασίλειο της μουσικής, όπου είχε λάβει και προσφέρει ευχαρίστηση, και που ήταν ο κόσμος στον οποίο ένιωθε άνετα, και είχε βρεθεί σε έναν κόσμο υπολογιστικής σκληρότητας, των επιχειρήσεων. Γράφει: “Αλλά όποιες δυνάμεις χαρακτήρα και περιστάσεις καθόρισαν τη σχέση του πατέρα μου με το χρήμα, το χρήμα ήταν ο αποφασιστικός παράγοντας σε όλα όσα συνέβησαν. Σε ένα σύμπαν ή μια κοινωνία, όπου τα χρήματα δεν θα είχαν τόσο σοβαρές συνέπειες, η προσωπικότητά του θα είχε άραγε καταστρέψει τη ζωή του;”
Ο Siegel ορίζει τη φτώχεια ως ένα είδος τρόμου, μια ασθένεια που εισέρχεται στο μεταβολισμό και μια περίσταση που καταναλώνει το μέσα μας, και καθώς κάποιος προσαρμόζεται στη φτώχεια, ακόμα κι όταν αγωνίζεται να ξεφύγει από αυτήν, ενισχύει τις δυνάμεις που τον κρατούν εκεί. Θέτει το ερώτημα: γιατί προσωπικές ιδιότητες όπως το πνεύμα, η καλοσύνη και η ευφυΐα που η κοινωνία ισχυρίζεται ότι εκτιμά, η ίδια κοινωνία δεν ενδιαφέρεται να διατηρήσει εάν αυτές οι ιδιότητες είναι το μόνο που έχει να προσφέρει ένα άτομο. Ο Siegel διακρίνει επίσης μεταξύ έλλειψης χρημάτων, φτώχειας και έσχατης φτώχειας.
Παραθέτω δύο σχετικά αποσπάσματα που δημιουργούν σαφείς οπτικές εικόνες για το πως είναι να ανησυχεί κανείς συνεχώς για χρήματα ή ακόμα χειρότερα το να μην έχει καθόλου χρήματα…..
“Ένα διάσημο εξώφυλλο περιοδικού απεικονίζει τον νοητικό χάρτη του κόσμου του μέσου Νεοϋορκέζου ως αποτελούμενο από ένα τεράστιο πρώτο πλάνο που είναι το Μανχάταν, μετά το οποίο εμφανίζεται ένα μικρό ορθογώνιο που αντιπροσωπεύει την υπόλοιπη χώρα, ακολουθούμενο από τον ελάχιστα ορατό υπόλοιπο κόσμο. Αν είχατε ανασκάψει (διερευνήσει) τον νου των γονιών μου και των γονιών των φίλων μου, θα είχατε βρει έναν χάρτη του κόσμου με τη μορφή ενός γιγαντιαίου τραπεζιού κουζίνας. Στη μέση της Formica επιφάνειάς ήταν στοιβαγμένος ένας τεράστιος σωρός από λογαριασμούς και μικρά βιβλία ταμιευτηρίου με εξώφυλλα βινυλίου. Ο σωρός αντιπροσώπευε τη ζωή τους στο βόρειο Νιου Τζέρσεϊ. Σπρωγμένα στην άκρη του τραπεζιού, οι αλατοπιπεροθήκες και η θήκη για τις χαρτοπετσέτες αντιπροσώπευαν την υπόλοιπη χώρα και τον υπόλοιπο κόσμο. Οι οικονομικές συγκεντρώσεις γύρω από το τραπέζι της κουζίνας ήταν εβδομαδιαίες, μερικές φορές νυχτερινές τελετουργίες για τους γονείς μας».
“Αυτοί οι άνθρωποι, καθισμένοι ή ξαπλωμένοι στο πεζοδρόμιο, πιεσμένοι στο πλάι ενός κτιρίου, έβρισκαν καταφύγιο στις εφημερίδες. Κάλυπταν τους εαυτούς τους με σελίδες των New York Times ή της Daily News ή της Post καθώς κοιμόντουσαν. Το βρήκα σκληρά ειρωνικό το ότι άνθρωποι τόσο πληγωμένοι από τα ψυχρά, σκληρά γεγονότα της ζωής αναζητούσαν προστασία από κάτω τους. Ή ένιωθαν ενστικτωδώς ότι η ορθολογική οργάνωση των γεγονότων από την εφημερίδα θα τους προστάτευε. Οι άστεγοι και οι τελετουργίες τους με ανησυχούσαν».
Τέλος, θίγει το ζήτημα της αξιοκρατίας και την πραγματικότητα της αμερικανικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Σχετικά με το τελευταίο δεν μπορεί κανείς να μην αναρωτηθεί γιατί η πλουσιότερη χώρα στον κόσμο δεν έχει καταφέρει να προσφέρει δωρεάν τριτοβάθμια εκπαίδευση [πολλές μικρότερες και φτωχότερες χώρες το έχουν πετύχει, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό]. Δεν μπορεί κανείς επίσης να μην αναρωτηθεί για τα υψηλά δίδακτρα και την επικρατούσα πραγματικότητα των φοιτητικών δανείων και χρεών. Ο Siegel γράφει ότι η ιδέα μιας κοινωνίας που βασίζεται στην αξιοκρατία είναι αξιοθαύμαστη, αλλά πέρα από αυτό, υπάρχει ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν πραγματικά τα πράγματα. Αναφέρεται στα κοινοτικά κολέγια για τους φτωχούς και στα κρατικά σχολεία, όπου τα παιδιά της μεσαίας τάξης μπορούν επίσης να πάρουν πτυχίο, αλλά «αφού αποφοιτήσουν αναλώνουν το νεότερο, πιο ζωτικό κομμάτι της ζωής τους ως σκλάβοι στο χρέος που συσσώρευσαν για να πάνε στο κολέγιο, ανίκανοι να αγοράσουν σπίτι, να δημιουργήσουν οικογένεια ή να ακολουθήσουν τα ταλέντα τους. Δεν είναι σε θέση, δηλαδή, να βάλουν τις βάσεις για τα δικά τους παιδιά προκειμένου να μετακινηθούν οι σκάλες των κληρονομημένων προνομίων που συνθέτουν την όμορφη ιδέα της αμερικανικής αξιοκρατίας και να ανέλθουν τα ίδια στην κοινωνία……».