Τόποι
&
Βιβλία
«Η μνήμη επιστρέφει // με λαστιχένια πέδιλα,
λες και κολλούν τα βήματα // στις ίδιες πέτρες» Βασίλης Βασιλικός
«Τότε η σιωπή σπάει, σιγά σιγά, ή ξαφνικά μια μέρα, και οι λέξεις ξεχύνονται, αναγνωρίζονται επιτέλους, ενώ από κάτω αρχίζουν να σχηματίζονται άλλες σιωπές». Annie Ernaux
«Τα ζητήματα που σχετίζονται με το τραύμα για τα οποία ο πελάτης ζητάει βοήθεια, πιστεύω τώρα, είναι στην πραγματικότητα ένα «παράσημο θάρρους» που αφηγείται την ιστορία του τι συνέβη ακόμη πιο εύγλωττα από τα γεγονότα που κάθε άτομο θυμάται συνειδητά». Janina Fisher
Τόποι
«Ἀφῆστε αὐτὸν τὸν ὄμορφο κόσμο νὰ διαιωνίζεται
ἀνακυκλώνοντας τὸ αὔριο μὲς στις πηγές του ὅπως
τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκα ὡς ν᾿ ἀναδύεται,
κάθε πρωί, γιὰ πρώτη φορά, μὲς
ἀπ᾿ τὶς ρόδινες γάζες τῆς γέννας του…» Νικηφόρος Βρεττάκος (1912-1991)
Η διανομή
«Το πιθανότερο είναι πως δεν θα με ρωτήσει κανείς
τι την έκαμα την ψυχή μου. Όμως, εγώ
χρωστώ μιαν απόκριση πριν κλείσω τον έμμετρο // μονόλογό μου.
……Λοιπόν, // την ψυχή μου την έκοψα με οδυνηρό ψαλίδι σε μικρά
φύλλα, μικρά χαρτιά, αστραπές μικρές
και τη μοιράζω στους περαστικούς». Νικηφόρου Βρεττάκος
Βιβλία
Τα Χρόνια της Annie Ernaux
Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στα ελληνικά.
«Με την ανάκτηση της μνήμης της συλλογικής μνήμης σε μια ατομική μνήμη, αυτή θα μπορέσει να συλλάβει τη βιωμένη διάσταση της Ιστορίας». Annie Ernaux
Όπως έγραψα σε μια προηγούμενη ανάρτηση, το έργο της Annie Ernaux το συνάντησα μόνο πρόσφατα, και από τότε έχω διαβάσει αρκετά βιβλία της, αλλά αν θα έπρεπε να προτείνω μόνο ένα βιβλίο, αυτό μάλλον θα ήταν Τα Χρόνια, το οποίο εν μέρει περιέχει αναφορές σε γεγονότα από τα άλλα της βιβλία. Κάποιοι κριτικοί έχουν χαρακτηρίσει το βιβλίο ως το αριστούργημα της Ernaux, το δικό της Remembrance of Things Past / Αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο. Όταν τέλειωσα το βιβλίο, ένιωσα ότι η Ernaux, υφαίνοντας το προσωπικό με το συλλογικό, είχε δημιουργήσει μια υπέροχη ταπισερί και είχε καταφέρει να «αιχμαλωτίσει την αντανάκλαση που προβάλλει η συλλογική ιστορία στην οθόνη της ατομικής μνήμης». Θα μπορούσε να πει κανείς ότι πρόκειται για απομνημονεύματα, αλλά για ένα διαφορετικό είδος απομνημονευμάτων που καταφέρνει να παρουσιάσει «μια ύπαρξη μοναδική αλλά και συγχωνευμένη με τις κινήσεις μιας γενιάς». Η Ernaux τοποθετεί τη δική της ιστορία μέσα στην ιστορία της γενιάς της, ενός έθνους, του κόσμου, ενώ παράλληλα αναλογίζεται το βιβλίο που γράφει καθώς το γράφει. Παρουσιάζει αναμνήσεις και στοχάζεται πάνω στη μνήμη.
Η Ernaux έχει καταφέρει να γράψει τόσο προσωπικά όσο και συλλογικά. Γράφει: «Η οικογενειακή αφήγηση και η κοινωνική αφήγηση είναι ένα και το αυτό». Το βιβλίο της είναι κοινωνιολογικό, πολιτικό και πολιτισμικό και περιέχει αναμνήσεις από ιστορικά γεγονότα, από την ποπ κουλτούρα, τον δημόσιο λόγο (discourse) και τις μεταμορφώσεις της γλώσσας και του πολιτισμού μέσα στο χρόνο. Είναι γραμμένο σε σύντομες χρονογραφίες και διαποτίζεται από λεπτή ειρωνεία και σαρκασμό. Συνδυάζει αναμνήσεις, όνειρα, γεγονότα, περιγραφές φωτογραφιών, και προβληματισμούς σχετικά με τη μνήμη και τη γραφή. Η αφήγηση εκτείνεται σε ένα χρονικό πλαίσιο άνω των εξήντα ετών, από τη γέννησή της το 1940 έως το 2006, και περιλαμβάνει την παιδική της ηλικία και την εργατική της ανατροφή στη Νορμανδία, τα χρόνια που σπούδαζε και στη συνέχεια δίδασκε γαλλική λογοτεχνία σε ένα λύκειο, μια παράνομη έκτρωση, την μετακόμιση σε προάστιο του Παρισιού, το γάμο της, το διαζύγιο, τη συγγραφή βιβλίων, το μεγάλωμα των γιων της, τα εγγόνια, τον θάνατο των γονιών της, τον θάνατο της μεγαλύτερης της αδερφής πριν η ίδια γεννηθεί. Περιλαμβάνει περιγραφές φωτογραφιών και οικογενειακών γευμάτων σε διαφορετικά στάδια της ζωής της οικογένειας της και του εαυτού της.
Παράλληλα, καταφέρνει να μας ταξιδέψει σε περισσότερες από έξι δεκαετίες εθνικής και παγκόσμιας ιστορίας και πολιτισμικών αλλαγών:
Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και το μεταπολεμικό κλίμα, η γενοκτονία των Εβραίων, η άνοδος του καπιταλισμού και του καταναλωτισμού, η σκληρή πραγματικότητα των χιλιάδων παιδιών που πεθαίνουν από ασθένειες όπως η διάρροια, οι σπασμοί, η διφθερίτιδα, και οι αμυγδαλές που αφαιρούνται από «παιδιά με ευαίσθητο λαιμό, που ξυπνούσαν ουρλιάζοντας από την αναισθησία του αιθέρα και αναγκάζονταν να πιουν καυτό γάλα», και μετά μια διαφορετική πραγματικότητα όταν πλέον τα παιδιά «εμβολιάζονταν, παρακολουθούνταν και παρουσιάζονταν κάθε μήνα στη ζύγιση βρεφών του δημαρχείου», το δικαίωμα της άμβλωσης και πώς ήταν όταν οι αμβλώσεις ήταν παράνομες, τα κινήματα του φεμινισμού, ο πρώτος άνθρωπος στο φεγγάρι, ο πόλεμος στην Αλγερία, ο ψυχρός πόλεμος και η πυρηνική απειλή, Μάης του 1968, οι ελληνικές χούντες, Τσεχοσλοβακία, Βιετνάμ, Καμπότζη και η σφαγή στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου, οι διαδηλώσεις κατά του Πινοσέτ μετά η δολοφονία του Αλιέντε, η δολοφονία του Κένεντι, η περεστρόικα και η γκλάσνοστ του Γκορμπατσόφ, η πτώση του Τείχους του Βερολίνου, η αυξανόμενη ανεργία, η μετανάστευση, η προσφυγική κρίση, η έκρηξη του καταναλωτισμού: «η αφθονία των πραγμάτων έκρυβε τη σπανιότητα των ιδεών και τη διάβρωση των πεποιθήσεων», τάσεις της μόδας και διαφημιστικά σλόγκαν, η διαφήμιση γίνεται ο πολιτισμικός εκπαιδευτής της κοινωνίας που παρέχει μοντέλα για το πώς να ζήσουμε, να συμπεριφερόμαστε και πώς να επιπλώνουμε το σπίτι, AIDS, η ασθένεια των τρελών αγελάδων, τρομοκρατικές επιθέσεις, η 11η Σεπτεμβρίου, ραγδαία πρόοδος της τεχνολογίας, το κινητό τηλέφωνο, «ένα θαυματουργό και ανησυχητικό αντικείμενο», η αλλαγή της έννοιας του ζευγαριού και της γονεϊκότητας, γαλλικές προεδρικές εκλογές και πρόεδροι, κατάργηση της θανατικής ποινής, εβδομάδα 39 ωρών, βιβλία, περιοδικά, τηλεοπτικές εκπομπές και πίνακες ζωγραφικής, συγγραφείς και καλλιτέχνες, ταινίες και αστέρες του κινηματογράφου, τραγουδιστές και τραγούδια, ποιήματα και στίχοι, Edith Piaf, οι Beatles, αμερικανική μουσική, Briggite Bardot και James Dean, Camus, Sartre και Simone de Beauvoir, Simone Veil, Marguerite Duras, Virginia Woolf, Kafka, Dostoevsky, Lawrence Durrell, Primo Levi ……, φιλόσοφοι, κριτικοί και κοινωνιολόγοι: Bourdieu, Foucault, Barthes, Lacan, Chomsky, Baudrillard, Wilhelm Reich, Ivan Illich……, η μετάβαση στο ευρώ, η ελεύθερη αγορά, η οικονομική κρίση, οι άστεγοι που γίνονται μέρος του αστικού τοπίου, ο Αγιατολάχ Χομεϊνί επικηρύσσει σε θάνατο τον συγγραφέα Σαλμάν Rushdie, γυναίκες στον κόσμο καλυμμένες από το κορφή μέχρι τα νύχια, πολεμικές συγκρούσεις στο Λίβανο, το Ιράν, το Αφγανιστάν, τη Γιουγκοσλαβία, Αφρική, η ήπειρος της οποίας τα βάσανα φαίνεται ότι δεν θα τελειώσουν ποτέ, οι Ηνωμένες Πολιτείες, απλώνουν τα κλαδιά τους στο πρόσωπο της γη……
Καταγράφει αλλαγές στη γλώσσα, τον δημόσιο λόγο και την κουλτούρα. Τώρα, γράφει:
«η προσταγή να «περιποιηθείς τον εαυτό σου» προερχόταν από κάθε γωνιά», και μας πλημμύρισαν με εξηγήσεις του εαυτού, νέες λέξεις όπως «απογοήτευση» και «ικανοποίηση» και νέοι τρόποι ύπαρξης που έδιναν έμφαση στο «να νιώθεις καλά με τον εαυτό σου, ένα μείγμα αυτό-επιβεβαίωσης και αδιαφορίας για τους άλλους». Η συλλογική ενδοσκόπηση παρείχε μοντέλα για την έκφραση του εαυτού με λέξεις. Η ταυτότητα έγινε μια πρωταρχική ανησυχία που ήταν κάτι που χρειαζόταν κάποιος να «ανακαλύψει ξανά, να υποθέσει, να διεκδικήσει, να εκφράσει – ένα υπέρτατο και πολύτιμο αγαθό». Η κατανάλωση έγινε «ένα είδος ηθικής, μια φιλοσοφία, το αδιαμφισβήτητο σχήμα της ζωής μας…. μια γλυκιά και χαρούμενη δικτατορία που κανείς δεν αμφισβήτησε». Ζούσαμε σε μια αφθονία των πάντων, «αντικείμενα, πληροφορίες και γνώμες ειδικών» και «με όλη αυτή την ανάμειξη εννοιών, ήταν όλο και πιο δύσκολο να βρει κανείς μια φράση δική του, του είδους που, όταν επαναλαμβανόταν σιωπηλά, βοηθούσε κάποιον να ζήσει». ………
Η αφήγηση της είναι σαν μια βόλτα με τρενάκι του λούνα παρκ μέσα στο χρόνο, η Ernaux καταφέρνει να συλλάβει το άφατο πέρασμα του χρόνου και με την πολυεπίπεδη αφήγησή της να αποκαλύψει τη «ζωντανή διάσταση της ιστορίας». Αποφεύγει να χρησιμοποιεί πρώτο πρόσωπο / «εγώ» και χρησιμοποιεί το «εμείς» ενός χορού. Χρησιμοποιεί τη γαλλική αντωνυμία on, την οποία η Alison Strayer μεταφράζει συχνά ως εμείς. Χρησιμοποιεί το τρίτο πρόσωπο «αυτή» προκειμένου να αναφερθεί στον εαυτό της, στην συγγραφέα ή όταν περιγράφει φωτογραφίες δικές της και της οικογένειάς της, για παράδειγμα. Αυτή η χρήση του «αυτή» δημιουργεί μια απαθή, αποστασιοποιημένη ατμόσφαιρα και αποπνέει ένα είδος ουδετερότητας. Η απουσία του «εγώ» επιτρέπει μια προοδευτική αποπροσωποποίηση της αφήγησης της.
Αποσπάσματα από το βιβλίο:
«Κάθε φορά που ξεκινά, συναντά τα ίδια εμπόδια: πώς να αναπαραστήσει το πέρασμα του ιστορικού χρόνου, την αλλαγή πραγμάτων, ιδεών και τρόπων και την ιδιωτική ζωή αυτής της γυναίκας; Πώς να συμπέσει η τοιχογραφία των σαράντα πέντε χρόνων με την αναζήτηση ενός εαυτού έξω από την Ιστορία, του εαυτού των στιγμών που αιωρούνται… Κύριο μέλημά της είναι η επιλογή ανάμεσα στο «εγώ» και στο «αυτή». Υπάρχει κάτι πολύ μόνιμο στο «εγώ», κάτι συρρικνωμένο και αποπνικτικό, ενώ το «αυτή» είναι πολύ εξωτερικό και απόμακρο…..
Θα είναι μια ολισθηρή αφήγηση που συντίθεται σε έναν αδιάκοπο συνεχή χρόνο, απόλυτο, που καταβροχθίζει το παρόν καθώς προχωράει, μέχρι την τελική εικόνα μιας ζωής. Μια εκροή, αλλά που θα αναστέλλεται σε τακτά χρονικά διαστήματα από φωτογραφίες και σκηνές από ταινίες που αποτυπώνουν τα διαδοχικά σχήματα του σώματος και τις κοινωνικές θέσεις της ύπαρξής της – παγωμένα καρέ των αναμνήσεων, και ταυτόχρονα αναφορές για την εξέλιξη της ύπαρξής της, τα πράγματα που την έχουν κάνει μοναδική, όχι λόγω της φύσης των στοιχείων της ζωής της, είτε εξωτερικά (κοινωνική τροχιά, επάγγελμα) είτε εσωτερικά (σκέψεις και φιλοδοξίες, επιθυμία να γράψει), αλλά λόγω των συνδυασμών τους, ο καθένας μοναδικός…. ».
Healing the Fragmented Selves of Trauma Survivors της Janina Fisher
«Η συναισθηματική επούλωση τραυματικών πληγών πρέπει να βασίζεται στην προσκόλληση. Σαν χαμένοι νεαροί συγγενείς, τα αλλοτριωμένα αποποιημένα μέρη (του εαυτού) πρέπει να προσκληθούν στο τραπέζι και να καλωσοριστούν στην καρδιά, στο νου και στην αγκαλιά του πελάτη». Janina Fisher
Η Janina Fisher, PhD, είναι κλινική ψυχολόγος, η οποία έχει ειδικευτεί στη θεραπεία τραυμάτων. Το συγκεκριμένο βιβλίο επικεντρώνεται στο τραύμα και στον τρόπο αντιμετώπισης του. Με το θεραπευτικό της μοντέλο προσπαθεί να ενσωματώσει μια νευροβιολογικά τεκμηριωμένη κατανόηση του τραύματος, της αποσύνδεσης ή διάσχισης και της πρώιμης προσκόλλησης, σε γλώσσα που είναι κατανοητή στους ψυχολόγους και τους θεραπευτές, αλλά και στους επιζώντες τραύματος και στο κοινό γενικότερα. Συνοπτικά, η προσέγγισή της θεραπείας της μετά-τραυματικής συμπτωματολογίας εστιάζει στο μετασχηματισμό της σχέσης με τον εαυτό, αντικαθιστώντας τα εσωτερικευμένα συναισθήματα και τις προβολές των άλλων με συμπονετική αποδοχή, αναπτύσσοντας διπλή επίγνωση, που είναι η ικανότητα να παραμένει κανείς συνδεδεμένος με τη δύσκολη συναισθηματική ή σωματική εμπειρία ενώ ταυτόχρονα την παρατηρεί προσεχτικά από κάποια μικρή απόσταση, επιδιόρθωση των πρώιμων αστοχιών και ρήξεων προσκόλλησης στο πα και ενοποίηση (integration) του παρελθόντος με το παρόν.
Η προσέγγιση της Fisher χρησιμοποιεί το μοντέλο Δομικής Αποσύνδεσης / Structural Dissociation model για να κατανοήσει τα συμπτώματα του τραύματος, το οποίο ισχυρίζεται ότι όταν συμβαίνει τραύμα, η προσωπικότητα χωρίζεται σε αυτό που η Fisher αποκαλεί το «μέρος του εαυτού που συνεχίζει την κανονική ζωή» και σε μέρη του εαυτού που σχετίζονται με το τραύμα, τα οποία αντικατοπτρίζουν τα ένστικτα επιβίωσης. και τις ζωικές μας αντιδράσεις στην απειλή, που διαμορφώνονται ως μηχανισμοί αντιμετώπισης τραυματικών εμπειριών. Προσδιορίζει αυτά τα μέρη, τα οποία συνέβαλαν στην επιβίωση, ως τα μέρη του εαυτού που συνδέονται, με άμυνες μάχης, φυγής, παγώματος ή μουδιάσματος και υποταγής. Αυτές οι ενστικτώδεις στρατηγικές επιβίωσης που στο παρελθόν μείωσαν το επίπεδο βλάβης ή αύξησαν τις πιθανότητες επιβίωσης μετατρέπονται σε αποσυνδεδεμένες αυτόματες αποκρίσεις που ενεργοποιούνται από ερεθίσματα που θυμίζουν ή σχετίζονται με το αρχικό τραύμα αργότερα στη ζωή.
Το τραύμα συχνά έχει ως αποτέλεσμα ο ενήλικος εαυτός ή το μέρος του εαυτού που «συνεχίζει την κανονική ζωή» να αναμιγνύεται ή να ταυτίζεται με διαφορετικά νεότερα μέρη του εαυτού και τα συναισθήματα και τις κλίσεις τους, αντί να έχει επίγνωση ενός μεγαλύτερου εαυτού που περιέχει μέρη. Ως αποτέλεσμα, επειδή οι άνθρωποι δεν μπορούν να διακρίνουν τα μέρη από τους ρόλους που παίζουν, και να διαφοροποιήσουν τις συναισθηματικές εμπειρίες που ανήκουν στο παρελθόν από αυτές που σχετίζονται με το παρόν, μπορεί να ενεργοποιηθούν / get triggered από ερεθίσματα ή συμβάντα του παρόντος και να κατακλυστούν από αυτόματους και εξαρτημένους τρόπους αντίδρασης στην απειλή ή στο στρες. Γνωρίζουμε πλέον ότι οι αιτίες των δυσκολιών των ανθρώπων δεν είναι μόνο το αρχικό τραυματικό γεγονός, αλλά η επανενεργοποίηση των άρρητων αναμνήσεων από ερεθίσματα που θυμίζουν ή σχετίζονται με το τραύμα και που κινητοποιούν αυτόματα την απόκριση του στρες έκτακτης ανάγκης.
Η Fisher γράφει: «Χωρίς εκπαίδευση σχετικά με το φαινόμενο της άρρητης μνήμης και έναν προμετωπιαίο φλοιό ικανό να λάβει αυτές τις νέες πληροφορίες, η μετατραυματική δυσρύθμιση, η υπερεπαγρύπνηση, η παρορμητικότητα ή η διακοπή λειτουργίας θα ενισχύονται επανειλημμένα από το απλό φαινόμενο της ενεργοποίησης / triggering.». Ως εκ τούτου, η ικανότητα διαφοροποίησης της ενεργοποίησης και της πραγματικής απειλής στο παρόν είναι το κλειδί για την αποκατάσταση. Ισχυρίζεται ότι είναι απαραίτητο αρχικά να εστιάσουμε στην αναγνώριση και την επεξεργασία της αυθόρμητης ανάκλησης της άρρητης μνήμης και των ενστικτωδών αντιδράσεων άμυνας και επιβίωσης στον παρόντα χρόνο και αργότερα στη δημιουργία μιας λεκτικής αφήγησης των εμπειριών του παρελθόντος.
Η Fisher ισχυρίζεται ότι το μοντέλο / η θεωρία της Δομικής Αποσύνδεσης (Van der Hart, Nijenhuis & Steele, 2006), ριζωμένη σε μια οπτική της νευροεπιστήμης και καλά αποδεκτή σε όλη την Ευρώπη ως μοντέλο τραύματος, περιγράφει «πώς η έμφυτη φυσική δομή του εγκεφάλου και τα δύο ξεχωριστά, εξειδικευμένα ημισφαίρια διευκολύνουν την αποσύνδεση αριστερού και δεξιού εγκεφάλου υπό συνθήκες απειλής / έντονου στρες. Αξιοποιώντας την τάση του αριστερού εγκεφάλου να παραμένει θετικός, προσανατολισμένο στην εργασία και λογικός υπό πίεση, αυτοί οι συγγραφείς υπέθεσαν ότι η αποσυνδεδεμένη αριστερή πλευρά του εγκεφάλου παραμένει εστιασμένη στα καθήκοντα της καθημερινής ζωής, ενώ το άλλο ημισφαίριο καλλιεργεί ένα άρρητο δεξί εγκεφαλικό εαυτό που παραμένει σε κατάσταση επιβίωσης, προετοιμασμένος για κίνδυνο, έτοιμος να τρέξει, παγωμένος από φόβο, προσευχόμενος για διάσωση ή πολύ ντροπιασμένος για να κάνει οτιδήποτε άλλο εκτός από το να υποταχθεί».
Επιπλέον, η ανάπτυξη της κυριαρχίας του αριστερού εγκεφάλου επιτυγχάνεται μόνο πολύ σταδιακά κατά τη διάρκεια των πρώτων δεκαοκτώ ετών της ζωής και το τυλώδες σώμα του εγκεφάλου που καθιστά δυνατή την επικοινωνία μεταξύ δεξιού και αριστερού εγκεφάλου, αναπτύσσεται επίσης αργά (Cozolino, 2002· Teicher, 2004, αναφέρεται στην Fisher, 2017). Έτσι, η Fisher γράφει, στα πρώτα χρόνια της παιδικής ηλικίας η εμπειρία του δεξιού εγκεφάλου είναι σχετικά ανεξάρτητη από την εμπειρία του αριστερού εγκεφάλου, διευκολύνοντας την αποσύνδεση εάν παραστεί ανάγκη.
Το μοντέλο της για τη θεραπεία του τραύματος είναι επηρεασμένο επίσης από την Αισθησιοκινητική Ψυχοθεραπεία / Sensorimotor Psychotherapy της Pat Ogden, το μοντέλο Εσωτερικών Οικογενειακών Συστημάτων / Internal Family Systems model του Richard Schwartz, το οποίο ισχύει εξίσου για όλα τα ανθρώπινα όντα, όχι μόνο για τα τραυματισμένα άτομα με συμπτωματολογία αποσύνδεσης, καθώς και από την κλινική ύπνωση και θεραπείες βασισμένες στην ενσυνειδητότητα. Η ενσυνειδητότητα / mindfulness χρησιμοποιείται για να βοηθήσει τους ανθρώπους να αναπτύξουν διπλή επίγνωση, έτσι ώστε να μπορούν να αποστασιοποιηθούν από μέρη που κουβαλούν το τραύμα, τα οποία έχουν κολλήσει ή εγκλωβιστεί στο χρόνο που σχηματίστηκαν. Ο στόχος της προσέγγισης είναι να ενσωματωθεί / ενοποιηθεί σταδιακά η προσωπικότητα και να υποχωρήσουν τα μετά-τραυματικά συμπτώματα καθώς οι άνθρωποι γνωρίζουν καλύτερα τον εαυτό τους και είναι σε θέση να αυξήσουν την εσωτερική και εξωτερική τους αίσθηση ασφάλειας.
Συνιστά επίσης εξειδικευμένη εκπαίδευση στο τραύμα για θεραπευτές και κλινικούς ψυχολόγους που εργάζονται σε αυτόν τον τομέα, καθώς πιστεύει ότι το τραύμα πρέπει να είναι ειδικότητα γιατί η θεραπεία του τραύματος απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις, δεξιότητες και παρεμβάσεις. Το βιβλίο βοηθά στη κατανόηση των τρόπων εργασίας με την τραυματική προσκόλληση και τη μετατραυματική συμπτωματολογία αποσύνδεσης. Παρέχει μια σειρά από πρακτικές και παρεμβάσεις για τη δημιουργία μιας εσωτερικής αίσθησης ασφάλειας και συμπονετικής σύνδεσης με όλα τα μέρη του εαυτού.
Τέλος, ένα σημείο που θα ήθελα να επισημάνω είναι ότι, όπως συμβαίνει με πολλές θεωρίες και βιβλία στον τομέα της ψυχολογίας, η εστίαση είναι μάλλον ατομικιστική. Δεν γίνεται καμία αναφορά στο πώς η κοινωνία μπορεί συχνά να ενισχύσει το τραύμα και να επηρεάζει αρνητικά τις ζωές των ανθρώπων ή να εμποδίζει την επούλωση. Επίσης, πολλά τραύματα ή παρεμβολές στην ανάπτυξη και την ωρίμανση στην παιδική και εφηβική ηλικία λαμβάνουν χώρα εκτός σπιτιού. Στο βιβλίο του, The Myth of Normal (κεφάλαιο 10), ο Gabor Maté γράφει: «Αρκεί προς το παρόν να πούμε ότι η ποιότητα της πρώιμης φροντίδας καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό, ακόμη και αποφασιστικά, από το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο λαμβάνει χώρα. Όπως θα δούμε, τα παιδιά πλήττονται όλο και περισσότερο από μια συσσώρευση ισχυρών επιρροών —κοινωνικών, οικονομικών και πολιτισμικών— που κατακλύζουν και, με πολλούς τρόπους, υποτάσσουν τον εσωτερικό συναισθηματικό τους μηχανισμό σε επιταγές που δεν έχουν καμία σχέση με την ευημερία τους. που στην πραγματικότητα είναι εχθρικές για την υγιή ανάπτυξη του νου. «Αυτή η ανάπτυξη κινδυνεύει σοβαρά από τους σύγχρονους θεσμούς και τα κοινωνικά πρότυπα», σύμφωνα με τον Δρ Greenspan. «Υπάρχει μια αυξανόμενη αδιαφορία για τη σημασία των συναισθηματικών εμπειριών που χτίζουν το μυαλό σε σχεδόν κάθε πτυχή της καθημερινής ζωής, συμπεριλαμβανομένης της παιδική μέριμνας, της εκπαίδευσης και της οικογενειακής ζωής».
Συχνά ο τομέας της ψυχολογίας διατηρεί τρόπους κατανόησης και πρακτικές που τραβούν την προσοχή μακριά από το υλικό και το κοινωνικό υπόβαθρο της ψυχολογικής δυσφορίας. Ίσως είναι αναγκαίο να ειδωθούν εκ νέου οι άνθρωποι, η συμπτωματολογία και το τραύμα όχι ως μεμονωμένα φαινόμενα διαχωρισμένα από την αντικειμενική πραγματικότητα ή το περιβάλλον, αλλά ως διαπερασμένα και συνυφασμένα με την πολιτική, πολιτισμική και κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα στην οποία ζουν. Αν συνέβαινε αυτό, η θεραπεία θα διευκόλυνε τη βαθύτερη κατανόηση του πώς τα προσωπικά τραύματα είναι συνυφασμένα με τις κοινωνικοπολιτικές πραγματικότητες. Η συμπερίληψη αυτού του επιπέδου επεξεργασίας θα διευκόλυνε τη βαθύτερη επούλωση, θα επιτάχυνε τη θεραπευτική διαδικασία και θα αύξανε την ικανότητα των ανθρώπων να αισθάνονται και να είναι ασφαλείς.
Έχοντας κάνει αυτά τα σχόλια, νομίζω ότι το βιβλίο σίγουρα αξίζει να διαβαστεί, ιδιαίτερα από αυτούς που δουλεύουν στο χώρο του τραύματος, καθώς είναι γραμμένο με ευαισθησία από κάποια με εμπειρία δεκαετιών σε αυτό το χώρο. Έχει μερικά πολύτιμα σχόλια σχετικά με τις διαγνώσεις και τη διάγνωση και είναι πλούσιο σε πληροφορίες σχετικά με το τραύμα και τι αυτό κληροδοτεί. Τέλος, παρέχει πολλά παραδείγματα και επαναλαμβανόμενες σαφείς οδηγίες για τον τρόπο εφαρμογής παρεμβάσεων και πρακτικών για την αντιμετώπιση του τραύματος.
Αποσπάσματα από το βιβλίο:
«…. από μια νευροβιολογικά πληροφορημένη οπτική, αυτά [τα συμπτώματα] είναι «πόροι επιβίωσης» (Ogden et al., 2006), τρόποι με τους οποίους το σώμα και το μυαλό προσαρμόστηκαν για βέλτιστη επιβίωση σε έναν επικίνδυνο κόσμο. Στις χειρότερες περιστάσεις, οι πόροι επιβίωσής μας μας σώζουν —με κάποιο κόστος».
«Η αποσύνδεση (dissociative splitting) είναι μια νοητική ικανότητα, όχι απλώς ένα σύμπτωμα. Η ικανότητα γρήγορης ανάκτησης πληροφοριών και δράσης αυτόματα και αποτελεσματικά, χωρίς παρεμβολές από συναισθήματα ή παρεμβατικές σκέψεις, είναι κεντρικής σημασίας για την ικανότητα του ιατρού να σώσει ζωές. Η αποσύνδεση είναι επίσης προϋπόθεση για τον αθλητή από τον οποίο εξαρτάται η ομάδα σε μια κρίσιμη στιγμή. συμβάλλει στην ικανότητα για κορυφαία απόδοση που απολαμβάνουν ηθοποιοί, μουσικοί, δημόσιοι ομιλητές και πολιτικοί. Η αποσύνδεση γίνεται παθολογική μόνο όταν είναι ασυνείδητη και ακούσια, υπό τον έλεγχο των ερεθισμάτων. Ως νοητική ικανότητα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί συνειδητά, στοχαστικά και εθελοντικά. Ο στόχος δεν είναι να τη «θεραπεύσουμε» ή να την αποτρέψουμε, αλλά να βοηθήσουμε τους πελάτες να τη χρησιμοποιούν με σύνεση στην υπηρεσία της θεραπείας και της ανάρρωσης».
«Όσο καλύτερη είναι η ποιότητα των πρώιμων εμπειριών προσκόλλησης, τόσο μεγαλύτερη είναι η ικανότητά μας να ανεχόμαστε το άγχος / τα δύσκολα συναισθήματα καθώς εξελισσόμαστε προς την ενηλικίωση. Η ικανότητά μας να ανεχόμαστε δύσκολα συναισθήματα, να καταπραΰνουμε τον εαυτό μας και η επίτευξη μιας ολοκληρωμένης αίσθησης του εαυτού μας αργότερα στη ζωή εξαρτάται από τις αυτό-ρυθμιστικές ή αυτό-καταπραϋντικές ικανότητες που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια των πρώτων 2 ετών της ζωής (Shore, 2003), συμπεριλαμβανομένων και της ικανότητας διαδραστικής ρύθμισης (να ηρεμούμε από τους άλλους) και αυτορύθμισης (η ικανότητα να ηρεμούμε τον εαυτό μας). Η ανοχή συναισθημάτων στην ενήλικη ζωή φαίνεται να συνδέεται άμεσα με την ομαλή επιτάχυνση, φρενάρισμα και επιβράδυνση του αυτόνομου νευρικού συστήματος (Ogden et al., 2006) που αναπτύχθηκε με πολύ πρώιμες ασφαλείς σχέσεις προσκόλλησης. ”
«Ερχόμαστε στον κόσμο με έμφυτες ορμές να προσκολληθούμε, να εξερευνήσουμε, να γελάσουμε και να παίξουμε, να δεθούμε με την κοινωνική μας ομάδα και να φροντίσουμε τους νέους. Ακόμη και ως μικρά παιδιά, έχουμε έναν αναπτυσσόμενο εγκέφαλο που μας προσφέρει πόρους όπως η περιέργεια, η συμπόνια, η δημιουργικότητα και ο θαυμασμός (Schwartz, 2001). Έχουμε επίσης τη διανοητική ικανότητα της φαντασίας: αν όλα χαθούν, μπορούμε ακόμα να ονειρευόμαστε, ακόμα να φανταστούμε μια ζωή που δεν έχουμε γνωρίσει ποτέ. Όμως, κάτω από χρόνιες συνθήκες παραμέλησης, τραύματος ή φοβισμένης και τρομακτικής ανατροφής των παιδιών, τα σώματα μας οργανώνονται έτσι ώστε να δίνουν προτεραιότητα στην κινητοποίηση των ενστικτωδών αντιδράσεων άμυνας και επιβίωσης και στην πρόβλεψη / αναμονή του κινδύνου (Ogden et al., 2006; Van der Kolk, 2014). Οι «πολυτέλειες» της κανονικής προσκόλλησης, της εξερεύνησης και της μάθησης, του παιχνιδιού, ακόμη και του ύπνου και του φαγητού, μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με την υπέρ-επαγρύπνηση σε πιθανά ερεθίσματα και την ετοιμότητα για αμυντικές αντιδράσεις».