Τόποι

&

Το τραύμα του πολέμου

“Και η ιστορία; Βρίσκεται στο δρόμο. Στο πλήθος. Πιστεύω ότι στον καθένα μας υπάρχει ένα μικρό κομμάτι ιστορίας.”   Σβετλάνα Αλεξίεβιτς

“Το θάρρος στον πόλεμο και το θάρρος της σκέψης είναι δύο διαφορετικά κουράγια. Κάποτε πίστευα ότι ήταν το ίδιο.”     Σβετλάνα Αλεξίεβιτς
Η σημερινή ανάρτηση αφορά το τραύμα, τραύμα κάθε είδους και βάθους, σωματικό και ψυχικό τραύμα που προκλήθηκε σε ανθρώπους και ζώα, τραύμα τεράστιων επιπτώσεων στο φυσικό περιβάλλον, καταστροφή ανθρωπογενών πραγμάτων όπως κτίρια και γέφυρες, ιστορικά μνημεία και έργα τέχνης, και τεράστια σπατάλη χρόνου, δυνατοτήτων, προσπάθειας και πόρων. Αυτό το κομμάτι αναφέρεται στο βιβλίο της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, The Unwomanly Face of War / Το Μη Γυναικείο Πρόσωπο του Πολέμου, που καταγράφει τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέσα από τα μάτια των νεαρών κοριτσιών και γυναικών, που πολέμησαν και που οι άντρες αποκαλούσαν Μικρές Αδελφές. Πολλά κορίτσια ήταν μόλις δεκαπέντε ή δεκαέξι ετών. Προσφέρθηκαν εθελοντικά να πάνε στο μέτωπο, συχνά έπρεπε να γίνουν επίμονες για να στρατολογηθούν, νεαρά κορίτσια και γυναίκες, των οποίων τα μαλλιά άσπρισαν, από τη μια μέρα στην άλλη.

Μια γυναίκα διηγήθηκε πως όταν εμφανίστηκε ζητώντας να στρατολογηθεί, ο υπεύθυνος είχε πει: “Τι είδους Τοσοδούλα είναι αυτή; Τι θα κάνεις; Ίσως πρέπει να επιστρέψεις στη μητέρα σου και να μεγαλώσεις λίγο;” Αλλά δεν είχα πια μητέρα… Η μητέρα μου είχε σκοτωθεί κατά τη διάρκεια ενός βομβαρδισμού…» και μια άλλη είπε: «Μεγάλωσα ακόμη και κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η μαμά με μέτρησε στο σπίτι… Είχα ψηλώσει τέσσερα εκατοστά…». Μια άλλη είπε: «Γύρισα από τον πόλεμο και αρρώστησα βαριά. Για πολύ καιρό πήγαινα από το ένα νοσοκομείο στο άλλο, μέχρι που έπεσα πάνω σε έναν ηλικιωμένο καθηγητή.…  Με γιάτρευε περισσότερο με λόγια παρά με φάρμακα. μου εξήγησε την αρρώστια μου. Μου είχε πει ότι αν είχα φύγει για το μέτωπο στα δεκαοκτώ ή στα δεκαεννιά μου, το σώμα μου θα ήταν πιο δυνατό, αλλά επειδή είχα μόλις κλείσει τα δεκαέξι – ήταν πολύ μικρή ηλικία – είχα τραυματιστεί άσχημα».

Η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς γεννήθηκε στην Ουκρανία, το 1948 και έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στη Σοβιετική Ένωση και τη σημερινή Λευκορωσία, με παρατεταμένες περιόδους εξορίας στη Δυτική Ευρώπη. Έχει κερδίσει πολλά βραβεία, συμπεριλαμβανομένου του Νόμπελ Λογοτεχνίας 2015, για «τα πολυφωνικά γραπτά της, ένα μνημείο στα δεινά και το θάρρος στην εποχή μας». Θεωρήθηκε η πρώτη δημοσιογράφος που έλαβε το Νόμπελ Λογοτεχνίας, αλλά η ίδια έχει απορρίψει την ιδέα ότι είναι δημοσιογράφος και έχει ορίσει το είδος της επιλογής της ως αυτό που μερικές φορές αποκαλείται «λογοτεχνικό ντοκιμαντέρ»: μια καλλιτεχνική απόδοση πραγματικών γεγονότων, με κάποιο βαθμό ποιητικής άδειας, ένα είδος non-fiction που συγκεντρώνει μια χορωδία φωνών για να περιγράψει μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή.

Η ίδια έχει πει: “Έψαχνα για μια λογοτεχνική μέθοδο που θα επέτρεπε την πλησιέστερη δυνατή προσέγγιση της πραγματικής ζωής. Η πραγματικότητα πάντα με έλκυε σαν μαγνήτης, με βασάνιζε και με υπνώτιζε, ήθελα να την αποτυπώσω στο χαρτί.  Έτσι οικειοποιήθηκα αμέσως αυτό το είδος πραγματικών ανθρώπινων φωνών και εξομολογήσεων, μαρτυριών και ντοκουμέντων.   Έτσι ακούω και βλέπω τον κόσμο – ως ένα χορό από μεμονωμένες φωνές και ένα κολάζ καθημερινών λεπτομερειών. Έτσι λειτουργούν το μάτι και το αυτί μου. Με αυτόν τον τρόπο όλες οι πνευματικές  και συναισθηματικές μου δυνατότητες αξιοποιούνται στο έπακρο…»

Η Αλεξίεβιτς ενδιαφέρεται να ανακτήσει το μικρό, το προσωπικό, το συγκεκριμένο, τον κάθε άνθρωπο, «όχι όπως τον θεωρεί το κράτος, αλλά αυτό που είναι για τη μητέρα του, για τη γυναίκα του, για το παιδί του…» Ξεκινά το βιβλίο με αποσπάσματα από το ημερολόγιο που κρατούσε σχετικά με το βιβλίο από το 1978 έως το 1985: «Γράφω ένα βιβλίο για τον πόλεμο…. Εγώ, που δεν μου άρεσε ποτέ να διαβάζω στρατιωτικά βιβλία, αν και στα παιδικά μου χρόνια και στα νιάτα μου αυτά ήταν τα αγαπημένα αναγνώσματα όλων. Όλων των συνομηλίκων  μου. Και αυτό δεν εκπλήσσει—ήμασταν τα παιδιά της Νίκης. Τα παιδιά των νικητών». Τον πόλεμο, συνεχίζει, τον θυμόμασταν συνέχεια, στο σχολείο, στο σπίτι, στις συζητήσεις των παιδιών, σε γιορτές, γάμους, βαφτίσεις και  κηδείες.

Θυμάται ότι το χωριό των μεταπολεμικών παιδικών της χρόνων ήταν ένα χωριό γυναικών. Δεν υπήρχαν αντρικές φωνές. Γράφει: «Έτσι μου έχει μείνει: τις ιστορίες του πολέμου τις αφηγούνται γυναίκες. Κλαίνε. Τα τραγούδια τους μοιάζουν με κλάμα». Εντοπίζει τη συμμετοχή γυναικών σε πολέμους από τον τέταρτο αιώνα π.Χ., όταν οι γυναίκες πολέμησαν στους ελληνικούς στρατούς της Αθήνας και της Σπάρτης. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι γυναίκες υπηρέτησαν σε όλους τους κλάδους του στρατού σε πολλές χώρες του κόσμου: «225.000 στον βρετανικό στρατό, 450.000 με 500.000 στον αμερικανικό, 500.000 στον γερμανικό… Περίπου ένα εκατομμύριο γυναίκες πολέμησαν στον σοβιετικό στρατό. Κατέκτησαν όλες τις στρατιωτικές ειδικότητες, συμπεριλαμβανομένων των πιο «ανδροκρατικών» και «αρρενωπών» στην Ευρώπη. Χιλιάδες άλλες, σε όλη την Ευρώπη, αντιστάθηκαν στον φασισμό, όμως παρέμειναν σιωπηλές και μόνο ένα μικρό ποσοστό των μεταλλίων για τη συμμετοχή στην αντίσταση δόθηκαν σε γυναίκες.

Η Αλεξίεβιτς συνειδητοποίησε ότι στα αμέτρητα βιβλία για τον πόλεμο ανέκαθεν έγραφαν άντρες για άντρες, πάντα αντρικά λόγια. Οι γυναίκες ήταν σιωπηλές. Όμως κατά τη διάρκεια των εκατοντάδων συναντήσεων με σοβιετικές γυναίκες, που είχαν λάβει μέρος στον πόλεμο, διαπίστωσε ότι οι ιστορίες των γυναικών ήταν διαφορετικές. Ο «γυναικείος» πόλεμος είχε τα δικά του χρώματα, μυρωδιές, φωτισμούς, λέξεις και εύρος συναισθημάτων. Προέκυψε ένα ερώτημα: Γιατί, για παράδειγμα, αφού υπερασπίστηκαν και κράτησαν τη δική τους θέση σε έναν άλλοτε απολύτως ανδρικό κόσμο, οι γυναίκες δεν υπερασπίστηκαν την ιστορία τους, τα λόγια και τα συναισθήματά τους;

Η συγγραφή του βιβλίου απαίτησε πολλά ταξίδια, εκατοντάδες ηχογραφημένες κασέτες, χιλιάδες δακτυλογραφημένες σελίδες και μετά τις πρώτες 500 συναντήσεις η συγγραφέας σταμάτησε να μετράει. Η Αλεξίεβιτς γράφει: “Μια χορωδία αντηχεί στη μνήμη μου. Μια τεράστια χορωδία, μερικές φορές τα λόγια σχεδόν δεν ακούγονται, μόνο το κλάμα. Ομολογώ: Δεν πίστευα πάντα ότι ήμουν αρκετά δυνατή για αυτό το μονοπάτι, ότι μπορούσα να τα καταφέρω.” Περιγράφει αυτές τις συναντήσεις. Κάθεται με αυτές τις γυναίκες για ώρες, συχνά μια ολόκληρη μέρα, στα σπίτια τους, πίνουν τσάι, τρώνε πίτες και γλυκά, δοκιμάζουν τα ρούχα που αγόρασαν πρόσφατα, συζητούν για χτενίσματα και συνταγές, βλέπουν φωτογραφίες των εγγονιών τους και μετά, γράφει:… «έρχεται ξαφνικά αυτή η πολυαναμενόμενη στιγμή, όταν το άτομο φεύγει από τον κανόνα – από γύψο και οπλισμένο σκυρόδεμα, όπως τα μνημεία μας – και πηγαίνει στον εαυτό της. Μέσα στον εαυτό της. Αρχίζει να θυμάται όχι τον πόλεμο, αλλά τα νιάτα της. Ένα κομμάτι της ζωής της… Πρέπει να αδράξω αυτή τη στιγμή. Να μην την χάσω!»

Σε αντίθεση με τον «ανδρικό πόλεμο», που αφορά το πώς υποχωρήσαμε, πώς προχωρήσαμε, σε ποιον τομέα του μετώπου, αριθμούς και στατιστικές, οι γυναίκες «αντλούν τις λέξεις από τον εαυτό τους και όχι από εφημερίδες και βιβλία που έχουν διαβάσει — όχι από τους άλλους. Αλλά μόνο από τα δικά τους βάσανα και εμπειρίες. Τα συναισθήματα και η γλώσσα των μορφωμένων ανθρώπων, όσο περίεργο κι αν είναι, συχνά υπόκεινται περισσότερο στην επίδραση του χρόνου. Στη γενικότερη κρυπτογράφηση του. Μολύνονται από δευτερεύουσα γνώση. Από μύθους.” Για να ακούσει κανείς μια ιστορία ενός «γυναικείου», όχι ενός «ανδρικού» πολέμου, η Αλεξίεβιτς  μας λέει ότι μερικές φορές χρειάστηκε να δουλέψει σαν επίμονη ζωγράφος πορτρέτων. Και πάντοτε,  γράφει, συμμετέχουν τουλάχιστον τρία άτομα στη συζήτηση: αυτή που μιλάει τώρα, αυτή που ήταν τότε, τη στιγμή των γεγονότων, και η ίδια.

Η διαδικασία της ενθύμησης, λέει, δεν είναι ούτε μια παθιασμένη, ούτε μια απαθής αφήγηση μιας πραγματικότητας που δεν υπάρχει πια, αλλά μια νέα γέννηση του παρελθόντος, όταν ο χρόνος πηγαίνει αντίστροφα. Οι γυναίκες θυμούνται όλη τους τη ζωή και της ανοίγουν τον κόσμο τους προσεκτικά, για να την προφυλάξουν. Δάκρυσα σε πολλά σημεία, και άλλες φορές ένιωθα το σώμα μου να σφίγγεται. Κάποιες σελίδες διάβασα βιαστικά. Επίσης ένιωσα κι ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης για τα εκατομμύρια των ανθρώπων, που στάθηκαν ενάντια στον φασισμό και τον ολοκληρωτισμό, καθώς και θλίψη για το απίστευτο μέγεθος της απώλειας και το υψηλό τίμημα της νίκης. Μόνο οι Σοβιετικοί έχασαν είκοσι εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές μέσα σε τέσσερα χρόνια. Υπολογίζεται ότι συνολικά 70-85 εκατομμύρια θάνατοι προκλήθηκαν από αυτό που έχει περιγραφεί ως η πιο θανατηφόρα στρατιωτική σύγκρουση στην ιστορία. Κατά την ανάγνωση αυτού του λογοτεχνικού ντοκουμέντου, παρόν ήταν κι ένα αίσθημα ανησυχίας, για τις διαδικασίες σταδιακής λήθης που επιτρέπουν, μαζί με πολλούς άλλους παράγοντες, την άνοδο του αυταρχισμού ξανά, ανησυχία που μάλλον μοιράζομαι με πολλούς σε όλο τον κόσμο.

Στο σχολείο μαθαίνουμε πληροφορίες για τόσους πολλούς πολέμους διαφόρων ιστορικών εποχών: ημερομηνίες, μάχες, αιτίες, στατιστικά στοιχεία και αριθμό απωλειών / θυμάτων, αλλά σπάνια μας ζητείται να ασχοληθούμε με αφηγήσεις για το τι είναι πραγματικά ο πόλεμος, πέρα ​​από στρατηγικές, νίκες και ήττες. Η Αλεξίεβιτς πιστεύει ότι ο πόλεμος των «γυναικών» είναι πιο τρομερός από τον «ανδρικό». Οι άντρες κρύβονται πίσω από την ιστορία, πίσω από τα γεγονότα. Ο πόλεμος τους γοητεύει ως δράση και σύγκρουση ιδεών, συμφερόντων, ενώ οι γυναίκες κατακλύζονται από συναισθήματα. Οι άνδρες είναι επίσης προετοιμασμένοι από την παιδική ηλικία για το γεγονός ότι μπορεί να χρειαστεί να πυροβολήσουν. Οι γυναίκες δεν είναι έτοιμες να το κάνουν αυτό. Οι γυναίκες θυμούνται διαφορετικά. “Είναι ικανές να δουν αυτό που είναι κλειστό στους άνδρες. Επαναλαμβάνω για άλλη μια φορά: ο πόλεμος τους έχει μυρωδιά, έχει χρώμα, έναν κόσμο λεπτομερειών της ύπαρξης.”

Η Αλεξίεβιτς θέτει την ερώτηση του Ντοστογιέφσκι: Πόσο ανθρώπινο ον υπάρχει σε έναν άνθρωπο και πώς να προστατέψει κανείς αυτό το ανθρώπινο ον μέσα στον εαυτό του;

Γράφει ότι ένας άνθρωπος είναι πολύ περισσότερο από τον πόλεμο και καθοδηγείται από κάτι ισχυρότερο από την ιστορία. Νιώθει την ανάγκη να εμβαθύνει στον «απεριόριστο κόσμο του πολέμου», να γράψει την αλήθεια για τη ζωή και τον θάνατο γενικά, όχι μόνο την αλήθεια για τον πόλεμο. Κατανοεί τη μοναξιά του ανθρώπου που επιστρέφει από τον πόλεμο, έχοντας αποκτήσει «μια γνώση που δεν έχουν οι άλλοι, που μπορεί να την αποκτήσουν μόνο εκεί, κοντά στον θάνατο». Γράφει για την ιστορία των συναισθημάτων και της ψυχής, την ιστορία των «μικρών ανθρώπινων όντων, που πετάχτηκαν έξω από τη συνηθισμένη ζωή στα επικά βάθη ενός τεράστιου γεγονότος. Στη μεγάλη Ιστορία». Διευκρινίζει ότι δεν γράφει για τον πόλεμο, αλλά για τους ανθρώπους στον πόλεμο….. Την ενδιαφέρει όχι μόνο η πραγματικότητα που μας περιβάλλει, αλλά αυτή που είναι μέσα μας, όχι μόνο τα γεγονότα, αλλά τα γεγονότα των συναισθημάτων. Μας λέει ότι για εκείνη τα συναισθήματα είναι πραγματικότητα. Γράφει: «Από τη μια μεριά εξετάζω συγκεκριμένα ανθρώπινα όντα που ζουν σε μια συγκεκριμένη εποχή και συμμετέχουν σε συγκεκριμένα γεγονότα, και από την άλλη πρέπει να διακρίνω το αιώνια ανθρώπινο μέσα τους…… Αυτό που υπάρχει στους ανθρώπους πάντοτε».

Η Αλεξίεβιτς ρώτησε και αναρωτήθηκε για ερωτήματα όπως: Τι προκαλεί ο πόλεμος στους ανθρώπους, σωματικά και ψυχικά, τι έκανε στη ζωή τους; Τι απέγιναν οι άνθρωποι; Τι είδαν και κατάλαβαν οι άνθρωποι εκεί; Γενικά για τη ζωή και τον θάνατο; Για τον εαυτό τους, τελικά;

Μια γυναίκα μίλησε για αυτό που βιώνει κανείς αμέσως μετά τη μάχη, μετά τους σκοτωμούς: «Αμέσως μετά από μια επίθεση είναι καλύτερα να μην κοιτάξει κανείς τα πρόσωπα,· είναι εντελώς διαφορετικά πρόσωπα, όχι όπως τα πρόσωπα που έχουν συνήθως οι άνθρωποι. Οι ίδιοι δεν μπορούν να σηκώσουν τα μάτια τους ο ένας πάνω στον άλλο. Δεν κοιτούν καν τα δέντρα. Πλησιάζεις κάποιον και σου λέει: «Φύγε!…” Δεν μπορώ να εκφράσω τι είναι. Όλοι φαίνονται ελαφρώς μη φυσιολογικοί, και υπάρχει ακόμη και μια αίσθηση από κάτι κτηνώδες. Καλύτερα να μην το δεις. Μέχρι σήμερα δεν μπορώ να πιστέψω ότι έμεινα ζωντανή. Ζωντανή….. Πληγωμένη και τραυματισμένη, αλλά ολόκληρη. Δεν μπορώ να το πιστέψω…”

Το βιβλίο περιέχει ένα κομμάτι με τίτλο, Δεκαεπτά Χρόνια Μετά , 2002-2004, όπου επισκέπτεται ξανά παλιά τετράδια. Ενδιαφέρεται κυρίως για τα τετράδια, στα οποία έγραφε τα επεισόδια που διέγραφαν οι λογοκριτές, τις συζητήσεις της με τους λογοκριτές, και τις σελίδες που είχε πετάξει η ίδια, τη δική της αυτολογοκρισία και τους λόγους. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι σήμερα θα έκανε πιθανώς διαφορετικές ερωτήσεις, θα άκουγε διαφορετικές απαντήσεις και θα έγραφε ένα διαφορετικό βιβλίο, όχι εντελώς διαφορετικό, αλλά και πάλι διαφορετικό. Γράφει: “Τα έγγραφα είναι ζωντανοί μάρτυρες, δεν σκληραίνουν όπως ο ψυχρός πηλός. Δεν σιωπούν. Κινούνται μαζί μας. Τι θα ρωτούσα περισσότερο τώρα; Τι θα ήθελα να προσθέσω; Θα με ενδιέφερε… ο βιολογικός άνθρωπος, όχι μόνο ο άνθρωπος του χρόνου και των ιδεών. Θα προσπαθούσα να εμβαθύνω στην ανθρώπινη φύση, στο σκοτάδι του πολέμου, στο υποσυνείδητό μας.  Στο μυστήριο του πολέμου….. Ο ηρωισμός μας είναι στείρος, δεν αφήνει περιθώρια για την φυσιολογία ή την βιολογία.…»

Θα τελειώσω αυτό το κείμενο με δύο αποσπάσματα του βιβλίου που αφορούν τα ζώα:

«Υπήρχαν δύο τρένα που στέκονταν το ένα δίπλα στο άλλο στο σταθμό… Το ένα με τραυματίες, και το άλλο με άλογα.  Και μετά άρχισε ένας βομβαρδισμός. Τα τρένα πήραν φωτιά… Αρχίσαμε να ανοίγουμε τις πόρτες, για να σώσουμε τους τραυματίες, για να μπορέσουν να φύγουν,  αλλά όλοι έσπευσαν να σώσουν τα φλεγόμενα άλογα. Όταν οι τραυματίες ουρλιάζουν, είναι κάτι τρομερό. αλλά δεν υπάρχει τίποτα πιο φρικτό από το κλάμα των πληγωμένων αλόγων. Δεν φταίνε σε τίποτα, δεν ευθύνονται για τις ανθρώπινες πράξεις. Και κανείς δεν έτρεξε στο δάσος, όλοι έσπευσαν να σώσουν τα άλογα. Όλοι όσοι μπορούσαν. Όλοι τους!»

«Ένας πυροβολημένος άντρας ήταν ξαπλωμένος στην αυλή… Δίπλα του καθόταν ο σκύλος του. Μας είδε και άρχισε να κλαψουρίζει. Μας πήρε λίγη ώρα για να καταλάβουμε ότι μας καλούσε. Μας οδήγησε στην αγροικία… Τον ακολουθήσαμε. Στο κατώφλι κείτονταν η γυναίκα και τα τρία παιδιά του άνδρα… Ο σκύλος κάθισε δίπλα τους και έκλαψε. Πραγματικά έκλαψε σαν άνθρωπος…».

Τόποι                                                                   Η μετάφραση έχει ολοκληρωθεί (31/03/2025)

Κι ένα βιβλίο

Η σημερινή ανάρτηση περιλαμβάνει τέσσερα νέα σχέδια, μιας σειράς σχεδίων που μάλλον ολοκληρώνω ή αφήνω, τουλάχιστον προσωρινά, για πολλούς λόγους, ένας από τους οποίους είναι ο μεγάλος αριθμός σχεδίων που έφτιαξα τους τελευταίους έξι, επτά μήνες. Ήταν μια έντονη δραστηριότητα ζωγραφικής και νιώθω ότι χρειάζομαι ένα διάλειμμα. Συγκεντρώνω όλα αυτά τα σχέδια στην ενότητα Τέχνη του ιστότοπου με τον τίτλο ΤΟΠΟΙ 2024-2025. Ωστόσο, αν επρόκειτο να εκθέσω τη σειρά σε φυσικό χώρο, θα συμπεριλάμβανα μερικά από τα συνοδευτικά κείμενα ή άρθρα που έχω δημοσιεύσει μαζί με τα σχέδια γιατί είναι συμπληρωματικά ή συνυφασμένα με τις ζωγραφιές.

Δημοσιεύω επίσης ένα κομμάτι για ένα βιβλίο που διάβασα αυτές τις μέρες του Lee Siegel.

Μέρος Α

«Οδός Ευτυχίδου» [στο Παγκράτι] της Χρύσας Φάντη (εκδ. Σμίλη)

«Όσο δύσκολο σου είναι να συλλάβεις τα σημάδια του χρόνου πάνω σου, άλλο τόσο δύσκολο είναι να ακολουθήσεις προς τα πίσω τα ίχνη του, και μαζί με αυτά τα ίχνη των ανθρώπων που έζησαν σε τούτη τη συνοικία, να πλανηθείς σε στέκια γνωστά, μαγαζιά απ’ όπου ψώνιζες διάφορα πράγματα που για χρόνια φύλαγες αχρησιμοποίητα και άλλα που, χωρίς δεύτερη σκέψη, την ίδια κιόλας μέρα τα πετούσες· να απαριθμήσεις εκείνα που, από τη μια μέρα στην άλλη, κατέβασαν ρολά χωρίς να δώσουν τη σκυτάλη σε άλλα, να τα επαναφέρεις στη μνήμη σου, αν και δεν γνωρίζεις ή δεν βρίσκεις τον λόγο. […] Ακόμα κι αν σου επιτραπεί η πρόσβαση, πολύ φοβάσαι ότι θα σου είναι σχεδόν ακατόρθωτο να επαναφέρεις την αίσθηση της ρουτίνας και της καθημερινότητας των παλιών ενοίκων της, να ανακαλέσεις το ηχητικό αποτύπωμα των ομιλιών και των καβγάδων τους που κάποτε έφταναν στ’ αυτιά σου· τη θέση τους θα έχει πάρει η γρήγορη αποσάρθρωση, η αργή αλλά βέβαιη αποσύνθεση του μπετόν, οι υπόκωφοι τριγμοί του τσιμέντου, τα μισοσαπισμένα κουφώματα και τα στιγματισμένα πατώματα, σημάδια μια συνοικίας που τα τελευταία χρόνια πνέει τα λοίσθια» (σελίδες 375-376).

Περί ιστορικής διατήρησης

Στο άρθρο της, To Πανεπιστήμιο La Salle Απειλεί τα Τοπόσημα της Germantown / La Salle University Threatens Germantown Landmarks, η Arielle Harris γράφει: «Δεδομένου του ιστορικού κατεδαφίσεων του La Salle, αυτό που επιβιώνει στην πανεπιστημιούπολη από τα τέλη του 19ου αιώνα καθίσταται ακόμη πιο ιδιαίτερο. Το κτίριο στην 2101 W. Clarkson Avenue [The Mary & Frances Wister Studio at 2101 W. Clarkson Avenue…. εγκρίθηκε ομόφωνα από την Ιστορική Επιτροπή της Φιλαδέλφεια για εγγραφή στο τοπικό μητρώο…….] και το Little Wakefield έχουν μοναδικές ατομικές ιστορίες και συμβάλλουν σε ένα ευρύτερο ιστορικό τοπίο που δημιουργήθηκε από εξέχουσες οικογένειες Κουάκερων στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, και ως εκ τούτου αξίζει να χαρακτηριστούν και να προστατευτούν από  κατεδάφιση (https://hiddencityphila.org/2017/02/la-salle-threatens-germantown-landmarks/).

Μέρος Β

Πρόλογος

Το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Lee Siegel, ενός ευρέως δημοσιευμένου κριτικού του πολιτισμού και της πολιτικής, και συγγραφέα πέντε προηγούμενων βιβλίων, αφορά τη ζωή του από την παιδική ηλικία μέχρι τα μέσα της δεκαετίας των είκοσι. Είναι ένας θαρραλέος, ειλικρινής προβληματισμός για τη ζωή και την ταξική καταγωγή του, και το πώς τα χρήματα ή μάλλον η έλλειψή αυτών, επηρεάζουν και αποδομούν οικογένειες και όνειρα. Ο Siegel περιγράφει και αναλύει το μεγάλωμα του στο Νιου Τζέρσεϊ χωρίς φειδωλότητα, αποκαλύπτοντας συναισθηματικές ουλές και τραύματα. Χαρτογραφεί τις οικογενειακές κληρονομιές που τον διαμόρφωσαν με ψυχολογικά τεκμηριωμένη ενδοσκόπηση και διορατικότητα, ρίχνοντας φως τόσο στη μετάδοση των τραυμάτων από γενιά σε γενιά, όσο και στις καταστροφικές επιδράσεις της έλλειψης χρημάτων και της φτώχειας. Είναι επίσης ένα πορτρέτο του συγγραφέα, μια ιστορία του αγώνα του να σπάσει τα εμπόδια που ορθώνουν η οικογένεια, η ταξική καταγωγή και τα χρήματα, προκειμένου να αποκτήσει την ελευθερία να επιλέξει τον δικό του δρόμο στη ζωή.

Είναι αναζωογονητικό το γεγονός ότι ο Siegel εντάσσει την ιστορία της ζωής του εντός του ευρύτερου κοινωνικό-οικονομικού πλαισίου. Μιλάει για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στην Αμερική, την ταξική καταγωγή, το χρήμα, τη φτώχεια, τις αρχές και την εξουσία: “Άρχισα να τρέμω. Μια συνάντηση με την εξουσία έχει παρόμοιο αποτέλεσμα με ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα. Σε ξυπνά αμέσως από τον καθημερινό λήθαργο της οικειότητας και της ρουτίνας, και σε κάνει να νιώθεις ότι κατοικείς σε ένα όνειρο.” Γράφει για μια κοινωνία, στην οποία η έλλειψη χρημάτων, και ο αγώνας για την απόκτησή τους, μπορεί να μετατρέψει τις αθώες αδυναμίες των ανθρώπων σε όπλα αυτοκαταστροφής. Υπάρχουν πολλά νήματα που διατρέχουν αυτήν την αφήγηση, αλλά η τάξη και το χρήμα, συχνά θέματα ταμπού που συνήθως δεν βρίσκονται στο επίκεντρο των απομνημονευμάτων, είναι κεντρικά εδώ. Τέλος, τα απομνημονεύματα του Siegel δεν αποτελούν μόνο ένα κοινωνικοπολιτικό σχόλιο, αλλά έχουν και ψυχολογικό βάθος που αντικατοπτρίζει τη δική του ενασχόληση με την ψυχανάλυση / ψυχοθεραπεία, όπου μεταξύ άλλων έχει εξερευνήσει τις διαδικασίες απόκτησης χρημάτων, αποταμίευσης και συνετής χρήσης, και τους φόβους του σχετικά με τη φιλοδοξία.

Καταγωγή

Το βιβλίο ξεκινά με τον συγγραφέα να αποκαλύπτει την καταγωγή του, μέσα από τις ιστορίες των παππούδων του. Ο παππούς του από τη μεριά της μητέρας του, ο Μένκα, μια σημαντική προσωπικότητα στη ζωή του συγγραφέα, με τα μικρότερα αδέρφια του, είχε ταξιδέψει στην Αμερική, μετά το πογκρόμ της Οδησσού το 1905, κατά το οποίο είχε σκοτωθεί μεγάλο μέρος της οικογένειάς τους. Ο Σίγκελ γράφει για τις ιστορίες που άκουσε από τον παππού του: «Καθώς έλεγε την ιστορία της φυγής του σε μια νέα ζωή, με τις κραυγαλέες παραλείψεις, τις υπερβολές και πιθανώς χοντρές  παραποιήσεις, το πρόσωπό του αποκτούσε μια αστραφτερή σαρδονική όψη, σκληρό και έντονο που άγγιζε την κακία. Δεν θα μπορούσε κανείς να φανταστεί αυτό το πρόσωπο να ζαρώνει σε δάκρυα, αν δεν είχε βρει την εξίσωση μεταξύ υπερβολικού αισθήματος και έλλειψης ενσυναίσθησης». Στην Αμερική ο Μένκα εργάστηκε σε διάφορες δουλειές έως ότου βρήκε μια θέση στο ξενοδοχείο President στην Times Square, πολύ αγαπητό από την καλλιτεχνική ελίτ του Χάρλεμ. Ο Siegel περιγράφει πώς το γεγονός ότι ο παππούς του δούλευε, όχι για πλούσιους λευκούς, αλλά για πλούσιους μαύρους, του άφησε μια μόνιμη εντύπωση. Η γιαγιά του, Ρόουζ, σύζυγος του Μένκα, γεννήθηκε στο Μινσκ και είχε μεταναστεύσει στην Αμερική με τους γονείς της τη δεκαετία του 1920. Και αυτή είχε χάσει την οικογένειά της. Οι τέσσερις μεγαλύτερες αδερφές της με τους συζύγους και τα παιδιά τους είχαν παραμείνει στο Μινσκ και είχαν πυροβοληθεί σε ομαδικό τάφο από τους Ες Ες μετά την εισβολή των Ναζί στη Σοβιετική Ένωση.

Οικογένεια

Ο Siegel πιστεύει ότι, πάνω απ’ όλα, ήταν η αμοιβαία ευαλωτότητα που τράβηξε τους γονείς του τον έναν κοντά στον άλλο, καθησυχασμένοι και οι δύο ότι ο άλλος δεν ήταν ικανός να προκαλέσει πόνο, και ότι βρέθηκε ανάμεσα σε δύο γονείς με καλλιτεχνικά ταλέντα και φιλοδοξίες, έναν αναποτελεσματικό πατέρα και μια μητέρα με βίαια ξεσπάσματα και μια μάλλον ιστριονική προσωπικότητα.

Η μητέρα του ήταν μια επίδοξη ηθοποιός, η οποία αφού δήλωσε στον παππού του ότι ήθελε να γίνει ηθοποιός και τραγουδίστρια, δέχτηκε ένα χαστούκι και μια σύντομη ομιλία για όλες τις ηθοποιούς που αυτός πίστευε ότι ήταν πόρνες, ανατρέποντας τη φιλοδοξία της σε μια στιγμή. Ο Σίγκελ γράφει: «Ο Μένκα μπορούσε να μετατρέψει τη μητέρα του από σύζυγο και μητέρα σε κοριτσάκι. Πάγωνε και άρχιζε να τραυλίζει». Η μητέρα του ανήμπορη να επεξεργαστεί τα τραύματά της κληροδότησε το τραύμα και τους τρόπους των προγόνων της.

Ο πατέρας του, πιανίστας της τζαζ και ερασιτέχνης ζωγράφος, εγκατέλειψε την καριέρα του για να βρει δουλειά ως μεσίτης προκειμένου να πληρώσει τους λογαριασμούς. Ήταν ένας ευγενικός, αξιοπρεπής άνθρωπος, που συγκέντρωσε ένα συντριπτικό χρέος στην κτηματομεσιτική εταιρεία στην οποία εργαζόταν, η οποία του πλήρωνε προκαταβολή έναντι μελλοντικών προμηθειών. Όταν η ύφεση χτύπησε στα μέσα της δεκαετίας του ’70, τελείωσαν οι προμήθειες και δεν μπόρεσε να αποπληρώσει την εταιρεία. Αυτό οδήγησε σε απόλυση, ανεργία, προβλήματα με το νόμο, διαζύγιο και χρεοκοπία ενώ ο Siegel ήταν στο κολέγιο. Τελικά κατέληξε να κάνει μαθήματα πιάνου και να ζει μέσα στη φτώχεια.

Σχετικά με τον πατέρα του, ο Σίγκελ σημειώνει, “Είχε και μια άλλη εξαιρετική ιδιότητα. Είχε καλοσύνη. Άλλοι άντρες, οι άντρες με τους οποίους είχε δουλέψει ως κτηματομεσίτης, ανταμείφθηκαν για την ψυχρότητα τους και συχνά για την ανεντιμότητα τους, ενώ αυτός, ο Μονρόε Σίγκελ, που δεν έβλαψε ποτέ και δεν θα έβλαπτε ποτέ κανέναν, αναγκάστηκε να στενάξει και να σκοντάψει από την καλοσύνη του, γιατί δεν μπορούσε να λειτουργήσει σε ανάλογη απόσταση από τα συναισθήματά του. Δεν θα άξιζε η καλοσύνη ένα εισόδημα;»

Το θέμα της καλοσύνης, εμφανίζεται σε διάφορα σημεία του βιβλίου. «Η καλοσύνη», γράφει, «θεωρητικά μιλώντας, γεννά καλοσύνη. Την επόμενη φορά που θα στέκεστε πίσω από το υπερφορτωμένο καρότσι σας στη σειρά στο σούπερ μάρκετ, προσκαλέστε τον ήσυχο, στοχαστικό νεαρό άνδρα που περιμένει πίσω σας με ένα μπουκάλι κόκα-κόλα και μια μπάρα Snickers στα χέρια του, να περάσει μπροστά. Όταν εισβάλει στον κινηματογράφο όπου κάθεστε με τη γυναίκα και τα παιδιά σας, πυροβολώντας ανθρώπους στις θέσεις τους με ένα ημιαυτόματο τουφέκι και επτά πιστόλια, μπορεί να σας αναγνωρίσει και να επιτρέψει σε εσάς και την οικογένειά σας να ζήσετε. Οι άνθρωποι συχνά θυμούνται τα ωραία πράγματα που κάνετε. Αλίμονο, η σκληρότητα ως απάντηση στη σκληρότητα είναι μάλλον πιο βέβαιη παρά η αμοιβαιότητα της καλοσύνης. Το σπρώξιμο στην παιδική χαρά ή στο μπαρ προκαλεί ένα άλλο σπρώξιμο… Μια προσβολή, μόλις ενσωματωθεί στο νου κάποιου, μεταλλάζεται σε οργή».

Αλλού, αναφέρεται σε μια πολύ πλούσια και πολύ καλλιεργημένη φίλη του συγγραφέα, η οποία κάποτε περιέγραψε κάποιον ως «σχεδόν παθολογικά καλόκαρδο», κάτι που τον τάραξε και τον μπέρδεψε. Μας ρωτά: «Αν η καλοσύνη ενός ανθρώπου προκαλεί την καταστροφή του, τότε η παθολογία δεν βρίσκεται στην άλλη πλευρά;»

Σχετικά με τον μικρότερο αδερφό του, ο Siegel μας λέει ότι δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν έναν ισχυρό δεσμό και να παρηγορήσουν ο ένας τον άλλον. Η μητέρα του ήταν υπεύθυνη για αυτό το αδιέξοδο γιατί ως μοναχοπαίδι δεν μπορούσε να φανταστεί πως θα μπορούσε να μοιραστεί την αγάπη τους, κι ένιωθε ότι απειλείται από την πιθανότητα μιας συμμαχίας μεταξύ των αδερφών και μερικές φορές θεωρούσε το μεγαλύτερο παιδί της ως αντίπαλο. Γράφει: “Αναζήτησε την πλήρη αποξένωση του ενός από τον άλλον… Αυτός ήρθε πιο κοντά της, αλλά ταυτόχρονα κατάφερε να κρατήσει τις αποστάσεις του. Εγώ κινήθηκα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Παρ’ όλη τη δυσαρέσκεια μου για εκείνη, δεν άντεχα να υποφέρει η μητέρα μου.”

Ο ίδιος ο Σίγκελ ήταν ένα ασθματικό παιδί, που σε ηλικία έντεκα ετών έπαθε πνευμονία. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι για εβδομάδες ή μήνες κάθε φορά, παρακολουθούσε τηλεόραση και διάβαζε τις στοίβες των βιβλίων που έφερνε η μητέρα του από τη δημόσια βιβλιοθήκη. Έβρισκε παρηγοριά, χαρά και δύναμη, στα βιβλία και την πνευματική ονειροπόληση, στο κωμικό του ταλέντο και την ικανότητά του να κάνει τους ανθρώπους να γελούν, καθώς και σε μια εσωτερική φωνή που επινόησε, που σχολίαζε τα δύσκολα ή οδυνηρά γεγονότα με αποστασιοποίηση. Ανάμεσα στα πολλά βιβλία που διάβασε ήταν και αμέτρητα βιβλία για το Ολοκαύτωμα. Ο Siegel περιγράφει την τότε εμμονή του  με το Ολοκαύτωμα, ως ένα ακούσιο πάθος. Αναφέρεται σε ένα απόσπασμα ενός από τα βιβλία που όπως λέει θάφτηκε στη φαντασία του, στο οποίο ένας αξιωματικός των Ες Ες μουρμουρίζει αφηρημένα σε έναν Εβραίο που τον βρίσκει ενοχλητικό: Καλύτερα να αυτοκτονούσες; Ο τρόφιμος ανασήκωσε τους ώμους του και μετά κρεμάστηκε.

Η προσπάθειά του να ξεφύγει από το σπίτι και να κυνηγήσει την κλίση του να γράψει, τον ώθησε στο κολέγιο, στη Νορβηγία, και τελικά στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Μέσα από μια σειρά από μετακινήσεις και ταπεινές δουλειές και πολυκαταστήματα, όπου έβρισκε δουλειά, ονειρεύεται το άσυλο ενός καλού πανεπιστημίου. Για να το κάνει αυτό, παίρνει δάνεια, όταν ρεαλιστικά δεν μπορεί να κερδίσει αρκετά χρήματα για να τα αποπληρώσει, κατά κάποιο τρόπο, επαναλαμβάνοντας άθελά του την πορεία του πατέρα του. Εγκιβωτίζει έξοχα αυτή την πορεία του στο δεδομένο  κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο. Όπως σημειώνει ο συγγραφέας, ο Τσαρλς Μάνσον εξέτιε ποινή στη φυλακή, στο Βιετνάμ έριχναν βόμβες ναπάλμ, οι “γενοκτονικοί” Ερυθροί Χμερ ανέβαιναν στην εξουσία, οι κολλητοί του Νίξον είχαν εισβάλει στο ξενοδοχείο Γουότεργκεϊτ και ο πατέρας του ήταν μόνος σε ένα νοικιασμένο δωμάτιο…. Εν τω μεταξύ, μας λέει αντιλαμβανόταν τα γεγονότα «ως απομονωμένα μεταξύ τους από αναπόφευκτες ρήξεις», ανίκανος να κατανοήσει τη σημασία της αιτίας και του αποτελέσματος στη ζωή, περιμένοντας πάντα να συμβεί κάτι. Γράφει: «Αυτή ήταν η φύση της πραγματικότητας. Ξαφνικά, εκεί που νόμιζες ότι είχες κάνει ένα μικρό βήμα προς το μέλλον που ήθελες για τον εαυτό σου, έπεφτες μέσα από μια καταπακτή».

Χρήματα και κοινωνική τάξη

Το χρήμα, όπως ανέφερα παραπάνω, είναι ένα νήμα που διατρέχει όλη την ιστορία από την αρχική περιγραφή της πανσελήνου που λάμπει σαν «πυρακτωμένο νόμισμα» μέχρι τα επόμενα γεγονότα και τον σημαντικό ρόλο που έπαιξαν τα χρήματα στη διάλυση της οικογένειάς του. Όσον αφορά την οικονομική κατάσταση του παππού και της γιαγιάς του γράφει: «Αυτοί [οι παππούδες του] επέπλευσαν στη ζωή επειδή το νοίκι τους προστατευόταν από την πόλη / το κράτος και μέσω των μέτριων αποταμιεύσεων του Μένκα». Αργότερα αναφέρει, «Όπως η μυρωδιά από μια διαρροή αερίου, τα χρήματα άρχισαν να εισχωρούν σε κάθε πτυχή της σχέσης τους». Αν η μητέρα μου ήθελε χρήματα για να αγοράσει κάτι, ο Μένκα έλεγε ΟΧΙ. Σχετικά με τους γονείς του αναφέρει: «Στα μάτια μου, τα γεμάτα φρίκη, η υλική ανησυχία, τους συρρίκνωνε σε αντιπαλλόμενα κομμάτια ύλης, σε αντικείμενα…».

Ο Siegel αναρωτιέται αν το χρήμα είναι ένα φυσικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ύπαρξης και αν θα υπήρχε το ισοδύναμο του χρήματος σε οποιονδήποτε κόσμο, σε οποιοδήποτε σύμπαν, όπως πρέπει να υπάρχει το ισοδύναμο του οξυγόνου οπουδήποτε υπάρχει ανθρώπινη ζωή ή αν το χρήμα ως η αφαίρεση των πάντων, είναι κάτι τεχνητό το οποίο τα ανθρώπινα όντα πρέπει να αντιμετωπίσουν, «κουρασμένοι από γενιά σε γενιά, πολιορκημένοι, εξοργισμένοι, απηυδισμένοι….» Αναφέρεται στον Ολλανδό φιλόσοφο Σπινόζα, ο οποίος έγραψε ότι «τα χρήματα μάς έχουν παρουσιάσει μιαν αφαίρεση των πάντων». Αναλογίζεται πώς το χρήμα είναι το μέσο για την ανθρώπινη επιθυμία να κατέχει: έδαφος, αντικείμενα, ακόμη και άλλα ανθρώπινα όντα, και πώς φέρνει τα πάντα κοντά, αλλά και για το πρόβλημα της απόκτησης χρημάτων. Ως αποτέλεσμα, σχολιάζει, «κάθε προσπάθεια, ή ώθηση, διάνοιας, θέλησης και συναισθήματος γίνεται τελικά ένα οικονομικό γεγονός».

Σκέφτεται αν η αμφιβολία για τον εαυτό του και η έλλειψη αυτοπεποίθησης του πατέρα του θα είχαν διαφορετική έκβαση, αν τα χρήματα δεν ήταν το μέσο με το οποίο είχαν επιφέρει το αποτέλεσμα. Ο πατέρας του ήταν ένας αθώος, κι είχε απομακρυνθεί από το βασίλειο της μουσικής, όπου είχε λάβει και προσφέρει ευχαρίστηση, και που ήταν ο κόσμος στον οποίο ένιωθε άνετα, και είχε βρεθεί σε έναν κόσμο υπολογιστικής σκληρότητας, των επιχειρήσεων. Γράφει: “Αλλά όποιες δυνάμεις χαρακτήρα και περιστάσεις καθόρισαν τη σχέση του πατέρα μου με το χρήμα, το χρήμα ήταν ο αποφασιστικός παράγοντας σε όλα όσα συνέβησαν. Σε ένα σύμπαν ή μια κοινωνία, όπου τα χρήματα δεν θα είχαν τόσο σοβαρές συνέπειες, η προσωπικότητά του θα είχε άραγε καταστρέψει τη ζωή του;”

Ο Siegel ορίζει τη φτώχεια ως ένα είδος τρόμου, μια ασθένεια που εισέρχεται στο μεταβολισμό και μια περίσταση που καταναλώνει το μέσα μας, και καθώς κάποιος προσαρμόζεται στη φτώχεια, ακόμα κι όταν αγωνίζεται να ξεφύγει από αυτήν, ενισχύει τις δυνάμεις που τον κρατούν εκεί. Θέτει το ερώτημα: γιατί προσωπικές ιδιότητες όπως το πνεύμα, η καλοσύνη και η ευφυΐα που η κοινωνία ισχυρίζεται ότι εκτιμά, η ίδια κοινωνία δεν ενδιαφέρεται να διατηρήσει εάν αυτές οι ιδιότητες είναι το μόνο που έχει να προσφέρει ένα άτομο. Ο Siegel διακρίνει επίσης μεταξύ έλλειψης χρημάτων, φτώχειας και έσχατης φτώχειας.

Παραθέτω δύο σχετικά αποσπάσματα που δημιουργούν σαφείς οπτικές εικόνες για το πως είναι να ανησυχεί κανείς συνεχώς για χρήματα ή ακόμα χειρότερα το να μην έχει καθόλου χρήματα…..

“Ένα διάσημο εξώφυλλο περιοδικού απεικονίζει τον νοητικό χάρτη του κόσμου του μέσου Νεοϋορκέζου ως αποτελούμενο από ένα τεράστιο πρώτο πλάνο που είναι το Μανχάταν, μετά το οποίο εμφανίζεται ένα μικρό ορθογώνιο που αντιπροσωπεύει την υπόλοιπη χώρα, ακολουθούμενο από τον ελάχιστα ορατό υπόλοιπο κόσμο. Αν είχατε ανασκάψει (διερευνήσει) τον νου των γονιών μου και των γονιών των φίλων μου, θα είχατε βρει έναν χάρτη του κόσμου με τη μορφή ενός γιγαντιαίου τραπεζιού κουζίνας. Στη μέση της Formica επιφάνειάς ήταν στοιβαγμένος ένας τεράστιος σωρός από λογαριασμούς και μικρά βιβλία ταμιευτηρίου με εξώφυλλα βινυλίου. Ο σωρός αντιπροσώπευε τη ζωή τους στο βόρειο Νιου Τζέρσεϊ. Σπρωγμένα στην άκρη του τραπεζιού, οι αλατοπιπεροθήκες και η θήκη για τις χαρτοπετσέτες αντιπροσώπευαν την υπόλοιπη χώρα και τον υπόλοιπο κόσμο. Οι οικονομικές συγκεντρώσεις γύρω από το τραπέζι της κουζίνας ήταν εβδομαδιαίες, μερικές φορές νυχτερινές τελετουργίες για τους γονείς μας».

“Αυτοί οι άνθρωποι, καθισμένοι ή ξαπλωμένοι στο πεζοδρόμιο, πιεσμένοι στο πλάι ενός κτιρίου, έβρισκαν καταφύγιο στις εφημερίδες. Κάλυπταν τους εαυτούς τους με σελίδες των New York Times ή της Daily News ή της Post καθώς κοιμόντουσαν. Το βρήκα σκληρά ειρωνικό το ότι άνθρωποι τόσο πληγωμένοι από τα ψυχρά, σκληρά γεγονότα της ζωής αναζητούσαν προστασία από κάτω τους. Ή ένιωθαν ενστικτωδώς ότι η ορθολογική οργάνωση των γεγονότων από την εφημερίδα θα τους προστάτευε. Οι άστεγοι και οι τελετουργίες τους με ανησυχούσαν».

Τέλος, θίγει το ζήτημα της αξιοκρατίας και την πραγματικότητα της αμερικανικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Σχετικά με το τελευταίο δεν μπορεί κανείς να μην αναρωτηθεί γιατί η πλουσιότερη χώρα στον κόσμο δεν έχει καταφέρει να προσφέρει δωρεάν τριτοβάθμια εκπαίδευση [πολλές μικρότερες και φτωχότερες χώρες το έχουν πετύχει, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό]. Δεν μπορεί κανείς επίσης να μην αναρωτηθεί για τα υψηλά δίδακτρα και την επικρατούσα πραγματικότητα των φοιτητικών δανείων και χρεών. Ο Siegel γράφει ότι η ιδέα μιας κοινωνίας που βασίζεται στην αξιοκρατία είναι αξιοθαύμαστη, αλλά πέρα ​​από αυτό, υπάρχει ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν πραγματικά τα πράγματα. Αναφέρεται στα κοινοτικά κολέγια για τους φτωχούς και στα κρατικά σχολεία, όπου τα παιδιά της μεσαίας τάξης μπορούν επίσης να πάρουν πτυχίο, αλλά «αφού αποφοιτήσουν αναλώνουν το νεότερο, πιο ζωτικό κομμάτι της ζωής τους ως σκλάβοι στο χρέος που συσσώρευσαν για να πάνε στο κολέγιο, ανίκανοι να αγοράσουν σπίτι, να δημιουργήσουν οικογένεια ή να ακολουθήσουν τα ταλέντα τους. Δεν είναι σε θέση, δηλαδή, να βάλουν τις βάσεις για τα δικά τους παιδιά προκειμένου να μετακινηθούν οι σκάλες των κληρονομημένων προνομίων  που συνθέτουν την όμορφη ιδέα της αμερικανικής αξιοκρατίας και να ανέλθουν τα ίδια στην κοινωνία……».

Τόποι

και ελληνικότητα……

«Η ελληνικότητα υποδηλώνει το ριζικό φαντασιακό μας που με τα βιώματα και την παιδεία του λαού αποκτά ιστορικό και κοινωνικό χαρακτήρα. Δεν εκφράζει την ταυτότητα -το ποιοι είμαστε και το τι κάνουμε-, αλλά την κοινωνική και εθνική αυτεπίγνωση όσον αφορά τους πόθους, τις ανάγκες και τις δυνατότητες χειραφέτησής μας από σκοταδιστικές προκαταλήψεις ενισχύοντας την αυτενέργεια σχετικά με τον προσανατολισμό και την προοπτική ενός βιώσιμου μέλλοντος». Αλεξάνδρα Δεληγιώργη

«Η ιστορική αυτοσυνείδηση που απηχεί η έννοια της ελληνικότητας προκύπτει από τη σχέση μας με την πολύπλευρη παράδοση μιας μακραίωνης ιστορίας και αυτό καθιστά αναγκαίο μια σύνθετη και ολιστική προσέγγιση». Αλεξάνδρα Δεληγιώργη

Στην σημερινή ανάρτηση υπάρχουν δύο νέα σχέδια ελληνικών και άλλων τόπων και μια μικρή αναφορά στο πολύ πυκνό, απαιτητικό κι ενδιαφέρον βιβλίο της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη, ΣΎΓΧΡΟΝΑ ΚΆΤΟΠΤΡΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑΣ: Ιδεολογίες και Ιδεολογήματα τον 20ο αιώνα

Η σύνθετη και δύσκολη συζήτηση σχετικά με την ελληνικότητα ξεκίνησε πολλούς αιώνες πριν, συστηματοποιήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, εντάθηκε με την γενιά του ’30, και συνεχίζεται στον ένα ή τον άλλο βαθμό ως τις μέρες μας. Η ελληνικότητα είναι δυναμική μέσα σε κοινωνίες εν κινήσει, και όπως αναφέρει η Δεληγιώργη είναι έννοια σύνθετη, δύσκολη, όχι σταθερή και αναλλοίωτη στο χρόνο, κι επικίνδυνη σε περίπτωση που δώσει λαβή σε εθνικιστικές ιδέες και φυλετισμούς. Ο Γεώργιος Σεφέρης υποστήριξε ότι περιλαμβάνει τα: «χαρακτηριστικά των αληθινών έργων που θα έχουν γίνει από Έλληνες». Ο Μίκης Θεοδωράκης ορίζει την έννοια της ελληνικότητας ως πνευματική κατάκτηση, ως κώδικας και στάση ζωής, ως μορφή και εργαλείο δημιουργικότητας, ως συλλογική πολιτισμική συνείδηση, ως ένα ισχυρό εσωτερικό αίσθημα βαθιά ριζωμένο στην ιστορική μνήμη και την εθνική εμπειρία που αποτελείται από ένα σύνολο πολιτιστικών αξιών που στο κέντρο τους εμπεριέχουν την ελληνική γλώσσα και σκέψη, το ελληνικό ήθος, την τέχνη και τις ανθρωποκεντρικές αξίες του ελληνικού πνεύματος. Άλλοι επισημαίνουν ότι ένας τρόπος για να προσεγγίσει κανείς τον όρο ελληνικότητα είναι να παρατηρήσει πως λειτουργεί σε διάφορα κοινωνικό-πολιτικά και πολιτισμικά πλαίσια και ποιες επικοινωνιακές ανάγκες εξυπηρετεί. Άλλοτε πάλι η υπεραπλουστευτική παρουσίαση ζητημάτων της ιστορίας, της φιλοσοφίας, της λογοτεχνίας και της τέχνης οδηγεί σε άκριτη αποδοχή ή απόρριψη της.

Τι εννοούμε όμως τελικά με τον όρο ελληνικότητα; Μήπως είναι τα   χαρακτηριστικά της ελληνικής ζωής και κουλτούρας, είναι αίσθημα ή αυτοσυνείδηση, η ελληνική ταυτότητα ή κάποιο τεκμήριο ιθαγένειας, ή τα στοιχεία τα οποία επεξεργάζεται κάποιος συγγραφέας ή καλλιτέχνης  για να δώσει στο έργο του ελληνικό χρώμα;

Ο όρος ή η έννοια της ελληνικότητας κατανοείται ή ορίζεται διαφορετικά από διαφορετικούς ανθρώπους και συλλογικότητες, καθώς έχουν διαφορετικά βιώματα και ξεκινούν από διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες. Δεν υπάρχει μόνο μια ταυτοτική περιγραφή που ορίζει την Ελλάδα. Επίσης υπάρχουν οι επίδημοι, παρεπίδημοι και απόδημοι, πρώτες, δεύτερες και τρίτες γενιές της διασποράς με ελληνικές ρίζες. Προσωπικά μ’ ενδιαφέρει ως ερώτημα, ως φαινόμενο εξερεύνησης, ως βιωματική εμπειρία εν κινήσει. Η Ελλάδα δεν είναι ο γενέθλιος τόπος, αλλά οι ρίζες μου είναι Ελληνικές. Είμαι η σύνθεση δυο τόπων, γλωσσών και πολιτισμών. Κατοικώ στη χώρα από την πρώτη γυμνασίου, μισόν αιώνα. Ταξίδεψα το λίγο που μπόρεσα, για να γνωρίσω το φυσικό τοπίο, την αρχιτεκτονική, τις γεύσεις, την τέχνη, το παρελθόν και το παρόν της.

Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη [Σπούδασε φιλοσοφία στο Α.Π.Θ και κοινωνιολογία/εθνολογία στην Σορβόννη. Είναι ομότιμος καθηγήτρια φιλοσοφίας (Α.Π.Θ). Έχει εκδώσει δοκίμια, φιλοσοφικές μελέτες, μυθιστορήματα και διηγήματα. Έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου και το Βραβείο «Νίκος Θέμελης».]έγραψε το βιβλίο, ΣΎΓΧΡΟΝΑ ΚΆΤΟΠΤΡΑ ΤΗ Σ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑΣ, στη διάρκεια μιας δεκαετίας σε μια φάση της κρίσης, που όπως αναφέρει η ίδια, η μελλοντική έκβαση της για την χώρα μας ήταν λιγότερο ορατή απ’ όσο είναι σήμερα. Χρειάστηκε μας λέει να διαβάσει πολλά για τους ελληνιστικούς χρόνους, το Βυζάντιο, την ενετοκρατία την τουρκοκρατία, τον 19ο αιώνα για να μπορέσει να συνομιλήσει με τα κείμενα εμβληματικών συγγραφέων μας του 20ού αιώνα που προβληματίστηκαν για την ελληνικότητα, έννοια που υπονοεί την αυτοσυνείδηση του έθνους / λαού όπως διαμορφώνεται από τη ζωντανή σχέση του με μια μακραίωνη παράδοση, μοναδική σε έκταση, ποικιλία και βάθος.

Στο βιβλίο της υιοθετεί ιστορικό-κριτικές προσεγγίσεις για να εξετάσει κείμενα σημαντικών μορφών που σημάδεψαν τον 20ο αιώνα με τις ιδέες τους [για την ελληνικότητα] που ήταν καρπός του τρόπου πρόσληψης της παράδοσης του Ελληνισμού και του βαθμού ιστορικής αυτοσυνείδησης που συναποκόμισαν. Οι ιδέες τους, προϊόντα του προβληματισμού τους για τον προορισμό της σύγχρονης Ελλάδας, και αναπαραγόμενες ανεξέταστα και χωρίς να συζητηθούν  ευρέως απέκτησαν εμβληματικό χαρακτήρα για πολιτικό-ιδεολογικούς λόγους, διαμορφώνοντας  τον ιδεολογικό ορίζοντα του 20ου αιώνα.

Στον πρόλογο γράφει πως αν έννοιες και κατηγορίες της σύγχρονης σκέψης είχαν αφομοιωθεί και κατανοηθεί στην ώρα τους, ο κίνδυνος της κοινωνικό-πολιτικής οπισθοδρόμησης μας δεν θα ήταν τέτοιου μεγέθους. Σημειώνει ότι χωρίς προβληματισμό γύρω από ιδέες και μεθοδεύσεις που έχουμε μετατρέψει σε σταθερές δεν είναι δυνατόν να προκύψουν οι απαραίτητες νέες ιδέες και νέα μορφώματα στην παιδεία, στην θεωρία, στην κριτική, στην πολιτική, στην οικονομία.

Η Δεληγιώργη αναφέρει ότι στο ασφυκτικό κλίμα της νέας πτώχευσης που ξεκίνησε το 2010 άρχισε να πλανάται το ερώτημα για τους λόγους που είχαμε πειστεί  ότι δεν είχε νόημα να μάθουμε τι ήταν για τους Έλληνες στοχαστές η Ελλάδα της Φύσης, της Ιστορίας, της Ποίησης τους δυο αιώνες της ανεξαρτησίας της. Προείχε ιδιαίτερα μετά το 1980 ένα κλίμα επανάπαυσης και αυτό-ικανοποίησης, όμως για χώρες όπως η Ελλάδα, η σχέση μας με όσα κληρονομήσαμε στο μακραίωνο παρελθόν και η ιστορική αυτοσυνείδηση είναι κρίσιμα ζητήματα και απαιτείται αναψηλάφηση σε πολλαπλά πεδία της ελληνικής γραμματείας. Το ζήτημα είναι σύνθετο καθώς υπάρχει μια μακραίωνη ιστορία όπως αποτυπώθηκε σε κείμενα Ελλήνων ή εξελληνισμένων ιστορικών, ποιητών, φιλοσόφων και θεωρητικών που αποθανάτισαν στιγμές ή περιόδους «μιας ιστορικής συνέχειας διάτρητης από ασυνέχειες, ρήξεις ή τομές».

Η πλήρης ανάλυση όλων των συνισταμένων της ελληνικότητας είναι έργο δύσκολο, αφού εμπλέκει όλες σχεδόν τις ανθρωπιστικές επιστήμες από την γλωσσολογία και τις πολιτισμικές σπουδές, ως την κριτική ιδεολογικών μορφωμάτων, την ιστορία και την ιστορία της λογοτεχνίας. Η ιστορική αυτοσυνείδηση που απηχεί η έννοια της ελληνικότητας προκύπτει από τη σχέση μας με την πολύπλευρη παράδοση μιας μακραίωνης ιστορίας και αυτό καθιστά αναγκαίο μια σύνθετη και ολιστική προσέγγιση. Η ιστορική αυτοσυνείδηση της κοινωνίας εξαρτάται από τις συνθήκες και την τροπή των πραγμάτων στον εθνικό και ευρύτερο χώρο-χρόνο της παγκόσμιας ιστορίας. Η συγγραφέας εξηγεί ότι η αυτοσυνείδηση  είναι αναβαθμός της αυτογνωσίας. Μιας και εκτός της γνώσης του εαυτού και της ιδιομορφίας των ατόμων και του λαού που συνθέτουν, υπονοεί και την αυτεπίγνωση τους, την συνείδηση, δηλαδή των δυνατοτήτων και ορίων τους όσον αφορά την διαμόρφωση αντιλήψεων, στάσεων, ηθών, συμπεριφορών και δράσεων, στο πλαίσιο του εθνικού συνόλου που συστήνουν, και της διασύνδεσης τους με ευρύτερους ή στενότερους πολιτικούς σχηματισμούς [αυτοκρατορίες, παγκόσμιες υπερδυνάμεις, ομοσπονδίες η συνομοσπονδίες εθνικών κρατών].

Η αυτοσυνείδηση ενός λαού, δηλαδή η συνείδηση της προοπτικής του, υποστηρίζει η Δεληγιώργη, είναι η επίγνωση της δυνητικής του κατεύθυνσης του ως εθνικού κράτους μέσα στη παγκόσμια ιστορική κίνηση. Σε περιόδους κρίσεων όσο πιο ανίσχυρος είναι ένας λαός ή έθνος, τόσο λιγότερο μπορεί να επιλέξει την κατεύθυνση του.  Όταν μια χώρα αγνοεί τα όρια του ετεροκαθορισμού και τις δυνατότητες αυτοπροσδιορισμού της, δεν είναι εύκολο να αναλογιστεί ποια μπορεί να είναι η μοίρα της σε φάσεις ιστορικής καμπής που επιβάλλουν τον επανασχεδιασμό της. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την «εξάντληση των αποθεμάτων του μέλλοντος της και η ευχή να μην διαλυθεί, άλλοτε με προσευχές για το θαύμα και άλλοτε με εγκώμια του θαυματοποιού στον οποίο το αναθέτει».

Μια δυσκολία διασάφησης της σχέσης παράδοσης και ιστορικής αυτοσυνείδησης πηγάζει και από το ότι η παράδοση, αλλά και η αυτοσυνείδηση, προσλαμβάνονται υπό διαφορετικές ατομικές και συλλογικές οπτικές γωνίες, κι επιπλέον είναι δυναμικά φαινόμενα και όχι αναλλοίωτα. Όταν η ατομική και συλλογική υποκειμενικότητα απλά αντιγράφει χωρίς επεξεργασίες την παράδοση τη μετατρέπει σε μοχλό οπισθοδρόμησης, με αποτέλεσμα να διαιωνίζονται προκαταλήψεις, πλάνες, αγκυλώσεις και άγνοια, από γενιά σε γενιά, χωρίς να εμπλουτίζονται, να ανανεώνονται και να αναδιαμορφώνονται τα παραδεδομένα.

Επίσης, η συγγραφέας περιγράφει πως όταν το παρελθόν καθίσταται ένα είδος απολιθώματος, γίνεται το άλλοθι για την ιστορική αμνησία και υπονομεύει την διεργασία της ατομικής και συλλογικής αυτοσυνείδησης. Υποστηρίζει ότι αυτή η πρακτική αποιστορικοποίησης του χρόνου νομιμοποίησε την υποβάθμιση και περιθωριοποίηση των ανθρωπιστικών σπουδών, από το 1970 και μετά, διευκολύνοντας την μετάλλαξη της παιδείας σε εκπαίδευση, και τη μαθησιακή διαδικασία σε προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης.

Όμως χωρίς αυτεπίγνωση και τον αναλογισμό που απαιτεί, δεν μπορούμε να μεταβούμε σε μια διαφορετική πραγματικότητα από αυτήν που ζούμε τώρα, σε συνθήκες επιτήρησης και κινδύνων της χώρας του χρέους που γίναμε, και που εντέλει συμπυκνώνει την εμπειρία της μεταπολεμικής, μετεμφυλιακής, μεταδιδακτορικής και μνημονιακής Ελλάδας. Η απάθεια, ο μηδενιστικός και κυνικός ατομικισμός, καθώς και η σύγχυση για το τι είμαστε και το τι θέλουμε να γίνουμε, δυσκολεύει την διαχείριση ζητημάτων εθνικής κυριαρχίας οικονομίας, παιδείας, κλπ.

Η Δεληγιώργη επίσης επισημαίνει ότι εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, το βάρος πέφτει σε μία από τις όψεις της παράδοσής μας ή στην αντίθετή της, δίνοντας λαβή στη διαμόρφωση ιδεολογικών και πολιτικών θέσεων ασύμβατων με τη μακρά διαχρονία της ελληνοανατολικής και ελληνοδυτικής μας παράδοσης μέχρι και σήμερα, στη φάση της παγκοσμιοποίησης και του αναθεωρητισμού. Για παράδειγμα, ιδέες όπως: «Μεγάλη» ή «Νέα» Ελλάδα, ιστορική συνέχεια ή ασυνέχεια, ελληνοκεντρισμός ή κοσμοπολιτισμός, Δύση ή Ανατολή, Ορθοδοξία ή εκκοσμίκευση, λόγια ή λαϊκή παράδοση…. παγιώθηκαν και μεταλλάχτηκαν σε αγκυλωμένα ιδεολογήματα ή πολιτιστικά στερεότυπα, με αποτέλεσμα οι αντιθέσεις να εσωτερικεύονται σαν αγεφύρωτα χάσματα και να δημιουργούν έτσι το ιδεολογικό κενό με το οποίο κινούμαστε στη δίνη των περιστάσεων, της διεθνούς συγκυρίας και των άκρως ρευστών συμμαχιών». Σχετικά με τη διαμάχη αυτοχθόνων και ετεροχθόνων η Δεληγιώργη σημειώνει στη σελίδα 50, «Τα νέα ψευδο-διλήμματα φάνηκαν να αναζωπυρώνουν΄την διαμάχη ετεροχθόνων και αυτοχθόνων που προκαλούσε το κυνήγι θέσεων για τη επάνδρωση των διοικητικών μηχανισμών του κράτους, στα πρώτα χρόνια της ίδρυσής του…». Όμως υπάρχει και ο δρόμος της διαλεκτικής σύνθεσης των αντιθέσεων, αντιφάσεων και ψευδοσχισμάτων όπως δημώδη και λόγια παράδοση, Δύση και Ανατολή, ξενολατρία ή ξενοφοβία, αυτόχθονες ή ετερόχθονες, και άλλα σχήματα αμοιβαίου αποκλεισμού.