Μέρος ενός μεγαλύτερου συνόλου και τοποθετημένο μέσα σε συγκεκριμένο πλαίσιο
‘Το να πάρεις τα παιδιά από τις οικογένειές τους και τις χώρες τους αποτελεί κακοποίηση, το να τα απογυμνώσεις από την ταυτότητά τους αποτελεί κακοποίηση, το να τα ξεχάσεις και να αρνηθείς τις απώλειες τους αποτελεί κακοποίηση, …. Λίγες τραγωδίες μπορούν να συγκριθούν με αυτό’ (Margaret Humphreys)
‘Υποφέρω μιαν απουσία, μια συνεχή απουσία, σαν ορφανό που δεν είναι απόλυτα σίγουρο για το τι έχει χάσει ή κερδίσει από μιαν απώλεια που δεν επέλεξε’ (Hisham Matar)
Αυτή η ανάρτηση είναι αφιερωμένη στην οικογένειά μου
Εκείνοι που επιλέγουν το λιγότερο ταξιδεμένο μονοπάτι της επούλωσης από τραύματα και της εκ νέου εξέτασης της ζωής τους, καθώς και οι επιστήμονες (neuroscientists) και όλοι όσοι εργάζονται με επιζώντες τραυμάτων, γνωρίζουν ότι καθώς γίνεται επεξεργασία νέων στρωμάτων ή πτυχών κάποιας ανάμνησης ή ομάδας αναμνήσεων και επανεξετάζονται εμπειρίες η ιστορία (life narrative) του ατόμου αλλάζει δραματικά. Η βαθύτερη κατανόηση φέρνει τους ανθρώπους σε μια νέα θέση, όπου όλα είναι τα ίδια και όμως τίποτα δεν είναι πια το ίδιο. Όπως και στο μύθο της Αριάδνης και του Θησέα, όσοι αποφασίσουν να εξερευνήσουν τα μονοπάτια του λαβύρινθου και να αναζητήσουν τις ρίζες τους σταδιακά θα διακρίνουν τα μυστικά και τις αλήθειες που συχνά προστατεύονται από ψέματα, τραύματα, διαδικασίες χειραγώγησης, στρεβλώσεις της μνήμης, φόβο και ψυχο-φυσιολογικούς μηχανισμούς. Οι επαγγελματίες στο χώρο, καθώς και ποικίλες πολιτικές και εγκληματικές ομάδες (political and criminal perpetrator groups) γνωρίζουν ότι το παιδικό τραύμα, όλες οι μορφές κακοποίησης, οι εξευτελισμοί και τα βασανιστήρια, τα ατυχήματα και οι απειλές, οι φυσικές καταστροφές, οι πόλεμοι και οι συγκρούσεις, η ακραία φτώχεια και η παραμέληση, τα χειρουργεία και οι συχνές νοσηλείες ,το πένθος και ο χωρισμός των παιδιών από τους γονείς, μπορούν να αλλάξουν και να επηρεάσουν τις διαδικασίες μνήμης ενός παιδιού, που στη συνέχεια διευκολύνει τη μεταγενέστερη χειραγώγηση και θυματοποίηση του ατόμου. Θα πρέπει να σημειώσω εδώ ότι η έμφαση της σχετικής βιβλιογραφίας στους ψυχολογικούς παράγοντες μόνο, παραβλέπει τα κοινωνικά πλαίσια της κακοποίησης και της βίας και τη σημασία τους ως κοινωνικές πρακτικές. Επίσης, θα αναφέρω πολύ σύντομα εδώ (υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη μνήμη και το τραύμα σε άλλα σημεία της ιστοσελίδας) ότι όταν υπομένουμε τραυματισμό και είμαστε συγκλονισμένοι η προσοχή μας διασπάται. Ο Dan Siegel γράφει ότι «ενώ μια επίθεση λαμβάνει χώρα στο σώμα, για παράδειγμα, το μυαλό κωδικοποιεί την άδηλη μνήμη, αλλά μπλοκάρει την κωδικοποίηση της ρητής μνήμης για το συνολικό γεγονός». Ο Siegel συνεχίζει «η διαιρεμένη προσοχή επιτυγχάνει ένα τέτοιο αποτέλεσμα, επειδή ο ιππόκαμπος απαιτεί εστιακή ή συνειδητή προσοχή για να δημιουργήσει ρητή κωδικοποίηση, όμως η άδηλη μνήμη κωδικοποιείται ακόμη και χωρίς εστιακή προσοχή» (Siegel, 2012). Επίσης, τα υπερβολικά ψηλά επίπεδα κορτιζόλης (ορμόνης του στρες), εμποδίζουν την λειτουργία του ιππόκαμπου, και όταν αυτό συνδυάζεται με τη χημική επίδραση της αδρεναλίνης που αυξάνει τη άδηλη κωδικοποίηση του φόβου μέσω της αμυγδαλής, βλέπουμε ότι το τραύμα μπορεί να οδηγήσει στο προφίλ της μπλοκαρισμένης ρητής επεξεργασίας και αυξημένης έμμεσης (άδηλης) επεξεργασίας (Siegel, 2012). Ο ιππόκαμπος «διαδραματίζει κεντρικό ρόλο σε ευέλικτες μορφές μνήμης, στην ανάκληση των γεγονότων και αυτοβιογραφικών στοιχείων. Δίνει στον εγκέφαλο την αίσθηση του εαυτού μέσα στο χώρο και στο χρόνο, ρυθμίζει τη σειρά των αντιληπτικών κατηγοριοποιήσεων, και συνδέει τις νοητικές αναπαραστάσεις με τα κέντρα συναισθηματικής αξιολόγησης » (Siegel, 2012). Επιπλέον, όταν η αμυγδαλή μας είναι υπερφορτωμένη επιτρέπει σε ασυνείδητα συναισθηματικά ερεθίσματα που έχουν υποστεί έμμεση επεξεργασία, να γλιστρήσουν στη συνείδηση με συγκλονιστικούς τρόπους. Οι αναδρομές στο παρελθόν (flashbacks) που συχνά εκδηλώνονται ως σωματικές αισθήσεις, έντονα συναισθήματα και εικόνες από τραυματικά γεγονότα, είναι το αποτέλεσμα αυτής της μπλοκαρισμένης ρητής επεξεργασίας (blocked explicit processing) και ταυτόχρονης αυξημένης άδηλης επεξεργασίας (increased implicit processing), και συχνά συνοδεύονται από τρόμο και βιώνονται ως να συμβαίνουν στο εδώ και τώρα. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι οι επιζώντες αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην κατανόηση των στρωμάτων του εξαιρετικά επώδυνου και παράξενου συχνά υλικού που ανασύρεται. Η διαδικασία της επεξεργασίας οδυνηρού υλικού, κατακερματισμένων αναμνήσεων, σωματικών αισθήσεων, συναισθημάτων και πληροφοριών που τους πλημμυρίζει καθιστά την όλη διαδικασία της επούλωσης και βαθύτερης γνώσης απαιτητική. Χρειάζεται χρόνος για να φθάσει κανείς στην βαθύτερη κατανόηση και στις αλήθειες που αποζητά, ειδικά αν η παρενόχληση και η θυματοποίηση δεν έχει σταματήσει. Επιπλέον, το παρελθόν δεν είναι στατικό και καθώς όλοι μεγαλώνουμε και επανεπεξεργαζόμαστε μνήμες και εμπειρίες τις βλέπουμε και τις κατανοούμε από διαφορετικές και συνεχώς μεταβαλλόμενες οπτικές γωνίες. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό για όσους βρίσκονται στην διαδικασία επανεξέτασης του παρελθόντος και αντιμετώπισης τραυμάτων και παραβιάσεων να επαναξιολογούν εκ νέου το υλικό που δημιουργούν – τέχνη ή οποιαδήποτε άλλη μορφή και προϊόν έκφρασης – έτσι ώστε να μπορεί να λαμβάνει χώρα βαθύτερη κατανόηση αφού η κατανόηση και το νόημα που δίνουμε πάντα αλλάζει καθώς περνάει ο καιρός. Είναι επίσης σημαντικό να έχουμε κατά νου ότι όλη η εμπειρία μας – συμπεριλαμβανομένων των κειμένων που γράφουμε, της τέχνης που δημιουργούμε και το νόημα που δίνουμε – καθορίζονται πάντοτε από το χρονικό και κοινωνικό πλαίσιο μας (all experience, including our writing, art making and meaning making is always situated in time and place). Από αυτή την οπτική γωνία, η επανεξέταση και ο επαναπροσδιορισμός είναι απαραίτητες διαδικασίες εάν κάποιος θέλει να φτάσει σε νέα επίπεδα κατανόησης, όπως επίσης είναι απαραίτητο να έχει κανείς υπομονή και επιμονή και να «εμπιστεύεται τη διαδικασία» (trust the process).
Από τη θεωρητική σκοπιά ότι όλη η εμπειρία μας τοποθετείται μέσα σε συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια, το Let me be, ένα εικονογραφημένο βιβλίο, το οποίο περιλαμβάνει σχέδια που είχα κάνει ως μέρος μιας αρχικής επεξεργασίας ενός στρώματος υλικού μόνο και εξαιρετικά οδυνηρών συναισθημάτων, πρέπει επίσης να εξεταστεί στο πλαίσιο της δυνατότητας κατανόησης που είχα τότε – σε εκείνη τη συγκεκριμένη φάση του ταξιδιού μου. Αυτός είναι επίσης ο λόγος που έχω χρησιμοποιήσει εικόνες από εκείνο το αρχικό επίπεδο επεξεργασίας ξανά και ξανά σε επακόλουθα σχέδια. Από τότε έχω διερευνήσει και εξετάσει εκ νέου τόσο τις εικόνες όσο και την ιστορία και γνωρίζω ότι μπορεί να κατανοηθεί μόνο στο συγκεκριμένο πλαίσιο και ως καλλιτεχνικό προϊόν εκείνης της φάσης. Θα πρέπει επίσης να θεωρηθεί ως ένα αναπόφευκτο στάδιο αυτής της μακράς διαδικασίας αποδόμησης, επαναπροσδιορισμού, κατανόησης και αποκατάστασης. Τα σχέδια που δημιουργήθηκαν μετά το 2007 αντιπροσωπεύουν πολλαπλές απόπειρες έκφρασης και εξέτασης εμπειριών και συναισθημάτων και άλλων πτυχών και στρωμάτων υλικού – από μια νέα θέση στη ζωή. Η σειρά των σχεδίων που έκανα το 2014 απεικονίζει μία ακόμη διάσταση και επίπεδο των τραυματικών εμπειριών και ουσιαστικά όλα τα έργα μου είναι μέρος ενός μεγαλύτερου συνόλου και μιας συνεχούς διαδικασίας προς μιαν αυξημένη σαφήνεια, και θα πρέπει, συνεπώς, να ειδωθούν ή κατανοηθούν ως μέρη ενός συνόλου και μιας αδιάλειπτης διαδικασίας. Η ιστοσελίδα μου επίσης αντικατοπτρίζει την ίδια διαδικασία και είναι μέρος του μεγαλύτερου συνόλου. Επιτρέπει σε κάποιον να πάρει μια γεύση από τη διαδικασία στο σύνολό της και επίσης είναι μια καταγραφή της διαδρομής μου. Στο τέλος, όπως έχω γράψει και αλλού, όλα τα έργα μου αντικατοπτρίζουν την εμπειρία μου, τον αγώνα μου για ασφάλεια και τις μάχες κατά της παραβίαση δικαιωμάτων, τη γνώση και την διορατικότητα που αποκτώ κάθε φορά, σχετικά με το τραύμα, την μνήμη και την επούλωση καθώς τα πλαίσια αλλάζουν. Ως σύνολο, είναι κατά κάποιο τρόπο μια μελέτη των διαδικασιών της μνήμης – το πώς η μνήμη αποθηκεύει το τραύμα, το πώς οι τραυματικές μνήμες και οι αλήθειες μπορεί να είναι κρυμμένες από τη συνειδητή επίγνωση και γνώση και το πώς, ‘ξεφλουδίζοντας το κρεμμύδι’, μπορεί να επιτευχθεί βαθύτερη κατανόηση και να αναδυθεί μια νέα αφήγηση ζωής. Σε κάθε περίπτωση, με τη βοήθεια της νευροεπιστήμης τώρα ξέρουμε ότι τα συστήματα μνήμης εκφράζονται στην τέχνη και επίσης, ότι οι πρακτικές θεραπείας μέσω τέχνης συμβάλλουν στην ανάπτυξη και την πλαστικότητα του εγκεφάλου, η οποία είναι «η συνολική διαδικασία με την οποία οι εγκεφαλικές συνδέσεις αλλάζουν με την εμπειρία » (Daniel Siegel, 2012).
Ωστόσο, αν και η δημιουργία της τέχνης μπορεί να είναι μια εγγενώς επουλωτική και πολύτιμη εμπειρία για όλους, η δημοσίευση αυτής εγείρει πολλά ζητήματα για τους επιζώντες. Από τη μία πλευρά, η δημοσίευση επιτρέπει σε κάποιον να σπάσει τη σιωπή με έναν πιο έμμεσο και συμβολικό τρόπο, από την άλλη πλευρά, εμπεριέχει κινδύνους αυξημένης παρενόχλησης. Πολλά έχουν γραφτεί για το σπάσιμο της σιωπής και ίσως όλα να είναι έγκυρα, ανάλογα με τις μοναδικές συνθήκες κάθε φορά του κάθε ατόμου. Το μόνο που μπορώ να προσθέσω, από την εμπειρία μου, είναι ότι ο καθένας θα πρέπει να εξετάσει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα, τις ιδιαίτερες συνθήκες της ζωής του και να έχει κατά νου ότι το σπάσιμο της σιωπής έχει κάποιο τίμημα, γιατί μπορεί να φέρει περισσότερη στόχευση και παρενόχληση σε δημόσιους χώρους, στο χώρο εργασίας ή σε εκπαιδευτικά πλαίσια και περισσότερες παραβιάσεις, δεδομένου ότι μπορεί να χρησιμοποιηθούν διάφορες τακτικές από άτομα ή χώρους που απειλούνται από τις απόψεις ή τις αλήθειες που εμπεριέχει η δουλεία των επιζώντων. Η οργανωμένη στόχευση μπορεί να περιλαμβάνει συνεχείς και μακροχρόνιες παρενοχλήσεις, όπως επίμονους θορύβους και αγενής ή καταχρηστική συμπεριφορά από γείτονες ή αγνώστους που μπορεί να καταλήξει σε ψυχολογικό βασανιστήριο για το θύμα. Δυστυχώς, γείτονες, συνάδελφοι, καθηγητές, άτομα με αντίθετες ή διαφορετικές πολιτικές απόψεις, ρατσιστές, κλπ, μπορούν να συμμετέχουν σε αυτή τη διαδικασία. Τα θύματα της παρενόχλησης μπορεί να υπομείνουν συκοφαντία, απειλές, βανδαλισμούς, περίεργα ή απειλητικά τηλεφωνήματα, θυματοποίηση κατοικιδίων, hacking των υπολογιστών τους, ηλεκτρονική επιτήρηση, ατυχήματα, παρενοχλήσεις και διακρίσεις σε εκπαιδευτικά ή εργασιακά πλαίσια, οικονομικές απώλειες, κ.λπ. Ωστόσο, το σπάσιμο της σιωπής και η δημοσίευση μπορεί συχνά να είναι ένα ουσιαστικό και απαραίτητο μέρος του ταξιδιού του επιζώντος. Η δημοσιοποίηση και δημοσίευση δουλειάς μπορεί τελικά να αποτελέσουν προϋποθέσεις ασφάλειας. Η επιλογή του χρόνου είναι επίσης σημαντική. Τελικά, το σπάσιμο της σιωπής μπορεί να ενδυναμώσει και να επιτρέψει καλύτερη οριοθέτηση και επίσης στέλνει συναισθήματα ντροπής και φόβου πίσω σε εκείνους στους οποίους ανήκουν – σε αυτούς που προκάλεσαν τις αδικίες και τις παραβιάσεις εγγενών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Και τέλος όσο περισσότεροι άνθρωποι μιλήσουν για παραβιάσεις δικαιωμάτων τόσο πιο εύκολο θα είναι για άλλους επιζώντες να σπάσουν τη σιωπή σχετικά με απάνθρωπες, κακοποιητικές πρακτικές.
Σε κάθε περίπτωση, η τέχνη μπορεί να παράσχει σε όλους ένα μέσο για να εξερευνήσουν τη δημιουργικότητά τους και την εσωτερική εμπειρία τους διότι το γράψιμο και η δημιουργία τέχνης είναι ισχυρά εργαλεία επεξεργασίας και καταγραφής διαδικασιών και εμπειριών. Ο δε συνδυασμός γραφής και τέχνης ή η δημιουργία εικονογραφημένων βιβλίων με ιστορίες μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν ως εργαλεία θεραπείας, επούλωσης ή ενδυνάμωσης για τραυματισμένα παιδιά, πρόσφυγες και μετανάστες, ηλικιωμένους, άτομα με ειδικές ανάγκες, κλπ. Λόγου χάρη, οι Hanney και Kozlowska γράφουν ότι «οι εικονογραφημένες ιστορίες προσφέρουν μια προβλέψιμη δομή σε συνεδρίες και διευκολύνουν την εμπλοκή και συμμετοχή των παιδιών στη θεραπεία. Η θεραπευτική έμφαση των εικονογραφημένων βιβλίων μπορεί να προσαρμοστεί ώστε να λάβει υπόψη την ιστορία της ζωής ενός παιδιού, την λεκτική του ικανότητα, το επίπεδο του άγχους του και της τραυματικής υπερδιέγερσης του. Η δημιουργία εικονογραφημένων βιβλίων είναι μια ενεργητική διαδικασία που περιλαμβάνει σημαντικές πτυχές παρεμβάσεων αντιμετώπισης του τραύματος, συμπεριλαμβανομένης της έκφρασης των συναισθημάτων που σχετίζονται με το τραύμα, αποσαφήνιση των αρνητικών απόψεων για τον εαυτό, τους άλλους, ή το τραυματικό γεγονός καθεαυτό και της εξωτερίκευσης των τραυματικών ερεθισμάτων σε έργα τέχνης, επιτρέποντας την έκθεση και την εξοικείωση με τις αντιδράσεις στην τραυματική εμπειρία. Η εστίαση στις οπτικές εικόνες μαζί με την αφήγηση χρησιμοποιεί τις αναπτυξιακές δυνατότητες των παιδιών και την αυθόρμητη ευχαρίστηση που απορρέει από την καλλιτεχνική δημιουργία, ελαχιστοποιώντας έτσι το άγχος και ενισχύοντας τα συναισθήματα της δεξιοτεχνίας, της ικανότητας και της ελπίδας» (L. Hanney and K. Kozlowska (2002), Family Processes, Spring; 41(1):37-65). Συνοψίζοντας, οι οπτικές εικόνες και τα σύμβολα είναι η πιο προσιτή και η πιο φυσική μορφή επικοινωνίας της ανθρώπινης εμπειρίας. Μέσα από τη διαδικασία της δημιουργίας τέχνης και γραφής, οι άνθρωποι ανακαλύπτουν ιδέες για τον εαυτό τους και τη ζωή τους διότι η τέχνη έχει τη δύναμη να αυξάνει την (αυτό)κατανόηση μας, Τα προϊόντα τέχνης μπορούν να θεωρηθούν ως προσωπικές αφηγήσεις που εμπεριέχονται στις εικόνες και στις ιστορίες που συνδέονται με αυτές τις εικόνες. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι η τέχνη έχει τη δυνατότητα να επουλώσει αλλά και να τεκμηριώσει – καταγράψει, τόσο τις εξωτερικές μας συνθήκες όσο και τις εσωτερικές εμπειρίες, μπορεί να γίνει ένα μέσο ή εργαλείο που θα μας βοηθήσει κατά τη διάρκεια του αγώνα μας για την αλήθεια, την επούλωση, την αποκατάσταση και τη δικαιοσύνη. Επιπλέον, πολλοί επιζώντες έχουν τραυματικές εμπειρίες σχετικά με τη δημιουργικότητά τους καθεαυτή και πολλοί μιλούν για το πώς μέσα στο χρόνο η δημιουργικότητα τους και οι προσπάθειες έκφρασης έχουν καταπιεστεί, οπότε και σε αυτή την περίπτωση, η ενασχόληση με την τέχνη μπορεί να αποκαταστήσει. Σε συνδυασμό με άλλες δραστηριότητες, όπως το διάβασμα και την απόκτηση γνώσεων, η ενασχόληση με την τέχνη μπορεί να μας βοηθήσει να βρούμε αυτό που ο καθένας από εμάς ψάχνει.
Όπως έγραψα σε προηγούμενη ανάρτηση δεν είναι μόνο η τέχνη που καθρεφτίζει τις εμπειρίες και τις πληγές μας, τις επιθυμίες και τις ελπίδες μας, αλλά επίσης, και οι επιλογές μας και αυτά στα οποία επενδύουμε. Ένα θέμα που με ενδιαφέρει ιδιαίτερα είναι οι πολιτικές και οι πρακτικές μετανάστευσης παιδιών και διάλυσης οικογενειών καθώς και οι πρακτικές υιοθεσιών που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, ακόμη και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του εξήντα σε πολλές χώρες. Παρόλο που έχω κάνει σύντομες αναφορές σε αυτά τα ζητήματα, και στις σχετικές ταινίες και βιβλία σε προηγούμενες αναρτήσεις, θα κάνω κάποια αναφορά εδώ ξανά. Αρχικά, συμφωνώ με την Margaret Humphreys που γράφει ότι ‘πολύ λίγες τραγωδίες μπορούν να συγκριθούν με το να πάρεις τα παιδιά από τις οικογένειές τους και τις χώρες τους, να τα απογυμνώσεις από την ταυτότητά τους και μετά να αρνηθείς ότι η απώλεια τους ήταν κακοποίηση’ διότι καθώς λέει ‘η αίσθηση καταγωγής ή κληρονομιάς αποτελεί σημαντικό μέρος της ταυτότητας μας’ (Margaret Humphreys, Empty Cradles, 1994). Στο βιβλίο της (Empire’s Children: Child Emigration, Welfare and the Decline of the British World) η Ellen Boucher γράφει ‘Στη δεκαετία του 1980 άρχισε να σπάει η σιωπή γύρω από το θέμα των χαμένων οικογενειών. Στην διάρκεια αυτής της δεκαετίας παρατηρήθηκε μια ραγδαία αύξηση των ομάδων υπεράσπισης που ήταν αφοσιωμένες στην ευαισθητοποίηση σχετικά με την ιστορία της παιδικής μετανάστευσης και την αποζημίωση των ανδρών και των γυναικών που είχαν πληγωθεί από αυτήν την πολιτική. Μια από τις πρώτες ομάδες ήταν η Child Migrant Friendship Society της Δυτικής Αυστραλίας, που ιδρύθηκε το 1982 από μια ομάδα πρώην παιδιών μεταναστών, και που στόχο είχαν την ανακούφιση από ‘τον πόνο, την αδυναμία, την αγωνία, τη δυστυχία, τη φτώχεια, την ανέχεια και τις συναισθηματικές διαταραχές’ που πίστευαν ότι αυτές οι πρωτοβουλίες είχαν προκαλέσει. Πέντε χρόνια αργότερα, η Margaret Humphreys, μια κοινωνική λειτουργός από το Nottingham, ίδρυσε το Child Migrants Trust, το οποίο αγωνίστηκε για να πιέσει τα φιλανθρωπικά ιδρύματα μετανάστευσης, καθώς και τις Βρετανικές και Αυστραλιανές κυβερνήσεις, να αναγνωρίσουν το τραύμα που υπέμειναν οι πρώην παιδιά μετανάστες. Η Humphreys κατέγραψε την εμπειρία της και τη δουλειά της στο βιβλίο της Empty Cradles που έγινε ταινία (Oranges and Sunshine – Jim Loach). Το βραβευμένο ντοκιμαντέρ Lost Children of the Empire παρουσιάζει την τύχη κάποιων από τα 150.000 ορφανά από την Βρετανία, τα οποία- συχνά χωρίς τη γνώση και τη συγκατάθεση των γονιών τους – στέλνονταν στο εξωτερικό για να μεγαλώσουν σε ιδρύματα παιδιών. Κάποια από αυτά έπεφταν θύμα εκμετάλλευσης και πολλά κακοποιηθήκαν. Τα παιδιά είναι τα πιο ευάλωτα μέλη της κοινωνίας, και ως εκ τούτου, μέσα στο χρόνο, συχνά έχουν πέσει θύματα κακοποίησης και εκμετάλλευσης. Τα παιδιά έχουν επίσης μέσα στο χρόνο, και πιο ειδικά κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, κλειστεί σε ιδρύματα, απομακρυνθεί από τις μητέρες τους, υιοθετηθεί παράνομα και αποσταλεί σε άλλες χώρες ως εργατικό δυναμικό ή ως άλλο υλικό εκμετάλλευσης. Η πρακτική αυτή ξεκίνησε στις αρχές του αιώνα, αλλά η απέλαση παιδιών στο εξωτερικό συνεχίστηκε μέχρι και το 1967! Η Joanna Mack είναι η παραγωγός και σκηνοθέτης αυτού του πρωτοποριακού ντοκιμαντέρ, το οποίο αποκαλύπτει την ιστορία της μετανάστευσης παιδιών από το Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με την οποία παιδιά ηλικίας ακόμη και τριών ετών απεστάλησαν στην Αυστραλία, τον Καναδά, τη Νέα Ζηλανδία και την πρώην Νότια Ροδεσία (νυν Ζιμπάμπουε). Η μετάδοση της ταινίας στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Αυστραλία, και το βιβλίο με τον ίδιο τίτλο των συγγραφέων Philip Bean and Joy Melville, βοήθησαν να εξασφαλισθεί η ίδρυση του Child Migrants Trust και το έργο υποστήριξης οικογενειών που είχαν χωρισθεί λόγω αυτών των πρακτικών. Δύο δεκαετίες αργότερα, οδήγησε στην επίσημη συγγνώμη από τις κυβερνήσεις της Αυστραλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Η βραβευμένη μίνι σειρά The Leaving of Liverpool (John Alsop, Sue Smith, Penny Chapman), με παραγωγό το ABC/ BBC το 1992, είναι μια δραματοποιημένη μαρτυρία των ασυνόδευτων παιδιών μεταναστών από τη Βρετανία στην Αυστραλία. Προβλήθηκε στη Βρετανία και στην Αυστραλία και αναφέρθηκε στις κοινοβουλευτικές έρευνες και στις δύο χώρες. Είχε σημαντικό αντίκτυπο και συνέβαλλε στην τοποθέτηση της μετανάστευσης των παιδιών ‘στο χάρτη’, όσον αφορά στην ευαισθητοποίηση του γενικού πληθυσμού και των ατόμων που είχαν σταλεί στην Δυτική Αυστραλία ως παιδιά μετανάστες. Ο Gordon Brown ζήτησε συγνώμη το 2010 για τα παιδιά που στάλθηκαν στην Αυστραλία, πρακτική που κράτησε πάνω από 40 χρόνια μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1960. Η πρωθυπουργός της Αυστραλίας Julia Gillard ζήτησε δημόσια συγγνώμη από τα θύματα των παράνομων υιοθεσιών το 2013. Ο Kevin Rudd ζήτησε επίσημη συγγνώμη από τους 500,000 ‘Ξεχασμένους Αυστραλούς’ (Forgotten Australians) και τις οικογένειες τους για το ρόλο που έπαιξε η χώρα του στις μεταναστεύσεις παιδιών.Τα παρακάτω σύντομα αποσπάσματα είναι μέρος της δημόσιας συγνώμης του …..
‘Συγγνώμη διότι ως παιδιά σας πήραν από τις οικογένειές σας και σας τοποθέτησαν σε ιδρύματα όπου τόσο συχνά σας κακοποίησαν. Συγγνώμη για τα σωματικά βάσανα, τη συναισθηματική πείνα και την παγερή απουσία αγάπης, τρυφερότητας, φροντίδας. Συγγνώμη για την τραγωδία, την απόλυτη τραγωδία της χαμένης παιδικής ηλικίας.’….. ‘Σε εκείνους που τους είχαν πει ότι ήταν ορφανά αλλά στάλθηκαν εδώ χωρίς τη συγκατάθεση των γονέων τους, αναγνωρίζουμε τα ψέματα που σας είπαν, τα ψέματα που είπαν στις μητέρες και στους πατέρες σας και τον πόνο που προκάλεσαν τα ψέματα αυτά σε σας για όλη σας τη ζωή.’
Σε προηγούμενες δημοσιεύσεις έχω επίσης κάνει αναφορά σε ταινίες και τραγούδια σχετικά με την Κλεμμένη Γενιά Stolen Generation στην Αυστραλία. Η ταινία Rabbit–Proof Fence της Christine Olsen, που βασίζεται στο βιβλίο της Doris Pilkington, κόρη της πραγματικής Molly Craig, είχε κάποια έντονη επίδραση επάνω μου, ίσως γιατί, όπως και η μικρή ηρωίδα στην ταινία τελικά όλα μου τα ταξίδια και όλοι μου οι αγώνες να μην είναι παρά ένα ταξίδι προς την αρχική εστία και όπως γράφει ο T.S. Elliot ‘δεν θα πάψουμε ποτέ να εξερευνούμε και το τέλος κάθε εξερεύνησης θα είναι να φτάσουμε εκεί που ξεκινήσαμε και να γνωρίσουμε τον τόπο για πρώτη φορά’. Επιπλέον, κάποια σκηνή της ταινίας μου έδωσε την έμπνευση για το επώνυμο που χρησιμοποίησα όταν δημοσίευσα το Let me be. Με λίγα λόγια, η ταινία περιγράφει το μακρύ δρόμο της επιστροφής ενός κοριτσιού όταν την χωρίζουν βίαια από τη μητέρα της και τη μεταφέρουν σε ένα χώρο συγκέντρωσης Αβορίγινων κοριτσιών χίλια μίλια μακριά από το σπίτι τους, στα πλαίσια μιας κρατικής πολιτικής απομάκρυνσης παιδιών από τις αυτόχθονες κοινότητες και εκπαίδευσης τους χωριστά, προκειμένου να εξαλειφθεί η ταυτότητά τους και να ανατραφούν ως «λευκά». Χιλιάδες παιδιά απομακρύνθηκαν βίαια από τις οικογένειές τους και τοποθετήθηκαν σε ανάδοχες οικογένειες, σε σπίτια ή σε αποστολές για παιδιά μεταξύ του 1890 και του 1970. Το 2008 η κυβέρνηση της Αυστραλίας ζήτησε συγγνώμη από την Κλεμμένη Γενιά. Η συγνώμη βέβαια, δεν μπορεί να διαγράψει ή να επουλώσει χρόνια απωλειών και πόνου, αλλά τουλάχιστον αποτελεί ένα πολύ μικρό βήμα αναγνώρισης λαθεμένων και αντιδεοντολογικών πρακτικών. Επίσης, η δημόσια συγνώμη συμβάλλει στην μείωση της κοινωνικής άρνησης και της μυστικότητας που περιβάλλει τις πρακτικές αυτές σε πολλά μέρη του κόσμου, και ιδιαίτερα στη χώρα μας, αν σκεφτεί κανείς ότι σε άλλες χώρες, όπως Βρετανία και Αυστραλία, έχει ήδη ξεκινήσει ένας διάλογος μεταξύ επιζώντων και κυβερνήσεων, έχουν ήδη ανοίξει αρχεία, έχει ζητηθεί δημόσια συγνώμη, κλπ. Τουλάχιστον, ορισμένες κυβερνήσεις έχουν αναγκαστεί από τον ακτιβισμό των επιζώντων και την απαίτηση της κοινωνίας να αναλάβουν την ευθύνη για τα σκοτεινά κεφάλαια της ιστορίας τους και να εργαστούν προς κάποια αποκατάσταση.
They took the children away (sung by Archie Roach)
http://www.youtube.com/watch?y=zLXzKYPluCw (with trailer from the film Rabbit-Proof Fence)
http://www.youtube.com/watch?y=br83o.jplFw
Δυστυχώς, τέτοιες πρακτικές και πολιτικές δεν έλαβαν χώρα μόνο στη Βρετανία και την Αυστραλία, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα χιλιάδες παιδιά απομακρύνθηκαν από τις οικογένειές τους και τοποθετήθηκαν σε χώρους γνωστούς ως Παιδουπόλεις της Βασίλισσας Φρειδερίκης μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Έχουν πλέον υπάρξει πολλές αποκαλύψεις για χιλιάδες παράνομες υιοθεσίες των παιδιών αυτών στο εξωτερικό, ιδίως, στις ΗΠΑ. Ωστόσο, στην Ελλάδα η σιωπή δεν έχει σπάσει επίσημα και καμία κυβέρνηση μέχρι σήμερα δεν έχει κάνει κάποια προσπάθεια να διερευνήσει, συζητήσει δημόσια ή να ζητήσει συγγνώμη. Τα θέματα αυτά είναι λίγο ως πολύ θέματα ταμπού, γιατί όπως και αλλού ήταν αποτέλεσμα κυβερνητικών πολιτικών και πρωτοβουλιών και πολλοί άνθρωποι συμμετείχαν, συμπεριλαμβανομένων των αρχών, των δημοσίων υπαλλήλων, φιλανθρωπικών ιδρυμάτων και της Εκκλησίας. Η επίσημη σιωπή σχετικά με αυτά τα ζητήματα δεν εκπλήσσει εφόσον στην Ελλάδα οι συνθήκες που αναπτύχθηκαν μετά τον εμφύλιο πόλεμο που έλαβε χώρα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ακόμη καθορίζουν και επηρεάζουν σημαντικά τη ζωή των πολιτών και σήμερα. Πολλοί άνθρωποι έχουν διωχθεί, θυματοποιηθεί και υποστεί διακρίσεις από τότε. Δεν είναι τυχαίο που στην Ελλάδα άνθρωποι εξορίστηκαν για τις πεποιθήσεις τους και φυλακίστηκαν μέχρι και τη δεκαετία του ’70. Ένα άλλο σημαντικό κεφάλαιο της ελληνικής ιστορίας είναι και οι χιλιάδες πρόσφυγες (που θεωρούνταν Έλληνες στην Τουρκία και Τούρκοι στην Ελλάδα), που έφτασαν στην Ελλάδα από τη Μικρά Ασία στη δεκαετία του 1920. Η ρατσιστική συμπεριφορά κατά των προσφύγων τότε θα αποτελέσει γενικευμένη κοινωνική συμπεριφορά από οργανωμένες επιθέσεις γηγενών που προσπαθούσαν να τους εκδιώξουν από τα μέρη τους. Σε πιο πρόσφατες δημοσιεύσεις μου έχω κάνει αναφορές σε δύο συγγραφείς των οποίων η ζωή και το έργο, καθορίζονται ή επηρεάζονται σημαντικά και από τα δύο αυτά ιστορικά κεφάλαια. Αναφέρομαι στον Μενέλαο Λουντέμη, ο οποίος απεβίωσε το 1977 και τον Θοδωρή Καλλιφατίδη, έναν Έλληνα συγγραφέα που ζει και γράφει στο εξωτερικό, ο οποίος διερευνά ζητήματα ταυτότητας, γλώσσας, μετανάστευσης και διακρίσεων που βασίζονται στην ιδεολογία και στην τάξη, σε κάποιο βαθμό στα περισσότερα του βιβλία. Ο πατέρας του ήταν ένας Έλληνας πρόσφυγας που είχε διαφύγει από την Τουρκία το 1924. Αργότερα, όταν ήταν παιδί η οικογένειά του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το χωριό που είχαν εγκατασταθεί και να μετακινηθεί στην Αθήνα, λόγω των πολιτικών απόψεων του πατέρα του αυτή τη φορά. Ο Καλλιφατίδης γράφει «Ο πατέρας μου είχε ορκιστεί να μην πατήσει το πόδι του στο χωριό. Είχε δύο πατρίδες και δεν υπήρχε χώρος γι ‘αυτόν. Φυγάς από την Τουρκία έγινε πρόσφυγας στην Ελλάδα ». Η κατανόησή ενός έργου πάντοτε διευκολύνεται αν λάβουμε υπόψη το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο. Παρομοίως, τα προσωπικά μας τραύματα πρέπει να τα δούμε και να τα κατανοήσουμε μέσα στο δικό μας κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο.
Τόνια Αλεξανδρή, Απρίλιος 19th, 2015