Τέχνη, τραύμα και αφετηρίες

Τραύμα, τέχνη και αφετηρίες

Κάποιες φορές σκέφτομαι ότι ένα μεγάλο μέρος της τέχνης που δημιουργούμε δεν είναι παρά μια προσπάθεια διαχείρισης και επανεξέτασης μικρών και μεγάλων τραυμάτων – ένα ταξίδι προς την βαθύτερη αλήθεια μας, την αφετηρία μας εντέλει, ακόμη κι αν δεν είναι καθαρό με την πρώτη ματιά ή την πρώτη ανάγνωση. Επίσης, αναλογίζομαι τις επιλογές μου όσον αφορά στα βιβλία, στα τραγούδια και στις ζωγραφιές σε βάθος χρόνου και συνειδητοποιώ ότι και αυτές αντανακλούν τις αδικίες και τις αλήθειες της ζωής μου – και ίσως αυτό να αληθεύει τελικά για όλους. Επιλέγουμε συνειδητά, μα πιότερο και ίσως πιο συχνά ασυνείδητα, τις αλήθειες μας. Επενδύουμε στα τραύματα μας και στον πόνο μας είτε αγοράζουμε βιβλία είτε οικόπεδα. Ο Θοδωρής Καλλιφατίδης κάπου γράφει ότι δεν του ανήκει ούτε ένα παραθυρόφυλλο στην Ελλάδα γιατί δεν θέλει να επενδύσει στον καημό του. Στη βιβλιοθήκη μου υπάρχουν 21 βιβλία του Μενέλαου Λουντέμη, τα πρώτα βιβλία που κατάφερα να διαβάσω στα Ελληνικά. Το πρώτο βιβλίο μάλιστα ήταν το Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα. Το διάβασα με την βοήθεια λεξικού. Το είχα αγοράσει με το χαρτζιλίκι μου σε ένα πανηγύρι του Αγίου Δημητρίου μιας μικρής, γραφικής επαρχιακής πόλης όπου έμενα. Όλα ήταν καινούρια τότε. Η Ελλάδα, η πόλη, το πανηγύρι, οι πλανόδιοι τσιγγάνοι μουσικοί και οι δυνατοί, δυσάρεστοι στα δικά μου αυτιά, ήχοι μουσικής, οι γεύσεις και οι πάγκοι με λογιών, λογιών πραμάτειες. Εγώ από όλες τις πραμάτειες διάλεξα αυτό το συγκεκριμένο βιβλίο. Ο Μενέλαος Λουντέμης έμελλε να γίνει ένας από τους αγαπημένους συγγραφείς της εφηβείας μου. Εν συντομία, ο Λουντέμης, ο οποίος γεννήθηκε στο χωριό Αγία Κυριακή της Μικράς Ασίας το 1906 ή 1912, προερχόταν από εύπορη οικογένεια, η οποία χρεοκόπησε κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο ίδιος έκανε διάφορες εργασίες και έζησε για κάποιο διάστημα στο κρατικό οικοτροφείο της Έδεσσας. Ο ιδεολογικός του προσανατολισμός, του στοίχισε την αποβολή του απ’ όλα τα γυμνάσια της χώρας και έτσι δεν κατάφερε να πάρει απολυτήριο. Περιπλανήθηκε σε διάφορα μέρη της Ελλάδας μέχρι να φθάσει στην Αθήνα, όπου συνδέθηκε στενά με τον Κώστα Βάρναλη, Άγγελο Σικελιανό και άλλους. Έζησε στην εξορία και έχασε την Ελληνική ιθαγένεια του, την οποία απέκτησε πάλι λίγο πριν τον θάνατο του το 1977. Βραβεύτηκε για το έργο του και πολλά βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Αργότερα ήρθαν άλλα βιβλία, άλλοι τόποι διαμονής και άλλα ταξίδια. Ταξίδεψα στην Κωνσταντινούπολη και διάβασα τα Ματωμένα Χώματα (Farewell Anatolia, εκδόσεις Κέδρος) της Διδώ Σωτηρίου δύο φορές, μία στα Αγγλικά και μία στα Ελληνικά. Λίγο αργότερα άρχισα να διαβάζω ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη, αυτά που μιλάνε για το ταξίδι και το νόστο. Ίσως τελικά όλα τα ταξίδια μου να μην είναι τίποτα άλλο παρά ο νόστος για την αρχική εστία.

Στο Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα ο ορφανός ήρωας αποκτάει όνομα, γίνεται ο Μέλιος, που διαβάζει πολύ για να μάθει αυτά που του κρύβουν οι μεγάλοι. Στη διάρκεια του ταξιδιού του συναντά καλούς αλλά και σκληρούς, άδικους ανθρώπους. Γνωρίζει την αγάπη και παλεύει με θάρρος, Τελικά ίσως αγωνίζεται να φτάσει ψηλά στ’ άστρα, για να γράψει κάποτε την ιστορία του.

Δύο σύντομα αποσπάσματα από το βιβλίο Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα

‘Ο Μέλιος χάθηκε μες τα σοκάκια. Οι φωνές του γυμνασιάρχη τον κυνηγούσαν ακόμη και πέρα, ως τις απάνου γειτονιές. Εκεί ψηλά δεν υπήρχαν άνθρωποι με κολάρα, άνθρωποι με γυαλιά – όλα εκείνα που χρόνια τώρα τρέχανε το κατόπι του σα λύκοι. Εκεί πάνω ήταν άνθρωποι κουρασμένοι, φτωχάνθρωποι με ζαρωμένα κούτελα, γυναίκες κακοζώητες με άπλυτα μωρά στην αγκαλιά’.

‘Πήχτωσε το βράδυ. Λιγόστεψε κι ο αχός απ’ τα κυπαρίσσια. Ανάψανε οι λαμπάδες τ’ ουρανού. Όλα ήταν γάλα, γάλα, λουλάκι και σπίθες. Το ποτάμι μουρμούριζε μες στον ύπνο του κρυφά παραμιλητά. Το παιδί κείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε, ολόκληρο το βράδυ. Έγραφε το πιο πικρό, το πιο μεγάλο του παραμύθι. Την αυγή ξεκίνησε. Ήταν παρηγορημένο. Είχε καταφέρει όλη τη νύχτα να μετρήσει τ’ άστρα. Να τα μετρήσει όλα, σιγά-σιγά, ένα-ένα… Όλα. Και τα βρήκε σωστά’.

Ποίημα του Γιώργου Σεφέρη από το βιβλίο Ποιήματα, εκδόσεις  ΙΚΑΡΟΣ

Αργοναύτες

Ἤτανε καλὰ παιδιὰ οἱ σύντροφοι, δὲ φώναζαν
οὔτε ἀπὸ τὸν κάματο οὔτε ἀπὸ τὴ δίψα οὔτε ἀπὸ τὴν παγωνιά,
εἴχανε τὸ φέρσιμο τῶν δέντρων καὶ τῶν κυμάτων
ποὺ δέχουνται τὸν ἄνεμο καὶ τὴ βροχὴ
δέχουνται τὴ νύχτα καὶ τὸν ἥλιο
χωρίς ν’ ἀλλάζουν μέσα στὴν ἀλλαγή.
Ἤτανε καλὰ παιδιά, μέρες ὁλόκληρες
ἵδρωναν στὸ κουπὶ μὲ χαμηλωμένα μάτια
ἀνασαίνοντας με ρυθμό
καὶ τὸ αἷμα τους κοκκίνιζε ἕνα δέρμα ὑποταγμένο.
Κάποτε τραγούδησαν, μὲ χαμηλωμένα μάτια
ὅταν περάσαμε τὸ ἐρημόνησο μὲ τὶς ἀραποσυκιὲς
κατὰ τὴ δύση, πέρα ἀπὸ τὸν κάβο τῶν σκύλων
ποὺ γαβγίζουν.
Εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὐτήν, ἔλεγαν
εἰς ψυχὴν βλεπτέον, έλεγαν
καὶ τὰ κουπιὰ χτυποῦσαν τὸ χρυσάφι τοῦ πελάγου
μέσα στὸ ἡλιόγερμα.
Περάσαμε κάβους πολλοὺς πολλὰ νησιὰ τὴ θάλασσα
πού φέρνει τὴν ἄλλη θάλασσα, γλάρους καὶ φώκιες.
Δυστυχισμένες γυναῖκες κάποτε μὲ ὁλολυγμούς
κλαίγανε τὰ χαμένα τους παιδιὰ
κι ἄλλες ἀγριεμένες γύρευαν τὸ Μεγαλέξαντρο
καὶ δόξες βυθισμένες στὰ βάθη τῆς Ἀσίας.
Ἀράξαμε σ’ ἀκρογιαλιὲς γεμάτες ἀρώματα νυχτερινά
μὲ κελαηδίσματα πουλιών, νερὰ ποὺ ἀφήνανε στὰ χέρια
τὴ μνήμη μιᾶς μεγάλης ευτυχίας.
Μά δέν τέλειῶναν τὰ ταξίδια.
Οἱ ψυχές τους ἔγιναν ἕνα μὲ τὰ κουπιὰ καὶ τοὺς σκαρμοὺς
μὲ τὸ σοβαρὸ πρόσωπο τῆς πλώρης
μὲ τ’ αὐλάκι τοῦ τιμονιοῦ
μὲ τὸ νερὸ ποὺ ἔσπαζε τὴ μορφή τους.
Οἱ σύντροφοι τέλειωσαν μὲ τὴ σειρά,
μὲ χαμηλωμένα μάτια. Τὰ κουπιά τους
δείχνουν τὸ μέρος ποὺ κοιμοῦνται στ’ ἀκρογιάλι.

Κανεὶς δὲν τοὺς θυμᾶται. Δικαιοσύνη.

Και κάποια παλιά αγαπημένα τραγούδια από δυο συγκλονιστικές γυναικείες φωνές ….

Παραπονεμένα λόγια, Βασιλική Λαβίνα https://www.youtube.com/watch?v=tCXxkJHSnR8

Μάνα μου Ελλάς, Βίκυ Μοσχαριού  https://www.youtube.com/watch?v=QcukxtTuEBo

Τούτο το βράδυ, Βασιλική Λαβίνα  https://www.youtube.com/watch?v=2e62ta6zSKk