Τέχνη, τραύμα και αφετηρίες (συνέχεια)

Ποιήματα και τραγούδια

 Σώπα, μη μιλάς (Αζίζ Νεσίν)

 Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή
κόψ’ τη φωνή σου
σώπασε και επιτέλους
αν ο λόγος είναι άργυρος
η σιωπή είναι χρυσός.

Τα πρώτα λόγια οι πρώτες λέξεις που άκουσα από παιδί
έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα μου λεγαν: “σώπα”.

Στο σχολείο μού κρύψαν την αλήθεια τη μισή,
μου λέγαν: “εσένα τι σε νοιάζει; “Σώπα!”

Με φιλούσε το πρώτο αγόρι που ερωτεύτηκα και μου λέγαν:
“κοίτα μην πεις τίποτα και σώπα!”

Κόψ’ τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπα.
Και αυτό βάσταξε μέχρι τα είκοσι μου χρόνια.

Ο λόγος του μεγάλου
η σιωπή του μικρού.

Έβλεπα αίματα στα πεζοδρόμια,
“Τι σε νοιάζει εσένα;”, μου λέγανε,
“θα βρεις το μπελά σου, τσιμουδιά, σώπα”.

Αργότερα φώναζαν οι προϊστάμενοι
“Μη χώνεις τη μύτη σου παντού,
κάνε πως δεν καταλαβαίνεις και σώπα”

Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά
και τα ‘μαθα να σωπαίνουν,
ο άντρας μου ήταν τίμιος και εργατικός και
ήξερε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνετή, που του λέγε “Σώπα”.

Στα χρόνια τα δίσεκτα οι γείτονες με συμβούλευαν:
“Μην ανακατεύεσαι, πες πως δεν είδες τίποτα και Σώπα”
Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμία ζηλευτή,
μας ένωνε, όμως, το Σώπα.

Σώπα ο ένας, σώπα ο άλλος σώπα οι επάνω, σώπα η κάτω,
σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι.
Κατάπιαμε τη γλώσσα μας.
Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
Φτιάξαμε το σύλλογο του “Σώπα”.
και μαζευτήκαμε πολλοί
μία πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη ,αλλά μουγκή!

Πετύχαμε πολλά και φτάσαμε ψηλά, μας δώσαν και παράσημα,
και όλα πολύ εύκολα, μόνο με το Σώπα.
Μεγάλη τέχνη αυτή το “Σώπα”.

Μάθε το στη γυναίκα σου, στο παιδί σου, στην πεθερά σου
κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσα σου
και κάν’ την να σωπάσει.
Κόφ’ την σύρριζα.
Πέτα την στα σκυλιά.
Το μόνο άχρηστο όργανο από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.

Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες, τύψεις κι αμφιβολίες.
Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις από το βραχνά να μιλάς,
χωρίς να μιλάς να λες “έχετε δίκιο, είμαι με εσάς”
Αχ! Πόσο θα ‘θελα να μιλήσω ο κερατάς.

και δεν θα μιλάς,
θα γίνεις φαφλατάς,
θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς.

Κόψε τη γλώσσα σου, κόψ’ την αμέσως.
Δεν έχεις περιθώρια.
Γίνε μουγκός.
Αφού δε θα μιλήσεις, καλύτερα να το τολμήσεις Κόψε τη γλώσσα σου.

Για να είσαι τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου
ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσα μου,
γιατί νομίζω πως θα ‘ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω
και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω
και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο,
με έναν ψίθυρο, με ένα τραύλισμα, με μια κραυγή που θα μου λέει: ΜΙΛΑ!

Η προσφυγιά είναι καημός (Χειμερινοί Κολυμβητές)

Η προσφυγιά είναι καημός,

και τους χωράει όλους

τους πόνους και τα βάσανα, τα πιο πικρά φαρμάκια

Και της αγάπης ο καημός,

κι αυτός μπορεί να υγιάνει

μα ο καημός της προσφυγιάς μαζί μου θα πεθάνει

Μάννα, Νίκος Ξυλούρης

https://www.youtube.com/watch?v=EVw9eR88gq

Οι πόνοι της Παναγιάς, Νίκος Ξυλούρης

https://www.youtube.com/watch?v=stEyU8OHkE

 Ο γυρισμός του ξενιτεμένου (μελοποιημένο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη)

https://www.youtube.com/watch?v=YLyBnK6gC5

Τέχνη, τραύμα και αφετηρίες

Τραύμα, τέχνη και αφετηρίες

Κάποιες φορές σκέφτομαι ότι ένα μεγάλο μέρος της τέχνης που δημιουργούμε δεν είναι παρά μια προσπάθεια διαχείρισης και επανεξέτασης μικρών και μεγάλων τραυμάτων – ένα ταξίδι προς την βαθύτερη αλήθεια μας, την αφετηρία μας εντέλει, ακόμη κι αν δεν είναι καθαρό με την πρώτη ματιά ή την πρώτη ανάγνωση. Επίσης, αναλογίζομαι τις επιλογές μου όσον αφορά στα βιβλία, στα τραγούδια και στις ζωγραφιές σε βάθος χρόνου και συνειδητοποιώ ότι και αυτές αντανακλούν τις αδικίες και τις αλήθειες της ζωής μου – και ίσως αυτό να αληθεύει τελικά για όλους. Επιλέγουμε συνειδητά, μα πιότερο και ίσως πιο συχνά ασυνείδητα, τις αλήθειες μας. Επενδύουμε στα τραύματα μας και στον πόνο μας είτε αγοράζουμε βιβλία είτε οικόπεδα. Ο Θοδωρής Καλλιφατίδης κάπου γράφει ότι δεν του ανήκει ούτε ένα παραθυρόφυλλο στην Ελλάδα γιατί δεν θέλει να επενδύσει στον καημό του. Στη βιβλιοθήκη μου υπάρχουν 21 βιβλία του Μενέλαου Λουντέμη, τα πρώτα βιβλία που κατάφερα να διαβάσω στα Ελληνικά. Το πρώτο βιβλίο μάλιστα ήταν το Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα. Το διάβασα με την βοήθεια λεξικού. Το είχα αγοράσει με το χαρτζιλίκι μου σε ένα πανηγύρι του Αγίου Δημητρίου μιας μικρής, γραφικής επαρχιακής πόλης όπου έμενα. Όλα ήταν καινούρια τότε. Η Ελλάδα, η πόλη, το πανηγύρι, οι πλανόδιοι τσιγγάνοι μουσικοί και οι δυνατοί, δυσάρεστοι στα δικά μου αυτιά, ήχοι μουσικής, οι γεύσεις και οι πάγκοι με λογιών, λογιών πραμάτειες. Εγώ από όλες τις πραμάτειες διάλεξα αυτό το συγκεκριμένο βιβλίο. Ο Μενέλαος Λουντέμης έμελλε να γίνει ένας από τους αγαπημένους συγγραφείς της εφηβείας μου. Εν συντομία, ο Λουντέμης, ο οποίος γεννήθηκε στο χωριό Αγία Κυριακή της Μικράς Ασίας το 1906 ή 1912, προερχόταν από εύπορη οικογένεια, η οποία χρεοκόπησε κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο ίδιος έκανε διάφορες εργασίες και έζησε για κάποιο διάστημα στο κρατικό οικοτροφείο της Έδεσσας. Ο ιδεολογικός του προσανατολισμός, του στοίχισε την αποβολή του απ’ όλα τα γυμνάσια της χώρας και έτσι δεν κατάφερε να πάρει απολυτήριο. Περιπλανήθηκε σε διάφορα μέρη της Ελλάδας μέχρι να φθάσει στην Αθήνα, όπου συνδέθηκε στενά με τον Κώστα Βάρναλη, Άγγελο Σικελιανό και άλλους. Έζησε στην εξορία και έχασε την Ελληνική ιθαγένεια του, την οποία απέκτησε πάλι λίγο πριν τον θάνατο του το 1977. Βραβεύτηκε για το έργο του και πολλά βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Αργότερα ήρθαν άλλα βιβλία, άλλοι τόποι διαμονής και άλλα ταξίδια. Ταξίδεψα στην Κωνσταντινούπολη και διάβασα τα Ματωμένα Χώματα (Farewell Anatolia, εκδόσεις Κέδρος) της Διδώ Σωτηρίου δύο φορές, μία στα Αγγλικά και μία στα Ελληνικά. Λίγο αργότερα άρχισα να διαβάζω ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη, αυτά που μιλάνε για το ταξίδι και το νόστο. Ίσως τελικά όλα τα ταξίδια μου να μην είναι τίποτα άλλο παρά ο νόστος για την αρχική εστία.

Στο Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα ο ορφανός ήρωας αποκτάει όνομα, γίνεται ο Μέλιος, που διαβάζει πολύ για να μάθει αυτά που του κρύβουν οι μεγάλοι. Στη διάρκεια του ταξιδιού του συναντά καλούς αλλά και σκληρούς, άδικους ανθρώπους. Γνωρίζει την αγάπη και παλεύει με θάρρος, Τελικά ίσως αγωνίζεται να φτάσει ψηλά στ’ άστρα, για να γράψει κάποτε την ιστορία του.

Δύο σύντομα αποσπάσματα από το βιβλίο Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα

‘Ο Μέλιος χάθηκε μες τα σοκάκια. Οι φωνές του γυμνασιάρχη τον κυνηγούσαν ακόμη και πέρα, ως τις απάνου γειτονιές. Εκεί ψηλά δεν υπήρχαν άνθρωποι με κολάρα, άνθρωποι με γυαλιά – όλα εκείνα που χρόνια τώρα τρέχανε το κατόπι του σα λύκοι. Εκεί πάνω ήταν άνθρωποι κουρασμένοι, φτωχάνθρωποι με ζαρωμένα κούτελα, γυναίκες κακοζώητες με άπλυτα μωρά στην αγκαλιά’.

‘Πήχτωσε το βράδυ. Λιγόστεψε κι ο αχός απ’ τα κυπαρίσσια. Ανάψανε οι λαμπάδες τ’ ουρανού. Όλα ήταν γάλα, γάλα, λουλάκι και σπίθες. Το ποτάμι μουρμούριζε μες στον ύπνο του κρυφά παραμιλητά. Το παιδί κείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε, ολόκληρο το βράδυ. Έγραφε το πιο πικρό, το πιο μεγάλο του παραμύθι. Την αυγή ξεκίνησε. Ήταν παρηγορημένο. Είχε καταφέρει όλη τη νύχτα να μετρήσει τ’ άστρα. Να τα μετρήσει όλα, σιγά-σιγά, ένα-ένα… Όλα. Και τα βρήκε σωστά’.

Ποίημα του Γιώργου Σεφέρη από το βιβλίο Ποιήματα, εκδόσεις  ΙΚΑΡΟΣ

Αργοναύτες

Ἤτανε καλὰ παιδιὰ οἱ σύντροφοι, δὲ φώναζαν
οὔτε ἀπὸ τὸν κάματο οὔτε ἀπὸ τὴ δίψα οὔτε ἀπὸ τὴν παγωνιά,
εἴχανε τὸ φέρσιμο τῶν δέντρων καὶ τῶν κυμάτων
ποὺ δέχουνται τὸν ἄνεμο καὶ τὴ βροχὴ
δέχουνται τὴ νύχτα καὶ τὸν ἥλιο
χωρίς ν’ ἀλλάζουν μέσα στὴν ἀλλαγή.
Ἤτανε καλὰ παιδιά, μέρες ὁλόκληρες
ἵδρωναν στὸ κουπὶ μὲ χαμηλωμένα μάτια
ἀνασαίνοντας με ρυθμό
καὶ τὸ αἷμα τους κοκκίνιζε ἕνα δέρμα ὑποταγμένο.
Κάποτε τραγούδησαν, μὲ χαμηλωμένα μάτια
ὅταν περάσαμε τὸ ἐρημόνησο μὲ τὶς ἀραποσυκιὲς
κατὰ τὴ δύση, πέρα ἀπὸ τὸν κάβο τῶν σκύλων
ποὺ γαβγίζουν.
Εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὐτήν, ἔλεγαν
εἰς ψυχὴν βλεπτέον, έλεγαν
καὶ τὰ κουπιὰ χτυποῦσαν τὸ χρυσάφι τοῦ πελάγου
μέσα στὸ ἡλιόγερμα.
Περάσαμε κάβους πολλοὺς πολλὰ νησιὰ τὴ θάλασσα
πού φέρνει τὴν ἄλλη θάλασσα, γλάρους καὶ φώκιες.
Δυστυχισμένες γυναῖκες κάποτε μὲ ὁλολυγμούς
κλαίγανε τὰ χαμένα τους παιδιὰ
κι ἄλλες ἀγριεμένες γύρευαν τὸ Μεγαλέξαντρο
καὶ δόξες βυθισμένες στὰ βάθη τῆς Ἀσίας.
Ἀράξαμε σ’ ἀκρογιαλιὲς γεμάτες ἀρώματα νυχτερινά
μὲ κελαηδίσματα πουλιών, νερὰ ποὺ ἀφήνανε στὰ χέρια
τὴ μνήμη μιᾶς μεγάλης ευτυχίας.
Μά δέν τέλειῶναν τὰ ταξίδια.
Οἱ ψυχές τους ἔγιναν ἕνα μὲ τὰ κουπιὰ καὶ τοὺς σκαρμοὺς
μὲ τὸ σοβαρὸ πρόσωπο τῆς πλώρης
μὲ τ’ αὐλάκι τοῦ τιμονιοῦ
μὲ τὸ νερὸ ποὺ ἔσπαζε τὴ μορφή τους.
Οἱ σύντροφοι τέλειωσαν μὲ τὴ σειρά,
μὲ χαμηλωμένα μάτια. Τὰ κουπιά τους
δείχνουν τὸ μέρος ποὺ κοιμοῦνται στ’ ἀκρογιάλι.

Κανεὶς δὲν τοὺς θυμᾶται. Δικαιοσύνη.

Και κάποια παλιά αγαπημένα τραγούδια από δυο συγκλονιστικές γυναικείες φωνές ….

Παραπονεμένα λόγια, Βασιλική Λαβίνα https://www.youtube.com/watch?v=tCXxkJHSnR8

Μάνα μου Ελλάς, Βίκυ Μοσχαριού  https://www.youtube.com/watch?v=QcukxtTuEBo

Τούτο το βράδυ, Βασιλική Λαβίνα  https://www.youtube.com/watch?v=2e62ta6zSKk