Μέρος πρώτο

Εμμηνόπαυση:επιστήμη και φεμινισμός

«Η ιστορία που θέλω να θυμάστε έχει να κάνει με την αξία, την βούληση, τη φωνή και τη γνώση για να διατηρείτε τον εαυτό σας όσο πιο υγιή, ενώ ταυτόχρονα απαιτείτε μια ίση θέση στο τραπέζι. Αυτό είναι το μανιφέστο μου». Jen Gunter  / ΜΑΙΕΥΤΗΡΑΣ – ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΟΣ

«Δεν θα έπρεπε να απαιτείται μια πράξη φεμινισμού για να ξέρεις πώς λειτουργεί το σώμα σου, αλλά αυτό απαιτείται. Και φαίνεται ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη πράξη φεμινισμού από το να μιλάς για ένα σώμα στην εμμηνόπαυση σε μια πατριαρχική κοινωνία». Jen Gunter

Η μετάφραση έχει ολοκληρωθεί

Η σημερινή ανάρτηση βασίζεται στο βιβλίο της μαιευτήρα-γυναικολόγου Jen Gunter: The Menopause Manifesto  / Το Μανιφέστο της Εμμηνόπαυσης  (Ο τίτλος της Ελληνικής έκδοσης είναι Η Βίβλος της Εμμηνόπαυσης). Είναι ένα θέμα που εδώ κι αρκετό καιρό σκεφτόμουν να γράψω κάτι, αλλά το ανέβαλλα. Στην πραγματικότητα, η σημερινή ανάρτηση θα αφορούσε τα ψυχομετρικά εργαλεία, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά τους. Ωστόσο, η αγορά του βιβλίου της Gunter έφερε αυτό το θέμα στο προσκήνιο. Το βιβλίο της είναι ενημερωμένο από την επιστήμη και τον φεμινισμό, επειδή, όπως σημειώνει, ο φεμινισμός μπορεί να βοηθήσει τις γυναίκες να δουν τις προκαταλήψεις στην κοινωνία και πώς αυτές οι προκαταλήψεις μπορεί να έχουν επηρεάσει τις δικές τους πεποιθήσεις, κάτι που μπορεί να τους επιτρέψει να επαναπροσδιορίσουν την εμμηνόπαυση όχι ως ένα τελικό γεγονός, αλλά ως μια άλλη φάση της ζωής.  Πολλά από αυτά που συζητιούνται στο βιβλίο μου είναι οικεία, κι επίσης πιστεύω ότι είναι καιρός να αποστιγματίσουμε όλα τα φυσικά αναπτυξιακά στάδια της ζωής. Η εμμηνόπαυση δεν είναι ασθένεια, ούτε θα πρέπει να είναι θανατική ποινή.  Σε τελική ανάλυση, αντιμετωπίζουμε την εμμηνόπαυση και την διαδικασία της γήρανσης μόνο αν είμαστε τυχεροί ώστε να βρισκόμαστε σε αυτόν τον πλανήτη. Έχει μειονεκτήματα όπως πολλές άλλες βιολογικές εμπειρίες, αλλά είναι μια ακόμη εξελικτική προσαρμογή και μέρος του κύκλου της ζωής. Η Gunter γράφει: «Η εμμηνόπαυση δεν είναι ασθένεια. Είναι μια εξελικτική προσαρμογή που αποτελεί μέρος της επιβίωσης του είδους, όπως η έμμηνος ρύση ή η ικανότητα να καταστέλλεται το ανοσοποιητικό σύστημα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ώστε το σώμα να μην επιτίθεται στο έμβρυο. Όπως κι άλλα βιολογικά φαινόμενα, η εμμηνόπαυση συνδέεται με μειονεκτήματα – σε αυτή την περίπτωση, τα ενοχλητικά συμπτώματά για ορισμένες γυναίκες κι ο αυξημένος κίνδυνος αρκετών ιατρικών καταστάσεων. Αλλά η εμμηνόπαυση συμβαίνει επίσης ενώ μια γυναίκα μεγαλώνει, επομένως είναι εξίσου σημαντικό να μην θεωρούμε ότι κάθε σύμπτωμα σχετίζεται με τις ορμόνες. Είναι ζωτικής σημασίας οι γυναίκες να γνωρίζουν για την εμμηνόπαυση, αλλά κι ότι σχετίζεται με την εμμηνόπαυση, ώστε να μπορούν να κατανοήσουν τι συμβαίνει στο σώμα τους, να δουν τα πράγματα από κάποια οπτική γωνία, και να απαιτήσουν φροντίδα όταν αυτή ενδείκνυται».

Η απουσία της εμμηνόπαυσης από τον δημόσιο λόγο αφήνει τις γυναίκες ανενημέρωτες με σοβαρές συνέπειες για την υγεία και την ευημερία τους, ενισχύει την άγνοια κι επιτρέπει σε ξεπερασμένες πεποιθήσεις από την αρχαιότητα να συνεχίζουν να επηρεάζουν τον τρόπο σκέψης και την άποψή μας για την υγεία, τους ρόλους και την αξία των γυναικών. Πιστεύω ότι η γνώση μπορεί να είναι ενδυναμωτική κι ότι ως συλλογικότητα έχουμε συσσωρεύσει πολλές γνώσεις σε τόσους πολλούς τομείς κι έχουμε ανακαλύψει τόσα καταπληκτικά πράγματα που είναι δίκαιο για το ευρύτερο κοινό να ενημερώνεται και να εκπαιδεύεται, ειδικά όταν πρόκειται για τα ζητήματα της ευεξίας μας και της λειτουργίας του ανθρώπινου σώματος. Η Gunter σχολιάζει: «Η απουσία της εμμηνόπαυσης από τον δημόσιο λόγο αφήνει τις γυναίκες ανενημέρωτες, κάτι που μπορεί να τις αποδυναμώνει, να τις τρομάζει και να δυσκολεύει την δυνατότητα τους να υποστηρίζουν τον εαυτό τους. Κατά συνέπεια, πολλές (γυναίκες) υποφέρουν από συμπτώματα ή δεν λαμβάνουν σημαντικούς ελέγχους υγείας ή θεραπείες επειδή έχουν απορριφθεί με κοινοτοπίες όπως «Αυτό είναι απλώς μέρος του να είσαι γυναίκα» ή «Δεν είναι δα και τόσο κακό». Αλλά τα ζητήματα τα σχετικά με την εμμηνόπαυση ξεπερνούν ακόμη και αυτά τα κενά γνώσης και ιατρικής παραμέλησης…».

Υπάρχει ένα κεφάλαιο με τον τίτλο The Knowledge Gap  / Το Κενό Γνώσης, στο οποίο η Gunter ισχυρίζεται ότι παρά την καθολική φύση της εμμηνόπαυσης, οι περισσότερες γυναίκες δεν είναι καλά ενημερωμένες για τα συμπτώματα, τις σωματικές αλλαγές, τις ιατρικές ανησυχίες ή τις θεραπευτικές επιλογές τους κι ότι αυτό το πληροφοριακό κενό έχει δημιουργηθεί από έναν τοξικό συνδυασμό ιατρικών παρόχων που δεν είναι σε θέση να καλύψουν τις εκπαιδευτικές ανάγκες των ασθενών τους και ιατρικό μισογυνισμό, εννοώντας τη μακρόχρονη ιστορία της ιατρικής να παραμελεί τις γυναίκες.  Η Gunter συμπεραίνει ότι υπάρχει ένα επιπλέον θέμα λαθεμένης πληροφόρησης, ακόμη και παραπληροφόρησης, καθώς η σιωπή για την εμμηνόπαυση και τα κενά στη γνώση τα εκμεταλλεύονται διάφορες βιομηχανίες.  Η σιωπή και το ταμπού γύρω από την εμμηνόπαυση θα μπορούσαν να θεωρηθούν γελοία αν δεν δημιουργούσαν αρνητικές συνέπειες για τόσες πολλές γυναίκες σε όλο τον πλανήτη. Η σιωπή διατηρεί επίσης τις προκαταλήψεις και την ανισότητα μεταξύ των φύλων κι εμποδίζει τις γυναίκες να λάβουν την ιατρική φροντίδα ή την υποστήριξη που χρειάζονται.  Η Gunter γράφει: «Η κουλτούρα της σιωπής για την εμμηνόπαυση στην πατριαρχική μας κοινωνία είναι κάτι που πρέπει να δούμε…. Προφανώς δεν υπάρχει τίποτα χαμηλότερης αξίας από το σώμα μιας ηλικιωμένης γυναίκας και πολλοί στην κοινωνία μας αντιμετωπίζουν την εμμηνόπαυση όχι ως μια φάση της ζωής, αλλά ως φάση θανάτου. Κάτι σαν προ-θάνατος. Τα λίγα που λέγονται για την εμμηνόπαυση συχνά προβάλλονται μέσα από το πρίσμα της ωοθηκικής ανεπάρκειας – (υποστηρίζεται) ο ισχυρισμός ότι η εμμηνόπαυση είναι μια ασθένεια που υπάρχει επειδή οι γυναίκες και οι ωοθήκες τους είναι αδύναμες».

Η Gunter σημειώνει ότι η εμμηνόπαυση είναι η αντιστροφή της εφηβείας, μια μετάβαση από τη μια βιολογική φάση της λειτουργίας των ωοθηκών στην άλλη. Ισχυρίζεται ότι παρόλο που κάπως καταφέρνουμε να συζητήσουμε την εφηβεία χωρίς να την χαρακτηρίσουμε ως ασθένεια και να θεωρήσουμε την παιδική ηλικία ως το χρυσό πρότυπο για την υγεία, δεν το κάνουμε αυτό όταν πρόκειται για την εμμηνόπαυση. Προσθέτει ότι «Αν και η εμμηνόπαυση είναι μια καθολική εμπειρία για κάθε γυναίκα με ωοθήκες, που ζει αρκετά, σε αντίθεση με την εφηβεία, η εμμηνόπαυση καλύπτεται από μυστικότητα. Δεν υπάρχει πρόγραμμα σπουδών για την εμμηνόπαυση στα σχολεία και οι πάροχοι υγείας σπάνια το συζητούν εκ των προτέρων». Η εμμηνόπαυση δεν συμβαίνει στο κενό. Αυτός είναι ο τίτλος και το θέμα ενός κεφαλαίου του βιβλίου. Στην πραγματικότητα, όπως ανέφερα σε πολλές προηγούμενες αναρτήσεις, τίποτα δεν συμβαίνει στο κενό. Η βιωμένη μας εμπειρία είναι τοποθετημένη σε κοινωνικό-πολιτικά πλαίσια και είναι το αποτέλεσμα πολλών αλληλοτεμνόμενων αιτιών. Αρχικά, η Gunter εξηγεί ότι μια από τις πολυπλοκότητες της εμμηνόπαυσης είναι ότι συμβαίνει καθώς μεγαλώνουμε, κι επομένως, η διαφοροποίηση των ζητημάτων που σχετίζονται με ορμονικές αλλαγές από τα ζητήματα που σχετίζονται με την ηλικία μπορεί να είναι δύσκολη. Για παράδειγμα, επιλέγει το θέμα των διαταραχών του ύπνου κατά την εμμηνόπαυση για να δείξει πώς η διάκριση των βασικών αιτιών μπορεί να γίνει ένας ιατρικός  Γόρδιος δεσμός. Προτείνει ότι ο/η ιατρός και η ασθενής θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι έχουν λάβει υπόψη όλους τους παράγοντες που συμβάλλουν στο πρόβλημα και τους τρόπους που μπορεί να αλληλοσχετίζονται οι διάφοροι παράγοντες πριν να υποθέσουν ότι ένα σύμπτωμα που αναπτύσσεται κατά τη μετάβαση στην εμμηνόπαυση ή κατά τη διάρκεια της περιόδου μετά την εμμηνόπαυση είναι ζήτημα που σχετίζεται πραγματικά με τις ορμονικές αλλαγές.

Στη συνέχεια, υπάρχουν άλλα επίπεδα πολυπλοκότητας. Καθώς μεγαλώνουμε η υγεία μας κι ο τρόπος με τον οποίο γερνάμε δεν σχετίζεται μόνο με τις αλλαγές στις ωοθήκες μας, αλλά με οτιδήποτε στο μακρο-περιβάλλον μας, όπως είναι η διατροφή μας, τα επίπεδα άσκησης, το άγχος, οι προσωπικές σχέσεις, το αν έχουμε κάνει παιδιά κι αν έχουμε θηλάσει, κ.λπ. Επιπλέον, πρέπει να λάβουμε υπόψη διάφορους καθοριστικούς κοινωνικούς παράγοντες της υγείας, όπως οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες στις οποίες οι άνθρωποι γεννιούνται, μεγαλώνουν, ζουν κι εργάζονται, οι οποίοι επηρεάζουν την υγεία και την ποιότητα ζωής. Η Gunter θεωρεί αυτούς τους παράγοντες ως το μικρο-περιβάλλον. Γράφει: «Παράγουν άδικες κι ταυτόχρονα αποτρέψιμες διαφορές στην κατάσταση της υγείας μέσω πολλών μηχανισμών, όπως είναι η έλλειψη πρόσβασης σε επαρκή ιατρική περίθαλψη κι εκπαίδευση, μη ασφαλείς συνθήκες εργασίας, συνωστισμένες συνθήκες διαβίωσης, ρατσισμό και κακή διατροφή. Ο τρόπος με τον οποίο αυτοί οι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες επηρεάζουν την υγεία είναι πολύπλοκος, επειδή συχνά συνδέονται μεταξύ τους και μπορεί να είναι επιβαρυντικοί. Οι κοινωνικοί καθοριστικοί παράγοντες της υγείας συνδέονται με την ηλικία της εμμηνόπαυσης καθώς και με πολλά από τα συμπτώματα και τις καταστάσεις υγείας που σχετίζονται με την εμμηνόπαυση».

Τέλος, ένας άλλος πολύ σημαντικός κοινωνικός καθοριστικός παράγοντας της υγείας είναι η έκθεση σε αντιξοότητες κατά την διάρκεια της παιδικής ηλικίας, γνωστές ως ACEs  / Adverse Childhood Experiences  / Δυσμενείς Εμπειρίες της Παιδικής Ηλικίας (Δείτε περισσότερα για τα ACEs / ΔΠΕ στη δημοσίευση 15/08/2019).  Η Gunter γράφει: «Υπάρχει ένας αυξανόμενος όγκος βιβλιογραφίας που δείχνει ότι οι δυσμενείς εμπειρίες της παιδικής ηλικίας οδηγούν σε πολλά αρνητικά αποτελέσματα για την υγεία προκαλώντας μια απορυθμισμένη απόκριση στρες που επηρεάζει τον αναπτυσσόμενο εγκέφαλο καθώς και το ενδοκρινικό και ανοσοποιητικό σύστημα.*** Αυτό είναι γνωστό ως η τοξική απόκριση στο στρες και μπορεί να έχει βαθιά αρνητικές επιπλοκές.  Η έκθεση ενός ατόμου  σε τέσσερις ή περισσότερες δυσμενείς εμπειρίες στην παιδική ηλικία αυξάνει τον κίνδυνο πολλών παθήσεων που συνδέονται με την εμμηνόπαυση, όπως είναι η καρδιακή προσβολή, το εγκεφαλικό, οι διαταραχές ύπνου, η  νόσος Αλτσχάιμερ, ο διαβήτης, η κατάθλιψη και ο καρκίνος του μαστού. Το τραύμα κυριολεκτικά επανασυνδέει τον εγκέφαλο και το σώμα».

***Στο podcast Being Well αυτής της εβδομάδας (https://www.rickhanson.net/being-well-podcast-understanding-and-managing-stress)  οι Rick και Forrest Hanson συζητούν τους διάφορους βιολογικούς μηχανισμούς που εμπλέκονται στο στρες, το πώς το ενδοκρινικό σύστημα και το νευρικό σύστημα ανταποκρίνονται στο στρες, την απόκριση της αμυγδαλής (the amygdala response) και τα προβλήματα που προκαλεί η χρόνια έκθεση σε στρεσογόνους παράγοντες. Μιλούν για τις σωρευτικές επιπτώσεις του χρόνιου στρες και του αλλοστατικού φορτίου  (allostatic load) και γιατί οι ζέβρες και άλλα θηλαστικά στη φύση, για παράδειγμα,  δεν παθαίνουν έλκη….

Το βιβλίο περιέχει επίσης μια σύντομη ιστορία της εμμηνόπαυσης και πώς επινοήθηκε η λέξη εμμηνόπαυση.  Και οι δύο αφηγήσεις μας βοηθούν να κατανοήσουμε την τρέχουσα πραγματικότητα.  Η Gunter υπογραμμίζει το γεγονός ότι η ιατρική,  όπως κι οτιδήποτε άλλο,  αρχικά υπήρχε κυρίως για να ικανοποιήσει τις ανάγκες  (και συνεπώς να εξασφαλίσει την προστασία) της ανδρικής ελίτ που κατά πάσα πιθανότητα δεν ενδιαφερόταν για το γερασμένο γυναικείο σώμα. Η εμμηνόπαυση δεν αποκαλύφθηκε πρόσφατα λόγω της αύξησης της διάρκειας ζωής, όπως κάποιοι θέλουν να πιστεύουν, και τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης έχουν καταγραφεί στη δυτική ιατρική από το 1500.  Η απώλεια της εμμήνου ρύσεως καθώς μια γυναίκα μεγαλώνει και η κατανόηση ότι αυτό σήμαινε το τέλος της γονιμότητας σημειώνεται στα αρχαία κινεζικά και ελληνικά ιατρικά συγγράμματα. Η Gunter γράφει: «Οι χαμένες εμμηνορροϊκές περίοδοι στην αρχαία ελληνική ιατρική – το θεμέλιο που οδήγησε στην αρχαία ρωμαϊκή, περσική, αραβική και στη συνέχεια στη σύγχρονη δυτική ιατρική – θεωρήθηκαν ανησυχητικές καθώς αποτελούσαν ένδειξη πιθανού προβλήματος γονιμότητας καθώς κι επικίνδυνης συσσώρευσης υγρών. Αυτό μας βοηθά να κατανοήσουμε μεγάλο μέρος της αρχαίας ιατρικής εμμονής με την έμμηνο ρύση — πολλές από τις 1.500 φαρμακευτικές συνταγές του Ιπποκράτη, το 80 τοις εκατό από αυτές – σχετίζονται με την έμμηνο ρύση». Η Gunter ισχυρίζεται ότι σύμφωνα με τη σκέψη της εποχής, οι άνδρες ήταν σε ισορροπία με τον κόσμο. Ωστόσο, πίστευαν ότι οι γυναίκες απορροφούσαν περίσσεια υγρά από τη διατροφή τους σαν να ήταν κινούμενες  ελαττωματικές υδραυλικές σωληνώσεις.

Δεν θα αναφερθώ σε όλα τα ιστορικά πρόσωπα που αναφέρονται στο βιβλίο. Ένα άτομο που αναφέρεται είναι ο Δρ Liébault, ο οποίος θεωρούνταν ότι ήταν μπροστά από την εποχή του από πολλές απόψεις,  Η Gunter γράφει: «Ενώ ο Liébault ήταν ξεκάθαρα ένας ιατρικός Αναγεννησιακός άνθρωπος  με τις παρατηρήσεις του για την υγεία των γυναικών,  οι περισσότεροι γιατροί της εποχής ήταν επιβαρυμένοι από την πεποίθησή τους ότι οι γυναίκες ήταν μια κατώτερη εκδοχή των ανδρών, καθώς και από την έλλειψη γνώσης της γυναικείας ανατομίας και της παντελούς έλλειψης κατανόησης της εμμήνου ρύσεως». Με λίγα λόγια, για πολλούς αιώνες το αίμα της εμμήνου ρύσεως θεωρείτο τοξικό, η αιτία μιας τεράστιας σειράς ασθενειών και παρόλο που η δυτική ιατρική γνώριζε τις ιατρικές ανησυχίες κατά την διάρκεια μετάβασης στην εμμηνόπαυση, τα συμπτώματα θεωρούνταν κυρίως ως συνέπεια των κατακρατούμενων τοξινών.  Η Gunter προσθέτει: «Πολλά ιατρικά εγχειρίδια από την εποχή του De Gardanne ήταν σαν τα δικά του — δεν περιείχαν  ιατρική, αλλά έσταζαν από πατριαρχία». Υπήρχαν αξιοσημείωτες εξαιρέσεις όπως ο Άγγλος γιατρός  John Fothergill, ο οποίος αμφισβήτησε αυτές τις έννοιες στην εργασία του On the Management Proper of the Cessation of Menses το 1776.  Για αυτόν η εμμηνόπαυση ήταν μια φυσιολογική εξέλιξη. Ομοίως, σε ένα κείμενο του 1857, ο Δρ Edward Tilt, επίσης δεν θεωρούσε την εμμηνόπαυση ως ασθένεια.

Ο Γάλλος γιατρός Dr. De Gardanne επινόησε τον όρο la ménèspausie από τον συνδυασμό δύο ελληνικών λέξεων, μήνας ή mois στα γαλλικά (month στα αγγλικά) και παύσις ή cessation στα γαλλικά (cessation στα αγγλικά), που δηλώνει ότι προέρχεται από το παύω. που μεταφράζει ως je finis ή je cesse— σταματάω ή παύω στα αγγλικά. Η Gunter ρωτά: Και πώς μπορεί η λέξη εμμηνόπαυση να επηρεάσει τη γνώμη μας για την εμπειρία; Ισχυρίζεται ότι το πρώτο πρόβλημα είναι η λέξη παύση, η οποία στον σημερινό κόσμο είναι αρνητική δεδομένης της γενικής κοινωνικής άποψης ότι οι γυναίκες πρέπει να συγκρατούνται ή ότι πρέπει να μειώνονται καθώς γερνούν. Ένα άλλο ζήτημα είναι ότι το τέλος της εμμήνου ρύσεως είναι ένα σύμπτωμα, όχι η αιτία, και η εστίαση στην τελευταία έμμηνο ρύση αγνοεί το γεγονός ότι πολλές γυναίκες έχουν συμπτώματα και καταστάσεις υγείας που σχετίζονται με την εμμηνόπαυση που ξεκινούν χρόνια πριν από τη λήξη της εμμήνου ρύσεως. Πιστεύει επίσης ότι είναι μισογυνισμός να συνδέουμε μια περιγραφή για το ένα τρίτο ή πιθανώς και το μισό της ζωής μιας γυναίκας με τη λειτουργία της μήτρας και των ωοθηκών της. Δεν ορίζουμε τους άνδρες καθώς γερνούν σύμφωνα με τις σωματικές τους αλλαγές. Ο όρος εμμηνόπαυση εμφανίστηκε πριν η επιστήμη μάθει ότι υπάρχουν ορμόνες.  Η Gunter γράφει: «Ποτέ δεν υπήρχε η πρόθεση να σημάνει μια παύση. Εφευρέθηκε από έναν άνδρα που ένιωθε ότι οι γυναίκες έπρεπε να καλύπτουν τα μπράτσα τους και να μην φορούν ρουζ – του οποίου το βιβλίο δεν συνεισέφερε τίποτα πολύτιμο στο σύνολο της γνώσης εκτός από το ότι άφησε έναν όρο που συνδέει τις γυναίκες για πάντα με την έμμηνο ρύση».

Όσον αφορά τη γλώσσα και τους όρους που χρησιμοποιούνται, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι οι λέξεις επηρεάζουν τις σκέψεις μας. Η Gunter αναφέρει το έργο της Δρ. Lera Boroditsky και την TED ομιλία της How language shapes the way we think / Πως η γλώσσα διαμορφώνει τον τρόπο που σκεφτόμαστε” στη διεύθυνση: https://www.youtube.com/watch?v=RKK7wGAYP6k

Αυτό που δεν ήξερα και που βρήκα ενδιαφέρον είναι ότι σε πολλές κουλτούρες η λέξη εμμηνόπαυση δεν χρησιμοποιείται καθόλου. Για παράδειγμα, στα Ολλανδικά η λέξη είναι overgang, που σημαίνει τη διέλευση ή τον δρόμο από το σημείο «Α στο Β». Στα Φινλανδικά ο όρος είναι vaidhevoudet,  αλλαγή έτους, στα Σουηδικά είναι κλιμακτήριος, αλλαγή ή στάδια ζωής, και στα Ιαπωνικά η λέξη είναι kōnenki, που μεταφράζεται ως αλλαγή ζωής. Η Gunter αναφέρει κάποιες έρευνες που υποδηλώνουν ότι οι γυναίκες που ζουν σε πολιτισμούς που χρησιμοποιούν ορολογία που αναφέρεται σε αλλαγή ζωής αντί για εμμηνόπαυση τείνουν να ενοχλούνται λιγότερο από τα κοινά συμπτώματα της εμμηνόπαυσης. Επίσης, οι λέξεις επηρεάζουν τις αντιλήψεις μας κι η ιατρική ορολογία αλλάζει συνεχώς καθώς συλλέγονται νέες πληροφορίες,  και καθώς σημειώνει η Gunter: «η ιδέα ότι είναι πολύ δύσκολο να αλλάξεις τη λέξη εμμηνόπαυση απλά δεν ισχύει».

Θα γράψω λίγα περισσότερα για αυτό το θέμα σε επόμενη ανάρτηση. Προς το παρόν, θα τελειώσω αυτό το κομμάτι σήμερα με μια φράση από το βιβλίο: «Η ιστορία που θέλω να θυμάστε έχει να κάνει με την αξία, την βούληση, και τη φωνή και τη γνώση για να μπορείτε να διατηρείτε τον εαυτό σας στο καλύτερο δυνατόν επίπεδο υγείας απαιτώντας ίση θέση στο τραπέζι. Αυτό είναι το μανιφέστο μου».

Συνεχίζεται……..

Μέρος δεύτερο

Η μετάφραση ολοκληρώθηκε

«Όσο περισσότερο μπορούμε να αρθρώσουμε τις σχέσεις μεταξύ του προσωπικού πόνου / δυσφορίας και των σχεσιακών, ιστορικών, πολιτιστικών, πολιτικών και κοινωνικοοικονομικών περιβαλλόντων, τόσο περισσότερο διαλύονται οι κλειδαριές αυτού του θαλάμου, οι πόρτες ανοίγουν και μπορούμε όλοι να αρχίσουμε να αναπνέουμε». (Andy Rogers, αναφέρεται στην Anne Kearny)

 «… εάν δεν αναγνωρίζουμε τους κινδύνους των προσπαθειών μας να είμαστε ουδέτεροι, δημιουργούμε την πιθανότητα να γίνουμε φορέας κοινωνικού ελέγχου, ενθαρρύνοντας τους πελάτες όχι μόνο να αποδεχτούν το απαράδεκτο καθώς υπερασπιζόμαστε (άθελα μας ή εσκεμμένα) το αδικαιολόγητο». (Anne Kearny)

Α. Όπως ανέφερα στην προηγούμενη ανάρτηση, η Anne Kearny έχει υποστηρίξει σε όλο το βιβλίο της ότι η συμβουλευτική δεν είναι μια πολιτικά ουδέτερη διαδικασία. Ουσιαστικά αυτό ισχύει για όλα τα επαγγέλματα. Είναι στη φύση όλων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων να έχουν πολιτικές επιπτώσεις και συνέπειες, και κάθε φορά που συμβουλεύουμε, εποπτεύουμε ή προσφέρουμε υπηρεσίες οποιουδήποτε είδους, κάνουμε συνειδητές επιλογές ή επιλογές από προεπιλογή. Γνωρίζουμε το πολιτικό μας πλαίσιο ή αποφεύγουμε την διαδικασία της επίγνωσης. Στα τελευταία κεφάλαια η Kearny συνδέει μερικά από τα θέματα που συζητήθηκαν στο βιβλίο της με την Rogerian συμβουλευτική.

Εν συντομία, ο Carl Rogers ανέπτυξε την προσωποκεντρική θεραπεία στη δεκαετία του ’40, η οποία ήταν στην πρώτη γραμμή του κινήματος της ανθρωπιστικής ψυχολογίας κι έκτοτε έχει επηρεάσει πολλές θεραπευτικές τεχνικές και τον τομέα της ψυχικής υγείας και άλλους κλάδους, από την ιατρική μέχρι την εκπαίδευση, κ.λ.π. .Αυτή η προσέγγιση στη συμβουλευτική απέκλινε από το παλιό μοντέλο όπου ο θεραπευτής ήταν ο ειδικός και κινήθηκε προς μια πιο μη-κατευθυντική κι ενσυναισθητική προσέγγιση που ενδυναμώνει και παρακινεί το άτομο στη θεραπευτική διαδικασία. Ο πρόσωπο-κεντρικός θεραπευτής μαθαίνει να αναγνωρίζει και να εμπιστεύεται το ανθρώπινο δυναμικό, παρέχοντας στους πελάτες ενσυναίσθηση κι έναν άνευ όρων θετικό σεβασμό για τη διευκόλυνση της διαδικασίας της αλλαγής. Ο Carl Rogers πίστευε ότι οι άνθρωποι δεν έχουν εγγενώς ελαττώματα κι ότι όλοι έχουμε την ικανότητα να εκπληρώσουμε τις δυνατότητές μας. Αυτή η προσέγγιση υποστηρίζει ότι κάθε άτομο έχει τη φυσική κλίση, ικανότητα κι επιθυμία για προσωπική ανάπτυξη κι αλλαγή, την οποία ονόμασε τάση πραγματοποίησης / αυτοπραγμάτωση  (actualizing tendency / self-actualization). Σύμφωνα με τον Rogers, «Τα άτομα έχουν μέσα τους τεράστιους πόρους για την κατανόηση του εαυτού τους και για την αλλαγή των αντιλήψεων τους, τις βασικές στάσεις και την αυτο-κατευθυνόμενη συμπεριφορά τους. αυτοί οι πόροι μπορούν να αξιοποιηθούν εάν μπορεί να τους παρασχεθεί ένα οριζόμενο κλίμα από διευκολυντικές  / υποστηρικτικές  ψυχολογικές στάσεις».

Ο Carl Rogers εντόπισε βασικούς παράγοντες που διεγείρουν την ανάπτυξη μέσα σε ένα άτομο και πρότεινε ότι όταν πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις, το άτομο θα κινείται προς μια εποικοδομητική εκπλήρωση των δυνατοτήτων του. Πολύ συνοπτικά, αυτοί οι παράγοντες απαιτούν: μια σχέση σεβασμού μεταξύ θεραπευτή και πελάτη, την επίγνωση ότι συχνά θα υπάρχει ασυμφωνία μεταξύ της εικόνας που έχουν οι πελάτες για τον εαυτό τους και της πραγματικής εμπειρίας τους που θα τους αφήνει ευάλωτους σε φόβους και ανησυχίες / άγχος, την ανάγκη οι θεραπευτές να έχουν ενσυναίσθηση, επίγνωση του εαυτού τους, να είναι αυθεντικοί και συνεπείς, και την ανάγκη για την άνευ όρων θετική ματιά του θεραπευτή (οι θετικές ή αρνητικές εμπειρίες των πελατών θα πρέπει να γίνονται αποδεκτές από τον θεραπευτή χωρίς όρους ή επικρίσεις).

Η Kearny εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη Rogerian θεραπεία όπως: εάν είναι εγγενώς συντηρητική και προδιατεθειμένη να αποδεχτεί το status quo ή αν έχει τη δυνατότητα να είναι ριζοσπαστική για τα πολιτικά συστήματα, εάν αγνοεί τις αδιαμφισβήτητες εξωτερικές επιρροές στη ζωή των ανθρώπων κι εάν θεωρεί ότι τα άτομα υπάρχουν σε ένα κοινωνικό και πολιτικό κενό, και αν ναι, θα μπορούσε αυτό να έχει ως αποτέλεσμα την επίρριψη ευθυνών στο θύμα. Δηλώνει ότι η φεμινιστική κριτική της Rogerian πρόσωπο-κεντρικής θεραπείας, καθώς και η βιβλιογραφία για τη διαπολιτισμική συμβουλευτική εφιστά την προσοχή σε αυτά τα ερωτήματα. Η Kearny πιστεύει ότι παρόλο που αυτοί οι ισχυρισμοί έχουν εγκυρότητα, η Rogerian συμβουλευτική δεν είναι εγγενώς συντηρητική. Ωστόσο, πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις προκειμένου να πραγματοποιηθεί ο δυνητικός ριζοσπαστισμός της προσέγγισης. Η Kearny πιστεύει ότι έχει τη δυνατότητα να μεταμορφώσει τις εξωτερικές κοινωνικοπολιτικές δομές, καθώς και τον καθένα από εμάς ξεχωριστά. Ισχυρίζεται ότι η εστίαση στο άτομο δεν αποκλείει απαραίτητα την επίγνωση των κοινωνικών περιορισμών της ζωής των ανθρώπων. Γράφει: «είναι απολύτως δυνατό να εστιάσουμε στην τάση αυτοπραγμάτωσης του κοινωνικά τοποθετημένου ατόμου» και «υπάρχει μια βαθιά διαφορά μεταξύ των δυνατοτήτων που προσφέρει η Rogerian συμβουλευτική όταν είναι δεσμευμένη από παράγοντες όπως το φύλο, τον πολιτισμό ή την τάξη, κι εκείνων που είναι διαθέσιμες όταν ανακτά τη ριζοσπαστική δυνατότητα που πιστεύω ότι βρίσκεται στο επίκεντρο της προσέγγισης του ίδιου του Rogers». Προσθέτει ότι ο Rogers έβλεπε το άτομο ως ένα κοινωνικοπολιτικό ον που επιδιώκει τόσο την αυτονομία όσο και τη συνδεσιμότητα και που χρειάζεται τόσο την ανεξαρτησία όσο κι ένα υποστηρικτικό εξωτερικό περιβάλλον και που με υποστήριξη μπορεί να αμφισβητήσει τις εξωτερικές καταπιέσεις που το περιορίζουν. Η ίδια αναφέρει μια αναφορά του Irving Yalom (Ίρβινγκ Γιάλομ): «Το κοινό κάθισε αναπαυτικά στις καρέκλες του, περιμένοντας την αναμενόμενη γλυκιά αναδρομή ενός σεβαστού εβδομηντάρη. Αντίθετα, ο Rogers τους ταρακούνησε με μια σειρά από προκλήσεις. Προέτρεψε τους σχολικούς ψυχολόγους να μην αρκούνται απλώς στη θεραπεία μαθητών που έχουν υποστεί βλάβη από ένα απαρχαιωμένο κι άσχετο εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά να αλλάξουν το σύστημα» (1995, αναφέρεται στην Kearny).

Β. Τέλος, προτείνεται ότι η επιλογή των κειμένων και σχολίων που περιλαμβάνονται στο βιβλίο έχει σκοπό να παρουσιάσει ποικίλες προοπτικές σχετικά με τη σημασία της κοινωνικής τάξης στη συμβουλευτική: τη διαθεματικότητα των πολλαπλών ταυτοτήτων μας, τη σχέση μεταξύ συμβούλων και πελατών, την κατανόησή από εμάς των αιτιών της ψυχολογικής δυσφορίας, την κατανόησή των ανισοτήτων όσον αφορά την πρόσβαση στη συμβουλευτική και την πιθανότητα η εμπειρία να είναι χρήσιμη, την αυτογνωσία και την προσωπική μας ανάπτυξη στην διάρκεια της εκπαίδευσης μας και πέραν αυτής, και πολλά άλλα θέματα…. . Στο χώρο αυτού του κομματιού θα αναφερθώ μόνο σε μερικές ιδέες που συζητήθηκαν από ορισμένους μόνο σχολιαστές.

Ένα σημείο που επισημαίνεται σε αυτήν την ενότητα είναι ότι το έργο της Kearny είναι ιστορικά τοποθετημένο (1996) κι εκ τούτου ορισμένα χαρακτηριστικά των ομάδων της εργατικής και της μεσαίας τάξης θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά σήμερα. Η Clare Slaney πιστεύει ότι η θεραπεία είναι εντελώς ενσωματωμένη στην πολιτική και ότι «η κοινωνική τάξη –ένας όλο και πιο διφορούμενος όρος– και η πολιτική ήταν ο ελέφαντες στα δωμάτια της εκπαίδευσης και πρακτικής από την αρχή του επαγγέλματος». Γράφει: «Ενώ η κουλτούρα, η φυλή και η σωματική ικανότητα παραμένουν αμφιλεγόμενες στη συμβουλευτική, τουλάχιστον διερευνούμε αυτά τα ζητήματα, κυρίως επειδή…… μη λευκοί και ανάπηροι συνάδελφοι μας το απαιτούν. …. Το βιβλίο της Kearney ήταν το πρώτο από τα λίγα βιβλία που πραγματεύονται την κοινωνική τάξη και την πολιτική στο πλαίσιο της συμβουλευτικής που γράφτηκε από μια σύμβουλο για τον καθημερινό εργαζόμενο σύμβουλο. …. Προσφέρει δομές γύρω από τις οποίες οι σύμβουλοι / ψυχοθεραπευτές μπορούν να αρχίσουν να σκέφτονται και να θεωρητικολογούν προκειμένου να κατανοήσουν πώς, ως άτομα, ως επαγγελματίες και ως άτομα στο δωμάτιο με άλλα άτομα, θα επηρεαστούμε (επειδή οπωσδήποτε θα επηρεαστούμε) από την κοινωνική τάξη και την πολιτική».

Σε σχέση με τις ταξικές ταυτότητες, η Proctor, η εκδότρια αυτής της έκδοσης, τοποθετείται και γράφει: «Αισθάνθηκα κάποια ανησυχία για τη δική μου ταξική ταυτότητα όταν διάβασα για πρώτη φορά το βιβλίο της Anne και δεν ήμουν σίγουρη πόσο ξεκάθαρα θα μπορούσαμε να χωρέσουμε όλοι στις κατηγορίες της μεσαίας ή της εργατικής τάξης. Οι γονείς μου ήταν και οι δύο δάσκαλοι, έτσι τυπικά μεγάλωσα στη μεσαία τάξη. Ωστόσο, αυτή η κατηγοριοποίηση δεν αντιπροσώπευε την ταξική ιδεολογία που αποτέλεσε το υπόβαθρο των στάσεων και των αξιών που διδάχτηκα, τόσο σιωπηρά όσο και ρητά. Ο πατέρας μου μεγάλωσε σε μια εργατική οικογένεια. Ο πατέρας του έκανε χειρωνακτική εργασία και η μητέρα του πίστευε στην εκπαίδευση ως έναν τρόπο για να βελτιώσει την κατάσταση της οικογένειάς της….. Οι γονείς μου συνέχισαν αυτή την εστίαση στην εκπαίδευση ως προτεραιότητα για τα παιδιά τους, μαζί με τις αξίες της εργατικής τάξης: την οικονομία, την αποταμίευση χρημάτων για τις απόλυτες ανάγκες, υπερηφάνεια για το περιβάλλον τους, εστίαση στην κοινότητα, σεβασμός στην εξουσία και την πρακτικότητα…. Έχω επίσης σκεφτεί πολύ σχετικά με τον αντίκτυπο σε μένα της διδαχής να είμαι ευγνώμων για τα προνόμιά μου και την ευθύνη που έχω να τα αντισταθμίσω «βοηθώντας τους λιγότερο τυχερούς». Έχω από καιρό αμφισβητήσει το πατρονάρισμα που υπονοείται σε αυτές τις αρχές, αλλά μόλις πρόσφατα συνειδητοποίησα πώς αυτό με οδήγησε στο να υποτιμώ τις εμπειρίες που με επηρέασαν συναισθηματικά και να αισθάνομαι ότι οι άλλοι έχουν πάντα χειρότερα πράγματα να αντιμετωπίσουν. Υποψιάζομαι ότι αυτό έχει οδηγήσει σε κάποιο επίπεδο συναισθηματικής αποσύνδεσης, λόγω της δικής μου ταξικής ενοχής, η οποία τελικά δεν είναι χρήσιμη τόσο για εμένα όσο και για οποιονδήποτε προσπαθώ να έχω οποιαδήποτε σχέση βοήθειας…»

Γίνεται επίσης αναφορά στις πιθανές συνέπειες της γέννησης σε οικογένεια ανώτερης τάξης. Η κατανόηση της ταξικής θέσης είναι απαραίτητη όταν εργάζονται οι σύμβουλοι με επιζώντες τραυμάτων σε οικοτροφεία, για παράδειγμα. Στο βιβλίο γίνεται αναφορά στους Duffell (2000, 2016) και Duffell & Basset (2014), οι οποίοι έχουν ερευνήσει και γράψει για τον συναισθηματικό αντίκτυπο μιας τέτοιας προνομιακής ανατροφής, και ιδιαίτερα τη συσχέτιση του ταξικού προνομίου με το τραύμα εγκατάλειψης και την επακόλουθη συναισθηματική διάσπαση. Επίσης, οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν εντός των ορίων που καθορίζονται από την ταξική ανατροφή τους και όσοι είναι σε θέση να αλλάξουν τάξη μπορεί να αισθάνονται εκτός τόπου ή να δυσκολεύονται με ζητήματα πίστης και αφοσίωσης.

Τέλος, ο Andy Rogers κριτικάρει την αποσύνδεση της εμπειρίας των ανθρώπων από ευρύτερα κοινωνικά πλαίσια. Γράφει ότι παρόλο που οι περισσότερες θεραπείες εντοπίζουν τα άτομα μέσα σε σχεσιακά συστήματα και κοινωνικά πλαίσια, συχνά ο ορίζοντας της θεραπευτικής ματιάς περιορίζεται σε αυτό που ο David Smail (2005) ανέφερε ως «εγγύς» επιρροές – κυρίως την οικογένεια – μειώνοντας τη σημασία των πιο απομακρυσμένων επιρροών (και αιτιών) πολλών δεινών που θα μπορούσαν ν’ αποφευχθούν όσον αφορά τις οικονομικές, πολιτιστικές και πολιτικές συνθήκες της ζωής. Ο Α. Rogers  καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «Με πολλούς τρόπους, λοιπόν, η ψυχολογική δυσφορία αποσυμπιέζεται από το κενό της ντροπής και της σιωπής που έχει τοποθετηθεί εδώ και δεκαετίες, ωστόσο εξακολουθεί να παραμένει παγιδευμένη στον μπαγιάτικο αέρα του περιοριστικού θαλάμου του ιατρικού μοντέλου, που την απομονώνει από τον κόσμο.  Όσο περισσότερο μπορούμε να μιλήσουμε για τις σχέσεις μεταξύ της προσωπικής εμπειρίας  και των σχεσιακών, ιστορικών, πολιτιστικών, πολιτικών και κοινωνικοοικονομικών πλαισίων, τόσο περισσότερο διαλύονται οι κλειδαριές αυτού του θαλάμου, οι πόρτες ανοίγουν και μπορούμε όλοι να αρχίσουμε να αναπνέουμε».

Διαθεματικότητα, κοινωνική τάξη, πολιτική, συμβουλευτική, και ελευθερία έρευνας κι αντίλογου

Η μετάφραση έχει ολοκληρωθεί

«Ένας ήρωας της εργατικής τάξης είναι κάτι που μπορεί να είναι κανείς / Μόλις γεννηθείς σε κάνουν να νιώθεις μικρός / Με το να μη σου δίνουν καθόλου χρόνο αντί να στον δίνουν όλο / Μέχρι να γίνει τόσο μεγάλος ο πόνος,  που δεν νιώθεις τίποτα…» (στίχοι & εκτέλεση τραγουδιού John Lennon: https://www.youtube.com/watch?v=iMewtlmkV6c)

Μέρος πρώτο

Σήμερα θ’ αναφερθώ κυρίως στο βιβλίο Counselling, Class and Politics που γράφτηκε από την Anne Kearney το 1996 και που επιμελήθηκε και σχολίασε η Gillian Proctor κι άλλοι συγγραφείς το 2018, επομένως στην σημερινή ανάρτηση θα εστιάσω κυρίως στην κοινωνική τάξη και στον τομέα της ψυχολογίας και της συμβουλευτικής, αλλά πολλά από αυτά που συζητούνται στο βιβλίο θα μπορούσαν να ισχύουν για πολλές από τις ταυτότητες και τις θέσεις που καταλαμβάνουμε στην κοινωνία,  καθώς και σε σχέση με άλλα κοινωνικά πλαίσια και πεδία, εκτός της ψυχολογία και της συμβουλευτικής. Σε αυτό το κομμάτι η εστίαση θα είναι στις κοινωνικές ταυτότητες. ιδιαίτερα την τάξη, και τη σημασία της συνεκτίμησης των κοινωνικών πλαισίων και της διαθεματικότητας. Ο όρος διαθεματικότητα επινοήθηκε από την Kimberlé Crenshaw, δικηγόρο και ακτιβίστρια, η οποία τον χρησιμοποίησε για να περιγράψει πώς συνδυάζονται οι πολιτικές και κοινωνικές μας ταυτότητες και τα πλαίσια στα οποία βρισκόμαστε για να δημιουργήσουν προνόμια ή / και διακρίσεις. Ο δυναμικός συνδυασμός των διαφορετικών ταυτοτήτων μας δημιουργεί πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Αν και εκ πρώτης όψεως φαίνεται λογικό και εύκολο να γίνει κατανοητή αυτή η πραγματικότητα, συχνά συμβαίνει ο κοινωνικός λόγος και η κοινωνική πραγματικότητα να εξετάζονται εκτός των εκάστοτε συγκεκριμένων ιστορικό-κοινωνικών πλαισίων προκειμένου να υποστηριχτούν γνωστικά σχήματα, να εξυπηρετηθούν συστήματα πεποιθήσεων και τα συμφέροντα κοινωνικών ομάδων και γενικά να διατηρηθεί ανέπαφο το οποιοδήποτε status quo.

Το βιβλίο αποτελείται από δύο μέρη του πρωτότυπου έργου της Kearny πριν πεθάνει και σχόλια από ανθρώπους που έχουν επηρεαστεί από το έργο της και από τις δύο πλευρές της θεραπευτικής εμπειρίας. Στην εισαγωγή της δεύτερης έκδοσης, η οικογένεια της Kearny γράφει: «Ίσως το πιο σημαντικό πράγμα στο οποίο μπορούμε να καταλήξουμε είναι να αναγνωρίσουμε και να εκτιμήσουμε πώς η Anne ενθάρρυνε και διευκόλυνε αυτούς με τους οποίους συνεργάστηκε ώστε να είναι δεκτικοί στην αλλαγή και στο να σκεφτούν αυτό το περίπλοκο σύνολο σχέσεων μεταξύ του έξω κόσμου, του κόσμου στον οποίο ζούμε και του τρόπου με τον οποίο νοηματοδοτούμε τα δύο – συναισθηματικά, πρακτικά και πολιτικά. Ελπίζουμε ότι αυτός ο διάλογος να συνεχιστεί και, με αυτόν τον τρόπο,  θα αντικατοπτρίζει ειλικρινά και την επιθυμία της.  Η οικογένεια της Anne Kearney Απρίλιος 2018″

Μερικά πράγματα που πρέπει αρχικά να λάβουμε υπόψη είναι:

Η διαθέσιμη βιβλιογραφία δείχνει ότι τα πεδία της ψυχολογίας / ψυχοθεραπείας  ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα και σε μεγάλο βαθμό βασισμένα στην κουλτούρα και τον λόγο  των λευκών και της μεσαίας τάξης και υπερασπιστές του status quo. Και παρόλο που η κοινωνική τάξη έχει μελετηθεί σε πολλούς κλάδους, φαίνεται ότι στη βιβλιογραφία της ψυχοθεραπείας είναι συχνά ένα θέμα που αποφεύγεται. Υπήρξε επίσης μια ενασχόληση με τις «ελλιπείς ψυχολογίες» της εργατικής τάξης που πρακτικά οδηγεί στο να σπανίζουν στην έρευνα του κλάδου τα θέματα της ταξικής καταπίεσης, της φτώχειας και της ανισότητας. Τα ζητήματα του τρόπου με τον οποίο οι κοινωνικές θέσεις στις οποίες μεγαλώνουμε αργότερα διαμορφώνουν τις απόψεις μας, την ταυτότητα και την αίσθηση του ανήκειν, κι επίσης, πώς πλοηγούμαστε στις εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις όταν ανεβαίνουμε την κοινωνική σκάλα ή μπαίνουμε σε αυτό το επάγγελμα.

Μερικά ερωτήματα που προκύπτουν είναι: Γιατί αυτή η κοινωνική θέση / ταυτότητα και η βιωμένη εμπειρία συχνά βρίσκουν αντίσταση ή δεν συμπεριλαμβάνονται στη συζήτηση; Γιατί ο τομέας της ψυχοθεραπείας και της συμβουλευτικής δυσκολεύεται να κατανοήσει ότι ο εξωτερικός κόσμος και οι κοινωνικές πραγματικότητες διαμορφώνουν επίσης το ποιοι είμαστε, τι γινόμαστε ή τι βιώνουμε; Καθώς διάβαζα υλικό για αυτήν την ανάρτηση, συνάντησα μιαν άλλη σημαντική ερώτηση: Γιατί οι άνθρωποι που προέρχονται από λιγότερο προνομιούχα υπόβαθρα (τόσο οι πελάτες όσο και οι επαγγελματίες) δεν έχουν έναν ενημερωμένο / ολοκληρωμένο  κοινωνικό λόγο  σχετικά με τον αντίκτυπο της προέλευσης από ένα πιο μειονεκτικό οικονομικώς υπόβαθρο; Γιατί αυτά τα θέματα συχνά δεν είναι ευπρόσδεκτα σε εκπαιδευτικά ή ακαδημαϊκά περιβάλλοντα;

Αυτή η τελευταία ερώτηση με πάει μια δεκαετία πίσω, όταν αντιμετώπισα θέματα που αναφέρει στο πρόσφατο άρθρο του ο Todd B. Kashdan [καθηγητής και ερευνητής ψυχολογίας]: 10 Principles for Embracing Productive Conflict (7 Μαρτίου, 2022. Σε αυτό το άρθρο ο Kashdan ισχυρίζεται ότι στην (τριτοβάθμια) εκπαίδευση θα πρέπει να υπάρχουν ευκαιρίες για περιέργεια και ανταλλαγή απόψεων κι ότι θα πρέπει να επιθυμούμε οι μαθητές να σκέφτονται και να είναι αρκετά θαρραλέοι για να μπορούν να μοιραστούν τις σκέψεις τους, χωρίς λογοκρισία. Επειδή για να μπορέσουμε μα κατανοήσουμε την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και της κοινωνίας, πρέπει να διατυπώνουμε δύσκολες ερωτήσεις και να εξετάζουμε με σεβασμό εναλλακτικές απόψεις. Ο Kashdan γράφει ότι το να ανησυχούμε για το αν μπορούμε να κάνουμε ερωτήσεις και να αμφισβητούμε τις απόψεις των άλλων είναι αντίθετο με την εκπαίδευση. Συνεχίζει ότι στην τριτοβάθμια εκπαίδευση πρέπει να αντιμετωπίσουμε πολλά δύσκολα ερωτήματα και προβλήματα, όπως φυλετικά, κοινωνικά, ταξικά και το κλίμα που επικρατεί στην πανεπιστημιούπολη. Σχετικά με το τελευταίο αναφέρεται σε έρευνες που δείχνουν αύξηση του αριθμού των φοιτητών που διστάζουν να μοιραστούν απόψεις για αμφιλεγόμενα θέματα στην τάξη επειδή φοβούνται  ότι άλλοι φοιτητές ή ο καθηγητής θα επέκριναν τις απόψεις τους. Ο Kashdan συζητά πώς μια ωφέλιμη εκπαιδευτική εμπειρία θα πρέπει να είναι αφοσιωμένη στην ελευθερία της έρευνας,  ελευθερία της συνείδησης και του πολιτικού λόγου, όπου όλα τα θέματα είναι ανοιχτά σε στοχασμό και αξιολόγηση των υπαρχόντων στοιχείων και όπου μπορούν να τεθούν και να συζητηθούν ερωτήσεις. Μερικές ερωτήσεις που πρέπει να ληφθούν υπόψη:

Πώς προστατεύετε τη διαφωνία; Πώς δημιουργείτε ένα χώρο όπου οι άνθρωποι θα μπορούν να κάνουν προκλητικές ερωτήσεις χωρίς να ακυρωθούν και πως οι άλλοι θα μπορούν να απαντήσουν με επακόλουθες ερωτήσεις κι ανησυχίες; Πώς δημιουργείτε μια κουλτούρα που επιτρέπει κι αγκαλιάζει τις μειονότητες, είτε αυτές ορίζονται αριθμητικά, είτε σε σχέση με εξουσία / δύναμη, κοινωνικό- οικονομική θέση ή δημογραφικά στοιχεία;

Ο Kashdan γράφει: «Αυτό που πραγματικά καθορίζει το αν υπάρχει ελευθερία έρευνας σε ένα πανεπιστήμιο είναι πώς αντιδρούν οι άνθρωποι όταν η μειοψηφία επισημαίνει δυσλειτουργικές πεποιθήσεις και πρακτικές που έχει η πλειοψηφία». Επίσης έχει αναπτύξει έναν προτεινόμενο χάρτη που αποτελείται από 10 αρχές για ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που ενδιαφέρονται να δημιουργήσουν ακαδημαϊκές, πνευματικές και κοινωνικές κοινότητες. Συνοπτικά, αυτές οι δέκα αρχές είναι:

Α, Εάν μπορείτε να σκεφτείτε μια ερώτηση, μπορείτε να την κάνετε. Το μόνο επικίνδυνο ερώτημα είναι η πεποίθηση ότι υπάρχουν επικίνδυνα ερωτήματα. Β. Ενθαρρύνετε τους άλλους να μιλήσουν, ενημερώνοντάς τους ότι θα προσπαθήσετε να αντιδράσετε με γενναιοδωρία, περιέργεια και την υπόθεση της θετικής πρόθεσης. Όταν μιλάτε, θα πρέπει να λαμβάνετε την ίδια δεκτικότητα. Γ. Να ξέρετε ότι η συμπάθεια είναι συχνά άσχετη με τη νομιμότητα των ιδεών. Διαχωρίστε το μήνυμα από τον αγγελιοφόρο. Δ. Αντισταθείτε στο να αντιμετωπίζετε τα άτομα ως εκπροσώπους των ομάδων τους. Συχνά υπάρχει μεγαλύτερη ετερογένεια μέσα στις ομάδες παρά μεταξύ των ομάδων. Ε. Εξισορροπήστε τις πιέσεις για συμφωνία με την προθυμία να εξερευνήσετε εναλλακτικές ιδέες και προοπτικές. Το να είσαι ανοιχτός και περίεργος δεν συνεπάγεται καμία δέσμευση για αλλαγή απόψεων. ΣΤ. Διευρύνετε τους ορισμούς της διαφορετικότητας ώστε να υπερβείτε αυτό που είναι ορατό και να συμπεριλάβετε κατηγορίες ταξικής και κοινωνικοοικονομικής κατάστασης, τραυματικές εμπειρίες και κακουχίες, νευροποικιλομορφία και ατομικές διαφορές στην ιδιοσυγκρασία και την προσωπικότητα. Ζ. Αντισταθείτε στον πειρασμό να χαρακτηρίσετε τους ανθρώπους ως απλώς «κακούς» ή σεξιστές, ρατσιστές, ομοφοβικούς, ελιτιστές…. Αντίθετα, προσπαθήστε να αντιμετωπίσετε την ποιότητα των ιδεών και των λύσεών τους. Η. Να έχετε συνείδηση των γνωστικών προκαταλήψεων που μας επηρεάζουν όλους. Κρατήστε τα ίδια πρότυπα για αποδεικτικά στοιχεία είτε συμφωνούν είτε διαφωνούν με τις αρχικές και προτιμώμενες θέσεις σας. Θ. Βασιστείτε σε αποδείξεις  / στοιχεία όσο το δυνατόν περισσότερο, ακόμα κι αν αυτό οδηγεί σε απαντήσεις που έρχονται σε αντίθεση με τις υποθέσεις και τις προτιμήσεις σας. Ι. Κάθε άτομο πρέπει να δεσμευτεί στη μάθηση και την ανάπτυξη και να είναι πρόθυμο να αφήσει τις ιδέες που δεν λειτουργούν πλέον ή που αποτυγχάνουν να επιβιώσουν από τον εμπειρικό έλεγχο.

Συμβουλευτική, τάξη και πολιτική

Όπως ανέφερα το βιβλίο αποτελείται από δύο μέρη: α) το πρωτότυπο βιβλίο τηςAnne  Kearny και β) ένα τμήμα σχολίων από άλλους.

Το βιβλίο της A. Kearny του 1996 είναι πολύ πλούσιο σε θέματα και κάθε κεφάλαιό περιέχει πολλές πολύτιμες ασκήσεις, ερωτήσεις και παιχνίδια ρόλων (κατάλληλα για συμβούλους, εκπαιδευτές και εκπαιδευόμενους, επόπτες και γενικότερα όλους μας) για να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε τον αντίκτυπο της τάξης και τη δική μας ταξικής ανατροφής, και να συνειδητοποιήσουμε την κουλτούρα της συμβουλευτικής και πώς αυτή η κουλτούρα συχνά διαιωνίζει υποθέσεις και αξίες της μεσαίας τάξης και καθιστά αόρατες ορισμένες άλλες πραγματικότητες. Η Kearny υποστηρίζει ότι οι σύμβουλοι είναι, όπως κι όλοι οι άνθρωποι, πολιτικά όντα με μια πολιτική ιδεολογία που μπορεί να μην γνωρίζουν, η οποία έχει άμεσες και έμμεσες συνέπειες για τους πελάτες. Σε όλο το βιβλίο θίγει το ζήτημα ότι η συμβουλευτική χρωματίζεται από ένα σύνολο πολιτικών αξιών και πεποιθήσεων που αποτελούν μέρος της κυρίαρχης πολιτικής ιδεολογίας της κοινωνίας στην οποία ασκείται η συμβουλευτική. Οι τίτλοι και οι τομείς που διερευνά στα οκτώ βασικά κεφάλαια του βιβλίου είναι: συμβουλευτική και ιδεολογία. κοινωνική διαστρωμάτωση, κοινωνική τάξη και συμβουλευτική, πολιτική κοινωνικοποίηση και συμβουλευτική, η προσωποκεντρική και βιωματική συμβουλευτική / θεραπεία του Carl Rogers, πολιτική, ρύθμιση, επαγγελματισμός και διαπίστευση, και ο ρόλος του συμβούλου (με ποιανού το μέρος είμαστε;). Όπως ανέφερα το βιβλίο της είναι πλούσιο σε ιδέες και είναι δομημένο με τρόπο που βοηθά την εξερεύνηση και τη συζήτηση κατά την εκπαίδευση και τις συνεδρίες επίβλεψης. Ως εκ τούτου, έχω τη δυνατότητα να θίξω εν συντομία μόνο ορισμένα βασικά σημεία της δουλειάς της στα πλαίσια αυτής της ανάρτησης.

Στο πρώτο κεφάλαιο συζητά πώς, εκτός από τις ατομικές διαφορές μεταξύ των ανθρώπων, υπάρχουν κι άλλες ομαδικές διαφορές: διαφορές που προέρχονται από το κοινωνικό τμήμα της κοινωνίας στο οποίο ανήκουμε. Εξερευνά πόσες mainstream / κοινές απόψεις έχουν αμφισβητηθεί τώρα από τους επικριτές της κυρίαρχης πρακτικής που διατυπώνονται από φεμινίστριες συμβούλους και διαπολιτισμικούς συμβούλους, που έχουν υποστηρίξει ότι «οι «ουδέτερες» στάσεις που ισχυρίζονται ορισμένοι σύμβουλοι είναι, στην πραγματικότητα, κάθε άλλο παρά ουδέτερες και σίγουρα δεν είναι ουδέτερες ως προς τις συνέπειές τους για τις γυναίκες πελάτες και τους πελάτες με διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο από τους συμβούλους τους». Ένα τρίτο σύνολο επιχειρημάτων σχετικά με τη μη ουδετερότητα των συμβούλων και την ύπαρξη μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας προήλθε από ομάδες ατόμων με αναπηρία, που βασικά ισχυρίζονται ότι με σωματικούς και πρακτικούς τρόπους, τα άτομα με αναπηρία συχνά αποκλείονται, όχι μόνο λόγω των σωματικών αναπηριών που αντιμετωπίζουν σ’ ένα δομημένο περιβάλλον που σχεδιάζεται και οργανώνεται από άτομα χωρίς αναπηρία, αλλά κι επειδή οι σύμβουλοι συνεχίζουν να λειτουργούν με ένα ιατρικό μοντέλο του κόσμου και απλώς αποδίδουν όλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα άτομα με αναπηρία στις αναπηρίες τους. Αλλά στην πραγματικότητα, η Kearny γράφει: «η διαδικασία της αναπηρίας είναι ένα σύνολο ιδεολογικών πεποιθήσεων σχετικά με την αναπηρία και, στο βαθμό που οι σύμβουλοι αποτυγχάνουν να αμφισβητήσουν αυτήν την ιδεολογία, αποτελούν μέρος της διαδικασίας που αποδυναμώνει τα άτομα με αναπηρία…».

Σε σχέση με την κοινωνική τάξη, η Kearny ισχυρίζεται ότι το θέμα της τάξης δεν αναφέρεται σχεδόν ποτέ στη συμβουλευτική σε οποιοδήποτε επίπεδο (σε μαθήματα κατάρτισης, σε εγχειρίδια κατάρτισης ή σε βιβλία σχετικά με τη συμβουλευτική). Ωστόσο, προτείνει ότι οι ταξικές διαφορές δεν είναι απλώς «ίσοι αλλά διαφορετικοί», αλλά περιλαμβάνουν τεράστιες ανισότητες εισοδήματος, πλούτου, εξουσίας και θέσης, οι οποίες θεωρούνται τόσο αυτονόητες που αδυνατούμε να λάβουμε υπόψη τον αντίκτυπό τους σε κάθε πτυχή της ζωής μας και των πελατών μας. Γράφει: «Οι κοινωνικές διαφορές μεταξύ των ομάδων αντιπροσωπεύουν επίσης διαφορετικούς «τρόπους ύπαρξης», διαφορετικές στάσεις, διαφορετικές φιλοδοξίες, διαφορετική αίσθηση ταυτότητας και ούτω καθεξής, σχεδόν σε κάθε σφαίρα της ζωής μας».

Στο δεύτερο κεφάλαιο συζητά τους διαφορετικούς τύπους διαστρωμάτωσης με τους οποίους οι άνθρωποι σε μια κοινωνία χωρίζονται σε ομάδες, την κοινωνική τάξη ως ένα σύστημα διαστρωμάτωσης, την κοινωνική κινητικότητα και πιο συγκεκριμένα, την επίδραση της τάξης στη συμβουλευτική. Συζητά πώς οι περισσότεροι άνθρωποι αγνοούν σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές διαδικασίες που αποτελούν τη σκαλωσιά της ζωής τους.  Ως επί το πλείστον παίρνουμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο ζούμε και την ιδεολογία που το δικαιολογεί ως «δεδομένο» και συχνά δεν το αμφισβητούμε, ούτε καν το γνωρίζουμε. Λέει ότι είναι σαν να είσαι παιδί σε οικογενειακό περιβάλλον. Ως παιδιά παίρνουμε το πλαίσιο, τους ρόλους, τις απόψεις και την ιδεολογία της ιδιαίτερης οικογένειάς μας ως «δεδομένα». Μόνο όταν μεγαλώσουμε μπορούμε να παρατηρήσουμε πώς μπορεί να λειτουργούν άλλες οικογένειες, συνειδητοποιούμε ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι να κάνουμε πράγματα. Γράφει: «… το πλαίσιο της οικογενειακής μας ζωής συχνά δεν είναι εμφανές σε εμάς μέχρι να βγούμε έξω από αυτό και να το δούμε σε όλη του τη σχετικότητα. Το ίδιο ισχύει και για τα ευρύτερα πολιτισμικά πλαίσια: συχνά δεν γίνονται καν αντιληπτά επειδή δημιουργούν την τάξη και τη δομή του νοήματος της ζωής μας. Σε καθένα από αυτά τα παραδείγματα, αυτό που θεωρούμε επίσης ως «δεδομένο» είναι η κατανομή της εξουσίας όπως λαμβάνει χώρα στην κοινωνία μας, τόσο επειδή θεωρείται «δοσμένη» όσο κι επειδή εμείς (αν είμαστε μέλη μιας σχετικά ισχυρής ομάδας) έχουμε έννομο συμφέρον να μην αναγνωρίζουμε και / ή να αμφισβητούν τις ανισότητες εξουσίας».

Η Kearny εξηγεί πόσο συχνά οι σύμβουλοι (και οι άνθρωποι γενικά) τείνουν να πιστεύουν ότι «είναι α-πολίτικοι» επειδή μπορεί να μην έχουν έντονη προτίμηση για ένα κόμμα έναντι άλλου, δεν είναι πολιτικά ενεργοί στην κοινότητά τους ή δεν τους ενδιαφέρει η συζήτηση ή η ανάγνωση βιβλίων για την πολιτική. Πιστεύω ότι δεν είναι πραγματικά δυνατό να λειτουργήσουμε στον κόσμο χωρίς ένα σύνολο πεποιθήσεων και αξιών για τον κόσμο, είτε έχουμε επίγνωση αυτής της διαδικασία είτε όχι, κι επίσης, ότι αυτά τα σύνολα πεποιθήσεων (ιδεολογιών) δεν μπορούν να είναι ουδέτερα επειδή εκτιμούν ορισμένα πράγματα, γεγονότα ή ανθρώπους σε σχέση με άλλα. βλέπουν την πραγματικότητα με συγκεκριμένους τρόπους και «συμπεριλαμβάνουν» ορισμένες δυνατότητες και «αποκλείουν» άλλες. Η συντάκτρια αυτής της νέας έκδοσης του βιβλίου, η Gillian Proctor, γράφει: «Η Άννα ήταν ξεκάθαρη σχετικά με τους κινδύνους του επαγγέλματος του συμβούλου όταν ενεργεί σαν να μην έχει σημασία η πολιτική ή προσποιείται ότι η συμβουλευτική ή οι σύμβουλοι θα μπορούσαν να είναι πολιτικά ουδέτεροι. Πολύ πριν από την τρέχουσα εστίαση στη διαθεματικότητα σχετικά με την ταυτότητα, η Anne μας υπενθύμιζε ότι ο καθένας από εμάς καταλαμβάνει ταυτόχρονα πολλές κοινωνικές θέσεις κι αυτές δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται μεμονωμένα.  Η Kearny γράφει: «Το να μην έχουμε πολιτική ιδεολογία που να έχουμε επίγνωση  δεν είναι καθόλου το ίδιο με το να μην έχουμε καμία πολιτική ιδεολογία. Αντίθετα, η μη επίγνωση ιδεολογίας μου φαίνεται ότι είναι η πιο δυνητικά επιδραστική ιδεολογία, όσον αφορά τους πελάτες. Αυτό συμβαίνει, πιστεύω, γιατί: α) οτιδήποτε εμείς ως σύμβουλοι επιτρέπουμε να μην εξεταστεί (όπως ο σεξισμός ή ο ρατσισμός μας, κ.λπ.) είναι πολύ πιο πιθανό να επηρεάσει τη σχέση μας με έναν πελάτη παρά κάτι που συνειδητοποιούμε και συνεχίζουμε να γνωρίζουμε, και β) ένας σημαντικός λόγος που πιστεύουμε ότι δεν έχουμε ιδεολογία θα μπορούσε να είναι ότι αυτή είναι μια ακριβής αντανάκλαση της ιδεολογίας που κυριαρχεί στην κουλτούρα / τάξη μας,  κ.λπ., και ως εκ τούτου, θεωρείται δεδομένη και δεν αμφισβητείται ποτέ. Αυτή η ιδεολογία, στον βαθμό στον οποίο αντικατοπτρίζει τις τρέχουσες εξωτερικές και κυρίαρχες πεποιθήσεις, θα είναι ιεραρχική, ατομικιστική και θα θεωρεί το συμφέρον και την ανταγωνιστικότητα ως «φυσικές» και «φυσιολογικές» – πεποιθήσεις που μπορεί να είναι επιζήμιες για ορισμένους πελάτες».

Στο τρίτο κεφάλαιο αρχικά συζητείται η δομή της τάξης και της οικογένειας κι αναφέρεται σε ευρήματα ερευνών που προτείνουν, για παράδειγμα, ότι πολλές οικογένειες της εργατικής τάξης έχουν μια μάλλον διαφορετική δομή από αυτή πολλών οικογενειών της μεσαίας τάξης. Ορισμένες διαφορές είναι αυτή του ρόλου και της εγγύτητας της εκτεταμένης οικογένειας ή των ρόλων μέσα στο γάμο. Παρέχει μια λίστα ερωτήσεων και καταδεικνύει τη σημασία του να λαμβάνεται υπόψη η τάξη κατά την παροχή συμβουλών σε ζευγάρια ή οικογένειες, για παράδειγμα. Αυτό το κεφάλαιο διερευνά επίσης τις σχέσεις μεταξύ γλώσσας, φύλου, τάξης και συμβουλευτικής, τις οποίες θα θίξω πολύ σύντομα εδώ.  Η Kearny περιγράφει πώς η γλώσσα δεν είναι ένα κοινωνικά ουδέτερο μέσο επικοινωνίας επειδή επηρεάζεται από πολλούς κοινωνικούς παράγοντες, όπως το φύλο, την ηλικία, την εθνικότητα και πολλές άλλες μεταβλητές. Οι διαφορές των φύλων στη χρήση της γλώσσας έχουν ερευνηθεί καλά, επομένως γνωρίζουμε ότι οι διαφορές μεταξύ του τρόπου με τον οποίο οι άνδρες και οι γυναίκες χρησιμοποιούν τη γλώσσα, για παράδειγμα, αντικατοπτρίζουν άμεσα τη δύναμη και τις κοινωνικές διαφορές μεταξύ γυναικών και ανδρών. Επίσης το περιεχόμενο αυτού που εκφράζεται δεν επεξεργάζεται το ίδιο από όλους. Η Kearny γράφει: «το περιεχόμενο αυτού που λέγεται μεταξύ των ανθρώπων επεξεργάζεται διαφορετικά από άνδρες και γυναίκες (Tannen (1992)».  Οι διαφορετικοί πολιτισμοί πλαισιώνουν επίσης πολύ διαφορετικά τις λεκτικές επικοινωνίες, ακόμη και μέσα σε κάθε πολιτισμό, όπου υπάρχουν πολλές διαφορετικές υποκουλτούρες, θα υπάρξουν διαφορές που μπορεί να προκαλέσουν παρεξηγήσεις και παρερμηνείες.

Τέλος, η Kearny προτείνει ότι όλες αυτές οι διαφορές ενισχύονται τρομερά από τις ταξικές διαφορές. Η έρευνα έχει βρει ότι διαφορετικές ομάδες ανθρώπων χρησιμοποιούν τη γλώσσα με διαφορετικό τρόπο (δεν αναφέρεται στην προφορά ή το λεξιλόγιο). Χρησιμοποιούνται διαφορετικοί κωδικοί. Ένας κώδικας είναι ένας συγκεκριμένος τρόπος χρήσης της γλώσσας: για παράδειγμα, χρησιμοποιούμε διαφορετικό τρόπο ομιλίας ανάλογα με ποιον μιλάμε. Η  Kearny περιγράφει πώς η γλώσσα δεν είναι ένα ενιαίο σύστημα λέξεων που συνδέονται με σύνταξη. υπάρχουν διαφορετικοί γλωσσικοί κώδικες μέσα στη γλώσσα και καθένας από αυτούς τους κώδικες «τροφοδοτείται» διαφορετικά από την κοινωνική ομάδα με την οποία σχετίζεται. Αυτό έχει συνέπειες για τη διαδικασία παροχής συμβουλών και μπορεί να αποδυναμώσει τους πελάτες της εργατικής τάξης και μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να μην αισθάνονται ότι ακούγονται ή ότι τα συναισθήματά τους παρεξηγούνται ή παρερμηνεύονται από τον / την σύμβουλο. Δίνει πολλά παραδείγματα, τα οποία δεν θα αναφέρω εδώ. Ισχυρίζεται ότι ο κώδικας ομιλίας δεν είναι ουδέτερος ως προς την επίδρασή του στο πώς οι σύμβουλοι, ακούν τους πελάτες τους, ούτε στο πώς ο πελάτης ακούει τον σύμβουλο επειδή τον ακούει με όλες τις ανισορροπίες της κοινωνικής εξουσίας που συνδέονται με τους κώδικες ομιλίας μας ως σύμβουλοι. Η Kearny γράφει: «Εάν τα μοτίβα ομιλίας είναι εμποτισμένα με διαφορετικά επίπεδα εξουσίας, όπως πιστεύω ότι είναι, τότε  αυτές οι σχέσεις εξουσίας εισέρχονται στις συμβουλευτικές σχέσεις / counselling relationships.  Ως σύμβουλοι, με άλλα λόγια (είτε η καταγωγή μας είναι μεσαία είτε εργατική τάξη), δεν «ακούμε με ουδέτερο αυτί». ακούμε πελάτες των οποίων τα μοτίβα ομιλίας έχουν άμεση επίδραση στις σχέσεις εξουσίας».

Το επόμενο κεφάλαιο ασχολείται με μια άλλη πτυχή της τάξης και διερευνά τη φτώχεια, τις αιτίες της φτώχειας, τον αντίκτυπο που έχει η φτώχεια στις ζωές των ανθρώπων, τις ιδέες που έχουμε για τη φτώχεια και πώς αυτές οι ιδέες επηρεάζουν τη συμβουλευτική, καθώς και τα είδη συμβουλευτικής που είναι διαθέσιμα σε φτωχούς ανθρώπους και τις πολιτικές επιπτώσεις αυτού. Η Kearny γράφει: «Έχει δειχθεί στα πιο πρόσφατα βιβλία συμβουλευτικής ότι τα κοινωνικά χαρακτηριστικά έχουν άμεσο αντίκτυπο στη συμβουλευτική διαδικασία. Το φύλο ή η εθνικότητα ή οποιαδήποτε άλλη κοινωνική ομάδα μπορεί να επηρεάσει τη συμβουλευτική (βλ. Chaplin, 1990; d’Ardenne & Mahtani, 1989). Συμφωνώ με αυτούς τους συγγραφείς ότι είναι έτσι, αλλά πιστεύω επίσης ότι αφήνουν έξω από τις αφηγήσεις τους το πώς η κοινωνική τάξη διασταυρώνεται με τη «φυλή», το φύλο κι αυτές τις άλλες ομάδες». Συζητά επίσης πώς ένα από τα χαρακτηριστικά της τάξης που λαμβάνει πολύ λίγη προσοχή στη συμβουλευτική βιβλιογραφία είναι οι οικονομικοί παράγοντες και πόσο λίγη προσοχή δίνεται στον τρόπο με τον οποίο η φτώχεια, για παράδειγμα, μπορεί να είχε / έχει επίδραση στην εμπειρία ενός πελάτη, παρόλο που είναι εύκολο να καταλάβουμε από την προσωπική μας εμπειρία πόσο σημαντικοί είναι οι οικονομικοί παράγοντες στη ζωή μας και στις εμπειρίες μας από την παιδική μας ηλικία. Διευκρινίζει ότι, παρόλο που η τάξη και η φτώχεια συνδέονται πολύ στενά, δεν προτείνεται ότι οι άνθρωποι της μεσαίας τάξης δεν βιώνουν ποτέ τη φτώχεια, ή ότι όλοι οι άνθρωποι της εργατικής τάξης τη βιώνουν, και λαμβάνει επίσης υπόψη ότι υπάρχουν βαθμοί φτώχειας και ότι μπορεί να είναι μια σχετική έννοια κι ότι το ίδιο εισόδημα μπορεί να βιώνεται από κάποιους ως φτώχεια και από άλλους ως επαρκές για τις ανάγκες τους. Επιπλέον, παρέχει ορισμένους αριθμούς και στατιστικά στοιχεία, στα οποία δεν θα υπεισέλθω εδώ.

Το σημαντικό είναι ότι γνωρίζουμε τώρα ότι η φτώχεια επηρεάζει την υγεία των ανθρώπων (μέσω της κακής διατροφής, της κακής στέγης, της κακής υγειονομικής περίθαλψης και των ειδών εργασίας που βλάπτουν την υγεία), την πρόσβαση σε πόρους, το προσδόκιμο ζωής, τα εκπαιδευτικά τους επιτεύγματα, τις φιλοδοξίες τους, τα πρότυπα ντυσίματος, δραστηριότητες αναψυχής, επίπεδο διέγερσης, αυτοεκτίμηση και στάσεις προς τον εαυτό τους και τους άλλους ανθρώπους. Η φτώχεια κουβαλά επίσης μεγάλο κοινωνικό στίγμα κι ενοχή. είναι κάτι για το οποίο έχουμε μάθει να ντρεπόμαστε, και είναι αποδυναμωτικό. Όσον αφορά τη στάση των συμβούλων, πιστεύει ότι αν και οι περισσότεροι σύμβουλοι πιθανότατα θα απέρριπταν την ιδέα ότι οι φτωχοί είναι υπεύθυνοι για τη φτώχειά τους, είναι απίθανο να έχουμε ξεφύγει από μερικές από τις πιο κοινές υποθέσεις που περιέχονται στην κοινωνική ιδεολογία της ευκαιρίας για επιτυχία. Τέλος, η ανεργία κι ότι αυτή συνεπάγεται επηρεάζει δυσανάλογα τους ανθρώπους της εργατικής τάξης. Σε σχέση με την υγειονομική περίθαλψη και την παροχή συμβουλευτικής, η Kearny γράφει: «Η φτώχεια επηρεάζει τους φτωχούς όσον αφορά το εάν έχουν πρόσβαση σε συμβουλευτική ή όχι, κι όταν έχουν πρόσβαση, ο πελάτης δεν έχει επιλογή συμβούλου, δεν έχει έλεγχο σχετικά με την διάρκεια της συμβουλευτικής και δεν έχει έλεγχο στην επιλογή ή τον τύπο της διαθέσιμης συμβουλευτικής. Προφανώς, κάποια συμβουλευτική είναι καλύτερη από καθόλου, αλλά οι περιορισμοί σχετικά με τι είναι διαθέσιμο σε φτωχούς πελάτες είναι ένα άλλο παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο οι ταξικές διαφορές επηρεάζουν τα ζητήματα γύρω από την συμβουλευτική».

Σε σχέση με τη διαδικασία επιλογής, η Kearny υποστηρίζει ότι ορισμένοι κοινωνικοί παράγοντες διαβρώνουν αυτή τη διαδικασία και μπορεί να την εμποδίσουν. Ξεκινά τη συζήτησή της διερευνώντας τον όρο όπως χρησιμοποιείται από οικονομολόγους, οι οποίοι κάνουν διάκριση μεταξύ «επιλογής» και «αποτελεσματικής επιλογής», η οποία περιγράφει  μια επιλογή που έχουμε πραγματικά τη δύναμη να υλοποιήσουμε. Πιστεύει ότι αυτό είναι σχετικό με τη συμβουλευτική, επειδή ένας από τους στόχους της είναι να επιτρέψει στον πελάτη να κάνει ενημερωμένες / συνειδητές επιλογές. Η Kearny γράφει: «Εάν δεν λειτουργούμε έχοντας επίγνωση ότι υπάρχουν κοινωνικά καθώς και προσωπικά εμπόδια που περιορίζουν τις αποτελεσματικές επιλογές που μπορούν να κάνουν οι πελάτες – κι επιτρέπουν στον πελάτη να αναγνωρίσει ποια είναι τα κοινωνικά και ποια τα προσωπικά εμπόδια – κινδυνεύουμε να γίνουμε εμείς οι ίδιοι ένα από αυτά τα εμπόδια. Πιστεύω ότι η ταξική θέση είναι ένας σημαντικός παράγοντας για τον καθορισμό του εύρους των αποτελεσματικών επιλογών που μπορεί να κάνει ένα άτομο και ότι το περιθώριο είναι πολύ στενότερο για τους ανθρώπους της εργατικής τάξης από ότι για άλλους. Δεν υπάρχει τίποτα απόλυτο ή αναπόφευκτο σχετικά με αυτό στη φύση των πραγμάτων, αλλά στο παρόν πολιτικό μας σύστημα, υπάρχουν περιορισμοί όσον αφορά τις αποτελεσματικές επιλογές που μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι της εργατικής τάξης…».

Στο πέμπτο κεφάλαιο η Kearny συζητά τα πολιτικά πλαίσια, την κοινωνικοποίηση και τη συμβουλευτική κι εξετάζει ένα άλλο σύνολο επιρροών που έχει αντίκτυπο στη συμβουλευτική διαδικασία: δηλαδή το πολιτικό ήθος του χρονικού και του τοπικού πλαισίου. Μιλά για τους τρόπους με τους οποίους οι σύμβουλοι εκπαιδεύονται, ρυθμίζονται και οργανώνονται. ποιες πολιτικές προτεραιότητες κυριαρχούν στον πολιτισμό μας ανά πάσα στιγμή και ποια θέση, ρόλο και λειτουργία επιβάλλει το τρέχον πολιτικό κλίμα στους συμβούλους ως κοινωνική ομάδα. Ανησυχεί επίσης για το γεγονός ότι πολιτικά μοντέλα ή πολιτικές απόψεις διατυπωμένες με μη πολιτικούς τρόπους σχεδόν ποτέ δεν συζητούνται κι ότι οι νέοι εκπαιδευόμενοι απορροφούν την ιδέα ότι οι ιδέες για τη συμβουλευτική δεν έχουν σχέση με τις πολιτικές ιδέες. Η Kearny γράφει: «Πιστεύω ότι κάθε μεμονωμένος ασκούμενος, σύμβουλος κι επόπτης, όπως κάθε άλλο άτομο στον κόσμο, έχει ένα πολιτικό μοντέλο που κουβαλά στο κεφάλι του και που διαμορφώνει και κατευθύνει (μεταξύ άλλων) την πρακτική τους ως σύμβουλοι, εκπαιδευτές και επόπτες. Επιπλέον, πιστεύω ότι ο καθένας από εμάς έχει ένα μοντέλο που ασκεί αυτήν την επιρροή, ακόμη κι όταν δεν γνωρίζουμε ότι το κρατάμε στο κεφάλι μας – κι ακόμη κι όταν γνωρίζουμε ότι έχουμε μια πολιτική θεωρία, αλλά πιστεύουμε ότι την κρατάμε ξεχωριστή από τις συμβουλευτικές δραστηριότητες μας.Αναγνωρίζω ότι διαφορετικοί άνθρωποι έχουν διαφορετικούς βαθμούς συνειδητοποίησης των πολιτικών τους μοντέλων, αλλά ισχυρίζομαι ότι δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να μην υπάρχει κάποια εσωτερική αναπαράσταση του κόσμου που να μπορεί να γίνει σαφής (αν και μπορεί να είναι, και συχνά είναι, ένα μπερδεμένο κι αντιφατικό μοντέλο). Με άλλα λόγια, πιστεύω ότι δεν υπάρχει πολιτικά ουδέτερος φράχτης διαθέσιμος για να καθίσουμε…»

Σε αυτό το κεφάλαιο συζητά επίσης τη δημοκρατία, την πολιτική κοινωνικοποίηση των παιδιών και τον τρόπο με τον οποίο είμαστε προγραμματισμένοι να μην εμπιστευόμαστε κάθε πολιτική εκπαίδευση και να το δούμε ως μια προσπάθεια επιβολής ενός κομματικού πολιτικού μοντέλου σε κατά τα άλλα πολιτικά ουδέτερους ανθρώπους. Ο Kearny γράφει: «Τίποτα δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την αλήθεια. Τα παιδιά καθώς και οι ενήλικες εκτίθενται συνεχώς σε πολιτικές ιδέες …… χωρίς να αναγνωρίζουν ότι αυτές είναι πολιτικές ιδέες…»

Όλα τα κεφάλαια έχουν σχεδιαστεί για να είναι διαδραστικά και μας προσκαλούν σε συζήτηση και αυτό-στοχασμό. Ακολουθούν μερικές ερωτήσεις σε σχέση με την παροχή συμβουλευτικής από αυτό το κεφάλαιο, με τις οποίες θα ήθελα να είχα ασχοληθεί στο παρελθόν για να κάνω πιο αποτελεσματικές επιλογές πλαισίου:

Αν θέλατε να μάθετε εάν το τμήμα / μάθημα  σας ακολουθεί δημοκρατικές γραμμές, ποιες πληροφορίες μπορεί να χρειάζεστε; Γνωρίζετε την πολιτική ιδεολογία των εκπαιδευτών σας; Είναι αυτή μια σημαντική πληροφορία; Πώς μπορεί το πολιτικό πλαίσιο του τμήματος / μαθήματος  σας να επηρεάσει την εκπαίδευση που λαμβάνετε ως σύμβουλος ή επόπτης; Εσείς, ως ομάδα, νιώθετε ότι έχετε το δικαίωμα πρόσβασης σε αυτού του είδους των πληροφοριών;…..

Συνοψίζοντας, δεν υπάρχουν πολλά που θα ήθελα να προσθέσω σε αυτή τη μακροσκελή ανάρτηση εκτός από το να πω ότι, αν και το βιβλίο γράφτηκε το 1996 και αντανακλά συγκεκριμένο κοινωνικό ιστορικό πλαίσιο, θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για μια σημαντική συζήτηση σε εκπαιδευτικά πλαίσια ψυχολογίας / συμβουλευτικής. Τελικά, είναι σημαντικό να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τους ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένου του εαυτού μας, ως το σημείο τομής και δυναμικής αλληλεπίδρασης όλων των ταυτοτήτων μας, της βιωμένης εμπειρίας και των κοινωνικών και ιστορικών περιστάσεων. Αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο και απαιτεί θάρρος και προσπάθεια, αλλά ακόμη και η παραδοχή του είναι ένα πρώτο βήμα.

**Τα επόμενα δύο κεφάλαια του βιβλίου περιλαμβάνουν μια ενδιαφέρουσα συζήτηση σχετικά με την συμβουλευτική / θεραπεία του Carl Rogers. Ελπίζω να γράψω λίγο για αυτό στην επόμενη ανάρτηση, κι επίσης, να συμπεριλάβω μερικές ιδέες των σχολιαστών του βιβλίου.

Συνεχίζεται……