ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΦΑΓΗΤΟΫ  FOOD NARRATIVES

«Εάν το φαγητό αντιμετωπίζεται ως κωδικός, τα μηνύματα που κωδικοποιεί είναι ενσωματωμένα  στο μοτίβο των κοινωνικών σχέσεων που εκφράζονται τόσο εντός όσο και εκτός μιας κοινότητας. Το αποκωδικοποιημένο μήνυμα αφορά την ιεραρχία, την ένταξη και τον αποκλεισμό, τα όρια και τις συναλλαγές πέρα από τις οριοθετήσεις»                 Mary Douglas

«Αφού πρέπει να τρώμε για να ζήσουμε, ας μάθουμε να το κάνουμε έξυπνα και με χάρη και ας προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τη σχέση του φαγητού με τις άλλες πείνες του κόσμου» M. F. K. Fisher

«Όταν ξυπνάς το πρωί, Pooh», είπε τελικά ο Γουρουνάκι, «ποιο είναι το πρώτο πράγμα που λες στον εαυτό σου;» / «Τι υπάρχει για πρωινό;» είπε ο Pooh.  / «Εσύ τι λες, Γουρουνάκι;» / «Λέω, αναρωτιέμαι τι συναρπαστικό θα συμβεί σήμερα;» είπε το Γουρουνάκι. / Ο  Pooh έγνεψε σκεφτικός και είπε «Είναι το ίδιο πράγμα».   A. A. Milne

«Ένας σοφός αρκούδος κρατά πάντα ένα σάντουιτς μαρμελάδας στο καπέλο του σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης» Michael Bond

(Η μετάφραση έχει ολοκληρωθεί)

Όλοι έχουμε μια δική μας ιστορία φαγητού. Προκύπτει μέσω των εμπειριών μας διαχρονικά με το φαγητό και την αίσθηση του εαυτού και της ταυτότητάς μας. Η στοιχειώδης φύση της τροφής και η σχέση της με το σώμα, την υγεία και την αίσθηση του ανήκειν  δημιουργούν μια βαθιά σχέση μεταξύ διατροφής,  φαγητού και ταυτότητας που συχνά είναι μπλεγμένη με κανόνες κι έλεγχο, φόβο, ντροπή, ενοχή και τραύμα. Η προσωπική μας αφήγηση του φαγητού χτίζεται με τις παιδικές αναμνήσεις γευμάτων και φαγητών καθώς κι από τα μηνύματα και τα μηνύματα και τις αφηγήσεις που διαποτίζουν το περιβάλλον και τον πολιτισμό μας. Αν εξετάσουμε τις αφηγήσεις μας σχετικά με την τροφή και το φαγητό, μπορεί να συνειδητοποιήσουμε ότι είναι περίπλοκες και πολυεπίπεδες. Πιθανόν να δούμε ότι η δημιουργία και η συντήρηση αυτών των ιστοριών βρίσκεται στο σημείο όπου διασταυρώνονται (ή στο σημείο συνάντησης) οι πεποιθήσεις μας, τα συναισθήματα, οι αισθήσεις, η προσωπικότητα,  οι μνήμες της παιδικής ηλικίας, η οικογένεια, η εθνική ταυτότητα, η θρησκεία, η υγεία, η οικονομία, και ούτω καθεξής. Επομένως, για να ρίξουμε φως ή να αλλάξουμε την προσωπική μας αφήγηση πιθανότατα να χρειαστεί να εξερευνήσουμε ορισμένες από αυτές τις περιοχές.

Μια αφήγηση σχετικά με το φαγητό μπορεί να περιλαμβάνει ή να επικεντρώνεται σε ερωτήσεις όπως:

Ποια είναι η δική σας αφήγηση φαγητού; / Τι ρόλο παίζει το φαγητό στις οικογενειακές και φιλικές συγκεντρώσεις σας; Ποια είναι η σχέση σας με το φαγητό και με την προετοιμασία του; / Ποια είναι η δυναμική γύρω από το τραπέζι; / Πόσο επηρεάζουν η κουλτούρα σας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης γενικότερα αυτό που τρώτε; / Υπάρχουν συνταγές που είναι ιδιαίτερα σημαντικές για εσάς και γιατί; / Πώς επηρεάζει το φαγητό άλλες πτυχές της ζωής σας; / Ποιες είναι μερικές από τις πρώτες και μεταγενέστερες σημαντικές αναμνήσεις που αφορούν φαγητό και γεύματα; / Υπάρχουν τραυματικά περιστατικά που σχετίζονται με το φαγητό; Χρησιμοποιείτε τακτικά το φαγητό ως μηχανισμό αντιμετώπισης στρες ή στενοχώριας;

Η προσωπική μας αφήγηση είναι ενσωματωμένη στον ευρύτερο κοινωνικό λόγο και στις αφηγήσεις που σχετίζονται με το φαγητό. Αυτή τη στιγμή, λόγου χάρη, υπάρχει μια αφήγηση για το σύστημα τροφίμων του κόσμου και ποικίλλει ανάλογα με την πηγή ή το πλαίσιο από το οποίο προέρχεται. Γίνεται πολύς λόγος γύρω από το θέμα της βιωσιμότητας των σημερινών συστημάτων τροφίμων. Αφορά την αναμενόμενη αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού στο εγγύς μέλλον, η οποία θα δημιουργήσει σημαντικές απαιτήσεις στην προσφορά τροφίμων του πλανήτη. Αναπόφευκτα, από τη στιγμή που θα συνειδητοποιήσουμε αυτό το παγκόσμιο ζήτημα, θα ενταχθεί στη προσωπική μας αφήγηση είτε ρητά είτε σιωπηρά, ανάλογα με τις περιστάσεις μας, την ευαισθησία μας σε παγκόσμια ζητήματα κι άλλους παράγοντες.

Οι διατροφικές πρακτικές και αφηγήσεις συνδέουν επίσης τους ανθρώπους ψυχολογικά, κοινωνικά, συναισθηματικά, ιστορικά. Οι ιστορίες οικογενειακών φαγητών και γευμάτων που επαναλαμβάνονται με την πάροδο του χρόνου γίνονται μακροχρόνιες αφηγήσεις και πολλές συλλογικές αφηγήσεις σχετικά με το φαγητό που επαναλαμβάνονται γίνονται πολιτιστικοί μύθοι. Και τα δύο είδη ιστοριών χρειάζεται να επανεξετάζονται γιατί δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τρέχουσες αλήθειες ή και ιστορικές πραγματικότητες. Επίσης, όταν έχουμε περισσότερη επίγνωση κι ενσυνειδητότητα γύρω από το φαγητό, μπορεί να ανακαλύψουμε ότι κουβαλάμε παράλληλα και μια σιωπηρή αφήγηση φαγητού κι επίσης, μπορεί να αποδίδουμε νόημα σε συγκεκριμένα φαγητά και πρακτικές  γύρω από το φαγητό που μπορεί να μην γνωρίζαμε προηγουμένως. Είναι επίσης ενδιαφέρον να εξερευνήσουμε τις διαφορετικές αφηγήσεις φαγητού με άτομα που βρίσκονται στις στενές μας σχέσεις ή με τα άτομα με τα οποία τρώμε συχνά. Για παράδειγμα, ο σύζυγός μου και εγώ έχουμε διαφορετική σχέση με το φαγητό και οι αφηγήσεις μας γύρω από αυτό κατά καιρούς διέφεραν σημαντικά, κι αυτό έχει γίνει πιο σαφές καθώς έχω υιοθετήσει μια πιο στοχαστική και διαλογιστική προσέγγιση της ζωής. Επειδή οι τροφές κι οι διαδικασίες γύρω από το φαγητό είναι ένα σημαντικό μέρος της καθημερινότητάς μας, όχι μόνο για την επιβίωσή μας, αλλά κι επειδή παίζουν σπουδαίο κοινωνικό ρόλο,  σχετίζονται με τη συμμετοχή σε ομάδες και μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως δείκτες ταυτότητας, έχουν χρησιμοποιηθεί ευρέως σε βάθος χρόνου  ως σήματα και κοινωνικοί κώδικες  (Food has widely been used as signs and social codes…)

Στην πραγματικότητα, μπορεί να μην υπάρχει τομέας της ανθρώπινης ζωή μας που να μην επηρεάζεται από το φαγητό. Ο Roland Barthes ισχυρίζεται ότι μέσω του φαγητού καταλαβαίνουμε τη σχέση μας με τον πολιτισμό κι ότι το φαγητό καθορίζει την πολιτιστική μας ταυτότητα, επιτρέπει τη συμμετοχή σε μια (περιφερειακή ή εθνική) συλλογικότητα, χρωματίζει την έμφυλη συμπεριφορά και πολλά άλλα. Οι ιστορίες που συνδέουμε με το φαγητό και τον τρόπο που γευματίζουμε μετατρέπονται μέσω της συμπεριφοράς και του λόγου σε πολιτιστικούς μύθους. Αυτές οι αφηγήσεις λειτουργούν επίσης ως ρητορική δύναμη που χρησιμοποιείται για να πείσει ή να επηρεάσει τους άλλους, κάτι που συχνά συμβαίνει κάτω από τη συνειδητή μας επίγνωση. Επειδή οι αφηγήσεις σχετικά με την τροφή και το φαγητό είναι συνυφασμένες  με τις καθημερινές μας πρακτικές, μπορούν εύκολα να γίνουν μηχανισμοί που επηρεάζουν κι ελέγχουν τις συμπεριφορές και τις επιλογές μας. Η ρητορική χειραγώγηση των σχετικών αφηγήσεων λαμβάνει χώρα σε πολλά πλαίσια και μπορεί να χρησιμεύσει ως μηχανισμός επηρεασμού της συμπεριφοράς,  των καταναλωτικών τάσεων και των πολιτικών επιλογών των ανθρώπων.

Σ’ ένα δοκίμιο που διάβαζα σχετικά με το φαγητό και τις σχετικές αφηγήσεις στον δημόσιο χώρο, η συγγραφέας προτείνει μερικές βασικές ερωτήσεις που μπορούμε να κάνουμε για να διακρίνουμε μηνύματα που μεταδίδονται μέσω αυτών των αφηγήσεων:

Ποια είναι τα μηνύματα; / Ποιος τα στέλνει; / Ποιος είναι ο αποδέκτης αυτών των αφηγήσεων; / Ποια μπορεί να είναι η αδιευκρίνιστη ατζέντα;

Μερικές ακόμη ερωτήσεις που θα μπορούσαμε να κάνουμε είναι:

Ποια είναι τα σιωπηρά μηνύματα; / Ποιες είναι οι συνέπειες αυτών των μηνυμάτων σε συγκεκριμένα πεδία της ζωής μας; / Πώς μπορούν αυτά τα μηνύματα να επηρεάσουν τις συμπεριφορές μας;

Εάν προσεγγίσουμε την όλη διαδικασία του φαγητού με ενσυνειδητότητα κι αρχίσουμε να αναγνωρίζουμε τις δικές μας προσωπικές αφηγήσεις, αλλά και τις ιστορίες που κυκλοφορούν στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, τότε ως άτομα μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε περισσότερο το άρρητο υλικό μας για να θεραπεύσουμε ή να αλλάξουμε αυτό που δεν μας εξυπηρετεί στο παρόν, αλλά κι ως καταναλωτές και πολίτες ν’ αποκτήσουμε περισσότερη επίγνωση της πολιτικής των αφηγήσεων σχετικά με το φαγητό. Είναι λογικό ότι εφόσον το φαγητό καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ύπαρξής μας, θα ήταν χρήσιμο να το αντιμετωπίζουμε με περισσότερη κριτική σκέψη.  Εξάλλου, το φαγητό αντανακλά ατομικές και πολιτιστικές αξίες και οι σχετικές αφηγήσεις μπορούν να ασκήσουν μεγάλη επιρροή. Επομένως, το να μην έχουμε επίγνωση αυτής της πραγματικότητας  μας κάνει ευάλωτους στη χειραγώγηση. Στο δημόσιο τομέα, οι αφηγήσεις γύρω από το φαγητό και τη διατροφή μπορεί να λειτουργήσουν ιδεολογικά για να διατηρήσουν κοινωνικές δομές και πολιτισμικά συστήματα. Σε μια διατριβή που διάβαζα πρόσφατα, υποστηρίζεται ότι οι αφηγήσεις αυτές αποτελούν μέρος των πολιτιστικών μέσων που εκπαιδεύουν τους πολίτες, καλλιεργούν την αίσθηση του ανήκειν κι ενισχύουν την έννοια του πολίτη και της εθνικής ταυτότητας. Για παράδειγμα, όταν ομάδες ανθρώπων κάνουν παρόμοιες συσχετίσεις για τα ίδια φαγητά, τότε αποκτούν μια κοινή αφήγηση. Όταν όμως αυτό επιτυγχάνεται χωρίς τη συνειδητή συμμετοχή των ίδιων των πολιτών, που πρακτικά σημαίνει ότι οι καταναλωτές δεν έχουν επίγνωση αυτής της διαδικασίας πειθούς, τότε είναι ευάλωτοι σε χειραγώγηση. Κι είμαστε όλοι ευάλωτοι στην κρυφή πειστική δυνατότητα των αφηγήσεων φαγητού, επειδή γενικά το φαγητό συνήθως είναι μια συμμετοχική, ευχάριστη και κυρίως μη στοχαστική πρακτική (non-reflective practice).  Λόγου χάρη, οι αφηγήσεις σχετικά με το φαγητό μπορούν να δημιουργήσουν μιαν αίσθηση κοινότητας μεταξύ των ψηφοφόρων και της περιφερειακής ή εθνικής τους ταυτότητας. Μια συγκεκριμένη κουζίνα ή ορισμένα φαγητά και πιάτα μπορούν να βοηθήσουν τους ανθρώπους να αυτοπροσδιοριστούν,  αλλά αυτός ο αυτοπροσδιορισμός μπορεί επίσης να οδηγήσει στη δημιουργία κλειστών ομάδων και «ξένων».

Όπως συμβαίνει με όλα τα πράγματα, όταν η ενασχόληση με το φαγητό, το μαγείρεμα και την διαδικασία των γευμάτων γίνεται με περισσότερη ενσυνειδητότητα μπορεί να μας αποκαλύψει πολλά σχετικά με το παρελθόν, τις προτιμήσεις μας, τυχόν τραυματικές εμπειρίες, ξεπερασμένες ή ψευδείς πεποιθήσεις,  στρατηγικές αντιμετώπισης του στρες, την υγεία και τις σχέσεις μας, τη δυναμική  γευμάτων, τις διατροφικές ανάγκες του σώματός μας, τυχόν επιρροές και μηνύματα που μπορεί να μην γνωρίζουμε, την ευρύτερη πολιτική του φαγητού και πώς χρησιμοποιούνται οι συγκεκριμένες αφηγήσεις για να μας πείσουν στη δημόσια σφαίρα. Η επιλογή του φαγητού μας [όταν έχουμε επιλογή, γιατί για εκατομμύρια ανθρώπους η εξασφάλιση οποιουδήποτε είδος φαγητού είναι η μόνη προτεραιότητα] και οι τρόποι που τρώμε αποκαλύπτουν πολλά για εμάς όπως τα παιδικά μας χρόνια, την καταγωγή μας, το πολιτισμικό μας υπόβαθρο, την κοινωνική μας θέση και τις αξίες μας. Όταν το φαγητό μοιράζεται με άλλους αποκαλύπτει και ιδιότητες της σχέσης που έχουμε μαζί τους. Ο Edward Espe Brown λέει: «Μετά από πολλά χρόνια, ανακάλυψα ότι, αν μπορούσα να σχετιστώ με το φαγητό με εγκάρδια συμπόνια, τελικά θα μπορούσα να μάθω να συμπεριφέρομαι στους ανθρώπους με αγάπη και σεβασμό και θα μπορούσα να αγγίζω τις πληγές μου με τρυφερότητα». Γενικότερα, το να ζεις με περισσότερη ενσυνειδητότητα ή στοχαστικότητα και να αναζητάς γνώση είναι σημαντικό κι επιτρέπει περισσότερη ελευθερία δράσης και αυτό-καθορισμού. Η πιο προσεκτική ενασχόληση με το φαγητό μπορεί να μας ωθήσει σε πιο υγιεινές επιλογές. Μπορεί επιπλέον να φέρει στο προσκήνιο ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης και μια αυξημένη επίγνωση της ανάγκης ν’ ανακουφιστούν από την πείνα οι άνθρωποι στον πλανήτη μας.

Jane Goodall                                          (Η Ελληνική μετάφραση έχει ολοκληρωθεί)

«Έτσι γίνεται; Κάνουμε ό,τι κάνουν οι φίλοι μας για να είμαστε ένα με την ομάδα, για να γίνουμε αποδεκτοί; Φυσικά υπάρχουν πάντα κάποια πιο αποφασιστικά άτομα που έχουν το θάρρος των πεποιθήσεών τους, που ξεχωρίζουν από τους αποδεκτούς κανόνες συμπεριφοράς της ομάδας. Αλλά είναι πιο πιθανόν οι ακατάλληλες ή ηθικά λανθασμένες συμπεριφορές να αλλάξουν μέσω της επιρροής ξένων, που βλέπουν με διαφορετικά μάτια, από διαφορετικό υπόβαθρο»  Jane Goodall   

«Δεν είναι πραγματική σύνδεση. Το μόνο που είναι – το ονομάζω οικειότητα βασισμένη σε κοινό εχθρό, το μόνο κοινό πράγμα είναι ότι μισούμε τους ίδιους ανθρώπους… » Brene Brown

Η σημερινή ανάρτηση προέκυψε μετά από την παρακολούθηση και το διάβασμα υλικού  σχετικά με και από τη Βρετανίδα πρωτευοντολόγο, ανθρωπολόγο, ηθολόγο, οικολόγο και Αγγελιοφόρο της Ειρήνης του ΟΗΕ, Τζέιν Γκούνταλ. Παράλληλα έφτιαξα μερικά σχέδια με μελάνι χρησιμοποιώντας φωτογραφίες που βρήκα στο διαδίκτυο.

   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Θα αναφερθώ κυρίως στο βιβλίο: Reason for Hope: A Spiritual Journey  / Λόγοι για να Ελπίζουμε:  Ένα Πνευματικό Ταξίδι (1999) που επέλεξα να διαβάσω λόγω της απομνημονευτικής του πτυχής και της παράλληλης εξερεύνησης της ελπίδας, παρόλο που δεν είναι το πιο πρόσφατο βιβλίο της. Το βιβλίο μας ταξιδεύει στις διάφορες φάσεις της προσωπικής και επαγγελματικής της ζωής και μας δίνει μια μικρή ιδέα του πώς έχει συνδυάσει την πνευματικότητα και τις θρησκευτικές της πεποιθήσεις με την επιστήμη. Γνωρίζω ότι η Goodall ήταν 65 ετών όταν έγραψε αυτό το βιβλίο πριν από είκοσι χρόνια και ότι τα περιβαλλοντικά ζητήματα έχουν βαθύνει και αυξηθεί, και η τεχνολογία και η γνώση σχετικά με την εξέλιξη των ειδών και άλλα επιστημονικά θέματα έχουν επεκταθεί πολύ, παρόλα αυτά το βιβλίο είναι αρκετά επίκαιρο αυτή τη στιγμή όπου συμβαίνουν πολλά όσον αφορά το περιβάλλον και την απώλεια οικοτόπων και εξαφάνιση πολλών ειδών. Στο κεφάλαιο του βιβλίου με τον τίτλο Ελπίδα, αφού πρώτα κάνει αναφορά στις περιβαλλοντικές καταστροφές,  διαμάχες και πολεμικές συγκρούσεις εκείνης της εποχής, αναφέρει τους βασικούς λόγους που ελπίζει. Γράφει: «Ωστόσο, παρόλα αυτά, έχω ελπίδα για το μέλλον… Αλλά μόνο εάν γίνουν αλλαγές στον τρόπο που ζούμε — και γίνουν γρήγορα. Δεν έχουμε, νομίζω, πολύ χρόνο. Και αυτές οι αλλαγές πρέπει να γίνουν από εμάς, εσείς και εγώ. Αν συνεχίσουμε να το αφήνουμε σε άλλους, το ναυάγιο είναι αναπόφευκτο. Οι λόγοι που ελπίζω είναι τέσσερις: (1) ο ανθρώπινος εγκέφαλος. (2) η ανθεκτικότητα της φύσης. (3) η ενέργεια και ο ενθουσιασμός που βρίσκεται ή μπορεί να αναζωπυρωθεί στους νέους σε όλο τον κόσμο. και (4) το αδάμαστο ανθρώπινο πνεύμα.

Ξεκινά το βιβλίο της με το να αναρωτιέται αν θα έπρεπε ν’ αρχίσει την ιστορία της από το σημείο που βγήκε από τη μήτρα της μητέρας της και έβγαλε το πρώτο της κλάμα καθώς το οξυγόνο μπήκε στους πνεύμονές της ή ν’ αρχίσει με τους προγόνους της που ήταν υπεύθυνοι για τα γονίδιά της ή ίσως με τα ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα. που διαμόρφωσαν την Ευρώπη τη δεκαετία του 1930 και τον Χίτλερ, τον Τσόρτσιλ και τον Στάλιν ή να πάει πιο πίσω στο πρώτο αληθινά ανθρώπινο πλάσμα ή κι ακόμη πιο πίσω στο πρώτο μικρό θερμόαιμα θηλαστικό ή στην πρώτη κουκκίδα ζωής στον πλανήτη γη, ως αποτέλεσμα κάποιου θεϊκού σκοπού ή κοσμικού ατυχήματος. Κατά τη διάρκεια του πολέμου έζησε στο σπίτι της γιαγιάς της με τη μητέρα, την αδερφή, τη γιαγιά, τις θείες της και ανθρώπους που ο πόλεμος είχε αφήσει άστεγους από το χάος και την καταστροφή στην Ευρώπη. Γράφει ότι «ζητήθηκε από όλα τα νοικοκυριά να βρουν χώρο για τέτοιους άτυχους. Κι έτσι η οικία Birches, εκείνη την εποχή, ήταν ένα δραστήριο μέρος, γεμάτο με ανθρώπους όλων των ειδών». Αυτό με πήγε πίσω σε ιστορίες πολέμου που μου έλεγε όταν ήμουν μικρή η μητέρα μου. Η οικογένειά της ζούσε σε ένα χωριό που χρησίμευε ως παραθαλάσσιο θέρετρο για τους ανθρώπους από την κοντινή πόλη και κατά τη διάρκεια του πολέμου κάποιοι κάτοικοι της πόλης φιλοξενήθηκαν από τους ανθρώπους του χωριού. Ο πόλεμος ήταν αυτό που έκανε την Goodall να συνειδητοποιήσει για πρώτη φορά ότι αν και η ζωή της ήταν γεμάτη αγάπη κι ακόμη υπήρχε βασική ασφάλεια, υπήρχε επίσης κι ένα άλλο είδος κόσμου, «ένας σκληρός και πικρός κόσμος πόνου και θανάτου και ανθρώπινης σκληρότητας». Το Ολοκαύτωμα την αναστάτωσε ακόμη πιο βαθιά και αναπόφευκτα προέκυψαν ερωτήματα. Πώς θα μπορούσαν οι άνθρωποι να συμπεριφέρονται έτσι; Πώς θα μπορούσε κανείς να αντέξει και να επιβιώσει από τέτοια βασανιστήρια;

Αργότερα στο βιβλίο,  όταν κάνει αναφορά στην ανατροφή της, η Goodall γράφει «Μακάρι όλοι να μπορούσαν να είναι  ευλογημένοι με μια τέτοια παιδική ηλικία, μια τέτοια οικογένεια. Πόσο διαφορετικός, πιστεύω, θα ήταν ο κόσμος. Καθώς κοιτάζω πίσω τα εξήντα πέντε χρόνια της ζωής μου μέχρι σήμερα, φαίνεται ότι τα πράγματα βρήκαν τη θέση τους. Είχα μια μητέρα που όχι μόνο ανεχόταν αλλά και ενθάρρυνε το πάθος μου για τη φύση και τα ζώα και που, ακόμα πιο σημαντικό, με έμαθε να πιστεύω στον εαυτό μου». Γράφει ότι της έτυχε μια μητέρα αρκετά σοφή ώστε να καλλιεργήσει και να ενθαρρύνει την αγάπη της για τα ζωντανά πράγματα και το πάθος της για γνώση: «Ονειρευόμουν τη φύση, τα ζώα και τη μαγεία μακρινών άγριων και απομακρυσμένων τόπων. Το σπίτι μας ήταν γεμάτο με ράφια και τα βιβλία ξεχύνονταν στο πάτωμα. Όταν έβρεχε κι έκανε κρύο, κουλουριαζόμουν σε μια καρέκλα δίπλα στη φωτιά και χανόμουν σε άλλους κόσμους». Η αγάπη της για τα πρωτεύοντα θηλαστικά μπορεί επίσης να πυροδοτήθηκε από ένα δώρο από τον πατέρα της όταν ήταν νήπιο. Το Jubilee, ένα λούτρινο παιχνίδι χιμπατζή που είχε κατασκευαστεί για τον εορτασμό της γέννησης του πρώτου χιμπατζή στον ζωολογικό κήπο του Λονδίνου, έγινε το πιο αγαπητό απόκτημά της. Αργότερα ενθυμούμενη το πρώτο της ταξίδι στην Αφρική στα είκοσί της, λέει: «Τώρα το Κάστρο της Κένυας [το πλοίο] με μετέφερε σ έναν νέο κόσμο, όπου τα μαθήματα θα τα διδασκόμουν από την ίδια τη ζωή με όλες τις υπέροχες, μερικές φορές τραγικές, συχνά σκληρές, ανακολουθίες κι εκπλήξεις. Και θα μπορούσα να περάσω σε αυτή τη νέα εποχή χωρίς φόβο, γιατί ήμουν εξοπλισμένη, από την οικογένειά μου και από την εκπαίδευσή μου, με υγιείς ηθικές αξίες κι ένα ανεξάρτητο, ελεύθερο μυαλό».

Το βιβλίο επίσης ανιχνεύει τις πνευματικές και φιλοσοφικές της επιρροές και ερωτήματα γύρω από την θεωρία του αισθησιασμού, της ανθρώπινης  αντοχής και τα βασανιστήρια. Ερωτήσεις όπως: Θα είχα την δύναμη να υπομείνω όσα υπέστησαν ο Ιησούς και οι μάρτυρες; Πώς θα είχα αντέξει τα βασανιστήρια στον πόλεμο; Θα μπορούσα να σιωπήσω για να προστατεύσω αυτούς που αγαπούσα, τους ανθρώπους της ομάδας μου, αν τα καρφιά μου τρυπούσαν τη σάρκα, αν με χτυπούσαν, αν με βασάνιζαν; Η Goodall γράφει: «Δεν πίστευα ότι θα μπορούσα να αντέξω και πέρασα ώρες αγωνιώντας για αυτό. Θα θυσίαζα τη ζωή μου για αυτό που πίστευα; Φυσικά, δεν μπορούσα να είμαι σίγουρη. Για να παραφράσουμε αυτό που είπε κάποτε η Eleanor Roosevelt: οι άνθρωποι είναι σαν τα φακελάκια τσαγιού. ποτέ δεν ξέρεις πόσο δυνατά είναι μέχρι να τα ρίξεις σε βραστό νερό». Αυτό το μέρος του βιβλίου μου θύμισε επίσης τις δικές μου ερωτήσεις σχετικά με σοβαρά ζητήματα ζωής, καθώς μεγάλωνα αμφισβητώντας πολλές ιδέες που κυκλοφορούσαν στο ευρύτερο περιβάλλον μου. Στην εφηβεία είχα αρχίσει επίσης να διαβάζω για την πιο πρόσφατη ιστορία της Ελλάδας, με τις πιο σκοτεινές σελίδες του εμφυλίου, της εξορίας, των διώξεων και των βασανιστηρίων. Κι εγώ αναρωτιόμουν αν είχα μέσα μου τη δύναμη να αντέξω βασανιστήρια για να παραμείνω πιστή σε αυτά που πίστευα και ποια ήταν τα ανθρώπινα όρια και τι προκαλούσαν στους ανθρώπους ο πόλεμος, το τραύμα, η φυλάκιση, η εξορία και άλλες ανθρώπινες σκληρότητες.

Ένα θέμα που ο Goodall αναλύει εκτενέστερα στο βιβλίο σε αρκετά κεφάλαια είναι η επιθετικότητα. Η ανάλυση της βασίζεται κυρίως στην εξελικτική προοπτική. Κατά τα πρώτα δέκα χρόνια της μελέτης της πίστευε ότι οι χιμπατζήδες του Gombe ήταν, ως επί το πλείστον, μάλλον πιο καλοί από τους ανθρώπους. Είχε παρατηρήσει την επιθετικότητα τους μερικές φορές για φαινομενικά ασήμαντους λόγους, αλλά ως επί το πλείστον είχε διαπιστώσει ότι η επιθετικότητα μέσα στην κοινότητα ήταν περισσότερο απειλές και φωνές παρά σκληρές μάχες. Η μελέτη της είχε δείξει ότι κυρίως οι σχέσεις μεταξύ των χιμπατζήδων μιας κοινότητας είναι χαλαρές και φιλικές με συχνές εκφράσεις φροντίδας, βοήθειας, συμπόνιας, αλτρουισμού και σίγουρα μια μορφή αγάπης. Οι χιμπατζήδες είναι επίσης έντονα σωματικοί. Όταν συναντιούνται οι φίλοι μπορεί να αγκαλιαστούν και να φιληθούν. Όταν φοβούνται, απλώνουν το χέρι για να αγγίξουν ο ένας τον άλλον, χαϊδεύουν ο ένας τον άλλον, πιάνονται χέρι-χέρι και ασχολούνται με την κοινωνική περιποίηση (social grooming) και οι δεσμοί μεταξύ των μελών της οικογένειας είναι ισχυροί και ανθεκτικοί, και όχι μόνο μεταξύ των μητέρων και των απογόνων τους, αλλά και μεταξύ των αδελφών. Υιοθετούν επίσης μικρά ορφανά κι αυτή η συμπεριφορά δεν έχει παρατηρηθεί μόνο στα  θηλυκά, αλλά και σε αρσενικά. Μερικές από αυτές τις συγκινητικές ιστορίες των χιμπατζήδων που μελέτησε η Goodall βρίσκονται στο εικονογραφημένο βιβλίο της Με αγάπη (With Love).

Και ξαφνικά διαπίστωσαν ότι οι χιμπατζήδες είχαν μια σκοτεινή πλευρά στη φύση τους και ότι μπορούσαν να γίνουν βάναυσοι. Η Goodall γράφει ότι εκείνη την εποχή μέρος του επιστημονικού κόσμου ήθελε να παραμείνει σε άρνηση σχετικά με το δυσάρεστο γεγονός. Ήταν επίσης η εποχή της συζήτησης σχετικά με τη φύση εναντίον της ανατροφής (nature versus nurture). Υπήρχαν εκείνοι που πίστευαν ακράδαντα ότι η επιθετικότητα ήταν έμφυτη, κωδικοποιημένη στα γονίδιά μας. κι εκείνοι που υποστήριζαν ότι ένα ανθρώπινο βρέφος έρχεται στον κόσμο σαν ένα λευκό φύλλο χαρτιού στο οποίο χαράζονται τα γεγονότα που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της ζωής του και ότι αυτό μόνο καθορίζει την ενήλικη συμπεριφορά του παιδιού. Η Goodall ισχυρίζεται ότι ενώ ο πόλεμος στην τυπική ανθρώπινη μορφή του είναι μια πολιτισμική εξέλιξη, ορισμένες προ-προσαρμογές πρέπει να υπήρχαν στους πρώτους προγόνους  για να επιτρέψουν την εμφάνισή του. Η πιο κρίσιμες από αυτές τις προσαρμογές θα περιελάμβαναν τη συνεργατική ομαδική ζωή, τις κυνηγετικές δεξιότητες, την εδαφικότητα  (επιθετικότητα και κτητικότητα όταν επρόκειτο για την περιοχή τους) και τη χρήση όπλων. Θα έπρεπε επίσης να υπάρχει ένας εγγενής φόβος για τους ξένους που να εκφράζεται με εχθρικές επιθέσεις.

Επίσης, οι χιμπατζήδες, όπως κι οι άνθρωποι, έχουν ισχυρή προδιάθεση για να ενεργούν επιθετικά σε συγκεκριμένα πλαίσια – ζήλιας, ανταγωνισμού για φαγητό ή σεξ ή περιοχή, φόβου, εκδίκησης, κλπ. Η μελέτη τους είχε δείξει ότι οι χιμπατζήδες του Gombe είχαν αυτές τις ιδιότητες κι όχι μόνο υπερασπίζονταν το έδαφός τους, αλλά μερικές φορές το διεύρυναν σε βάρος ενός ασθενέστερου γείτονα. Όσον αφορά τους ανθρώπους, γράφει ότι ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα που έχουν διαπιστωθεί σχετικά με την ανθρώπινη συμπεριφορά, καθώς σχετίζεται με τον πόλεμο και άλλες πράξεις βίας κατά ομοειδών  είναι ότι η πολιτισμική εξέλιξη επιτρέπει την ανάπτυξη  ψευτό-ειδογένεσης ή πολιτισμικής ειδογένεσης.  Η πολιτισμική ειδογένεση σημαίνει απλώς τη μετάδοση ατομικά επίκτητης συμπεριφοράς από τη μια γενιά στην άλλη μέσα σε μια συγκεκριμένη ομάδα. Με τον καιρό αυτό οδηγεί στη συλλογική κουλτούρα (τα ήθη και έθιμα) αυτής της ομάδας. Σημαίνει επίσης ότι τα μέλη μιας ομάδας (the in-group) μπορεί όχι μόνο να βλέπουν τους εαυτούς τους διαφορετικούς από τα μέλη μιας άλλης ομάδας ή όλων αυτών εκτός της ομάδας (the out-group), αλλά και να συμπεριφέρονται με διαφορετικούς τρόπους σε άτομα της ομάδας τους και σε άτομα εκτός αυτής. Όταν αυτό εντείνεται, οδηγεί στην απανθρωποποίηση / dehumanizing αυτών που βρίσκονται εκτός της ομάδας, έτσι ώστε να μπορούν να θεωρούνται σχεδόν ως μέλη ενός διαφορετικού  είδους. Αυτό απελευθερώνει τα μέλη της ομάδας από τις αναστολές και τις κοινωνικές κυρώσεις που λειτουργούν εντός της ομάδας και τους δίνει τη δυνατότητα να συμπεριφερθούν προς «εκείνους τους άλλους» με τρόπους  που δεν θα ήταν ανεκτές εντός της ομάδας. Σκλαβιά και βασανιστήρια στο ένα άκρο της κλίμακας, γελοιοποίηση και εξοστρακισμός στο άλλο. Κάτι παρόμοιο παρατηρήθηκε μεταξύ των χιμπατζήδων. Για παράδειγμα, οι χιμπατζήδες Καχάμα αντιμετωπίστηκαν σαν να ήταν θηράματα, με άλλα λόγια, είχαν «απο-χιμπαντζιοποιηθεί».

Δυστυχώς, η πολιτισμική ειδογένεση έχει πλέον αναπτυχθεί ιδιαίτερα στις ανθρώπινες κοινωνίες σε όλο τον κόσμο. Η τάση μας να σχηματίζουμε επιλεγμένες εσωτερικές ομάδες από τις οποίες αποκλείουμε όσους δεν μοιράζονται το εθνικό μας υπόβαθρο, την κοινωνικοοικονομική μας θέση, τις πολιτικές μας πεποιθήσεις, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, κλπ, είναι ένας από τους κύριους λόγους πολεμικών συγκρούσεων, εξεγέρσεων, συγκρούσεων συμμοριών και άλλων μορφών κοινωνικής  βίας. Η Jane Goodall γράφει ότι «η πολιτισμική ειδογένεση είχε ακρωτηριάσει την ανθρώπινη ηθική και πνευματική ανάπτυξη…. Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ ήταν πολύ ευαίσθητος στους κινδύνους της ομαδοποίησης. Σε όλη του τη ζωή είχε προσπαθήσει να επεκτείνει τον κύκλο της συμπόνιας του για να συμπεριλάβει ανθρώπους όλων των φυλών, θρησκειών και κοινωνικών τάξεων…» Η Goodall επισημαίνει περαιτέρω πώς η πολιτισμική ειδογένεση έχει εμποδίσει την ελευθερία της σκέψης και πώς είναι εμπόδιο στην παγκόσμια ειρήνη. Ισχυρίζεται ότι, αν και δεν είναι κακό να είναι κανείς μέλος μιας ομάδας, επειδή μπορεί να μας δώσει παρηγοριά και να μας προσφέρει έναν στενό κύκλο φίλων, γίνεται επικίνδυνο όμως μόλις «χαράξουμε μια αιχμηρή γραμμή, σκάβοντας το χαντάκι, βάζοντας το ναρκοπέδιο, μεταξύ της δικής μας ομάδας και κάθε άλλης ομάδας που σκέφτεται διαφορετικά».

Από ορισμένες απόψεις, η ανθρώπινη επιθετική συμπεριφορά είναι μοναδική γιατί, παρόλο που φαίνεται ότι οι χιμπατζήδες έχουν κάποια επίγνωση του πόνου που προκαλούν στα θύματά τους, σίγουρα δεν είναι ικανοί για σκληρότητα με την ανθρώπινη έννοια.  Μόνο εμείς οι άνθρωποι προκαλούμε σωματικό και ψυχικό πόνο στα ζωντανά πλάσματα σκόπιμα και ακόμη περισσότερο επειδή ακριβώς γνωρίζουμε τα δεινά που συνεπάγεται. Αλλά, είναι επίσης αλήθεια ότι περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο πλάσμα μπορούμε ή μπορούμε να μάθουμε να ελέγχουμε τα πιο σκοτεινά μας ένστικτα. Ο Goodall γράφει: «Μήπως και η ικανότητα αγάπης και φφροντίδας και αλτρουισμού της ανθρώπινης φύσης δεν αποτελούν εξίσου μέρος της κληρονομικότητας των πρωτευόντων; Τι, αν μη τι άλλο, αναρωτήθηκα, θα μπορούσε η μελέτη μας για τους χιμπατζήδες να μας πει για τις ρίζες της αγάπης… κι ενώ δύσκολα μπορούμε να αρνηθούμε τη βιολογική μας φύση και τα ένστικτα μας, είμαστε επίσης, εδώ και χιλιάδες χρόνια μέρος μιας πολιτισμικής εξέλιξης …. Είναι ανάγκη για πάντα να είμαστε διχασμένοι προς δύο διαφορετικές κατευθύνσεις, σκληροί στη μια περίπτωση, καλοί στην επόμενη; Ή έχουμε την ικανότητα να ελέγχουμε αυτές τις τάσεις, επιλέγοντας την κατεύθυνση που θέλουμε να πάμε;… αν οι χιμπατζήδες μπορούν να ελέγξουν τις επιθετικές τους τάσεις και να διαχέουν μια κατάσταση όταν τα πράγματα ξεφεύγουν, μπορούμε κι εμείς. Κι εδώ, ίσως, να βρίσκεται η ελπίδα για το μέλλον μας: έχουμε πραγματικά την ικανότητα να παρακάμψουμε τη γενετική μας κληρονομιά. …. Ο εγκέφαλός μας είναι αρκετά εξελιγμένος. Το θέμα είναι αν θέλουμε πραγματικά να ελέγξουμε τα ένστικτά μας».

Μπορούμε αν θέλουμε να μάθουμε να υποστηρίζουμε ο ένας τον άλλον και να καλλιεργήσουμε διαφορετικούς τρόπους ύπαρξης, κι όπως έχω αναφέρει και σε προηγούμενες δημοσιεύσεις, η επιστήμη έχει δείξει ότι είμαστε καλωδιωμένοι για να είμαστε καλοί και συμπονετικοί κι αυτές είναι πιο ευεργετικές καταστάσεις ύπαρξης τόσο για τη φυσιολογία όσο και για τη συναισθηματική μας υγεία, αλλά και για τους γύρω μας. Η Goodall πιστεύει ότι οι σπόροι που απαιτούνται για την ανάπτυξη μιας συμπονετικής και ηθικής κοινωνίας βρίσκονται μέσα μας ως ανθρώπινο δυναμικό. Σημειώνει επίσης ότι ως είδος έχουμε προχωρήσει πολύ σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και το γεγονός ότι το είδος μας ανέπτυξε την προφορική γλώσσα μας έδωσε τη δυνατότητα να αναπτύξουμε εξελιγμένους ηθικούς κώδικες συμπεριφοράς. Και αυτό συνέβη σε όλα τα μέρη του κόσμου σε όλους τους πολιτισμούς από όλους τους λαούς. Κάνει αναφορά στον Pierre Lecomte du Noüy, Γάλλο βιοφυσικό και φιλόσοφο, ο οποίος ήδη από το 1937 δήλωνε ότι οι άνθρωποι, έχοντας αργά και ενάντια σε όλες τις πιθανότητες φτάσει και επιβιώσει στον πλανήτη γη, βρίσκονται στη διαδικασία να αποκτήσουν τα ηθικά χαρακτηριστικά που θα μας επέτρεπαν να γίνουμε όλο και λιγότερο επιθετικοί και πολεμικοί και πιο ικανοί να παρέχουμε φροντίδα και συμπόνια. Αυτό, ένιωθε, ήταν το απόλυτο πεπρωμένο μας, ο λόγος ύπαρξης του ανθρώπινου είδους.

Στο βιβλίο υπάρχει επίσης ένα κεφάλαιο για ανήθικους, σύμφωνα με τα σημερινά πρότυπα. επιστημονικούς πειραματισμούς σε ζώα, στο οποίο ο Goodall περιγράφει μερικές πολύ οδυνηρές ιστορίες χιμπατζήδων σε εργαστήρια. Αναφέρεται επίσης στο γεγονός ότι τα άγρια ​​ζώα που κρατούνται σε αιχμαλωσία ή ως κατοικίδια συχνά δεν μπορούν να προσαρμοστούν στους φυσικούς οικοτόπους τους, Αυτό μου θύμισε το μυθιστόρημα, Jennie, του Ντάγκλας Πρέστον (Douglas Preston) για έναν χιμπατζή, το είδος που μοιράζεται το 98+ % του DNA μας,  που διάβασα δεκαετίες πριν. Το μυθιστόρημα βασίζεται σε επιστημονικά ευρήματα και έρευνες της εποχής.  Ένας επιστήμονας συναντά ένα ορφανό νεογέννητο χιμπατζή ενώ είναι σε ένα ερευνητικό ταξίδι στην Αφρική κι αποφασίζει να φέρει το πιθηκάκι πίσω στη Βοστώνη και να το μεγαλώσει μαζί με τα δύο μικρά παιδιά του ως ένα είδος επιστημονικού πειράματος. Η Τζένη μαθαίνει να οδηγεί ένα τρίκυκλο ποδηλατάκι, τσακώνεται για την τηλεόραση με τα αδέρφια της, φοράει ρούχα, γνωρίζει την Αμερικανική Νοηματική Γλώσσα και δείχνει σημάδια θλίψης για το θάνατο της γάτας της, αργότερα συνοδεύει τον έφηβο αδελφό της και μαθαίνει να πίνει μπύρα. Πάνω από όλα, δένεται με την οικογένεια και πιστεύει ότι είναι άνθρωπος.  Όλα λοιπόν πάνε καλά μέχρι που η Τζένη φτάνει στην εφηβεία…. Η αφήγηση της ιστορίας γίνεται από τις διαφορετικές οπτικές γωνίες των πιο κοντινών ανθρώπων της. Το βιβλίο θέτει το ερώτημα: Τι σημαίνει πραγματικά να είσαι άνθρωπος;

Υπάρχει ένα συγκινητικό απόσπασμα στο μυθιστόρημα που περιέχει μέρος της αποχαιρετιστήριας ομιλίας στην ταφή της Jennie η οποία αυτοκτόνησε χτυπώντας το κεφάλι της στα κάγκελα του μικρού της κλουβιού στο καταφύγιο που την είχαν αφήσει αφού πρώτα είχε ζήσει σαν άνθρωπος με την ανθρώπινη οικογένεια της. Ο Σάντυ, ο ανθρώπινος αδερφός της, με τον οποίο η Τζένη είχε δημιουργήσει έναν βαθύ δεσμό, την αποχαιρέτησε με τα παρακάτω λόγια.

“Είναι μεγάλη ειρωνεία. Με όλα αυτά τα πειράματα που έκαναν, σχεδόν κατάφεραν να εξαλείψουν κάθε διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο και το ζώο. Το μόνο που δεν υπολόγισαν ήταν την ικανότητα της Τζένη να συλλάβει την ιδέα του θανάτου…… Την τελετή την ανέλαβα  εγώ. Διάλεξα ένα απόσπασμα από τον «Αποχαιρετισμό στα όπλα», που ήταν ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία όταν ήμουν έφηβος, και το απομνημόνευσα, είναι ένα βιβλίο που διαπραγματεύεται το θάνατο……. Δεν ξετρελαίνομαι πια τόσο πολύ με τον Χέμινγουαιη όπως παλιότερα όμως το απόσπασμα αυτό μου άρεσε πάντα….. Ακούστε τι λέει: «Αν οι άνθρωποι φέρουν τόσο θάρρος στον κόσμο, ώστε ο κόσμος αυτός να πρέπει να τους σκοτώσει για να τους τσακίσει, τότε φυσικά τους σκοτώνει. Ο νόμος τσακίζει τον καθένα από μας, αλλά μερικοί γίνονται πιο δυνατοί τα σημεία που τους τσάκισαν. Εκείνοι όμως που δεν λένε να λυγίσουν, τους σκοτώνει. Σκοτώνει τους πιο καλούς και τους πιο τρυφερούς και τους πιο γενναίους, χωρίς διάκριση». Έτσι ήταν η Τζένη. Καλή, τρυφερή και πάνω από όλα γενναία. Ήθελε να είναι ελεύθερο ανθρώπινο πλάσμα ή τίποτα. Χωρίς συμβιβασμούς…….. Δεν επρόκειτο ποτέ της να δεχτεί να είναι ζώο κλεισμένο σε κλουβί ή ταίρι κάποιου χιμπατζή σ’ ένα νησάκι. Ο θάνατος της είχε ευγένεια και ομορφιά. Και μου έδωσε ένα μάθημα: Δεν θα επιτρέψω στον κόσμο να με τσακίσει. Και όταν φύγω από εδώ θα έχω μάθει να κουβαλάω την ελευθερία μου μέσα στην καρδιά μου…… Αν είσαι πραγματικά ελεύθερος, αληθινά γενναίος, τότε ο κόσμος ούτε να σε σκοτώσει μπορεί, ούτε να σε τσακίσει, ούτε καν να σε αγγίξει….»

Συνέχεια από την ανάρτηση της 30/9/2021

Λανθασμένες αντιλήψεις και η δυνατότητα αλλαγής

«Το να υπάρχεις σημαίνει να αλλάζεις, να αλλάζεις σημαίνει να ωριμάζεις, να ωριμάζεις σημαίνει να συνεχίζεις ασταμάτητα να δημιουργείς τον εαυτό σου» Henri Bergson

«Η πρόοδος είναι αδύνατη χωρίς αλλαγή, και όσοι δεν μπορούν να αλλάξουν γνώμη δεν μπορούν να αλλάξουν τίποτα»  George Bernard Shaw

«Καθώς κάθε αλλαγή πρέπει να ξεκινήσει κάπου, το άτομο είναι αυτό  που θα την βιώσει και θα την φέρει εις πέρας. Η αλλαγή πρέπει πράγματι να ξεκινήσει από ένα άτομο. μπορεί να είναι κάποιος από εμάς. Κανείς δεν έχει την πολυτέλεια να κοιτάξει γύρω και να περιμένει κάποιος άλλος να κάνει αυτό που δεν θέλει να κάνει ο ίδιος. Αλλά επειδή φαίνεται ότι κανείς δεν ξέρει τι να κάνει, αξίζει τον κόπο, για τον καθένα από εμάς, να αναρωτηθεί αν τυχόν το ασυνείδητό του / της μπορεί να γνωρίζει κάτι που θα μας βοηθήσει … » (Από το βιβλίο Ο  Άνθρωπος και τα Σύμβολά του – Carl Gustav Jung, 2012)

Μια ακόμη εσφαλμένη αντίληψη αφορά την δυνατότητα ή μη των ανθρώπων ν’ αλλάξουν  στην ενήλικη ζωή. Η δυνατότητα μεταμόρφωσης  και αλλαγής είναι συνήθως εκεί και το πιο σημαντικό ερώτημα που πρέπει να μας απασχολεί είναι πώς μπορούμε να υποστηρίξουμε αυτήν τη δυνατότητα στον εαυτό μας και στους άλλους. Έρευνες έχουν δείξει ότι μέσω διαφόρων πρακτικών και διαδικασιών οι άνθρωποι μπορούν να θεραπευτούν από τραύματα ή να μειώσουν τις μετά-τραυματικές επιδράσεις και / ή να υιοθετήσουν νέες συμπεριφορές και τρόπους σκέψης και ύπαρξης. Μέσω περιβαλλοντικών αλλαγών, συγκεκριμένων παρεμβάσεων και εσωτερίκευσης θετικών εμπειριών μπορούν να λάβουν χώρα μέσα μας πιο διαρκείς αλλαγές καθώς ιδιότητες όπως η ανθεκτικότητα κι άλλες θετικές ψυχολογικές καταστάσεις μπορούν να γίνουν πιο μόνιμα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας μας.

Γνωρίζουμε επίσης τώρα ότι η νευροπλαστικότητα που είναι η ικανότητα του εγκεφάλου να μεταμορφώνει τη φυσιολογία του, συνεχίζεται καθ ‘όλη τη διάρκεια της ζωής μας και δεν σταματά μετά την εφηβεία, όπως πιστεύαμε. Αυτό επιτρέπει την πραγματοποίηση αλλαγών καθ ‘όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Η πρώιμη έρευνα του Paul Bach-y-Rita έδειξε ότι σε περιπτώσεις εγκεφαλικής βλάβης ή απώλειας ικανοτήτων  ο εγκέφαλος μπορεί να αναδιοργανωθεί. Έκτοτε διαπιστώθηκε ότι ο εγκέφαλος είναι ικανός για μαζική επανακαλωδίωση ως απόκριση σε τραυματικές εμπειρίες και όχι μόνο.  Μια πολύ γνωστή μελέτη που διεξήχθη από τη νευροεπιστήμονα,  Eleanor Mcguire, η οποία μέτρησε τη φαιά ουσία των οδηγών ταξί του Λονδίνου πριν και μετά τις εξετάσεις απόκτησης επαγγελματικής άδειας, διαπίστωσε ότι ο ιππόκαμπος τους είχε αυξηθεί σημαντικά αφού πλέον είχαν μάθει να περιηγούνται τους χιλιάδες δρόμους του Λονδίνου. Οι επιστήμονες έχουν επίσης διαπιστώσει ότι μπορούμε να καλλιεργήσουμε επιθυμητά χαρακτηριστικά. Επίσης, έχει πλέον διαπιστωθεί ότι οι πρακτικές διαλογισμού δημιουργούν θετικές αλλαγές στον εγκέφαλο. Η Sara Lazar, καθηγήτρια και ερευνήτρια, για παράδειγμα,  μέτρησε τον όγκο των εγκεφαλικών κυττάρων της αμυγδαλής των συμμετεχόντων σε έρευνα της πριν και μετά από ένα δίμηνο μάθημα διαλογισμού και ανακάλυψε ότι είχε μειωθεί σε μέγεθος, γεγονός που συσχετίζεται με τις αναφορές μείωσης άγχους από τους συμμετέχοντες. Σε σχέση με τις κακές συνήθειες και τους εθισμούς, ο Dr Judson Brewer, ψυχίατρος και νευροεπιστήμονας, προτείνει ότι η ενσυνειδητότητα (practice of mindfulness) μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να κατανοήσουν τους μηχανισμούς των συνηθειών και εθισμών και να τους διακόψουν. Ο εγκέφαλός μας είναι καλωδιωμένος ν’ απομακρύνεται από δυσάρεστες αισθήσεις και συναισθήματα και να αναζητά αντιπερισπασμούς με τη μορφή ουσιών, τροφής, σχέσεων και δραστηριοτήτων. Πολύ συχνά έχουμε επιζήμιες συνήθειες για τον εαυτό μας και τους άλλους, όπως το κάπνισμα, το υπερβολικό φαγητό, το ποτό, την κατάχρηση ουσιών, τα τυχερά παιχνίδια ή κακοποιητικές ή δυσλειτουργικές συμπεριφορές, κλπ, χωρίς κατ’ ουσίαν να έχουμε πλήρη επίγνωση των κινητήριων ή υποκείμενων υποσυνείδητων δυνάμεων που μας ωθούν σε αυτές. Καλλιεργώντας το ενδιαφέρον και την περιέργεια μέσω της ενσυνειδητότητας, μπορούμε να διευκολύνουμε την διαδικασία αντιμετώπισης εθισμών ή απελευθέρωσης από κακές συνήθειες.

Μιαν άλλη λανθασμένη αντίληψη που συναντά κανείς συχνά είναι ότι χωρίς πόνο δεν μπορούμε να μάθουμε ή να αναπτυχθούμε. Ωστόσο, αυτή η επικρατούσα θεωρία που υποστηρίζει ότι χωρίς πόνο δεν υπάρχει  κέρδος ή ανάπτυξη  (theory of no pain, no gain) συχνά δικαιολογεί τα κοινωνικοοικονομικά και πολιτικά συστήματα που νομιμοποιούν ή υποθάλπουν τον επιθετικό ανταγωνισμό, τη δυστυχία και την αδικία και μεταθέτουν την ευθύνη στο προσωπικό πεδίο μόνο, και κατά κάποιον τρόπο απενοχοποιούν κακοποιητικές και τοξικές συμπεριφορές σε κοινωνικά πλαίσια. Και πιθανότατα θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε τις ρίζες αυτής της εσφαλμένης αντίληψης σε διαφορετικές πολιτισμικές και  θρησκευτικές παραδόσεις. Στο podcast, ο Forrest Hanson λέει ότι είναι σοφό όταν συναντάμε ανάλογες δηλώσεις ή θεωρίες  να εμβαθύνουμε στις πολιτισμικές αφηγήσεις ή ατζέντες που η άποψη αυτή προωθεί για να καταλάβουμε αυτό που έμμεσα και σιωπηρά υποστηρίζεται. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να πω ότι σαφώς μπορεί να υπάρξει μετά-τραυματική ανάπτυξη και ίσως υπάρχουν ορισμένες περιοχές  ή επίπεδα επίγνωσης που μπορεί να μην είναι εύκολο να προσεγγίσουμε χωρίς την εμπειρία βαθιάς απώλειας, όπως το να γνωρίσουμε τα βάθη της ανθεκτικότητάς μας ή τις πιο μύχιες περιοχές του ψυχικού μας κόσμου. Όμως αυτού του είδους η ωρίμανση και ανάπτυξη πάντοτε έρχεται μετά την επεξεργασία της απώλειας και του πόνου και την έξοδο στην άλλη πλευρά της αντιξοότητας. Στην πραγματικότητα είναι το αποτέλεσμα της διερεύνησης, της επούλωσης και της δημιουργίας νοήματος και όχι του τραύματος ή της απώλειας καθ’ εαυτό.  Η μετά-τραυματική ανάπτυξη προκύπτει μόνο μετά τη συμμετοχή μας σε αυτήν τη διαδικασία.  Ωστόσο, ο Rick Hanson, PhD, σημειώνει ότι ένα ερώτημα που πρέπει πάντα να θέτουμε είναι αν θα μπορούσαμε να έχουμε αναπτυχθεί ψυχολογικά, να γίνουμε σοφότεροι ή να απελευθερώσουμε τις ανθρώπινες δυνατότητες μας και χωρίς τραύμα, πόνο ή τιμωρία. Για παράδειγμα, η τιμωρία στην παιδική ηλικία μπορεί να δημιουργήσει μια συγκεκριμένη επιθυμητή συμπεριφορά, αλλά με ποιο κόστος; Η έρευνες έχουν δείξει ότι η σωματική τιμωρία, για παράδειγμα, στην παιδική ηλικία έχει παρόμοια αποτελέσματα με άλλες δυσμενείς εμπειρίες της παιδικής ηλικίας (adverse childhood experiences /ACEs).

Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι για τους περισσότερους ανθρώπους στον πλανήτη πολλοί πόνοι, τραύματα, αδικίες και απώλειες δεν θα φέρουν κανένα όφελος ούτε θα έχουν την ευκαιρία να λάβουν μέρος σε θεραπευτικές διαδικασίες που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την ανάπτυξη και τον μετασχηματισμό ή εξάχνωση (sublimation) του πόνου σε κάτι θετικό. Στην περίπτωση αυτή η εξάχνωση μπορεί να είναι απλά η επιμονή του ατόμου να επιβιώσει και να συνεχίσει παρά τις δυσκολίες.  Είμαστε ως είδος εγγενώς ευάλωτοι, αρρωσταίνουμε, χάνουμε ανθρώπους και πράγματα, μας κακομεταχειρίζονται και μας καταπιέζουν, γερνάμε και τελικά πεθαίνουμε. Και ο κόσμος δεν είναι ένας κήπος με τριαντάφυλλα. Υπάρχει πολλή αδικία, σκληρότητα, επιθετικότητα και καταπιεσμένη δημιουργικότητα και αυθεντικότητα, αλλά το να είναι κανείς ανθεκτικός και το να έχει υποστηρικτικά πλαίσια και πόρους μπορεί να συμβάλλουν στην ικανότητα κάποιου  να βρει ή να αγωνιστεί για δικαιοσύνη, καλοσύνη, ειρήνη, συμπόνια, δημιουργία και μια καλύτερη ζωή. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι καλά υποστηρικτικά εκπαιδευτικά και θεραπευτικά  πλαίσια είναι εκείνα που εξοπλίζουν τους ανθρώπους με την εμπιστοσύνη και τα εργαλεία για να αναζητήσουν και να δημιουργήσουν το καλό σ’ έναν ατελή κόσμο και να ανακάμψουν από τις αντιξοότητες. Η Joanne Greenberg σχετικά με αυτήν την υποστήριξη γράφει στο μυθιστόρημα της Ποτέ δεν σου υποσχέθηκα έναν κήπο με τριαντάφυλλα, «Ποτέ δεν υποσχέθηκα έναν κήπο με τριαντάφυλλα. Ποτέ δεν υποσχέθηκα τέλεια δικαιοσύνη […] και ποτέ δεν σας υποσχέθηκα ειρήνη ή ευτυχία. Η βοήθειά μου είναι ώστε να είστε ελεύθεροι να πολεμήσετε για όλα αυτά τα πράγματα».

Γνωρίζουμε επίσης ότι η ανάπτυξη ψυχολογικών δυνάμεων επιτυγχάνεται κυρίως μέσω συχνών θετικών και επιβραβευτικών εμπειριών. Ο Rick Hanson προτείνει ότι ο πρωταρχικός δρόμος για την ανάπτυξη είναι να έχουμε θετικές και ουσιαστικές εμπειρίες των ιδιοτήτων που θέλουμε να αναπτύξουμε. Πολλοί από εμάς δεν θα διανοούμαστε να προκαλέσουμε πόνο στα παιδιά μας προκειμένου  να καλλιεργήσουμε ανθεκτικότητα κι άλλες θετικές ιδιότητες ούτε θα κλειδώναμε τις δυνατότητές τους μέσω τραυματισμών κι αρνητικών μηνυμάτων, ώστε να δημιουργήσουμε ευκαιρίες για ανάπτυξη μέσω του πόνου αργότερα.  Η καλλιέργεια της αυθεντικότητας και η τακτική της θετικής ενίσχυσης (positive reinforcement) φαίνεται να είναι πιο παραγωγικές και λιγότερο τραυματικές τακτικές. Και σε κάθε περίπτωση η ζωή δεν αφήνει κανέναν αλώβητο και περιλαμβάνει δυσκολίες και αβεβαιότητα και απώλεια σε κάποιο βαθμό για όλους, οπότε δεν χρειάζεται να υποστηρίξουμε θεωρίες όπως χωρίς  πόνο δεν έχουμε όφελος ή ότι οι ισχυροί άνθρωποι θεραπεύονται κι αναρρώνουν μόνοι τους. Μια από τις αγαπημένες μου ηθοποιούς, η Λιβ Ούλμαν,  λέει «Κανείς δεν είναι ένα συμπαγές κομμάτι αρμονίας. Όλοι φοβόμαστε κάτι ή αισθανόμαστε περιορισμένοι σε κάτι. Όλοι χρειαζόμαστε κάποιον για να μιλήσουμε. Θα ήταν καλό να μιλούσαμε μεταξύ μας, όχι απλώς ψιλοκουβέντες (άλλα ντ’ άλλων),  αλλά πραγματική κουβέντα. Δεν πρέπει να φοβόμαστε, γιατί στους περισσότερους ανθρώπους αρέσει πολύ αυτή η επαφή που δείχνεις ότι είσαι ευάλωτος, τους κάνει ελεύθερους να είναι και οι ίδιοι ευάλωτοι. Είναι πολύ πιο εύκολο να είμαστε μαζί όταν πετάμε τις μάσκες μας». Ένας εναρμονισμένος άλλος που έχει την ικανότητα να ακούει βαθιά, χωρίς κρυφές ατζέντες, εκτός από τη διευκόλυνση της ανάπτυξης του άλλου, μπορεί να κάνει τη διαφορά, να βοηθήσει στην ανάκαμψη και στην ανάπτυξη, και επίσης, να επιταχύνει το ταξίδι ή την διαδικασία μέσω της παροχής καθοδήγησης, εργαλείων και γνώσεων. Μέσα από θεραπευτικές διαδικασίες μπορούμε να αποφορτιστούμε από τις αποσκευές που διαφορετικά θα μπορούσαμε να μεταφέρουμε ως τους τάφους μας με όλες τις συνοδευτικές δυσκολίες και ταλαιπωρίες.  Αν ρίξουμε μια γρήγορη ματιά στην συλλογική ανθρώπινη ιστορία μας θα βρούμε μια δεξαμενή συλλογικού παραλογισμού, βίας και τραύματος σε βάθος χρόνου. Μια αιτία αυτής της συνεχιζόμενης βίας και παραλογισμού από γενιά σε γενιά είναι ότι αυτό που δεν αντιμετωπίζουμε ή δεν θεραπεύουμε συχνά το προβάλλουμε και το επιβάλλουμε στους άλλους.

Οπότε ας έρθουμε και στο θέμα της καλής θεραπείας, στα πρώτα podcasts ο Rick Hanson προτείνει ότι «μερικές φορές είναι χρήσιμο να πάμε σε κάποιον που δεν έχει συμφέρον για κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα, ο οποίος περιορίζεται από πολλούς, πολλούς επαγγελματικούς κανονισμούς και πρότυπα, και επίσης έχει εκπαιδευτεί σε μια ποικιλία δεξιοτήτων». Θα προσθέσω επίσης ότι είναι σημαντικό για τους παρόχους θεραπευτικών υπηρεσιών να έχουν επίσης κάνει τη δική τους εσωτερική εργασία και θεραπεία, προκειμένου να έχουν επίγνωση των δικών τους αποσκευών, τυφλών σημείων και σημείων ενεργοποίησης (trigger points), και να είναι σε θέση να διακρίνουν καλύτερα πότε βρίσκονται στο παρόν και πότε μπορεί να έχουν παρασυρθεί (hijacked) από τη δική τους παρελθοντική εμπειρία, τυχόν συμφέροντα και προκαταλήψεις. Επίσης, τα περισσότερα εκπαιδευτικά πλαίσια και προγράμματα κατάρτισης απαιτούν ολοκλήρωση ορισμένης ποσότητας θεραπείας. Τα θεραπευτικά επαγγέλματα είναι ένας από τους τομείς εργασίας όπου ένα από τα πιο σημαντικά εργαλεία που έχει κανείς στη διάθεσή του είναι η δική του αυτογνωσία. Η ακεραιότητα είναι ένας άλλος μεγάλος παράγοντας, καθώς και το να είναι κανείς ανοιχτός σε νέα μάθηση και νέους τρόπους ανάγνωσης και διαχείρισης θεμάτων. Τα καλά θεραπευτικά πλαίσια πρέπει να περιλαμβάνουν ψυχο-εκπαίδευση, να υπάρχει ενημέρωση για τις δυναμικές του τραύματος (be trauma informed), να διευκολύνουν τις μικρές αφυπνίσεις των συμμετεχόντων και να μην γίνονται διαδικασίες περαιτέρω ταφής υλικού ή επανατραυματισμού. Θα πρέπει πάνω από όλα να είναι μια συν-εποικοδομητική εμπειρία ανάπτυξης μέσα σε ασφαλή πλαίσια.

Επίσης, προτείνεται στο podcast ότι στα καλά θεραπευτικά πλαίσια δεν ξεριζώνουμε «το κάκαρο από την πληγή» και ότι η αρχική φάση θα πρέπει να περιλαμβάνει την εκτίμηση της αξίας των αμυντικών ψυχολογικών προσαρμογών που μπορεί να έχει χρησιμοποιήσει ένα άτομο μέχρι τώρα. Στη συνέχεια, μπορεί κανείς να προχωρήσει στην εξερεύνηση του κόστους αυτών των προσαρμογών και αμυνών και καλύτερων τρόπων επίλυσης και διαχείρισης ζητημάτων. Ο Rick Hanson ισχυρίζεται ότι η καλή θεραπεία ενδυναμώνει τους ανθρώπους πρώτα, πριν αρχίσουν, λίγο-λίγο κάθε φορά, να ρίχνουν μια ματιά στο τι μπορεί να βρίσκεται πίσω από μια συγκεκριμένη πόρτα ή στο υπόγειο του νου, και ότι το να ξεριζώσουμε απότομα το κάκαρο / ξηραμένο δέρμα από την πληγή θα ήταν σαν να πήγαινε κάποιος  σε έναν φυσιοθεραπευτή  ή μασέρ που πήγε πολύ βαθιά, πολύ γρήγορα. Αυτό θα ήταν ανόητο και αντιπαραγωγικό. Ένα ανάλογο παράδειγμα που έρχεται στο μυαλό είναι σαν να κάνει κάποιος  εξαγωγή δοντιού χωρίς την κατάλληλη αναισθησία. Όταν δουλεύουμε με τραύματα χρειάζεται πρώτα να εστιάσουμε στην οικοδόμηση της ανθεκτικότητας και στη συνέχεια να πηγαίνουμε εμπρός -πίσω μεταξύ καταστάσεων συστολής (π.χ. θυμός, πόνος) και διαστολής (π.χ. ηρεμία), όπως όταν κολυμπάμε κάτω από το νερό κι ανεβαίνουμε κάθε τόσο για να πάρουμε αέρα.

Στο βιβλίο του, In an Unspoken Voice, ο Peter Levine, PhD, περιγράφει την διαδικασία του εκκρεμούς (the process of pendulation), μια κίνηση «πέρα-δώθε ή μπρος-πίσω» μεταξύ των δύο διαφορετικών καταστάσεων της συστολής και της διαστολής. Συνοπτικά, η διαδικασία του εκκρεμούς περιλαμβάνει την εύρεση μιας «αντίθετης» αίσθησης που βρίσκεται σε μια συγκεκριμένη περιοχή του σώματος ή μια στάση ή μικρή κίνηση, που ο Levine αποκαλεί «μικρά νησιά ασφάλειας» και που συνδέονται περισσότερο με την αίσθηση που έχει κανείς όταν νιώθει δυνατός και ρευστός παρά μουδιασμένος ή ανήμπορος. Ο Levine γράφει: «Όταν αρκετά από αυτά τα μικρά νησιά βρεθούν και γίνουν αισθητά, μπορούν ν’ αποτελέσουν μιαν αυξανόμενη ξηρά, ικανή να αντέξει τις μανιασμένες καταιγίδες των τραυμάτων. Με αυτήν την αυξανόμενη σταθερότητα καθώς δημιουργούνται και ενισχύονται νέες συναπτικές συνδέσεις [στον εγκέφαλο] η δυνατότητα επιλογών κι ακόμη κι ευχαρίστησης γίνεται πιθανότητα. Σταδιακά μαθαίνει κανείς να εναλλάσσει την επίγνωση και αντίληψη του ανάμεσα σε περιοχές σχετικής ευκολίας και σε περιοχές δυσφορίας και αγωνίας. Αυτή η εναλλαγή προκαλεί μία από τις σημαντικότερες επανασυνδέσεις με την έμφυτη σοφία του σώματος: την εμπειρία του εκκρεμούς, τον φυσικό ρυθμό συστολής και διαστολής του σώματος που μας λέει ότι ό, τι αισθανόμαστε είναι χρονικά περιορισμένο… Αυτή η διαδικασία του εκκρεμούς υποστηρίζει όλα τα ζωντανά πλάσματα στις δύσκολες σωματικές αισθήσεις και συναισθήματα. Επιπλέον,  δεν απαιτεί καμία προσπάθεια. είναι εντελώς έμφυτη …… Κι ενώ το τραύμα έχει σχέση με μια κατάσταση μουδιάσματος και εγκλωβισμού,  η διαδικασία του εκκρεμούς  αφορά τον έμφυτο οργανικό ρυθμό συστολής και διαστολής».